ΟΟΣΑ: Κάτω από την βάση η Ελλάδα στην ποιότητα ζωής

Κάτω από τον μέσο όρο στους περισσότερους τομείς που ορίζουν μια καλή ποιότητα ζωής βρίσκεται η Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ. Μεγάλη ανεργία και μακροχρόνια ανεργία, σπίτια-φυλακές με έναν από τους μικρότερους μέσους όρους τετραγωνικών ανά άνθρωπο, ενώ η εκπαίδευση των παιδιών υπολείπεται του μέσου όρου παγκοσμίως, με μεγάλες διακρίσεις ανάμεσα στα αγόρια και τα κορίτσια.

Η Ελλάδα υπερέχει του μέσου όρου στην υγεία, εξαιτίας του υψηλού προσδόκιμου ζωής σε σχέση με άλλα κράτη. Υπολείπεται του μέσου όρου στο εισόδημα, τις θέσεις εργασίας, την εκπαίδευση, την ποιότητα του περιβάλλοντος, τις κοινωνικές σχέσεις, την εμπλοκή των πολιτών στην πολιτική και την ικανοποίηση από τη ζωή. Με την ακρίβεια να επηρεάζει πολλούς από τους δείκτες.

Σημειώνεται πως οι εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ βασίζονται σε αντικειμενικά χαρακτηριστικά με τις χώρες να εξετάζονται επί των ίδιων κριτηρίων.

Τα αγαθά είναι ακριβά, αλλά κυρίως οι πολίτες είναι φτωχοί

Τα χρήματα παρότι δεν αγοράζουν την ευτυχία, αποτελούν μέσο ώστε ο μέσος πολίτης να κατακτήσει ένα υψηλότερο επίπεδο ζωής. Στην Ελλάδα, το μέσο κατά κεφαλήν καθαρό προσαρμοσμένο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών είναι 20.791 δολάρια ΗΠΑ ετησίως, αισθητά μικρότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ που είναι 30.490 δολάρια ΗΠΑ ετησίως.

Ο καθαρός πλούτος των νοικοκυριών είναι η συνολική αξία της χρηματοοικονομικής και μη χρηματοοικονομικής αξίας ενός νοικοκυριού, όπως χρήματα ή μετοχές που τηρούνται σε τραπεζικούς λογαριασμούς, η κύρια κατοικία, άλλα ακίνητα, οχήματα, τιμαλφή και άλλα μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (π.χ. διαρκή καταναλωτικά αγαθά πλην όσων αναφέρθηκαν).

Στην Ελλάδα, ο μέσος καθαρός πλούτος των νοικοκυριών εκτιμάται σε 148.323 δολάρια ΗΠΑ, σημαντικά χαμηλότερος από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ που είναι 323.960 δολάρια ΗΠΑ. Αν λάβει κανείς υπ’ όψη τις τιμές των ακινήτων σε όσους διαθέτουν ιδιόκτητη κατοικία, καταλαβάινει ότι οι πολίτες έχουν απωλέσει τεράστιο μέρος της περιουσίας τους.

Τα στατιστικά που ακολουθούν δεν συμπεριλαμβάνουν την αστεγία, η οποία φαίνεται να αυξάνεται στην Ελλάδα. Στην Αθήνα αφορά περισσότερα από 20.000 άτομα.

Σπίτια «κλουβιά»

Οι συνθήκες στέγασης είναι μια από τις σημαντικότερες πτυχές της ζωής των ανθρώπων. Για τα κοινωνικά ζώα του Αριστοτέλη, η φωλιά κάθε όντος είναι σημαντική. Η στέγαση πρέπει να προσφέρει ένα μέρος για να κοιμηθεί και να ξεκουραστεί κανείς, ένα σπίτι όπου οι άνθρωποι αισθάνονται ασφαλείς, έχουν ιδιωτικότητα και προσωπικό χώρο και μπορούν να μεγαλώσουν οικογένεια.

Οι δαπάνες στέγασης καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος του προϋπολογισμού του νοικοκυριού και αποτελούν τη μεγαλύτερη μεμονωμένη δαπάνη για πολλά άτομα και οικογένειες, από τη στιγμή που προστίθενται στοιχεία όπως το ενοίκιο, το φυσικό αέριο, το ηλεκτρικό ρεύμα, το νερό, τα έπιπλα ή οι επισκευές.

