Το ελληνικό Δωδεκαήμερο

Δωδεκαήμερο ή Δωδεκάμερο ονομάζεται η περίοδος των 12  ημερών και νυχτών, από την παραμονή των Χριστουγέννων έως το πρωί του Αγιασμού, στις 6 του Ιανουαρίου.

Η παράδοση θεωρεί ότι η αρχαιότερη ομιλία για τη γιορτή των Χριστουγέννων εκφωνήθηκε από τον Μέγα Βασίλειο στην Καισάρεια της Καππαδοκίας το έτος 376 μ.Χ  Άλλες Ιστορικές πηγές επισημαίνουν πως ο εορτασμός των Χριστουγέννων άρχισε να τηρείται στη Ρώμη γύρω στο 335, αν και κάποιοι ερευνητές βασιζόμενοι σε αρχαίους ύμνους με χριστουγεννιάτικη θεματολογία θεωρούν ότι τα πρώτα βήματα που οδήγησαν στον εορτασμό αυτό έγιναν μέσα στον 3ο αιώνα.

Στο διάστημα αυτών των ημερών, τα ειδωλολατρικά και χριστιανικά έθιμα συνυπάρχουν ειρηνικά και τελούνται με παραδοσιακή ένταση. Σύμφωνα με τις δοξασίες, σε αυτές τις 12 μέρες παρατηρείται μια κυριαρχία των κακών πνευμάτων στη γη.

Οι καλικάντζαροι

Οι καλικάντζαροι είναι  μια παλιά παράδοση στην πατρίδα μας. Και σε κάθε τόπο, και πιο πολύ στα χωριά, υπάρχουν χίλιοι θρύλοι και έθιμα γύρο από αυτούς. Εμφανίζονται κάθε Χριστούγεννα.

Οι Καλλικάντζαροι, είναι οι κυρίαρχοι της νύχτας και της υπαίθρου και εχθρεύονται, ή ζηλεύουν, την οικογενειακή ζωή. Πολιορκούν σχεδόν τα σπίτια και χαίρονται να μολύνουν κάθε είδος από την τροφή και την ενδυμασία τους.
Ο φόβος για τους Καλλικάντζαρους έκανε τους ανθρώπους να μεταχειρίζονται διάφορα μέσα για να τους κρατήσουν μακριά από τις κατοικίες, με κυριότερο αυτό της φωτιάς.

Γι’ αυτό η φωτιά στο τζάκι έκαιγε μέρα και νύχτα, όλο το Δωδεκαήμερο.
Την παραμονή των Χριστουγέννων κάθε νοικοκύρης έφερνε στο σπίτι του ένα χοντρό ξύλο, κομμένο από δέντρο αγκαθωτόαχλαδιά, αγριοκερασιά κ.α.. Τα αγκαθωτά δένδρα, κατά τη λαϊκή αντίληψη, απομακρύνουν τα δαιμονικά όντα. Το κούτσουρο αυτό λέγεται Χριστόξυλο ή Δωδεκαμερίτης.

Επίσης, έκαιγαν λιβάνι ή αλάτι στη φωτιά, ή κρεμούσαν ένα κατωσάγονο χοίρου στην καμινάδα.
Άλλοι θέλοντας να τους εξαπατήσουν, μια και οι Καλλικάντζαροι θεωρούνταν κουτοί, έδεναν στο κρικέλι της πόρτας ένα σκουλί λίνάρι.Ωσπου να μετρήσει ο δαίμονας τις ίνες του λιναριού, θα λαλούσε ο πετεινός.

 Το Δωδεκαήμερο στον Πόντο– Τα καλαντόφωτα

Ο Χειμώνας που σε διάφορα µέρη τοu Πόντου λέγεται ο Χειµός ή Χειµωγκός περιλαμβάνει τους μήνες Δεκέµβριο = Χριστιαννάρτς, Ιανουάριο = Καλαντάρτς , Φεβρουάριο = Κούντουρο. Στον Πόντο ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς, σταματούσαν οι εξωτερικές δουλειές, γύριζαν οι ξενιτεμένοι. Τα βράδια συνήθως τα περνούσαν σε σπίτια, κάνοντας τα νυχτέρια ή βεγγέρες, που στον Πόντο λεγόντουσαν Παρακάθια.

Μα πιο πολύ περίμεναν τα Καλαντόφωτα για να κάνουν τα διάφορα μυστήρια, βαφτίσια, αρραβώνες, γάµους και άλλες γιορτές, γιατί τότε ήταν όλοι µαζεμένοι στο χωριό και ερχόντουσαν οι ξενιτεμένοι. Καλαντόφωτα οι πρόγονοι µας έλεγαν τις γιορτές από τα Χριστούγεννα μέχρι την ημέρα των Φώτων, ή και Δωδεκαήμερο. Με μεγάλη χαρά θα ετοιμάζονταν να δεχτούν τη γέννηση του Θεανθρώπου. Την Παραμονή των Χριστουγέννων σταματούσαν κάθε εξωτερική δουλειά και θα συμπλήρωναν τις ετοιμασίες για τη μεγάλη γιορτή.

Κάθε σπίτι είχε και ένα γουρούνι. Την παραμονή των Χριστουγέννων το έσφαζαν και με το κρέας του έφτιαχναν “γαβουρμά” και “τσιλγάνια”, όπως τα λένε στα ποντιακά. Το λίπος του γουρουνιού το λιώνανε και το χρησιμοποιούσανε στις πίτες και τα φαγητά.

Ακόμα οι νοικοκυρές έφτιαχναν τσουρέκια στο φούρνο, που έμοιαζαν με πίτες. Τα παιδιά έψελναν τα ποντιακά κάλαντα και τους έδιναν, αντί για λεφτά, ξηρούς καρπούς, ξερά σύκα και κερατούτσες που έμοιαζαν με φασόλια αλλά ήταν γλυκές.

Σε άλλα μέρη κάθε οικογένεια έπαιρνε από ένα κυδώνι και το έκοβε σε τόσα κομμάτια όσα άτομα ήταν στην οικογένεια. Μετά έβαζαν μια δραχμή μέσα σ’ ένα κομμάτι, το ανακάτευαν μέσα σε μια πετσέτα και διάλεγε ο καθένας από ένα. Σε όποιον τύχαινε η δραχμή αυτός μετά έπρεπε να σηκωθεί τα χαράματα, να πάρει μια κανάτα και να πάει κάτω στην πλατεία να τη γεμίσει με νερό. Από αυτό το νερό θα έβαζε λίγο στα ζώα, θα κρατούσε λίγο να πλυθούν και λίγο για να πιουν.

Τη µέρα αυτή θα έβαζαν στο τζάκι το Χριστό κουρ’, που ήταν αλλού από µηλιά αλλού από αχλαδιά, αυτό ήταν ένα κούτσουρο κοµµένο ειδικά για τα Χριστούγεννα και θα άναβε στο τζάκι συνέχεια και τις τρεις µέρες των Χριστουγέννων, που τις έλεγαν, τα Χριστουήµερα.

Oι νοικοκυρές συνήθιζαν να παρασκευάζουν πίτες και γλυκά, όπως αλευροχαλβά, κατμέρια και πουρμά, ένα σιροπιαστό γλυκό που θύμιζε το σαραϊγλί.

Στην Τραπεζούντα τις παραμονές των Χριστουγέννων οι νοικοκυρές απαραιτήτως ζύμωναν κουλούρια για το σπίτι και τα ζώα.

Επίσης ζύμωναν τα χριστόψωμα τα οποία περιείχαν καρύδια και όταν ψήνονταν τα περίχυναν με μέλι. Πάνω στο χριστόψωμο κεντούσαν με αμύγδαλα τη γέννηση του Χριστού.

Στην Ινέπολη του νομού Κασταμονής, οι νοικοκυρές ετοίμαζαν για τα Χριστούγεννα τα παραδοσιακά γλυκά « κετέ» και «ιτσλί».

Στην Αμάσεια, τα βασικά γιορτινά εδέσματα ήταν το κεσκέκι, το σουμπορεγί και το τζεβιζλί τσορέκ

Την Παραμονή το απόγευμα τα παιδιά θα έλεγαν τα κάλαντα και οι νοικοκύρηδες θα τα φίλευαν µε διάφορα καλούδια (δώρα). Τα χαράματα θα χτύπαγε η καμπάνα και θα πήγαιναν όλοι στην εκκλησία. Η απόλυση γινότανε µε την ανατολή του ήλιου και η ημέρα ήταν αφιερωμένη στους ανθρώπους του σπιτιού, στην οικογένεια.

Όσο για το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, στον Πόντο και μάλιστα στην Αργυρούπολη και στα περίχωρα της, αλλά και αλλού, από την Παραμονή των Χριστουγέννων κρεμούσαν στο εικονοστάσι σταυρωτά κλαδιά φουντουκιάς ή καρυδιάς ή µόνο καρπούς. Αλλού το δέντρο ήταν από πεύκο ή έλατο και το στόλιζαν εκτός από νωπούς καρπούς και µε κλαδάκια ελιάς στα φύλλα της οποίας σφήνωναν«λεφτοκάρια» = φουντούκια. Αλλού έβαζαν «τσιµσίρ» = πυξάρι.

Και ερχόταν ο Ιανουάριος = Καλαντάρτς, θα έκαναν πάλι τις ίδιες ετοιμασίες, όπως την Παραμονή των Χριστουγέννων. Στο τζάκι τώρα θα έβαζαν ένα κούτσουρο, ειδικά κομµένο γι’ αυτή τη µέρα, που το έλεγαν το Καλαντοκούρ’ που ήταν ή από μηλιά ή αχλαδιά (ανάλογα µε το χωριό).

Το Γενάρη γίνονταν οι περισσότεροι γάµοι, γιατί τότε γύριζαν οι νέοι από την ξενιτιά και παράγγελναν στις αγαπημένες τους να τους περιμένουν,

Καλαντάρτς και νέον’ έτος / κόρ’ θα παίρωσε οφέτος.

Και τώρα όπως και τα Χριστούγεννα τα παιδιά θα γύριζαν στα σπίτια και θα έλεγαν τα κάλαντα. (Τα κάλαντα τα έλεγαν και οι μεγάλοι, αλλά τα έσοδα τα έδιναν για τη λειτουργία των Σχολείων).
Σε μερικά χωριά την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά καβαλώντας κλαδιά από μηλιά, έμπαιναν θριαμβευτικά στο σπίτι φωνάζοντας:

«Χριστούγεννα και κάλαντα και Φώτα και καλός καιρός και καλοχρονία και καλοκαρπία και να ζουν ο πατέρας και η μητέρα και όλοι οι σπιτιανοί» και ο νοικοκύρης τους έδινε φιλοδώρημα.
Αλλού εύχονταν στο νοικοκύρη να αποκτήσει αρσενικά παιδιά και θηλυκά μοσχάρια.

Στην Τραπεζούντα τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα κρατώντας πολύχρωμα φανάρια , τα συμβολικά χαρτοκάραβα και έψελναν
«Αρχήµηνιά, κι αρχή χρονιά, κι αρχή καλός µας χρόνος».

Σε άλλα µέρη την Παραµονή της Πρωτοχρονιάς ο αρχηγός της οικογένειας, άντρας ή γυναίκα «εκαλαντίαζεν τ’ οσπίτ’» σκορπίζοντας δηλαδή διάφορους καρπούς µέσα στο σπίτι και λέγοντας

«Άµον το ρούζ’νε αούτα τα καλά, αετσ’ πα να ρούζ’νε απές΄ σ΄οσπίτ΄ ν΄εµουν τ΄ευλοϊας και τα καλοσύνας».

Επίσης γυναίκες πήγαιναν δώρα στη βρύση του χωριού ή στο ποτάµι για να πάρουν το καλαντόνερο. Πήγαιναν και γύριζαν αµίλητες και µε αυτό ράντιζαν το σπίτι και έπιναν και λίγο, για να έρθει η ευλογία στο σπίτι . Την παραµονή το βράδυ της Πρωτοχρονιάς στα σπίτια ήταν συγκεντρωµένα όλα τα µέλη της οικογένειας ή και συγγενικά ή και φιλικά πρόσωπα. Το τραπέζι το έστρωνε η νύφη, κι αν δεν υπήρχε, η πρωτοκόρη και ο αρχηγός της οικογένειας έδινε φιλοδώρημα.

Το καλαντόνερον

Καλαντόνερον ονομαζόταν το πρώτο νερό που έπαιρναν τα μεσάνυχτα της Πρωτοχρονιάς από την βρύση, την πηγή ή το πηγάδι από όπου προμηθεύονταν το πόσιμο νερό. Της λήψης του καλαντόνερου προηγούνταν το καλαντίασμαν της βρύσης. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα τοποθετούσαν κοντά ‘ς σο πεγάδ’ (βρύση) διάφορα δώρα όπως ξηρούς καρπούς (λεφτοκάρα, καρύδα, σύκα) στάρι, γλυκά, μήλα, κυδώνια, κ.λ.π. λέγοντας την ευχή: Κάλαντα και καλός καιρός, πάντα και του χρόνου. Αυτός που έπαιρνε το νερό, μέχρι να το πάει στο σπίτι δεν κοιτούσε πίσω του ούτε μιλούσε σε κανέναν. Έπινε όλη η οικογένεια από λίγο και ράντιζαν το σπίτι, την αυλή, τις αποθήκες, τα ζώα, τα χωράφια κ.λ.π.

Τα μεσάνυχτα ο αρχηγός της οικογένειας έπαιρνε καρύδια, αλλού φουντούκια και ρίχνοντας στις τέσσερις γωνίες του σπιτιού έλεγε: «Ευτυχισμένο το Νέο Έτος! Εδέβεν η κακοχρονία και έρθεν η καλοχρονία». Στη συνέχεια έκοβε την πίτα που είχε µέσα ένα νόµισµα, αφού τη σταύρωνε τρεις φορές µε το μαχαίρι, το πρώτο κοµµάτι το αφιέρωνε στον πολιούχο Άγιο της ενορίας και το έβαζε στο εικονοστάσι. Αλλού έλεγαν:

«Κάλαντα καλός καιρός, τα πάντα και του χρόνου».

Το τραπέζι μετά το δείπνο έπρεπε να μείνει «Γουρεµένον» δηλαδή στρωμένο «ίδια να έλθουν να τρων απ΄ εμάς καλλίον που είναι» δηλαδή οι μάγισσες για να µη βλάψουν το σπίτι. Σε άλλα μέρη έβαζαν στη στέγη του σπιτιού ένα δίσκο µε φαγητά για να φάνε οι «µάισσες» «οι απ’ εμάς καλοί»

Την 1η Ιανουαρίου όπως και την 1η Σεπτεµβρίου δεν επιτρεπόταν σε κανένα η είσοδος στο σπίτι, προτού µπει ο παπάς για να κάνει αγιασμό. Αυτές τις µέρες δεν έδιναν φωτιά έξω από το σπίτι, τα κορίτσια ψαλλίδιζαν τις άκρες των μαλλιών τους για να αυξηθούν περισσότερο. Ακόμη πίστευαν ότι την Πρωτοχρονιά δεν έπρεπε κανείς να κλαίει, γιατί θα έκλαιγε όλη τη χρονιά.

