Το τριπλό χτύπημα στην ελληνική οικονομία

Σε αναβρασμό βρίσκεται το οικονομικό επιτελείο, καθότι έχουν ανακύψει ζητήματα για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, τα οποία δείχνουν ότι τα πράγματα δεν πάνε και τόσο καλά, όσο τουλάχιστον ισχυρίζεται η κυβέρνηση. Η χαμηλότερη από το αναμενόμενο επίδοση στην άνοδο του ελληνικού ΑΕΠ για το 2023, η συνεχιζόμενη άνοδος των τιμών (κυρίως στα τρόφιμα) με την παράλληλη παραμονή του ελληνικού πληθωρισμού πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και το «χαστούκι» της Moody’s αποτελούν έντονα σημεία ανησυχίας ενόψει μια δύσκολης οικονομικά χρονιάς. Άλλωστε και το διεθνές περιβάλλον παραμένει δύσκολο, κάτι το οποίο έχει αποτυπωθεί τόσο στην πτώση των ελληνικών εξαγωγών όσο και των επενδύσεων σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η οποία αναπτύσσεται μεν, αλλά υπάρχουν αρνητικά στοιχεία για τις εξελίξεις δε.

Η αρχή έγινε όταν δημοσιεύτηκαν οι πρώτες εκτιμήσεις της ΕΛΣΤΑΤ, οι οποίες έδειξαν ότι το ΑΕΠ αυξήθηκε πέρυσι κατά 2%, έναντι πρόβλεψης για 2,4%. Σε τρέχουσες τιμές  ανήλθε σε 220,3 δισ. ευρώ, όταν το κόκκινο ιδιωτικό χρέος της Ελλάδας είναι μεγαλύτερο και αγγίζει τα 224 δισ. Ευρώ!

Οι χαμηλότερες από τις προβλέψεις, επιδόσεις αυτές θεωρούνται ιδιαιτέρως ανησυχητικές, σε ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού.

Παράλληλα, κάτω από τον πήχη πέρασε και η πορεία των επενδύσεων, που «έτρεξαν» με ετήσιο ρυθμό αύξησης  4%, όταν ο περυσινός προϋπολογισμός έκανε λόγο για πάνω από 15%! Ακόμη, η κατανάλωση αυξήθηκε κατά 1,8%, αφήνοντας μικρά περιθώρια για αποταμίευση στα νοικοκυριά, τα οποία διαπίστωσαν πως οι καταθέσεις τους να συρρικνώνονται τον Ιανουάριο.

Οι δυσκολίες

Όπως είναι φυσικό, το χαμηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ αυξάνει το βαθμό δυσκολίας της κυβέρνησης για να σημειώσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για το 2024, άρα και να δώσει έξτρα μπόνους σε πολίτες και ευάλωτα νοικοκυριά, όπως επίδομα Πάσχα ή να ικανοποιηθούν τα αιτήματα των αγροτών.  Άλλωστε, η κυβέρνηση κινείται στη λογική του να επιστρέφει…ελάχιστα στην κοινωνία. Κι αυτό όμως φαίνεται να είναι υπό αίρεση, καθότι οι υψηλοί στόχοι γι τα  πλεονάσματα στερεύουν τη δεξαμενή για τη χορήγηση έκτακτων παροχών.

Άλλωστε, υπενθυμίζεται πως για το 2024 η κυβέρνηση βασίζει τον σχεδιασμό της σε ρυθμό ανόδου του ΑΕΠ κατά 2,9%, και ο φετινός προϋπολογισμός πρέπει να κλείσει με πρωτογενές πλεόνασμα σχεδόν διπλάσιο από εκείνο του 2023, δηλαδή 2,1% του ΑΕΠ ( 1,1% το 2023), ήτοι σχεδόν 5 δισ. Ευρώ.