Στην Ελλάδα, τα νοικοκυριά ξοδεύουν κατά μέσο όρο το 22% του ακαθάριστου προσαρμοσμένου διαθέσιμου εισοδήματός τους για να διατηρήσουν μια στέγη, πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ που είναι 20%. Μπορεί να ξενίζουν τα ποσοστά, όμως μιλάμε πάντα για μέσους όρους, όπου μετρά και η ιδιοκατοίκηση.

Πώς επηρεάζει ο συνωστισμός την ανθρώπινη ψυχολογία και ανάπτυξη;

Οι συνθήκες διαβίωσης, όπως ο μέσος αριθμός των δωματίων ανά άτομο και κατά πόσον τα νοικοκυριά έχουν πρόσβαση σε βασικές εγκαταστάσεις είναι επίσης βασικό στοιχείο της έρευνας του ΟΑΣΑ. Ο αριθμός των δωματίων σε μια κατοικία, διαιρούμενος με τον αριθμό των ατόμων που ζουν εκεί, δείχνει αν οι κάτοικοι ζουν σε συνθήκες συνωστισμού. Η διαβίωση σε συνθήκες συνωστισμού μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στη σωματική και ψυχική υγεία, καθώς και στην ανάπτυξη των παιδιών.

Στην Ελλάδα, η μέση κατοικία περιλαμβάνει 1,2 δωμάτια ανά άτομο, λιγότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ που είναι 1,7 δωμάτια ανά άτομο.

Η ανεργία είναι πάνω από τον μέσω όρο του ΟΑΣΑ κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες, αλλά και η εργασία δεν είναι εύκολη. Το 6% των ανδρών και το 3% των γυναικών εργάζονται υπερβολικά πολλές ώρες.

Υψηλή ανεργία, χαμηλοί μισθοί, εργασιακή επισφάλεια και όποιος απολυθεί καταστράφηκε

Όσον αφορά την απασχόληση, περίπου το 56% των ατόμων ηλικίας 15 έως 64 ετών στην Ελλάδα έχουν αμειβόμενη εργασία, κάτω από τον μέσο όρο απασχόλησης του ΟΟΣΑ που είναι 66%. Περίπου το 65% των ανδρών εργάζονται με μισθό, σε σύγκριση με το 47% των γυναικών.

Οι μισθοί και άλλες χρηματικές παροχές που συνοδεύουν την απασχόληση αποτελούν σημαντική πτυχή της ποιότητας της εργασίας. Οι Έλληνες κερδίζουν κατά μέσο όρο 27.207 δολάρια ετησίως, πολύ λιγότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ που είναι 49.165 δολάρια.

Ένας άλλος ουσιαστικός παράγοντας της ποιότητας της απασχόλησης είναι η ασφάλεια της εργασίας, όσον αφορά την αναμενόμενη απώλεια αποδοχών όταν κάποιος μείνει άνεργος. Αυτό περιλαμβάνει το πόσο πιθανό είναι να χάσετε τη δουλειά σας, πόσο καιρό είναι πιθανό να παραμείνετε άνεργος και πόση οικονομική βοήθεια μπορείτε να περιμένετε από το κράτος.

Οι εργαζόμενοι που αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο ανεργίας είναι πιο ευάλωτοι, ιδίως σε χώρες με μικρότερα δίκτυα κοινωνικής ασφάλειας. Στην Ελλάδα, οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν αναμενόμενη απώλεια αποδοχών σε ποσοστό 21,7% αν μείνουν άνεργοι, πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο του 7%, κερδίζοντας την αρνητική πρωτιά  μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, ακολουθούμενη από την Ισπανία, περίπου 16%. Απογοητευτικά ποσοστά σε σύγκριση με το λιγότερο από 2% στη Γερμανία και την Ισλανδία.

Οι 3 στους 4 Έλληνες έχουν απολυτήριο Λυκείου. Όμως οι μαθητές υπολείπονται κατά 35 μονάδων από το παγκόσμιο πρόγραμμα PISA του ΟΑΣΑ.