Ένα άλλο έθιμο, που ήταν πολύ αγαπητό στον Πόντο, συνδεδεμένο µε το Δωδεκαήµερο και ιδιαίτερα την Πρωτοχρονιά, ήταν «οι Μωµόγεροι» .Τα Μωµογέρια άρχιζαν την Πρωτοχρονιά και παρατείνονταν περιοδικώς µέχρι των Απόκρεω.

Στη διάρκεια του Δωδεκαηµέρου εκτός από τους Μωμόγρους εμφανίζονταν και τα Πιζήαλα δηλαδή οι καλικάτζαροι.

Τα πίζηλα (καλικάντζαροι)

Όπως σε όλα τα μέρη της Ελλάδας έτσι και στον Πόντο πίστευαν, ότι το Δωδεκαήμερο (Από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα) βγαίνουν τα πίζηλα (οι καλικάντζαροι) και ενοχλούν τους ανθρώπους. Ιδιαίτερα ενοχλούσαν τα παιδιά και ιδίως τα αβάπτιστα, τις λεχώνες, τις νεόνυμφες και γενικά αδύναμα άτομα. Προκαλούσαν ζημιές στα πράγματα του σπιτιού, στα ζώα και στους αγρούς. Για να προστατευθούν απέφευγαν να κάνουν νυχτερινές δουλειές έξω από το σπίτι και να πετάξουν νερά έξω το βράδυ. Επίσης για να μην πλησιάζουν έλεγαν ψιθυριστά διάφορες προσευχές. Τα πίζηλα εξαφανίζονταν τα Φώτα με τον αγιασμό των υδάτων για να επιστρέψουν και πάλι τα Χριστούγεννα. Ανάλογα με την περιοχή ονομάζονται και πίζουλα, πίζελα και πιζήαλα.

Τα Φώτα ή Θεοφάνεια ήταν και είναι μια από τις πιο λαμπρές γιορτές της χριστιανοσύνης. Με τη γιορτή αυτή κλείνει το Δωδεκαήμερο. Έτσι στον Πόντο, όταν επρόκειτο να δηλώσουν κάποιοι γνωστά πράγματα, τους απαντούσαν:

Σ’ έμπαν είν’ τα κάλαντα και σ’ έξ’ τα Φώτα”, δηλ. στην είσοδο του Γενάρη είναι η Πρωτοχρονιά και στις έξι τα Θεοφάνεια.

Η λέξη Φώτα παράγεται από το ουσιαστικό φως και δηλώνει την γιορτή των Θεοφανείων. Η γενική τη Φωτός χρησιμοποιείται σαν επίρρημα και σημαίνει κατά την γιορτή των φώτων.

Στην Αμισό, Ινέπολη, Οινόη (Ούνγια), Σούρμενα λέγανε το Φώτισμα, στην Κερασούντα, Κοτύωρα (Ορντού), Σάντα, Τραπεζούντα, Χαλδία λέγανε το Φώτιγμαν και στη Χαλδία το Φώτιμαν.

Όλες οι λέξεις είχαν τις σημασίες: 1. λάμψη, 2. βάπτισμα, 3. αγιασμός με το νερό που αγιάσθηκε.

Η. λέξη “τα φώτα” σήμαινε τη βάφτιση του Χριστού, το φώτισμαν σήμαινε: 1. το φώτισμα και 2. το ράντισμα με αγιασμό και τα φωτίσα σήμαιναν τα βαφτίσια.

Στις 5 του Γενάρη παραμονή των φώτων γινόταν ο αγιασμός των υδάτων μόνο μέσα στην εκκλησία και πάνω σε μια εξέδρα στολισμένη με κλαδιά. Κατόπιν ο παπάς γυρνούσε στα σπίτια και τ’ αγνίαζε με την αγιαστούρα του, ψάλλοντας το τροπάριο “Εν Ιορδάνη…”, ενώ οι πιστοί έριχναν κέρματα “απές σο παρχάτσ’”, που κρατούσε ένας μικρός, που συνόδευε τον παπά.
Στον Πόντο έλεγαν σχετικά ότι αυτή την μέρα στον Ιορδάνη ποταμό, άνοιξε ο ουρανός και το Άγιο Φως κατέβηκε σαν πουλί πάνω από το Χριστό:

Σον Ιορδανοπόταμον ο ουρανόν ενοί(γ)εν
Και τ’ Αεφώς άμον πουλίν σον Χριστόν εκατήβεν”

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έθιμα των ποντιακών Φώτων ήταν το μνημόσυνο των νεκρών που γινόταν την Παραμονή της γιορτής των Θεοφανίων.
Σε κάθε σπίτι άναβαν τόσα κεριά, όσα ήταν τα μέλη της οικογένειας που είχαν εκδημήσει, και ένα για εκείνον το ξένο που δεν είχε κανέναν σ’ αυτόν τον κόσμο. Για να μην ξεχνούν οι νεότεροι το χρέος τους στους παλιότερους, έγκαιρα τους μάθαιναν ένα τετράστιχο με τις βασικές επιθυμίες των τεθνεώτων:

Τα Φώτα θέλω το κερί μ’
και Των Ψυχών κοκκία (κόλυβα)
και την Μεγάλ’ Παρασκευήν
έναν μαντήλιν δάκρυα!

Τα Θεοφάνεια με τον μεγάλο αγιασμό ράντιζαν τα σπαρτά. Στη Σάντα, που την αποτελούσαν επτά ενορίες γι’ αυτό και ονομαζόταν και «Επτάκοσμος» τα Θεοφάνια, η πρωτότοκος κόρη ζύμωνε την «Αλυκόν πίταν» από καλαμποκίσιο αλεύρι, κομμάτια της οποίας οι ανύπαντρες έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι για να δουν ποιον θα παντρευτούν.

Τα ήθη αυτά και τα έθιμα των Ελλήνων του Π ό ν τ ο υ , τ α παρατήρησαν και τα μελέτησαν πολλοί επιστήμονες, αποδεικνύοντας έτσι τη συνέχεια της παράδοσης από τα παλιά χρόνια στο Βυζάντιο και από το Βυζάντιο στον Πόντο. Οι Έλληνες του Πόντου διασκέδαζαν λοιπόν διατηρώντας τα πανάρχαια ήθη και έθιμα των προγόνων µας, που πίστευαν ότι « Β ί ο ς ανεόρταστος, µακρά οδός απανδόκευτος» Δηλαδή ζωή χωρίς γιορτές είναι μεγάλος δρόμος χωρίς πανδοχείο.

Τα έθιμα του Δωδεκαημέρου στη Θράκη

Σε αυτά μαντεύει κανένας να έχουν εκτός των άλλων και ευετηριακή σημασία με τις μεταμφιέσεις και με διάφορα ονόματα που γίνονταν και αναβιώνουν και σήμερα στην περιοχή του Ν. ‘Εβρου (Ρουγκάτσια, Μπαμπαλιάροι, Μπαμπουτσιαρέοι, Τζαμάλες, Καμήλες, κ.α.).

Την παραμονή ή προπαραμονή των Χριστουγέννων, έχουν προηγηθεί τα “χοιροσφάγια”, η σφαγή των γουρουνιών, που το παχύ τους κρέας και το λίπος ήταν η κατάλληλη τροφή για τον βαρύ θρακικό χειμώνα. Το παχύ έντερο των γουρουνιών, καθαρίζεται και γεμίζεται με ψιλοκομμένο κρέας, πράσσο, ρύζι και μυρωδικά, για να αποτελέσει το καθιερωμένο στα περισσότερα μέρη του ‘Εβρου, έδεσμα την “μπαμπού”.

Τα κάλαντα θα ειπωθούν από τα παιδιά και από παρέες μεγάλων. Ανάλογα με την καταγωγή των κατοίκων, είναι τα κάλαντα. Στις περιοχές Σουφλίου – Κορνοφωλιάς – Λευκίμης με εντόπιους κατοίκους όπως και σε χωριά εντοπίων του Βορείου ‘Εβρου, λένε τα εξής κάλαντα με μικρές παραλλαγές.

Χριστούγεννα πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου
για βγαίτε-βγαίτε μάθετε τώρα Χριστός γεννιέται,
γεννιέται κι’ ανατρέφεται στο μέλι και στο γάλα,
το μέλι τρων οι άρχοντες το γάλα οι αφεντάδες
και το μελισσοβότανο βαστούν τα παλικάρια.
Σι’ αυτό το σπίτι οπούρθαμε, πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, χρόνια πολλά να ζήσει.

Στις περιοχές που οι κάτοικοι κατάγονται από τη Βόρεια Θράκη, κυρίως από την περιοχή Ορτάκιοϊ, εφαπτόμενη με την περιοχή του Τριγώνου, τα κάλαντα μιλούν γι’ αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός της γέννησης του Θεανθρώπου. Εδώ παρουσιάζεται η Παναγία όπως κάθε γυναίκα που αισθάνεται τις ωδίνες του τοκετού κι έχει την ανάγκη της συμπαράστασης των συνανθρώπων της (Μικρό Δέρειο, Πρωτοκκλήσι, Αβδέλλα Δίχου και αλλού). Τα κάλαντα αυτά λέγονται από τους νέους, σε όλα τα σπίτια του χωριού.

Χριστός γεννιέται χαρά στον κόσμο,
χαρά στον κόσμο στα παλικάρια.
Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες
κι η Παναγία κοιλοπονούσε,
κοιλοπονούσε παρακαλούσε
τους Αη-Πουστόλους τους Αρχαγγέλους.
Βοηθήστι μι μένα, σι’ αυτή την ώρα
τη βλουημένη, τη δοξασμένη.
Κι οι Αποστόλοι μαμές γυρεύουν
κι οι Αρχάγελλοι για μύρου τρέχουν.
κι ως που να πάνι κι ώσπου να έρθουν,
η Παναγιά μας ξιλιφτιρώθκι.
Ξιλιφτιρώθκι κι φανιρώθκι,
μέσα στη δάσως στα κυπαρίσια.
Σαν ήλιος λάμπει, σα μέρα φέγγει,
λάμπει κι φέγγει του νοικοκύρη,
του νοικοκύρη μι τα πιδιά του.

‘Αλλη κατηγορία κάλαντα, είναι αυτά που λέγονται σε χωριά που οι κάτοικοί τους κατάγονται από την Ανατολική Θράκη (περιοχές Μακράς, Γέφυρας και Μαλγάρων). Τα κάλαντα αυτά, είναι ιδιότυπα. Ενώ μιλούν ελάχιστα για το γεγονός της Γέννησης του Χριστού, αναφέροντας με λεπτομέρειες στα κατοπινά του πάθη. Χαρακτηριστική η παραλλαγή από τη Σιταριά Διδυμοτείχου.

Χριστούγεννα, Χριστούγεννα, πόψι Χριστός γεννιέται,
πόψι Χριστός γεννήθηκε κι ο κόσμος δεν το είδε.
Κόσμος και τα Οικούμενα (Οικουμένη) κι ο βασιλιάς ατός του.
Πόψι ‘Αγγελοι λειτουργούν κι οι Απουστόλοι ψέλνουν
κι ψέλνουντας διαβάνουντας χρυσό δεντράκι ξέβγι.
Το δέντρο ήταν ο Χριστός και κλώντα τα Βαγγέλια
Και τ’ αργυρά φυλλίτσια του ήτανε προφητάδες,
Προφήτευαν και έλεγαν για του Χριστού τα πάθια.
Και συ Χριστέ μ’ αληθινέ, Χριστέ μου σταυρωμένε,
να που σι σταύρουσαν Οβριοί και σέβαλαν στον τάφο.
Τον χάλκου (χαλκουργό) τον παράγγειλαν να κόψει δύο πηρόνια (καρφιά)
και κείνος τα παράκοψε, πιάνει και κόφτει πέντε.
Τα δυο βαρούν τα χέρια του, τα δυο βαρούν τα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό, τοβάλαν στην κοιλιά του
και πέταγε το αίμα του σα νάτανε ποτάμι.
Κι η Παναγιά το σφούγγιζε μ’ ένα χρυσό μαντήλι
νωρίς-νωρίς τον σφούγγιζε νωρίς-νωρίς τον κλαίει.
Κρίμα-κρίμα τον γιόκα μου, τον γιόκα τον αφέντη
που ήταν όλος μάλαμα στα στήθια τ’ ασημένιος.
Κι απόψε θελ’ να κατέβει στην εκκλησιάς την πόρτα,
να ρίξει κώθρο να διαβεί δεξιά απ’ τ’ ‘Αγιο Βήμα,
να στρώσει το στρωλάκι του (χαλί), να κάτσει να δικιοκρίνει,
να κρίνει όλους τους αμαρτωλούς και μας τους κολασμένους.

Σε πολλά χωριά, τα κάλαντα τα έλεγαν μεταμφιεσμένοι “για να πάει καλά η χρονιά”, όπως έλεγαν. ‘Αγνωστοι με την μεταμφίεση και με συνοδεία γκάιντας, έψαλλαν σε κάθε σπίτι ειδικά κάλαντα, ανάλογα με τα πρόσωπα της οικογένειας και τα επαγγέλματά τους. Οι μεταμφιεσμένοι αλλού λέγονται “Ρογκάτσια ή Ρογκατσιάρηδες” (Κορνοφωλιά, Μάντρα, Λάβαρα, Ασβεστάδες), αλλού “Μπαμπουδιαρέοι”, “Μπαμπούτσιαροι” (Ρήγιο), “Τσαμάλα”, “Καμήλα” στα Ρίζια, “Χριστιάσια” (στη Μάνη Διδυμοτείχου με αναπαράσταση γάμου), “Παβγινικό” (στις Καστανιές), “Τεμπελέκια” (στη Νέα Βύσσα), “Κορτοπούλα” (στο Φυλαχτό), κ.α. Στα κάλαντά τους, περιέχονται παινέματα για τον κάθε νοικοκύρη και τα μέλη της οικογένειάς του, ενώ βασικό μέρος αποτελούσαν οι στίχοι που έλεγαν κατά τη μετάβαση από το ένα στο άλλο νοικοκυριό.

Π΄ αρχόντου σπίτι βγαίνουμι σ΄ αρχόντου θε να μπούμι
σ΄ αυτά τα σπίτια τα ψηλά τα μαρμαρουστρουμένα (Βρυσικά).

Παινέματα για την κόρη.

Μπαξές που δω, μπαξές που κει μπαξές μι τα λουλούδια,
έλα να σιργιανίσουμι αγάπη μου καινούρια. (Λάβαρα-Ρίζια).

Παινέματα για τον βοσκό.

Τσιομπάνε μ’ πουν’ τα πρόβατα, τσιομπάνε που ν΄ τ΄ αρνιά σου;
Τα πρόβατα παν΄ στη βοσκή, τ’ αρνιά κοντά στις μάνες (Λαγός Μεταξάδων).

Μέσα στα κάλαντα, περιλαμβάνεται και το σούρβισμα. Στα χωριά του ‘Εβρου, τα παιδιά που λεν τα κάλαντα, κρατούν κι ένα κλαδί από σουρβιά (άλλο όνομα της κρανιάς), αειθαλές δέντρο με το οποίο χτυπούν στην πλάτη το νοικοκύρη λέγοντας:

Σούρβα σούρβα γιρό κορμί, γιρό κορμί, γιρό σταυρί

κι του χρόνου ουλ΄ γιροί, ουλ΄ γιροί καλόκαρδοι. Το βράδυ της παρανομής όλοι θα καθίσουν στο τραπέζι και θα φάνε από τα “Εννιά Φαγιά”, λαδερά και συνήθως ξερή τροφή (χαλβάς, ελιές, άζυμη πίττα, λάχανο, πιπεριές, μελιτζάνες, ντομάτες, τουρσί και αλατοπίπερο). Σε πολλά χωριά, ο νοικοκύρης ασήμωνε το τραπέζι βάζοντας ένα ποσό κάτω από τη μεσάλα (τραπεζομάντιλο). Τα χρήματα τα έπαιρνε όποιος ξέστρωνε το τραπέζι (συνήθως τα παιδιά).

Τα ξημερώματα των Χριστουγέννων, όλοι θα εκκλησιαστούν. Το φαγητό της ημέρας είναι η “Μπάμπου”, στα περισσότερα μέρη του ‘Εβρου που κατοικούνται από εντοπίους ή πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, ενώ στη Σαμοθράκη είναι κομμάτια χοιρινού κρέατος ψητά στη σούβλα που στήνει ο κάθε νοικοκύρης στην αυλή του.

Τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων στους Πετράδες Διδυμοτείχου, δυο παλικάρια μασκαρεμένοι σε αγριάνθρωπους (άντρας και γυναίκα), οι “Μπαρμπουτσιαρέοι” γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι τρομοκρατώντας τα παιδιά και τις γυναίκες και μαζεύοντας δώρα. Το έθιμο κατάλοιπο των αρχαίων δρώμενων, έχει σκοπό τη βλάστηση της γης και την καρποφορία.

Από τις αρχές του Δεκέμβρη ακούγονται στις γειτονιές οι παιδικές φωνές που προτρέπουν με τραγούδια να αρχίσουν οι ετοιμασίες για τις γιορτές που πλησιάζουν.

Στις 23 Δεκεμβρίου το βράδυ ανάβονται σε όλες σχεδόν τις γειτονιές και στις πλατείες μεγάλες φωτιές, οι κλαδαρές ή κλαδαριές, και όλος ο κόσμος χορεύει γύρω απ’ αυτές με τη συνοδεία τοπικών μουσικών οργάνων. Οι κλαδαριές ανάβονται στις πλατείες. Όσες γειτονιές έχουν πλατεία ανάβουν μια κλαδαριά. Τα ξύλα τα φέρναν παλιά με τα ζώα. Από την Τζερβένα και από άλλα δάση. Στο σούρουπο τα κουβαλάν και τα στοιβάζουν. Για τάμα. Το βράδυ, άμα νυχτώσει καλά, εξήμισι η ώρα, όταν τελειώσει η εκκλησία τα βάζουν φωτιά και μετά αρχίζει το γλέντι. Οι πολύ θαρραλέοι παίρνουν φόρα και πηδάν πάνω από την φωτιά. Ως τα μεσάνυχτα κρατούσε το γλέντι. Στο τέλος ρίχνανε πέτρες στην φωτιά να σβήσει.

Το ξημέρωμα της άλλης μέρας βρίσκει τα παιδιά να λένε τα κόλιαντα (κάλαντα). Παιδιά μικρά, μεγάλα κρατούν τη τζιουμάκα (=ξύλινο σφυρί) και χτυπούν τις πόρτες των σπιτιών για να τους ανοίξουν οι νοικοκυρές και να τους δώσουν γλυκά, φρούτα ή ό,τι άλλο διαθέτει το κάθε νοικοκυριό για την περίσταση. Βέβαια, τα τελευταία χρόνια το ζητούμενο είναι τα χρήματα, αλλά πολλά παιδιά ακόμη παραμένουν πιστά στο παλιό έθιμο.

Σε κάθε σπίτι λέγεται το τραγούδι που ταιριάζει. Έτσι υπάρχει ειδικό τραγούδι για τους γέρους, τους νιόπαντρους, τις νέες κοπέλες που βρίσκονται σε ηλικία γάμου, για τους ξενιτεμένους, τους κτηνοτρόφους κ.λ.π. Την ημέρα των Θεοφανείων γίνεται μεγάλο ξεφάντωμα με τα καρναβάλια, τα λεγόμενα “Μπουμπουσάρια”. Άντρες, γυναίκες και παιδιά κρύβονται κάτω από παλιά ρούχα και καλύπτοντας το πρόσωπό τους με τούλινα υφάσματα γίνονται μη αναγνωρίσιμοι. Έτσι μπορούν να διασκεδάσουν και να κάνουν οτιδήποτε θελήσουν χωρίς κοινωνικούς ενδοιασμούς και ενοχές, αφού εκείνη την ημέρα όλα επιτρέπονται.

Τα χοιροσφάγια – Η γουρνοχαρά

  
Η σφαγή του γουρουνιού στη Θεσσαλία, γινόταν  σαν ιεροτελεστία σε κάθε οικογένεια.Το γουρούνι το οποίο εξέτρεφαν για το σκοπό αυτό, αναλάμβαναν να το σφάξουν οι άντρες του σπιτιού την παραμονή των Χριστουγέννων. Τα μέλη της οικογένειας αντάλλαζαν μεταξύ τους ευχές. Το χοιρινό κρέας αποτελούσε το κύριο φαγητό στο χριστουγεννιάτικο γεύμα, όπως άλλωστε και σήμερα.

Επίσης, έφτιαχναν λουκάνικα από το γουρούνι, τα οποία κρεμούσαν μέχρι να στεγνώσουν, ενώ το λίπος του γουρουνιού το αποθήκευαν σε δοχεία και το χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική.

Η γουρνοχαρά, είναι ένα από πιο χαρακτηριστικά Χριστουγεννιάτικα έθιμα των Τρικάλων.Το κάθε σπίτι, που σφάζει γουρούνι, προσκαλεί όλους τους συγγενείς και φίλους να φάνε και να γλεντήσουν.

Στο Λιόπρασο Τρικάλων, οι περισσότερες οικογένειες του χωριού έκτρεφαν ένα γουρούνι το οποίο έσφαζαν μια εβδομάδα περίπου πριν από την γιορτή των Χριστουγέννων. Κάθε οικογένεια που έσφαζε το γουρούνι, προσκαλούσε τους συγγενείς να βοηθήσουν στη διαδικασία η οποία εξελίσσονταν σε γλέντι. Μόλις έσφαζαν το γουρούνι η νοικοκυρά έπαιρνε έναν τσίγκο, έβαζε πάνω κάρβουνα αναμμένα, έριχνε λίγο θυμίαμα και πέρναγε μπροστά από τους άντρες, που βρισκόταν γύρω από το σφαγμένο ζώο για να τους θυμιατίσει και αυτοί με το χέρι τους αέριζαν τη φωτιά και έλεγαν την εξής ευχή: «Να το φάτε με υγεία και του χρόνου μεγαλύτερο». Έπειτα έριχνε τα κάρβουνα με το θυμίαμα στον κομμένο λαιμό και στην κοιλιά του γουρουνιού, πάνω στην οποία προηγουμένως είχαν χαράξει ένα σταυρό.

Από το γουρούνι που έσφαζαν, έφτιαχναν την αλευριά (έβραζαν μεγάλα κομμάτια κρέατος, τα αλάτιζαν, έβαζαν από πάνω το λίπος και το αποθήκευαν στις καδοπούλες για να διατηρείται περισσότερο χρονικό διάστημα), τη λίπα (τη χρησιμοποιούσαν κυρίως στο μαγείρεμα και στις πίτες) ,τα λουκάνικα και τις τσιγαρίδες. Καθώς το κρέας τα παλιά χρόνια ήταν δυσέυρετο για το οικογενειακό τραπέζι, με αυτόν τον τρόπο αποθήκευσης είχαν για αρκετό διάστημα (περίπου μέχρι τις Απόκριες) κρέας .

 Αγία Παρασκευή (Κεράσοβο) Πωγωνίου

Τα έθιμα των Χριστουγέννων άρχιζαν στην Αγία Παρασκευή (Κεράσοβο) Πωγωνίου,  λίγες μέρες πριν τη γιορτή με το σφάξιμο του οικόσιτου χοίρου που έτρεφε η κάθε οικογένεια από την Άνοιξη γι’ αυτό το σκοπό. Οι πιο φτωχές μεγάλωναν το γουρούνι συνεταιρικά και στο τέλος μοιράζονταν το κρέας του.

Το σφάξιμο ήταν πραγματική ιεροτελεστία, τέτοια που παραπέμπει σε αρχαίες θυσίες. Μ’ ένα θυμιατήρι θυμιάτιζαν το σφάγιο και έβαζαν στο στόμα του ένα κρεμμύδι. Τα παιδιά περίμεναν αυτό το γεγονός με ιδιαίτερη ανυπομονησία. Έπαιρναν την ουρήθρα του ζώου και την έκαναν μπάλα. Τη χτυπούσαν πρώτα σε μια πέτρα για να καθαριστεί από τα λίπη. Μετά τη φούσκωναν και την έδεναν καλά. Μια πραγματική δερμάτινη μπάλα!

Τα γουρούνι, ή γ’ρούνι, ήταν πραγματικός θησαυρός για την οικονομία του σπιτιού την εποχή εκείνη. Κατ’ αρχήν έφτιαχναν τον πατσά, που θα έτρωγαν όμως την ημέρα των Φώτων. Με το δέρμα του κατασκεύαζαν αυτοσχεδια παπούτσια, τα γουρνοτσάρουχα.Το λίπος του το έλιωναν , το αποθήκευαν σε βαρέλια ξύλινα (κάδοι) και το χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική, καθώς το λάδι ήταν δυσεύρετο. Τα μικρά κομμάτια του λίπους που δεν έλιωναν τελείως, καθώς είχαν λίγο κρέας, τα φύλαγαν για άλλες χρήσεις. Τις τσιγαρίδες όπως τις έλεγαν, τις έβαζαν στις πίττες ή στο μπομπότο,ψωμί από καλαμποκίσιο αλεύρι, για να νοστιμίσουν.

Το κρέας του γουρουνιού το έκαναν παστό ή λουκάνικα, τις λουκανίτσες. Για να τις φτιάξουν ψιλόκοβαν πρώτα το κρέας, το ανακάτευαν με ψιλοκομμένα πράσα και κρεμμύδια, έριχναν ρίγανη και τα κρεμούσαν στο ταβάνι του κελαριού σε θηλιές.

Τα χοιροσφάγια για το «μπερικέτι» της χρονιάς στην Ημαθία

Ενα άλλο έθιμο που αναβιώνει τις μέρες των Χριστουγέννων στην περιοχή της Ημαθίας είναι η «γουρουνοχαρά» ή «γρουνουχαρά» ή «γουρνοχαρά».
Το σφάξιμο των οικόσιτων χοίρων είναι παλιό έθιμο, που παραπέμπει σε αρχαίες θυσίες.Τα παλιά χρόνια όλοι στο χωριό εξέτρεφαν γουρούνια. Τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων οι ίδιοι οι νοικοκυραίοι ή ομάδες από σφαχτάδες έσφαζαν το μεγαλύτερο γουρούνι του σπιτιού. Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν με εξαιρετική φροντίδα, ενώ ακολουθούσε γλέντι μέχρι τα ξημερώματα, για να επαναληφθεί η διαδικασία την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα. Αν μάλιστα τύχαινε και περνούσαν και τα ρουγκάτσια, τότε το γλέντι ήταν τρικούβερτο! Οπως πίστευαν, η σφαγή του ζώου έφερνε το λεγόμενο «μπερικέτι» στο σπίτι, δηλαδή καλή εσοδεία, καλή χρονιά.

Μετά το γδάρσιμο, άρχιζε το κόψιμο του λίπους και στη συνέχεια έκοβαν το κρέας σε μικρά τεμάχια. Εκείνα τα χρόνια δεν πετούσαν τίποτα από το ζώο. Κατ’ αρχάς, έφτιαχναν τον πατσά που θα έτρωγαν την ημέρα των Φώτων. Στη συνέχεια, το λίπος το έβαζαν σε δοχεία λαδιού ή πετρελαίου, αφού πρώτα το έλιωναν, και το διατηρούσαν όλον τον χρόνο. Επίσης, με το δέρμα του κατασκεύαζαν αυτοσχέδια παπούτσια, τα γουρνοτσάρουχα, ενώ ο «γκούργκλας», η ονομασία για τον λάρυγγα, εθεωρείτο ο καλύτερος μεζές των σφαχτάδων. Ακόμη και η… ουρήθρα του ζώου δεν έμενε ανεκμετάλλευτη. Γινόταν μπάλα για να παίζουν τα παιδιά!

Πολλές είναι οι προκαταλήψεις που υπήρχαν γύρω από το συγκεκριμένο έθιμο. Πίστευαν, για παράδειγμα, ότι τα παιδιά που ανέβαιναν στην πλάτη του γουρουνιού την ώρα που ξεψυχούσε τρόμαζαν τόσο που δεν «ξανάβρεχαν» το κρεβάτι τους. Η «γουρουνοχαρά» κράτησε με όλη της αίγλη μέχρι το 1940. Η Κατοχή και ο εμφύλιος πόλεμος ανέκοψαν τον ενθουσιασμό των κατοίκων αυτών των περιοχών που τα έφερναν δύσκολα βόλτα.

Σήμερα, τη διοργάνωση της γιορτής έχουν αναλάβει εξ ολοκλήρου οι πολιτιστικοί σύλλογοι, αφού στα περισσότερα σπίτια έχουν σταματήσει να εκτρέφουν γουρούνια.Σήμερα,, τα τεμαχισμένα κομμάτια τσιγαρίζονται στο λίπος του ζώου στα παραδοσιακά «μπακάτσια» και προσφέρονται ως εκλεκτό έδεσμα στους παρευρισκόμενους, μαζί με άφθονο τσίπουρο, με τους ήχους των ζουρνάδων και των νταουλιών.