Μόνο οι 3 στους 4 έχουν τελειώσει το λύκειο

Στην Ελλάδα, το 76% των ενηλίκων ηλικίας 25-64 ετών έχει ολοκληρώσει την ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ποσοστό χαμηλότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ που είναι 79%. Ωστόσο, το ποσοστό διαφέρει μεταξύ ανδρών και γυναικών, καθώς το 75% των ανδρών έχουν ολοκληρώσει επιτυχώς το λύκειο σε σύγκριση με το 78% των γυναικών.

Όσον αφορά την ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος, ο μέσος μαθητής σημείωσε 453 βαθμούς στην αναγνωστική ικανότητα, τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες – χαμηλότερη από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ που είναι 488 – στο Πρόγραμμα Διεθνούς Αξιολόγησης Μαθητών (PISA) του ΟΟΣΑ. Κατά μέσο όρο στην Ελλάδα, τα κορίτσια υπερτερούν των αγοριών κατά 18 μονάδες, πολύ πάνω από τη μέση διαφορά των 5 μονάδων του ΟΟΣΑ. Κάτι που δείχνει πως οι οικογένειες ανατρέφουν αρκετά διαφορετικά τα αγόρια από τα κορίτσια.

Παρόλα αυτά, οι πολίτες της χώρας μπορούν να περιμένουν να περάσουν 19,2 χρόνια εκπαίδευσης μεταξύ των ηλικιών 5 και 39 ετών, περισσότερα από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ των 18 ετών.

Υψηλό προσδόκιμο ζωής, υψηλή περιβαλλοντική μόλυνση, κακή ποιότητα του νερού

Όσον αφορά την υγεία, το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση στην Ελλάδα είναι περίπου 82 έτη, ένα έτος υψηλότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ που είναι 81 έτη. Το προσδόκιμο ζωής για τις γυναίκες είναι 84 έτη, έναντι 79 ετών για τους άνδρες.

Το επίπεδο των ατμοσφαιρικών PM2.5 – μικροσκοπικά σωματίδια ατμοσφαιρικών ρύπων αρκετά μικρά ώστε να εισέρχονται και να προκαλούν βλάβες στους πνεύμονες – είναι 14,5 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο, ελαφρώς πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ των 14 μικρογραμμαρίων ανά κυβικό μέτρο.

Στην Ελλάδα, το 67% των πολιτών δηλώνει ικανοποιημένο από την ποιότητα του νερού, ποσοστό χαμηλότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ που είναι 84%. Για να αντιστραφεί, ο ένας στους τρεις κατοίκους δεν είναι ευχαριστημένος με την ποιότητα του νερού.

Η Ελλάδα βρίσκεται στην προτελευταία θέση ως προς την ύπαρξη υποστηρικτικού δικτύου με το 22% να μην περιμένουν βοήθεια από πουθενά.

Το 22% δεν έχει «δίχτυ ασφαλείας»

Όσον αφορά τη δημόσια σφαίρα, υπάρχει μια μέτρια αίσθηση κοινότητας και μέτρια επίπεδα συμμετοχής στα κοινά στην Ελλάδα, όπου το 78% των ανθρώπων πιστεύει ότι γνωρίζει κάποιον στον οποίο θα μπορούσε να βασιστεί σε περίπτωση ανάγκης, ποσοστό μικρότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ που είναι 91%.

Η προσέλευση των ψηφοφόρων, ένα μέτρο της συμμετοχής των πολιτών στην πολιτική διαδικασία, ήταν 58% κατά τη διάρκεια των πρόσφατων εκλογών, χαμηλότερη από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ που είναι 69%. Η κοινωνική και οικονομική κατάσταση μπορεί να επηρεάσει τα ποσοστά ψήφου- η συμμετοχή των ψηφοφόρων για το ανώτερο εισοδηματικά 20% του πληθυσμού εκτιμάται ότι είναι 59% και για το κατώτερο 20% εκτιμάται ότι είναι 58%.

Όταν τους ζητήθηκε να αξιολογήσουν τη γενική ικανοποίησή τους από τη ζωή σε μια κλίμακα από το 0 έως το 10, οι Έλληνες τη βαθμολόγησαν κατά μέσο όρο με 5,8, χαμηλότερα από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ που είναι 6,7.

Αφήστε μια απάντηση