Το έθιμο του χοίρου και της ζύμης  στην Κρήτη

Σε χωριά της επαρχίας Αμαρίου, στην Κρήτη, τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων βάζανε λίγη κοινή ζύμη σ’ ένα πιάτο και κάποια στιγμή, ενώ βεγγερίζανε (ξενυχτούσαν συζητώντας) περιμένοντας, η ζύμη ανέβαινε και γινόταν προζύμι. Τότε, κατά την πίστη των ανθρώπων, ήταν η ώρα που γεννάται ο Χριστός

Στην Κρήτη παλιότερα ήταν έθιμο να μεγαλώνει κάθε οικογένεια στο χωριό ένα γουρούνι, το «χοίρο», όπως το έλεγαν. Ο χοίρος σφάζονταν την παραμονή των Χριστουγέννων κι ήταν το κύριο Χριστουγεννιάτικο έδεσμα.

Την δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, οι χωρικοί έκοβαν το κρέας του χοίρου και έφτιαχναν:

• πηχτή (τσιλαδιά): αφαιρείται κάθε ίχνος κρέατος από το κεφάλι του γουρουνιού και όλα μαζί βράζονται. Ο ζωμός με ειδική προετοιμασία μετατρέπεται σε πηχτό ζελέ που μέσα του βρίσκονται τα κομμάτια του κρέατος.

• σύγλινα, δηλαδή το κρέας του γουρουνιού κομμένο σε μικρά κομμάτια, που το έψηναν και το έβαζαν σε μεγάλα δοχεία και το κάλυπταν με το λιωμένο λίπος του ζώου. Το λίπος έπηζε μόλις έχανε τη θερμότητα του και το κρέας μπορούσε να διατηρηθεί για αρκετούς μήνες.

• ομαθιές, τα έντερα του χοίρου γεμισμένα με ρύζι, σταφίδες και κομματάκια συκώτι.

 τσιγαρίδες, κομμάτια μαγειρεμένου λίπους με μπαχαρικά που το έτρωγαν με ζυμωτό ψωμί για κολατσιό στην εξοχή, όταν μάζευαν τις ελιές.

Ο χοίρος των Χριστουγέννων ήταν η βασική πηγή κρέατος για αρκετές εβδομάδες. Φυσικά αναφερόμαστε σε μια δίαιτα εξαιρετικά φτωχή σε κρέας, την περίφημη διατροφή της Κρήτης (Μεσογειακή Διατροφή), που χάριζε στους Κρητικούς των παλιότερων δεκαετιών υγεία και μακροζωία.

Τίποτα δεν πήγαινε χαμένο από το χοίρο των Χριστουγέννων, για κάθε κομμάτι του ζώου υπήρχε κάποια χρήση. Ακόμα κι αυτή η ουροδόχος κύστη, η «φούσκα» όπως λέγεται, πλυνόταν και καθαριζόταν και μετά φουσκωνόταν και γινόταν μπάλα, πολύτιμο δώρο για τα παιδιά της εποχής εκείνης.

Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας τμήματα του χοιρινού χρησιμοποιούνταν κατά το παρελθόν ως πρώτη ύλη για διάφορα γιατροσόφια ενώ άλλα κομμάτια του αποτελούσαν αντικείμενα μαντείας. Πιο συγκεκριμένα ο σφάχτης ή κάποιος ηλικιωμένος σε ρόλο χρησμοδότη μελετούσε τα σπλάγχνα του ζώου για να ερμηνεύσει τι σήμαιναν για το μέλλον, για την τύχη του σπιτιού, τις σοδειές, τον καιρό.

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΟ

Το «ψωμί του Χριστού» το έφτιαχνε, την παραμονή των Χριστουγέννων, η νοικοκυρά με ιδιαίτερη ευλάβεια και με ειδική μαγιά (από ξερό βασιλικό κ.λ.π.).
Απαραίτητος επάνω, χαραγμένος ο σταυρός. Γύρω – γύρω διάφορα διακοσμητικά σκαλιστά στο ζυμάρι ή πρόσθετα στολίδια. Αυτά τόνιζαν το σκοπό του χριστόψωμου και εξέφραζαν τις διάφορες πεποιθήσεις των πιστών.
Την ημέρα του Χριστού, ο νοικοκύρης έπαιρνε το χριστόψωμο, το σταύρωνε, το έκοβε και το μοίραζε σ’ όλη την οικογένειά του και σε όσους παρευρίσκονταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. (Μερικοί εδώ βλέπουν ένα συμβολισμό της Θείας κοινωνίας. Όπως ο Χριστός έδωσε τον άρτον της ζωής σε όλη την ανθρώπινη οικογένειά του…).

Γύρω από το χριστόψωμο υπάρχουν και άλλες παραδόσεις. Αναφέρονται στην ενότητα της Εκκλησίας και των λαών, με συμβολικό πρότυπο την ένωση των κόκκων του σίτου σ΄ ένα ψωμί. Οι λαοί κάποτε θα ενωθούν μ’ ένα ποιμένα, το Χριστό

Κάθε οικογένεια στη Μάνη στο φούρνο του σπιτιού «ρίχνει» τα χριστόψωμα, για να τα κόψει στο τραπέζι των Χριστουγέννων ο οικοδεσπότης σταυρώνοντάς τα, και ευχόμενος «Χρόνια πολλά και του χρόνου». Τα χριστόψωμα κατασκευάζονται όπως το ψωμί, μόνο που στολίζονται με σταυρούς και ποικίλα στολίδια ανάλογα με την καλαισθησία της νοικοκυράς.

Στη Σπάρτη, σε κάθε σπίτι, δυο τρεις μέρες πριν, ζυμώνουν 1 – 15 καρβέλια ψωμί. Το ένα, που το τρώνε ανήμερα των Χριστουγέννων, είναι το ψωμί του Χριστού και το πλάθουν σε σχήμα σταυρού από ζύμη. Τα’ άλλα χριστόψωμα τα κάνουν με μύγδαλα και καρύδια.

Στην Κεφαλλονιά, είναι χαρακτηριστική είναι μια  συνήθεια: Όλο το σόι συγκεντρώνεται στο σπίτι του πιο ηλικιωμένου. Στο πάτωμα τοποθετούν τρείς δαυλούς  «χιαστί» και πάνω τους βάνουν την «κουλούρα».Όλοι κάνουν ένα κλοιό γύρω ακουμπώντας καθένας με το δεξί του χέρι την κουλούρα. Ύστερα ο νοικοκύρης ψάλλει το «Η γέννησή σου Χριστέ ο Θεός…» και ρίχνει λάδι στα δαυλιά, βάζοντάς τα στη φωτιά. Μετά κόβει την κουλούρα, τη μοιράζει και δειπνούν όλοι μαζί.

Το χριστόψωμο στην Κρήτη, το φτιάχνουν οι γυναίκες με ιδιαίτερη φροντίδα και υπομονή.
Το ζύμωμα είναι μια ιεροτελεστία . Χρησιμοποιούν ακριβά υλικά , ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι , ροδόνερο , μέλι , σουσάμι , κανέλα και γαρίφαλα, λέγοντας:

“Ο Χριστός γεννιέται ,
το φως ανεβαίνει,
το προζύμι για να γένει.”

Πλάθουν το ζυμάρι και παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια κουλούρα. Με την υπόλοιπη φτιάχνουν σταυρό με λουρίδες απ΄ τη ζύμη. Στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι. Στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδιάζουν σχήματα με το μαχαίρι ή με το πιρούνι, όπως λουλούδια , φύλλα, καρπούς, πουλάκια.

Σε πολλά μέρη τα χριστόψωμα, τα έφτιαχναν κεντημένα με ωραία σχήματα που γίνονταν πάνω στο ζυμάρι με διάφορα ποτήρια, μικρά ή μεγάλα ή κούπες από βελανίδια που συμβόλιζαν την αφθονία που ήθελαν να έχουν στην παραγωγή των ζώων και της σοδειάς του σπιτιού τους. Μερικοί συνήθιζαν στη μέση του χριστόψωμου να βάζουν ένα άβαφο αυγό που συμβόλιζε τη γονιμότητα.

Για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το Χριστόψωμο είναι ευλογημένο ψωμί.Το κόβουν ανήμερα τα Χριστούγεννα, δίνοντας πολλές ευχές. Απαραίτητος επάνω, χαραγμένος ο σταυρός.

Γύρω – γύρω διάφορα, διακοσμητικά σκαλιστά στο ζυμάρι ή πρόσθετα στολίδια. Αυτά τόνιζαν το σκοπό του χριστόψωμου και εξέφραζαν τις διάφορες πεποιθήσεις των πιστών.

Την ημέρα του Χριστού, ο νοικοκύρης έπαιρνε το χριστόψωμο, το σταύρωνε, το έκοβε και το μοίραζε σ’ όλη την οικογένειά του και σε όσους παρευρίσκονταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Μερικοί, εδώ βλέπουν ένα συμβολισμό της Θείας κοινωνίας.

‘Οπως ο Χριστός έδωσε τον άρτον της ζωής σε όλη την ανθρώπινη οικογένειά του. Γύρω από το χριστόψωμο υπάρχουν και άλλες παραδόσεις. Αναφέρονται στην ενότητα της Εκκλησίας και των λαών, με συμβολικό πρότυπο την ένωση των κόκκων του σίτου σ΄ ένα ψωμί. Οι λαοί κάποτε θα ενωθούν μ’ ένα ποιμένα το Χριστό. Από τις προετοιμασίες της παραμονής των Χριστουγέννων πιο χαρακτηριστική είναι εκείνη που αναφέρεται στο ζύμωμα του χριστόψωμου.

Κατά τόπους φτιάχνεται σε διάφορες μορφές και έχει διαφορετικές ονομασίες όπως: “το ψωμό του Χριστού”, “Σταυροί”, “βλάχες” κ.ά.”

Οι τηγανίδες

Σε όλα τα σπίτια,στα χωριά της Έξω Μάνης, παραμονές Χριστουγέννων θα έπλαθαν και θα έψηναν τις τηγανίδες, τα μανιάτικα λαλάγγια. Στο σοφρά ή σε κάποιο τραπέζι κοντά στην φωτογονία, η μητέρα και τα κορίτσια έπλαθαν το έτοιμο ζυμάρι σε χοντρό μακαρόνι, τις τηγανίδες, και το δίπλωναν τεχνικά στα τέσσερα.

Μετά το έριχναν στη μεγάλη τηγάνα που ήταν γεμάτη καυτό λάδι πάνω στη φωτιά, για να ψηθεί. Η πρώτη τηγανίδα, μεγάλη και στρογγυλή με σταυρό στη μέση ήταν του Χριστού, η δεύτερη παρόμοια του σπιτιού κ.λ.π. Τις ψημένες τηγανίδες τις έβαζαν μέσα σε μπουρέκια (στρογγυλά μπακιρένια ταψιά) και σε λεκάνες. Όταν στράγγιζαν καλά τις έβαζαν σε κοφίνια και τις κρεμούσαν ψηλά.

Η ποσότητα του ζυμαριού που θα γινόταν τηγανίδες ήταν αρκετή και πάντοτε ανάλογη με τον πληθυσμό της φαμελιάς. Η φωτιά για τις τηγανίδες έπρεπε να είναι δυνατή και να έχει διάρκεια. Γι αυτό ο πατέρας είχε σκίσει σκίζες τα χοντρά κούτσουρα. Ήταν η καλλύτερη καύσιμη ύλη για την περίπτωση.

Τα παιδιά παρακολουθούσαν και όλοι, αν δεν ήταν Τετάρτη ή Παρασκευή, δοκίμαζαν και έκαναν τις κρίσεις τους. Και κάθε χρόνο σχεδόν εύρισκαν τα ίδια ελαττώματα στο πλάσιμο και το ψήσιμο, όταν μάλιστα κάποιος ήθελε να πιει νερό του έλεγαν να γυρίσει την πλάτη προς το τηγάνι για να μην …τον βλέπουν οι τηγανίδες και ρουφάνε το λάδι. Οι “λυπημένοι”, που είχαν πρόσφατο θάνατο, δεν έψηναν τηγανίδες, τους πήγαιναν όμως συγγενείς και φίλοι. Άλλα γλυκά που έφτιαχναν στο σπίτι την περίοδο αυτή ήταν οι κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα.

«Πάντρεμα της φωτιάς»

Στα χωριά της Έδεσσας την παραμονή των Χριστουγέννων «παντρεύουν τη φωτιά», δηλαδή παίρνουν ένα ξύλο με θηλυκό όνομα, δηλαδή κερασιάς και ένα με αρσενικό όνομα, συνήθως από αγκαθωτά δέντρα, δηλ. από βάτο. Βάζουν τα ξύλα στο τζάκι να καούν και ανάλογα με τον κρότο ή τη φλόγα τους μπορούν να προβλέψουν τα μελλούμενα είτε για τον καιρό είτε για τη σοδειά τους. Η λαϊκή μας παράδοση θέλει τα αγκαθωτά δέντρα να απομακρύνουν τα δαιμονικά όντα, όπως τους καλικάντζαρους.
Στη Θεσσαλία, όταν τα κορίτσια επιστρέφουν από την εκκλησία, ανήμερα Χριστούγεννα, βάζουν δίπλα στο τζάκι κλαδιά κέδρου που τα ξεδιαλέγουν να είναι λυγερά, ενώ τα αγόρια βάζουν από αγριοκερασιά. Τα λυγερά αυτά κλαδιά αντιπροσωπεύουν τις επιθυμίες τους για μια όμορφη ζωή. Όποιο κλωνάρι καεί πρώτο αυτό είναι καλό σημάδι γιατί αυτός ο νέος ή η νέα θα παντρευτεί πρώτα.

Το Χριστόξυλο

Στα χωριά της βορείου Ελλάδος, ο νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια τις παραμονές των γιορτών και διαλέγει το Χριστόξυλο, δηλαδή το πιο όμορφο, γερό και χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά, που θα το πάει σπίτι του, με σκοπό να καίει συνέχεια στο τζάκι από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα

Αυτό ονομάζεται Χριστόξυλο και είναι το ξύλο που θα καίει για όλο το δωδεκαήμερο των εορτών, από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα, στο τζάκι του σπιτιού. Η στάχτη των ξύλων αυτών προφύλασσε το σπίτι και τα χωράφια από κάθε κακό.
Ο λαός πιστεύει ότι καθώς καίγεται το Χριστόξυλο, ζεσταίνεται ο Χριστός στην κρύα σπηλιά της Βηθλεέμ.

Πριν ο νοικοκύρης φέρει το Χριστόξυλο, κάθε νοικοκυρά φροντίζει να έχει καθαρίσει το σπίτι και με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι , ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. . Καθαρίζουν ακόμη και την καπνοδόχο, για να μη βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι, τα κακά δαιμόνια, όπως λένε στα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα παραμύθια.

Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων , όταν όλη η οικογένεια θα είναι μαζεμένη γύρω από το τζάκι , ο νοικοκύρης του σπιτιού ανάβει την καινούρια φωτιά και μπαίνει στην εστία το Χριστόξυλο. Σύμφωνα με τις παραδόσεις του λαού, καθώς καίγεται το Χριστόξυλο, ζεσταίνεται ο Χριστός στη φάτνη Του.

Στην Φλώρινα, οι κάτοικοι υποδέχονται τη γέννηση του Χριστού ανάβοντας μεγάλες φωτιές στις 12 τα μεσάνυχτα, που συμβολίζουν τη φωτιά που άναψαν οι ποιμένες της Βηθλεέμ για να ζεσταθεί ο νεογέννητος Χριστός. Φωτιές ανάβουν επίσης και το βράδυ της Πρωτοχρονιάς

Το έθιμο του αναμμένου πουρναριού στην Ήπειρο

Στην Ήπειρο έχουν μια ωραία συνήθεια που τη βασίζουν σε μια παλιά παράδοση. Όταν γεννήθηκε ο Χριστός και πήγαν, λέει, οι βοσκοί να προσκυνήσουν, ήτανε νύχτα σκοτεινή. Βρήκαν κάπου ένα ξερό πουρνάρι κι έκοψαν τα κλαδιά του. Πήρε ο καθένας από ένα κλαδί στο χέρι, του έβαλε φωτιά και γέμισε το σκοτεινό βουνό χαρούμενες φωτιές και τριξίματα και κρότους.

Από τότε, λοιπόν, έχουν τη συνήθεια στα χωριά της Άρτας, όποιος πάει στο σπίτι του γείτονα, για να πει τα χρόνια πολλά, καθώς και όλα τα παιδιά τα παντρεμένα, που θα πάνε στο πατρικό τους, για να φιλήσουν το χέρι του πατέρα και της μάνας τους, να κρατούν ένα κλαρί πουρνάρι, ή ό,τι άλλο δεντρικό που καίει τρίζοντας. Στο δρόμο το ανάβουν και το πηγαίνουν έτσι αναμμένο στο πατρικό τους σπίτι και γεμίζουν χαρούμενες φωτιές και κρότους τα σκοτεινά δρομάκια του χωριού.

Ακόμη και στα Γιάννενα το ίδιο κάνουν. Μόνο που εκεί δεν κρατούν ολόκληρο το κλαρί το πουρνάρι αναμμένο στο χέρι τους – είναι μεγάλη πολιτεία τα Γιάννενα – αλλά κρατούν στη χούφτα τους μια χεριά δαφνόφυλλα και πουρναρόφυλλα, που τα πετούν στο τζάκι, μόλις μπούνε και καλημερίζουν. Κι όταν τα φύλλα τα ξερά πιάσουν φωτιά κι αρχίσουν να τρίζουν και να πετάνε σπίθες, εύχονται:

«Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς!»

Αυτή είναι η καλύτερη ευχή για κάθε νοικοκύρη. Να προκόβουν τα κοπάδια του, να πληθαίνει η φαμελιά του, να μεγαλώνουν τα κορίτσια και τα παλικάρια του, να του φέρνουν στο σπίτι νύφες και γαμπρούς, να του δώσουν εγγόνια που δε θ’ αφήσουν τ’ όνομα το πατρικό να σβήσει.

Χριστουγεννιάτικο στεφάνι

Στα χωριά συνηθίζουν να κρεμάνε στους τοίχους και τις εξώπορτες ολόκληρες πλεξούδες από σκόρδα που πάνω τους καρφώνουν μοσχοκάρφια, δηλαδή γαρυφαλλάκια για να διώξουν την κακογλωσσιά που «καρφώνει» την ευτυχία του σπιτιού τους. Διακοσμημένο με Χριστουγεννιάτικα στολίδια, το στεφάνι από έλατο στην εξώπορτα, εκτός από το καλωσόρισμα στους καλεσμένους φέρνει τύχη στο σπίτι.

Το κυνήγι τα Χριστούγεννα

Κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής, στα χωριά της Έξω Μάνης, τα περισσότερα παιδιά βγαίνανε κυνήγι. Τα βράδια, όταν το σούρουπο έπεφτε για καλά και το κρύο άρχιζε να τσούζει, παίρνανε το “φακό” με καινούργια “πλάκα” και γυρίζανε στα χαλάσματα και στα σπήλια κοντά στο χωριό. Στόχος τους οι γουργουγιάννηδες, τα μικρά πουλάκια που κούρνιαζαν εκεί.

Τα θαμπώνανε με το φακό και τα πιάνανε. Αν ήταν πολύ ψηλά, τα χτυπούσανε με τις λαστιχιέρες (σφεντόνες). Η μάνα ή κάποια μεγάλη αδερφή, μετά από πολλή γκρίνια τους, τα καθάριζαν και τα πάστωναν. Τα βάζανε σε πήλινα ή γυάλινα βάζα, για να τα φάνε τα Χριστούγεννα.

Πολλά παιδιά μάζευαν είκοσι και περισσότερα πουλάκια και καμάρωναν για τις … κυνηγετικές ικανότητες τους και για την σοδειά τους. Και όταν ζύγωναν οι γιορτές, άρχιζαν οι παραδοσιακές ετοιμασίες. Το σπίτι έπρεπε να βάλει τα γιορτινά του και όλο το χωριό να καθαριστεί και να ετοιμαστεί, για να υποδεχτεί τους ξενιτεμένους του που θα έρχονταν να κάνουν γιορτές με τους δικούς τους.

Tα καρύδια

Παραδοσιακό ομαδικό παιγνίδι που παίζουν τα παιδιά στην Ήπειρο.

Την ημέρα των Χριστουγέννων , τα παιδιά , κορίτσια και αγόρια , παίζουν “τα καρύδια”.Το παιχνίδι είναι ομαδικό και παίζεται ως εξής:

Κάποιο παιδί χαράζει με ένα ξυλάκι στο χώμα μια ευθεία γραμμή.Πάνω σε αυτή την ευθεία γραμμή κάθε παίκτης βάζει κι από ένα καρύδι στη σειρά.Μετά, ο κάθε παίκτης με τη σειρά του και από κάθετη απόσταση ενός με δύο μέτρα από τη γραμμή – σειρά των καρυδιών, σκυφτός, με το μεγαλύτερο και το πιο στρογγυλό καρύδι του, σημαδεύει κάποιο από τη σειρά των καρυδιών.
Όποιο καρύδι πετύχει και το βγάλει έξω από τη γραμμή το κερδίζει και δοκιμάζει ξανά σημαδεύοντας κάποιο άλλο καρύδι. Αν αστοχήσει, συνεχίζει ο επόμενος παίκτης.Το παιχνίδι συνεχίζεται μέχρι να κερδηθούν όλα τα καρύδια…

Οι Μωμόγεροι του νομού Δράμας

Η λαϊκή φαντασία οργιάζει με τις σκανταλιές των καλικάντζαρων που βρίσκουν την ευκαιρία να αλωνίσουν στον επάνω κόσμο, τότε που τα νερά είναι «αβάφτιστα». Η όψη τους τρομακτική και οι σκανταλιές τους απερίγραπτες, αλλά και ο τρόμος τους άλλος τόσος για τη φωτιά. Στα χωριά Πλατανιά και Σιταγροί της Δράμας συναντάμε το έθιμο των Μωμόγερων που προέρχεται από τους Πόντιους πρόσφυγες. Η ονομασία τους προέρχεται από το μίμος ή το μώμος και το γέρος και συνδέεται με τις μιμητικές τους κινήσεις. Φοράνε τομάρια λύκων ή τράγων ή είναι ντυμένοι με στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά και έχουν την μορφή γέρων. Οι Μωμόγεροι προσδοκώντας τύχη για τη νέα χρονιά, γυρίζουν σε παρέες όλο το δωδεκαήμερο, ψάλλοντας τα κάλαντα ή άλλους ευχετικούς στίχους. Όταν οι παρέες συναντηθούν, κάνουν ψευτοπόλεμο μεταξύ τους ώσπου η μία ομάδα να νικήσει και η άλλη να δηλώσει υποταγή. Το ίδιο έθιμο με παραλλαγές γίνεται στην Κοζάνη και τη Καστοριά με την ονομασία Ραγκουτσάρια.

Το «τάισμα» της βρύσης

Τα μεσάνυχτα της παραμονής των Χριστουγέννων γίνεται το λεγόμενο «τάϊσμα της βρύσης», σε χωριά της Κεντρικής Ελλάδας. Οι κοπέλες τα χαράματα πηγαίνουν στην πιο κοντινή βρύση για να κλέψουν το «άκραντο νερό», δηλαδή αμίλητο γιατί δεν βγάζουν λέξη σε όλη τη διαδρομή.

Το άκραντος  είναι ποιητικής χρήσης επίθετο (ο,η άκραντος, το άκραντον) που συναντάται στον Αισχύλο και τον Ευρυπίδη ακόμη και σημαίνει τον ανεκτέλεστο, τον ανεκπλήρωτο, αυτόν που δε φτάνει σε ένα ορισμένο τέλος. Ο Πίνδαρος μιλά για άκραντα έπεα (ανεκπλήρωτα, ανώφελα λόγια).

Όταν πάρουν το νερό, αλείφουν τη βρύση με βούτυρο και μέλι με την ευχή, όπως τρέχει το νερό να τρέχει και η προκοπή στο σπίτι, και όπως γλυκό είναι το μέλι, έτσι γλυκιά να είναι και η ζωή τους. Για να έχουν καλή σοδειά, όταν φθάνουν εκεί, την ταΐζουν με διάφορα προϊόντα όπως βούτυρο, ψωμί, τυρί ,όσπρια ή κλαδί ελιάς. Έλεγαν μάλιστα ότι όποια κοπέλα πήγαινε πρώτη στη βρύση θα ήταν η πιο τυχερή όλο το χρόνο. Έπειτα έριχναν στη στάμνα που θα έφερναν το νερό, ένα βατόφυλλο και τρία χαλίκια, κλέβουν το νερό από τη βρύση και γυρίζουν στο σπίτι τους πάλι αμίλητες μέχρι να πιούνε όλοι από το «άκραντο νερό». Με το ίδιο νερό ραντίζουν και τις τέσσερις γωνίες του σπιτιού και σκορπίζουν και τα τρία χαλίκια στο σπίτι. Στη λαϊκή μας παράδοση ο βάτος φέρνει αισιοδοξία και καλά μαντάτα και διώχνει τα ξόρκια.

Στην ελληνική λαογραφία το “αμίλητο νερό” συναντάται και στο μαντικό έθιμο του “Κλήδονα”. Την παραμονή της γέννησης του Ιωάννη του Βαπτιστή (24 Ιουνίου), ανύπαντρες γυναίκες μεταφέρουν σε στάμνες νερό από πηγή ή πηγάδι. Δεν πρέπει να μιλήσουν σε κανέναν, ακόμα και αν υποστούν πειράγματα ή εκφοβισμούς. Ο σιωπηλός άνθρωπος που δε βγάζει μιλιά λέμε ότι ήπιε το αμίλητο
νερό.

Οι παραδοσιακές φουφούδες – Το Σπόρδισμα

Στην πόλη της Καβάλας, πολλοί κάτοικοι διατηρούν ακόμα κάποια από τα έθιμα που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, όπως το σπάσιμο του ροδιού μπροστά στην είσοδο του σπιτιού για καλή τύχη, αλλά και η μεταφορά μίας πέτρας -συνήθως από το μικρότερο μέλος της οικογένειας- στο εσωτερικό του σπιτιού για να είναι στέρεο το σπίτι και γερή ολόκληρη η οικογένεια τη νέα χρονιά.

Στο δημοτικό διαμέρισμα Ποδοχωρίου του Δήμου Ορφανού στα δυτικά του νομού Καβάλας, την πρώτη ημέρα κάθε νέου χρόνου διατηρούν ακόμα αναλλοίωτο το έθιμο του «ποδαρικού», όπου τα πιο μικρά παιδιά επισκέπτονται όλα τα σπίτια του οικισμού μπαίνοντας μέσα σε αυτά με το δεξί πόδι, λένε ευχές στους νοικοκύρηδες του σπιτιού και δέχονται γλυκά και δώρα.

Με παραδοσιακές φουφούδες και την επίσκεψη του Καππαδόκη Αη Βασίλη γιορτάζονται τα Χριστούγεννα στην πόλη της Καβάλας.Το εμπορικό κέντρο της πόλης την παραμονή των Χριστουγέννων θυμίζει μια μεγάλη ψησταριά. Στους περισσότερους πεζόδρομους, αλλά και στα πεζοδρόμια, οι έμποροι στήνουν υπαίθριες ψησταριές, τις λεγόμενες φουφούδες και προσφέρουν σε όλους τους περαστικούς ψητά κρέατα και ντόπιο κόκκινο κρασί.

Στο νησί της Θάσου, οι οικογένειες κρατούν ένα πολύ παλιό έθιμο είναι το σπόρδισμα των φύλλων και γίνεται ως εξής:
Κάθονται όλοι γύρω από το αναμμένο τζάκι, τραβούν την θράκα προς τα έξω και ρίχνουν γύρω στα αναμμένα κάρβουνα, φύλλα ελιάς, βάζοντας στο νου τους από μία ευχή, χωρίς να την πουν στους άλλους. Όποιου το φύλλο γυρίσει περισσότερο, εκείνου θα πραγματοποιηθεί και η ευχή του.

Στο Δημοτικό Διαμέρισμα Μυρτοφύτου του Δήμου Ελευθερών στη δυτική ακτή του νομού Καβάλας, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς αναβιώνει ένα έθιμο που έχει τις ρίζες του στην Τουρκοκρατία. Τα αγόρια που θα φύγουν στρατιώτες μέσα στη νέα χρονιά συγκεντρώνουν μεγάλες στοίβες από ξύλα στην πλατεία. Την παραμονή του νέου χρόνου θα ανάψουν μια εντυπωσιακή φωτιά ψέλνοντας τα κάλαντα. Στις δώδεκα ακριβώς, με το χτύπημα του ρολογιού της εκκλησίας, ξεκινάει ένα παραδοσιακό γλέντι με τσίπουρο και γλυκά

Η κρεμμύδα

Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι τους προστάτευε από κάθε κακό, από καταστροφές, αρρώστιες ή βασκανίες. Ήδη, τον 6ο π.χ. αιώνα, κρέμαγε ο Πυθαγόρας την κρεμμύδα πάνω από την πόρτα του σαν σύμβολο καλής υγείας και αναγέννησης. Η Χρυσοβασιλίτσα, όπως αλλιώς τη λένε, ακόμα και ξεχασμένη σε κάποια γωνιά του σπιτιού, βγάζει φύλλα τέτοια εποχή, και ξαναρχίζει τον κύκλο της ζωής της. Ο λαός πιστεύει ότι αυτή τη μεγάλη ζωτική της δύναμη μπορεί να τη μεταδώσει σε έμψυχα και άψυχα. Λογικά, λοιπόν, συνδέθηκε με την Πρωτοχρονιά και το ξεκίνημα μιας καινούριας χρονιάς, γεμάτης ελπίδες και προσδοκίες.

Το σπάσιμο του ροδιού, έθιμο της Πελοποννήσου   
   
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, η οικογένεια πηγαίνει στην εκκλησία και ο νοικοκύρης κρατάει στην τσέπη του ένα ρόδι, για να το λειτουργήσει. Γυρνώντας σπίτι, πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας – δεν κάνει να ανοίξει ο ίδιος με το κλειδί του – και έτσι να είναι ο πρώτος που θα μπει στο σπίτι, για να κάνει το καλό ποδαρικό, με το ρόδι στο χέρι. Μπαίνοντας μέσα, με το δεξί, σπάει το ρόδι πίσω από την εξώπορτα, το ρίχνει δηλαδή κάτω με δύναμη, για να σπάσει και να πεταχτούν οι ρώγες του παντού και ταυτόχρονα λέει: “με υγεία, ευτυχία και χαρά το νέο έτος κι όσες ρώγες έχει το ρόδι, τόσες λίρες να έχει η τσέπη μας όλη τη χρονιά”.

Τα παιδιά μαζεμένα γύρω-γύρω κοιτάζουν οι ρώγες, αν είναι τραγανές και κατακόκκινες. Όσο γερές κι όμορφες είναι οι ρώγες, τόσο χαρούμενες κι ευλογημένες θα είναι οι μέρες που φέρνει μαζί του ο νέος χρόνος

Οι κολόνιες, έθιμο της Κεφαλονιάς 

Στην Κεφαλονιά, αλλά και στα άλλα νησιά των Επτανήσων, το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, οι κάτοικοι γεμάτοι χαρά για τον ερχομό του νέου χρόνου, κατεβαίνουν στους δρόμους κρατώντας μπουκάλια με κολόνιες και ραίνουν ο ένας τον άλλον τραγουδώντας:

“Ήρθαμε με ρόδα και με ανθούς να σας ειπούμε χρόνους πολλούς”.

Η τελευταία ευχή του χρόνου που ανταλλάσσουν είναι: “Καλή Αποκοπή”, δηλαδή με το καλό να αποχωριστούμε τον παλιό χρόνο.
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς η μπάντα του δήμου περνάει από όλα τα σπίτια και τραγουδάει καντάδες και κάλαντα:

“Πάλιν ακούσατε άρχοντες πάλι να σας ειπούμε,
ότι και αύριον εστί ανάγκη να χαρούμε
και να πανηγυρίζουμε Περιτομήν Κυρίου,
την εορτή του Μάκαρος Μεγάλου Βασιλείου”.

Κάλαντα

Η προέλευση των καλάντων 

Τα Κάλαντα ή κάλανδα, κόλιαντρα, καλήμερα των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς, των Θεοφανείων είναι ευχετικά και επαινετικά τραγούδια για την οικογένεια και το σπιτικό και συγχρόνως η μελοποιημένη αφήγηση του γεγονότος της ημέρας. Κύριοι και θαυμάσιοι συνεχιστές, με την προθυμία της αγνότητας και τη διάθεση της γνωριμίας με τις χαρές της ζωής είναι πάντοτε τα παιδιά που συνήθιζαν να κρατούν και ένα καλαθάκι για τα «φιλέματα». Τα φιλέματα στην ελληνική ύπαιθρο ήταν κυρίως γλυκά: δίπλες στην Πελοπόννησο, ξεροτήγανα στην Κρήτη, δάκτυλα στην Κύπρο, λουκουμάδες στη Σαλαμίνα, αλλά και ξηροί καρποί, κουραμπιέδες ή μελομακάρονα. Από τα πιο συνηθισμένα φιλοδωρήματα ήταν τα «κόλιντρα», μικρές κουλούρες από σιτάρι ή κριθάρι. Η αμοιβή των καλανδιστών δεν είναι ούτε φιλανθρωπία, ούτε ζητιανιά, αλλά πράξη τελεστική.

Την ονομασία τους, την πήραν από την λατινική λέξη calenda, που διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα καλώ. Παιδιά, κατά ομάδες, περιφέρονταν και περιφέρονται στα σπίτια, στους δρόμους, στα καταστήματα και τραγουδούν με ειδικό όργανο τραγούδια, που αφορούν τα Χριστούγεννα, τη γιορτή της Πρωτοχρονιάς, τη γιορτή του Μ. Βασιλείου και μερικά και την Περιτομή του Χριστού.

Το έθιμο αυτό προϋπήρχε στην Ελλάδα, πριν από την Ρώμη.

Τα παιδιά κρατούσαν ένα κλαδί ελιάς ή δάφνης, στολισμένο με καρπούς και άσπρο μαλλί, η λεγόμενη ειρεσιώνη, από το έριο, δηλαδή μαλλί, γύριζαν και τραγουδούσαν και τους έδιναν δώρα.

Μετά, πήρε το έθιμο αυτό και η Ρώμη. Στο Βυζάντιο κρατούσαν ραβδιά, ή φανάρια, ή ομοιώματα πλοιαρίων ή και κτιρίων, στολισμένα και τραγουδώντας, συνόδευαν το τραγούδι με κρούση τριγώνου ή τύμπανου… (περίφημος ο σχετικός πίνακας του Νικηφόρου Λύτρα ο τυμπανιστής – 1832- 1927).

Σήμερα η βάση, και μάλιστα στους Πόντιους, διασώζεται άθικτη. Ακούμε κάλαντα πολλά και ποικίλα, με πολλές παραλλαγές και αποχρώσεις, στα διάφορα διαμερίσματα της χώρας μας.

Ομάδες παιδιών ή και ώριμων ανδρών γυρνούν στα σπίτια κρατώντας ένα τρίγωνο συρμάτινο και το χτυπούν με ένα ευθύ σιδερένιο αντικείμενο, για να παράγει τον απαιτούμενο ήχο. Άλλοτε έχουν μαζί τους φυσαρμόνικες ή ακορντεόν, και στα νησιά βιολιά και κιθάρες.

Εκτός από τους συνηθισμένους ευχητήριους στίχους, ανάλογα με το «νοικοκύρη του σπιτιού» προσθέτουν κατάλληλους στίχους. Έτσι, αν απευθύνονται σε τσέλιγκα, εγκωμιάζουν τα πρόβατά του με τα λόγια:

«Μέσα σε τούτη την αυλή τη μαρμαροστρωμένη
εδώ ‘να χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια
και χίλιασαν και μίλιασαν και γίν’καν τρεις χιλιάδες».

Στη Μακεδονία υπάρχει το έθιμο της Πρωτοχρονιάς άτομα μεγάλης ηλικίας να γυρνούν μεταμφιεσμένα στα σπίτια. Η αμοιβή τους είναι: αλεύρι, τραχανάς, λουκάνικα και άλλα είδη τροφίμων. Αφού συγκεντρώσουν την ποσότητα που θέλουν, συγκεντρώνονται σ’ ένα σπίτι, μαγειρεύουν και γλεντούν. Πάλι μεταμφιεσμένοι και κρατώντας κουδούνια που δημιουργούν δυνατό θόρυβο περιφέρονται την παραμονή των Φώτων. Ο θόρυβος αποβλέπει να φοβίσει και να διώξει τους καλλικάντζαρους.

Στη Μύκονο τα παιδιά κρατούν στο χέρι τους φαναράκι που το ανάβουν σε εκκλησία του Αγίου Βασιλείου.

Στη Σίφνο για το κάθε παιδί γράφονται διαφορετικοί στίχοι από λαϊκούς ποιητές.

Στην Κέρκυρα, εκτός από τα παιδιά με τη φυσαρμόνικα, περιφέρονται στα σπίτια ολόκληρα λαϊκά συγκροτήματα με βιολιά και ακορντεόν και τοπικές μπάντες.

Η ανταμοιβή για τους ύμνους και τις ευχές είναι κυρίως χρηματική και διάφορα κεράσματα.

Τα Κόλιεντα – Καστοριά

Τα τοπικά παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα κάλαντα της Καστοριάς εξακολουθούν να τραγουδιούνται και σήμερα τα χαράματα της 23ηςΔεκεμβρίου από τις παρέες μικρών και μεγάλων και από τα μέλη πολιτιστικών σωματείων, τα οποία, νιώθοντας την περιθωριοποίηση που δέχονται τα τελευταία χρόνια από κάλαντα άλλων περιοχών, κατορθώνουν κάθε παραμονή Χριστουγέννων να μας τα θυμίζουν, προστατεύοντάς τα από τη λησμονιά και τη φθορά του χρόνου.

Χαρά και συγκίνηση προσφέρουν οι στίχοι τους, γιατί απευθύνονται σ’ όλα τα μέλη της οικογένειας, από τον μεγαλύτερο έως τον πιο μικρό.

Τα παλαιότερα χρόνια, οι νοικοκυραίοι έδιναν για δώρο στα παιδιά που τραγουδούσαν τα κάλαντα, καρύδια, μήλα και μπιλίτσκες (μικρά χοιρινά λουκάνικα) και σπανιότερα χρήματα.

Κόλιντα Μπάμπω

Στην Πέλλα αναβιώνει το έθιμο της «Κόλιντα Μπάμπω» που έχει σχέση με τη σφαγή του Ηρώδη. Οι κάτοικοι της περιοχής ανάβουν το βράδυ φωτιές φωνάζοντας «κόλιντα μπάμπο» δηλαδή «σφάζουν γιαγιά». Σύμφωνα με το έθιμο οι φωτιές ανάβουν για να μάθουν οι άνθρωποι για τη σφαγή και να προφυλαχτούν.

Κόλλιντα και Καλαντάρηδες – Φυλακτό

Αντίστοιχο έθιμο με τα κάλαντα σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, οι καλαντάρηδες την παραμονή των Χριστουγέννων αφορούν στην περιφορά των νεαρών που πρόκειται να πάνε φαντάροι, κατά την οποία τραγουδούν το παραδοσιακό τραγούδι:

“Σαράντα μέρες έχουμι
Χριστόν που καρτερούμι,
κι αυτές σαράντα τώρα θέλω να τον τραγουδήσω.
Χριστούγεννα, να Χριστούγεννα,
Χριστός τώρα γεννιέται.
Γεννιέτι και βαφτίζετι, στο μέλι και στο γάλα.
Το μέλι το τρων οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες.
Και μεις να σας τραγουδήσουμι, Χριστός να σας φυλάει,
Και του χρόνου”.

Σκοπός των καλαντάρηδων είναι η συλλογή κάποιου χρηματικού ποσού, που θα έχουν στη διάθεσή τους όσο διαρκεί η θητεία τους, η οποία θεωρείται προθάλαμος της ωρίμανσής τους. Έτσι, το έθιμο συνδυάζει τον εορτασμό των Χριστουγέννων με το πέρασμα των νεαρών στην ενηλικίωση.

«Καληνεσπέρα»- Έξω Μάνη

Την παραμονή των Χριστουγέννων, με το ηλιοβασίλεμα βγαίναμε στην “Καληνεσπέρα”. Όλα τα παιδιά είχαν φτιάξει τις παρέες τους, είχαν σχηματίσει ομαδούλες και είχαν ετοιμαστεί για τα κάλαντα με πολλές πρόβες.

Μπαίναμε στα σπίτια, που ήταν όλα ανοιχτά και περίμεναν, και αφού χαιρετούσαμε ρωτάγαμε:

– Να τα πούμε; να τα πούμε;

– Πέστε τα.

Ήταν πάντοτε καταφατική η απάντηση. Αρχίζαμε τότε δυνατά και πολλές φορές παράτονα “Καλήν εσπέρα άρχοντες…” και τελειώναμε: “σ’ αυτό το σπίτι πού ‘ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει…”. Οι νοικοκυρές μας εύχονταν “και του χρόνου” και μας έδιναν χρήματα ή μας έριχναν από το ρογί του σπιτιού, λάδι στο ντενεκάκι που κάποιος από μας κρατούσε.. Φυσικά το ύψος της αμοιβής ήταν πάντα σχετικό με την οικονομική κατάσταση και την …τσιγκουνιά του καθενός. Στα λυπημένα σπίτια δεν λέγαμε τα κάλαντα. Όταν τελείωνε η γύρα και περνούσαμε όλα τα σπίτια του Χωριού, πηγαίναμε και πουλάγαμε το λάδι στον μπακάλη και κάναμε δίκαιη μοιρασιά σε όλα τα έσοδα.

Την παραμονή της πρωτοχρονιάς, την ίδια ώρα βγαίναμε στον “Άγιο Βασίλη” κρατώντας μια κλάρα ελιές με καρπό. Σε κάθε σπίτι που πηγαίναμε κόβανε και από ένα κλαδάκι ελιάς και το έβαζαν κοντά στο τζάκι. Ήταν για βοήθεια και θα έμενε εκεί για αρκετό χρονικό διάστημα.

Τα κάλαντρα – Κρήτη

Τα κάλαντα (αρχαίο έθιμο σχετικό με την αρχή του χρόνου), κάλαντραστην κρητική διάλεκτο, είναι τραγούδια που, με αφορμή το θρησκευτικό περιεχόμενο της εορτής, ζητουν φιλοδωρήματα για τους τραγουδιστές, τους καλαντράδες.

Η βάση των παραδοσιακών καλάντων σε όλη την Ελλάδα είναι κοινή αφού λένε για την εορτή, περνάνε στα παινέματα (επαίνους) για το νοικοκύρη, την «κερά», το γιο και τη θυγατέρα, με στίχους που είναι ένας ποταμός από εικόνες εκπληκτικής ομορφιάς, γεμάτες όμορφες κοπελιές, ξομπλιαστές, υφαντά, γραμματικούς με χρυσά κοντύλια (μολύβια), σπαθιά και ευαγγέλια κ.λ.π. (που τα σημερινά παιδιά της πολυκατοικίας και της τηλεόρασης, χωρίς να φταίνε βέβαια τα ίδια, μάλλον δεν θα τα καταλάβαιναν καν), και καταλήγουν στα δοσίματα: γ-ή απάκι γ-ή λουκάνικο γ-ή από λαγού κομμάτι, γ-ή από τη μαύρη όρνιθα κιανένα-ν-αβγουλάκι, κι αν είν’ κι απού τη γαλανή (άσπρη) ας είν’ και ζευγαράκι (δύο αβγά). Κι απού το λαδοπίθαρο κιαμια οκά λαδάκι, κι αν είν’ και περισσότερο, κρατούμε μεις τ’ ασκάκι (να το βάλουμε)…

Κάλαντα Κοτυώρων Πόντου 16ος αιων.

«Άναρχος Θεός καταβέβηκεν και εν τη Παρθένω κατώκησεν
Βασιλεύς των όλων και Κύριος, ήλθε τον Αδάμ αναπλάσασθαί
Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρεσθε, τάξεις των αγγέλων ευφραίνεσθε
Δέξαι Βηθλεεμ τον Δεσπότην σου, Βασιλέα πάντω και Κύριον
Εξ ανατολών Μάγοι έρχονται, δώρα προσκομίζοντες άξια
Ζητούν προσκυνήσαι τον Κύριον, τον εν τω σπηλαίω τικτόμενον.
Ήνεγγεν αστήρν μάγους οδηγών, ένδον του σπηλαίου εκόμισεν.
Θεός, βασιλεύς προαιώνιος, τίκτεται εκ κόρης Θεόπαιδος.
Ιδών ο Ηρώδης ως έμαθεν, όλω εξεπλάγη ο δείλαιος
Κράζει και βοά προς τους ιερείς, τους δοξολογούντας τον Κύριον
Λέγετε σοφοί και διδάκαλοι άρα που γεννάται ο Κύριος;
Μέγα και φρικτόν το τεράστιον , ο εν ουρανοίς επεδήμησεν.
Νύκτα Ιωσήφ ρήμα ήκουσε, άγγελος Κυρίου ελάλησεν.
Ξένον και παράδοξον άκουσμα και η συγκατάβασις άρρητος
Ο μακροθυμίσας και εύσπλαχνος, πάντων υπομένει τα πταίσματα.
Πάλιν ουρανοί ανεώχθησαν άγγλοι αυτού ανυμνήτωσαν.
Ρήτορες ελθόντες προσέπεσον βασιλέα μέγαν και ένδοξον
Σήμερον η κτίσις αγάλλεται και πανηγύρίζει κι ευφραίνεται
Τάξεις των αγγέλων εξέστησαν επί το παράδοξον θέαμα.
Ύμνους και δεήσεις ανέμελπον των πάντων δεσπότην και άνακτα
Φως εν τω σπηλαίω ανέτειλε και τοις εν τω σκότει επέλαμψε.
Χαίρουσα η φύσις αγάλλεται και πανηγυρίζει κι ευφραίνεται.
Ψάλλοντες Χριστόν, τον Θεόν ημών, τον εν τω σπηλαίω τικτόμενον.
Ω Παρθενομήτορ και Δέσποινα, σώζε του εις Σε καταφεύγοντας.»

Κάλαντα Πόντου

Χριστός γεννέθεν χαρά σον κόσμον
Χα καλήν ωράν καλήν ημέραν
Χα καλόν παιδίν οψέ εγεννέθεν.

Οψέ εγεννέθεν ουράνος άθεν
τον εγέννεσεν η Παναγία
τον ανέστεσεν Αϊ Παρθένος.

Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάρι
εκατήβεν σο σταυροδρόμι
σταυροδρόμι και μυροδρόμι.

Ερπαξάν ατόν χίλοι Εβραίοι
χιλ Εβραίοι και μυρ Εβραίοι.

Ας α τέρμητα και ας ην καρδίαν
αίμαν έσταξεν χολή κι εφάνθεν
αίμαν έσταξεν και μύρος έτον
μύρος έτον και μυρωδία.

Εμυρίστενατο ο κόσμος όλον
για μυρίστετο και συ αφέντα
συ αφέντα καλέμ αφέντα.

Έρθαν τη Χριστού τα παλικάρε
και θυμίζνε τον νοικοκύρην
νοικοκύρην και βασιλέαν.

Δέβα σο ταρέζ και έλα σην πόρταν
δώσ’ μας ούγας και λεφτοκάρε
κι αν ανοίγμας χαράν σην πόρταν.


Κάλαντα Σμύρνης

Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας,
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη,
εν τω σπηλαίο τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων.

Κερά ψηλή, κερά λιγνή, κερά καμαροφρύδα,
κερά μ’ όταν στολίζεσαι να πας στην εκκλησία,
έχεις και κόρην έμορφη που δεν έχει ιστορία.

Μήδε στην πόλη βρίσκεσαι, μήδε στην Καισαρεία,
έχεις και γιον στα γράμματα, υγιόν εις το ψαλτήρι,
να τον ‘ξιώσει και ο Θεός, να βάλει πετραχήλι.

Κάλαντα Χριστουγέννων Κρυονερίου Ανατολικής Θράκης

Ένα από τα έθιμα που έφεραν οι κάτοικοι του Καλαμπακίου από το Κρυόνερο της Ανατ.Θράκης είναι τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Σύμφωνα με το έθιμο οι Θρακιώτες το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, οι άντρες (τα παλληκάρια), μαζεύονταν στην πλατεία του χωριού, σχημάτιζαν ομάδες καλαντιστών, μοίραζαν τις περιοχές που θα ψάλλει η κάθε ομάδα και λίγο πριν τα μεσάνυχτα ψάλανε στα σπίτια τα κάλαντα. Συγκεκριμένα μπαίνοντας στην αυλή του σπιτιού άρχιζαν να ψάλουν τον “Χριστό”, στη συνέχεια τον “Αφέντη” για τον νοικοκύρη του σπιτιού,  εάν το σπίτι αυτό είχε κόρες ψάλανε την “περδικούλα” και εάν είχε γυιούς ψάλανε τον “παλληκαρά”. Επίσης εάν το ζευγάρι ήταν νιόπαντρο ψάλανε το “κρατεί΄ν ο μάης τη δροσιά”. Το έθιμο αυτό εξακολουθεί να αναβιώνει μέχρι σήμερα από τους κατοίκους του Καλαμπακίου.

 Ο Χριστός

Χριστός γεννιέται χαρά ΄ς τον κόσμο
χαρά ΄ς τον κόσμον΄ τον κόσμον όλον.
‘Σ τον κόσμον όλον ‘ς τους αρχαγγέλους
‘ς τους αρχαγγέλους ‘ς τους αποστόλους.
‘Σ τα Σμύρνια να πάσουν μαμή να φέρουν
κι ώστε να πάσουν και να γυρίσουν.
Κυρά αφεντούσα ξιλευθερώθει
ξιλευθερώθει Χριστόν Αφέντη.
Χριστόν Αφέντη σαν ήλιος φέγγει
σα νιό φεγγάρι, σαν παλληκάρι.

Αφέντης

Εμείς που είπαμ΄το Χριστό
να πούμ’ και τον Αφέντη.
Βαρειά κοιμάται Αφέντης μας
και πώς να τον ξυπνήσ’ με.
Φέρτε νερμήλια δώδεκα
Νεράντζια δεκαπέντε
τρία γυαλιά ροδόστομο
να σκ’ ώσουμ΄τον Αφέντη.
Σαν ήπιε κι εξαγρύπνησε
τον γρίφον του γυρεύει.
Χίλιοι πήραν τον γρίφον του
χίλιοι τον πλαγινόν του.
Ν’ εσένα αφέντη μ’ δεν σε πρέπ’
ς’ αυτήν την παλιοχώρα
ν’ εσένα αφέντη μ’ σ’ έπρεπε
ανάμεσα ‘ς την Πόλη.
Να κάθεσαι να τρώς να πίν’ ς
‘ς ένα όμορφο τραπέζι
να ν’ έν’ ο γύρος μάλαμα
το στήθος ασημένιο.
Κι ανάμεσα ‘ς σ΄μισο σπιτιά
καντήλα αναμμένη.
Χωρίς αλ’ σίδα κρέμεται
χωρίς αέρα τρέμει.
Χωρίς αλ’ σίδα κρέμεται
χωρίς αέρα τρέμει
χωρίς το λάδι και κερί
φέγγει τη αφεντιά σου.
Κι αν βάλεις λάδι και κερί
φέγγει τη γειτονιά σου
κι’ αν βάλεις περισόλαδο
φέγγει τον κόσμο όλον.

Σαράντα Εκκλησιές  Ανατολικής Θράκης

“΄Πόψε Χριστός γεννήθηκε κι ο κόσμος δεν το νιώθει
κι ο κόσμος και τα οικούμενα κι ο βασιλιάς Ηρώδης
Κι εκεί που ακούμπησε ο Χριστός, χρυσό δεντράκι βγήκε
Χρυσό δεντρί, χρυσό κλωνί, χρυσό μαργαριτάρι
Το δέντρο ήταν ο Χριστός, τα κλώνια οι αποστόλοι
Και τα γαρουφαλλάκια του ήταν οι προφητάδες
Που προφητούσαν κι έλεγαν για του Χριστού τα πάθη.
Κι εμείς Χριστόν εψάλλαμε, Χριστός να μας φυλάει
Όσ’ άστρα έχει ο ουρανός και φύλλα τα δεντράκια
Τόσα καλά να δωσ’ η Θιός σ’ αυτό το νοικοκύρη”

Κάλαντα Θράκης

Χριστός γεννιέται, χαρά στον κόσμο,
χαρά στον κόσμο, στα παλληκάρια.
Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες,
η Παναγιά μας κοιλοπονούσε.
Κοιλοπονούσε, παρακαλούσε,
τους αρχαγγέλους , τους ιεράρχες.
-Σεις αρχαγγέλοι και ιεράρχες,
στη Σμύρνη πηγαίν΄τε , μαμμές να φέρ΄τε.
Άγια Μαρίνα, άγια Κατερίνα,
στη Σμύρνη πάνε , μαμμές να φέρουν.
Όσο να πάνε κι όσο να έρθουν,
η Παναγιά μας ηληυτηρώθη.
Στην κούνια τό ΄βαλαν και το κουνούσαν,
και το κουνούσαν , το τραγουδούσαν.
Σαν ήλιος λάμπει ,σα νιο φεγγάρι,
σα νιο φεγγάρι, το παλληκάρι.
Φέγγει σε τούτον το νοικοκύρη,
με τα καλά του, με τα παιδιά του,
με την καλή τη νοικοκυρά του…

Κάλαντα Ξάνθης

«Χριστούγεννα, Πρωτούγιννα, τώρα Χριστός γιννιέτι
γιννιέτι κι βαφτίζιτι στους ουρανούς απάνου
όλοι οι αγγέλοι χαίρουντι κι όλοι δοξολογιούντι
κι τα δαιμόνια σκάζουνι, τα σίδερα ταράζουν
Σι τούτ΄ το σπίτι που ΄ρθαμι, μι μάρμαρου στρωμένου,
Εδώ ‘χουν κόρη για παντρειά, κόρη για αρρεβώνα
Της τάζουν τιο του βασιλιά, της τάζουν γιο του ρήγα
Δεν θέλει γιο του βασιλιά, δεν θέλει γιο του ρήγα
Μον θέλει τα’ αρχοντόπουλο, που πιρπατεί καβάλα
Σι τούτ’ το σπίτι που ΄ρθαμι πέτρα να μην ραγίσει
Κι ου νοικοκύρης του σπιτιού χρόνους πολλούς να ζήσει»

Κάλαντα Προσοτσάνης Δράμας

Χριστός γεννάται χαρά στον κόσμο
χαρά στον κόσμο στα παλικάρια
Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες
η Παναγιά μας κοιλοπονούσε.
Η Παναγιά μας κοιλοπονούσε
κοιλοπονούσε παρακαλούσε
τους Αποστόλους τους Ιεράρχες
να παν να φέρουν μήλα και ρόδα.
Οι Αποστόλοι για μήλα πάνε
οι Ιεράρχες για ρόδα πάνε
Κι ως που να πάνε
κι ως που να έρθουν

η Παναγιά μας ξελευθερώθει.

Κάλαντα Πελοποννήσου

Χριστούγεννα , Πρωτούγεννα , πρώτη γιορτή του χρόνου,
για βγάτε , δέτε , μάθετε , πως ο Χριστός γεννάται .
Γεννάται κι αναθρέφεται με μέλι και με γάλα ,
το μέλι τρων οι άρχοντες , το γάλα οι αφεντάδες
και το μελισσοβότανο να νίβοντ’ οι κυράδες!
Κυρά ψηλή ,κυρά λιγνή , κυρά γαϊτανοφρύδα ,
κυρά μου οτάν στολίζεσαι να πας στην εκκλησιά σου ,
βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αγκάλη
και τον καθάριο αυγερινό τον βάζεις δακτυλίδι .
Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε,
παρά σας αγαπούσαμε κι ηρθαμε να σας δούμε !
Δώστε μας και τον κόκκορα , δώστε μας και την κότα !
Δώστε μας και πέντ’ έξι αυγά , να πάμε σ΄ άλλη πόρτα!

Κάλαντα Ηπείρου

Ελάτε εδώ γειτόνισσες
Και εσείς γειτονοπούλες,
Τα σπάργανα να φτιάξουμε
και το Χριστό ν΄ αλλάξουμε.

Τα σπάργανα για το Χριστό,
Ελάτε όλες σας εδώ.

Να πάμε να γυρίσουμε
Και βάγια να σκορπίσουμε .
Να βρούμε και την Παναγιά
οπού μας φέρνει τη χαρά.

Τα σπάργανα για το Χριστό,
ελάτε όλες σας εδώ.

Κοιμάται στα τριαντάφυλλα,
γεννιέται μες στα λούλουδα.
Γεννιέται μες στα λούλουδα ,
κοιμάται στα τριαντάφυλλα.

Τα σπάργανα για το Χριστό,
ελάτε όλες σας εδώ.
Τα σπάργανα να φτιάξουμε
και το Χριστό ν΄ αλλάξουμε.

Κάλαντα Κυκλάδων

Για σένα, κόρη όμορφη, ήρθαμε να τα πούμε
και τα καλά Χριστούγεννα για να σου ευχηθούμε.
Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε καράβια ν’ ασημένια
του χρόνου σαν και σήμερα να ‘ναι μαλαματένια.
Αν έχεις κόρη όμορφη, βάλε την στο τσιμπίδι
και κρέμασέ την αψηλά, να μην την φαν οι ψύλλοι.
Φέρτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε,
και του χρόνου να σας πούμε φέρτε μας κρασί να πιούμε.

Κάλαντα Δωδεκανήσων

Αυτή είναι η ημέρα όπου ήλθ’ ο Λυτρωτής
από Μαριάμ Μητέρα εκ Παρθένου γεννηθείς.

Άναρχος αρχήν λαμβάνει και σαρκούται ο θεός
Αγέννητος γεννάται εις την φάτνην ταπεινός.

Άγγελοι το νέο λέγουν εις ποιμένας και βοσκούς
ο Αστήρ το θαύμα δείχνει εις τους μάγους και σοφούς.

Οι τρεις μάγοι ξεκινάνε τ” άστρο έχουν βοηθό
τη σπηλιά ψάχνουν να βρούνε με τον άγιο θεό.

Λίβανο χρυσό και σμύρνα να του παν’ επιθυμούν
τη μικρή γλυκιά μορφή του σκύβουν και την προσκυνούν.

Βυζαντινά Κάλαντα Δωδεκανήσου

«Αυτή είναι η ημέρα, όπου ήρθ’ ο λυτρωτής,
από Μαριάμ μητέρα, εκ παρθένου γεννηθείς.
ναρχος, αρχήν λαμβάνει και σαρκούται ο Θεός,
Ο Αγέννητος γεννάται εις την φάτνην ταπεινός.
γγελοι το νέον λέγουν εις ποιμένας και βοσκούς,
Ο αστήρ το θαύμα δείχνει εις τους μάγους και σοφούς.
Όσοι έχετε στα ξένα, να δεχθείτε με καλό
και του χρόνου με υγεία το Θεό παρακαλώ.
Επειδή και πλησιάζει ο πλανήτης της αυγής
Σας ευχόμαστε υγεία και να είστε ευτυχείς»

Κάλαντα Καστοριάς

Του οικοδεσπότη

Αραδιαστείτε έμπρεπα όλοι με την αράδα
να πούμε τραγούδια ευγενικά
ν’ αρέσουν τα’ αφεντικό μας.

Αφέντης μας είναι καλός,
στον κόσμο παραδειγμένος
και μες στη μέση του μαχαλά
στύλος μαλαματένιος.

Ας είν’ πολλά τα έτη σας
να ζείτε να ευτυχείτε
του χρόνου δε σαν σήμερα
ό,τι επιθυμείτε.

Και βάλε το χεράκι σου
στον αργυρό σου τσέπη
κι αν πιάσεις γρόσι κράτα το,
φλουρί μη το λυπάσαι.

Της οικοδέσποινας

Είπαμε στον αφέντη μας να πούμε και στην κυρά μας.

Κυρά μ’ κυρά μ’ κι αρχόντισσα κι αρχοντοπαραδειγμένη,
σε κάλεσαν οι αρχόντισσες στην εκκλησιά να πάνεις
κι ώσπου να πας κι ώσπου να ‘ρθεις και πίσω να γυρίσεις
οι στράτες ρόδα γιόμισαν, τα μονοπάτια μόσχον.

Αρχός με την αρχόντισσα στη σκάλα π’ ανεβαίνει
στα γόνατά του την κρατεί, στα μάτια την κοιτάζει
στα μάτια στα ματόφυλλα και στα καμαροφρύδια.

Σήκου κυρά μου κι άλλαξε, σήκου και αρματώσου
νίψου με το ροδόσταμο και πλύσου με το γάλα
βάλε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη
και τον γαλάζιο αυγερινό στο χέρι δακτυλίδι.

Κάλαντα Κύπρου

«Καλήν εσπέραν θα σας πω κι αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη θείαν γέννησιν να πω στ’ αρχοντικόν σας
Χριστός γεννιέται σήμερον στην Βηθλεέμ την πόλην,
Οι ουρανοί αγάλλονται, μαζί κι η φύσις όλη
Γεννιέται μες στο σπήλαιον, στην φάτνην των αλόγων
Ο Βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων
Αγγέλοι εις τον ουρανόν ψάλουν τον εν υψίστοις
Και κάτω φανερώνεται η των ποιμένων πίστις
Έναν αστέριν λαμπερόν τους οδηγεί στην χώραν
Όταν εφτάσασι κι οι τρεις, με πόθον ερωτόυσιν
Που εγεννήθη ο Χριστός, να παν να τόνε βρούσιν…»

Κάλαντα Κερκύρας

«Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ιορισμός σας
Χριστού τη Θεία γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας:
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βυθλεέμ τη πόλει,
Οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρετ΄η φύσις όλη
Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων
Ο Βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων…
Χρόνια πολλά ευχόμαστε στην οικογένειά σας,
Και του Χριστού η γέννησις να ΄ναι βοήθειά σας»

Σήμερα οι μάγοι έρχονται στη χώρα του Ηρώδη
και ο Ηρώδης ταραχθείς έγινε θηριώδης.
Κράζει τους μάγους και ρωτά: «Μάγοι, πού θε να πάτε».
Εις Βηθλεέμ το σπήλαιο την πόλη την αγία
Που εκεί γεννάει το Χριστό η Δέσποινα Μαρία.

Κάλαντα Κρήτης

«Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη θείαν γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας.
Χριστός γεννιέται σήμερον εν Βυθλεέμ την πόλη,
Οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρετ’ η φύσις όλη,
Κυρά καμαροτράχηλη και φεγγαρομαγούλα
Απού τον έχεις τον υγιό, τον μοσχοκανακάρη.
Λούζεις τον και χτενίζεις τον και στο σκολειό τον πέμπεις
Κι ο δάσκαλος τον έδειρε μ’ ένα χρυσό βεργάλι
Και η κυρά δασκάλισσα με το μαργαριτάρι.
Είπαμε δα για την κερά, ας πούμε για τη Βάγια.
ψε Βαγίτσα το κερί, άψε και το λυχνάρι
Και κάτσε και ντουχιούντηζε ήντα θα μας εβγάλεις
Γι απάκι, για λουκάνικο, για χοιρινό κομμάτι
Κι από τον πύρο ου βουτσού να πιούμε μια γιομάτη
Κι από την μαύρη όρνιθα κανένα αυγουλάκι
Κι από το πιθαράκι σου ένα κουρούπι λάδι
Κι αν είναι κι απκροπλιάτερο, βαστούμε και τα’ ασκάκι
Φέρε πανιέρι κάστανα, πανιέρι λεπτοκάρυα
Και φέρε και γλυκό κρασί να πιούν τα παλληκάρια
Κι αν είναι με το θέλημα, άσπρη μου περιστέρα,
Ανοίξετε την πόρτα σας, να πούμε καλησπέρα
Κι ακόμα δεν τον ηύρηκες τον μάνταλο ν’ ανοίξεις
Να μας κεράσεις μια ρακή κι ύστερα ν’ ασφαλίξεις….»

Κάλαντα Φούρνων Ικαρίας

Καλώς τα τα Χριστούγεννα καλώς και τις σχολάδες
όπου γεννήθηκε ο Χριστός και λούζονται οι κυράδες.
Καλώς τα τα Χριστούγεννα θα ρθεί και ο Αης Βασίλης
όπου απόσπειρε ο ζευγάς ψάλλει το πετραχείλι.
Για πλάστε τα χριστόψωμα Χριστός μας εγεννήθη
για αυτό και μεις τα πλάσαμε για του Χριστού τη νίκη.
Τα άγια Χριστούγεννα της φαμελιάς τραπέζι
όπου το βλόησε ο Χριστός με το δεξί του χέρι.
Ανοίχτε τα κουτάκια σας τα κλειδαμπαρωμένα
και δώστε μας τον κόπο μας κι ας είναι ευλοημένα.
Δώστε κι εμάς τον κόπο μας ποιος είναι ο ορισμός σας
Χριστού η θεία γέννηση να μπει στ’ αρχοντικό σας.
Κι από χρόνου.

Κάλαντα Σάμου

Σένα σου πρέπει αφέντη μου καρέκλα καρυδένια,
για ν’ ακουμπά η μέση σου η μαργαριταρένια.

Βάλτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε.
Και πάλι ξαναπρέπει σου στα πεύκια να κοιμάσαι,
να πίνεις, να δροσίζεσαι και πάλι αφέντης να ‘σαι.

Βάλτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε.
Και πάλι ξαναπρέπει σου καράβι ν’ αρματώσεις,
και τα πανιά του καραβιού να τα μαλαματώσεις.

Βάλτε μας κρασί να πιούμε και τού χρόνου να σας πούμε.
Πολλά ’παμε τ’ αφέντη μας, ας πούμε τση κυράς μας.

Κυρά ψιλή, κυρά λιγνή, κυρά μαυροματούσα,
πω ‘χεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρια στήθη,
και του κοράκου το φτερό το ‘χεις καμπανοφρύδι.

Βάλτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε.
Αν έχεις κόρη έμορφη, βάλτην νά μας κεράσει,
να της φχηθούμε όλοι μας, ν’ ασπρίσει, να γεράσει.

Βάλτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε.
Κι αν έχεις γιο στα γράμματα, βάλτονε στο ψαλτήρι,
να τ’ αξιώσει ο Θεός, να βάλει πετραχήλι.
Βάλτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε.

Κάλαντα Ελασσόνος 

Χριστούγεννα Πρωτούγεννα πρώτη γιορτή του χρόνου
Για βγιέτε , διέτε , μάθετε πως ο Χριστός γεννιέται
Γεννιέται και βαφτίζεται στους ουρανούς πηγαίνει
Γεννιέται και ανατρέφεται με μέλι και με γάλα
Το μέλι τρων’ οι άρχοντες το γάλα οι βασιλιάδες
Και το μελισσοβότανο το τρίβουν στο μωράκι.

Κάλαντα Χίου

Χριστούγεννα πρωτούγεννα, τώρα Χριστός γεννάται,
γεννάται κι ανατρέφεται με μέλιν και με γάλα.

Το μέλιν τρων οι άρχοντες και το κερίν οι άγιοι,
και το μελισσοβότανον το τρων’ οι αρχοντάδες.

Τούτες οι μέρες εύχουνε, τούτες οι εβδομάδες,
όπου ‘χει ξένον κράζει τον κι οπού δικόν καλεί τον,
κι οπού ‘χει άντρα στην ξενιτιά γραφή του στέλνει να ‘ρτει.

Άντε γραφή μου κι εύρε τον και πιάσ’ τον αφ το χέριν,
και πε του πως τον χαιρετά το γκαρδιακό του ταίριν.

Και πε του πως ειμ’ άρρωστη, βαριά αρρωστημένη,
και στο βαρύ ξενιτεμό δεν ήμουν μαθημένη.

Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ την πόλη,
οι ουρανοί αγάλλονται χαίρει η κτίσης όλη.

Εν τω σπηλαίο τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων,
ο βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων.

Ιδού όπου σας είπαμεν με πασάν προθυμίαν,
του Ιησού μας του Χριστού γέννησιν την αγίαν.

Δότε κι εμάς τον κόπον μας, οτ’ είναι ορισμός σας,
και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.

Αν είστε απ’ τους πλούσιους φλωριά μην τα λυπάστε,
αν είστε από τους δεύτερους ξηντάρες και ζολότες,
κι αν είστε απ’ τους πάμπτωχους ένα ζευγάρι κότες.

Και σας καληνυχτίζομεν, πέστε να κοιμηθείτε,
ολίγον ύπνον πάρετε, πάλι να σηκωθείτε.

Στην εκκλησία να τρέξετε με άκραν προθυμίαν,
και του θεού ν’ ακούσετε την Θείαν λειτουργία.

Χρόνους πολλούς να χαίρεστε, να ειστ’ ευτυχισμένοι,
σωματικά και ψυχικά να είστε πλουτισμένοι.

Κάλαντα Αστυπάλαιας

Χριστούγεννα, πρωτούγεννα πρώτη γιορτή του χρόνου
εβγάτε, δείτε, μάθετε που ο Χριστός γεννάται
γεννάται και ανατρέφεται με μέλι και με γάλα
το μέλι τρώνε οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες
και το μελισσοβότανο το λούζονται οι κυράδες
Κι ανοίξτε τα κουτάκια σας τα κατακλειδωμένα
και δώστε μας απ’ το χρυσό που ‘χουνε τα πουγγιά σας
εάν είστε από τους πλούσιους φλουριά μη λυπηθείτε
κι εάν είστε από τους δεύτερους ένα ζευγάρι κότες
Και σας καληνυχτίζουμε, πέσετε κοιμηθείτε
ολίγον ύπνο πάρετε κι ευθύς να σηκωθείτε
στην εκκλησία τρέξετε με όλη προθυμία
και του θεού ν’ ακούσετε τη θεία λειτουργία

Βιβλιογραφία

  • Λουκάτος Δημ. Σ., Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών, Εκδ. Φιλιππότη
  • Λουκάτος Δημ. Σ., Συμπληρωματικά του Χειμώνα και της Άνοιξης, Εκδ. Φιλιππότη
  • Μέγας Γ.Α., Ελληνικές Γιορτές και έθιμα λαϊκής λατρείας, Εκδ. Οδυσσέας
  • Μιχαήλ-Δέδε Μαρία, Κάλαντα – Καλήμερα και Θρησκευτικά Τραγούδια, Εκδ. Φιλιππότη
  • Μηλίγκου – Μαρκαντώνη Μαρία, Λαογραφικά, Ερετρικοί Παλμοί
  • Αναρχος Θεός καταβέβηκεν…, Χριστουγεννιάτικο Λεύκωμα, Μελωδικό Καράβι
  • Γ. Ζερζελίδη, Το Καλαντόνερον, Αθήνα 1973. Στ. Ευσταθιάδη,
  • Τα Τραγούδια του Ποντιακού Λαού, Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1982 Μ. Σέργη (επιμέλεια),
  • Πόντος, θέματα Λαογραφίας του Ποντιακού Ελληνισμού, Αλήθεια. Αθήνα 2008. Γ. Μέγα,
  • Ελληνικές Γιορτές και Έθιμα της Λαϊκής Λατρείας, Εστία, Αθήνα 1963.
  • Εγκυκλοπαίδια του Ποντιακού Ελληνισμού, Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη 1988.
  • Λαογραφικό Ημερολόγιο, Οι 12 μήνες και τα έθιμά τους, Εκδόσεις Πατάκη, 1988

Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για το αφιέρωμα:

Σελίδες δήμων και κοινοτήτων

  • το Βόϊον Αργολίδος
  • Δημοτικό Σχολείο Πορταριάς
  • Ταχυδρόμος Βόλου
  • Ιστοσελίδα Δόμνα Σαμίου
  • Δήμος Καστοριάς
  • Καλαμπάκι DramaCity
  • Ιστοσελίδα Θρακομικρασιατικού Πολιτιστικού
  • Συλλόγου του Δήμου Προσοτσάνης
  • Ελληνικά Νέα Αστρος news
  • ΕxploreCrete
  • Χανιώτικα νέα
  • Τα Εφτάνησα blog
  • Wikipedia

iscreta.gr/

Αφήστε μια απάντηση