Οι αναφορές της Moody’s

Τα παραπάνω πέρασαν και από τα «ραντάρ της Moody’s, η οποία όχι απλώς δεν έδωσε -από την πλευρά της- την επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα, αλλά ούτε καν αναβάθμισε τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Άλλωστε, για τον οίκο, η ανάπτυξη δεν αποτελεί ένα απλό αριθμητικό στοιχεία. Χαμηλότερος ρυθμός, σημαίνει ενδεχομένως και χαμηλότερα φορολογικά έσοδα, μεγαλύτερη δυσκολία στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, αλλά και ακόμη ένα εμπόδιο προς τον στόχο του να κλείσει το περιβόητο επενδυτικό κενό.

Είναι γεγονός ότι η χώρα εξακολουθεί να υπολείπεται αισθητά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Οι επενδύσεις στην Ελλάδα είναι στο 13% του ΑΕΠ όταν ο μέσος όρος της Ε.Ε. προσεγγίζει το 21% με 22%, κάτι το οποίο μεταφράζεται σε αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ.

Η Moody’s είχε και άλλους λόγους για τη μη αναβάθμιση της Ελλάδας, όπως το ότι παραμένει υψηλός ο λόγος χρέους ως προς το ΑΕΠ. Παράλληλα, διαπίστωσε ότι παραμένει μεγάλο το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, ενώ η ελληνική οικονομία παραμένει ευάλωτη σε εξωτερικούς κραδασμούς καθώς σημαντικοί κλάδοι της οικονομίας είναι ναυτιλία και τουρισμός. Επίσης, ζητά να υπάρξει συνέχιση μεταρρυθμίσεων ειδικά στο δικαστικό σύστημα, αλλά και ταχύτερη από την αναμενόμενη βελτίωση της δημοσιονομικής ισχύος.

Το πλήγμα από τη JP Morgan

Σα να μην έφτανε αυτό, ήρθε και η JP Morgan να αναφερθεί στην Ελλάδα, υποστηρίζοντας ότι η αναβάθμιση της Ελλάδας στις ώριμες αγορές θα είναι, εκτός από εξαιρετικά απίθανη, ένας σημαντικός αρνητικός καταλύτης. Μάλιστα, την ανάλυση βάσει της οποίας το υποστηρίζει, βάζει τίτλο «μην αφήνετε μια κακή ιδέα να καταστρέψει ένα καλό χρηματιστήριο».

Αφού επαναλαμβάνει τη σύσταση overweight, ήτοι για αποδόσεις καλύτερες από αυτές των αναδυόμενων αγορών, η JP Morgan, σχολιάζει την εκτίμηση πολλών επενδυτών ότι 1) η Ελλάδα θα επιστρέψει στους δείκτες MSCI DM (αναπτυγμένων αγορών) και 2) αυτός θα είναι ένας θετικός καταλύτης.

«Διαφωνούμε και με τις δύο δηλώσεις», αναφέρει χαρακτηριστικά η JP Morgan. Και αυτό διότι: 1) η μετακίνηση της Ελλάδας στις αναπτυγμένες αγορές είναι εξαιρετικά απίθανη, 2) μια μετάβαση στις DM αγορές θα είναι αρνητικός καταλύτης.

Η επιμονή της ακρίβειας

Όλα τα παραπάνω λαμβάνουν χώρα σε ένα περιβάλλον αυξανόμενης ακρίβειας και ενός ελληνικού πληθωρισμού, οπποίος παραμάνει πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο για 5 συνεχόμενους μήνες. Ακόμη, η Ελλάδα παραμένει δευτεραθλήτρια (6,5%) στον πληθωρισμό τροφίμων και τον Φεβρουάριο, πίσω από την Μάλτα (7,3%).

Παρά τη μικρή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού σε σχέση με τον Ιανουάριο και τις κυβερνητικές κορώνες για μετωπική μάχη κατά της ακρίβειας οι τιμές βασικών τροφίμων όπως τα φρέσκα φρούτα και λαχανικά και οι βρεφικές και παιδικές τροφές παραμένουν στα ύψη. Απογοητευτικά είναι τα στοιχεία για την κατηγορία «τρόφιμα παντοπωλείου», που περιλαμβάνει και το ελαιόλαδο.

Σημειώνεται ότι στα φρέσκα φρούτα και λαχανικά, καθ’ όλο το 2023 καταγράφονται αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων ως αποτέλεσμα του αυξημένου κόστους παραγωγής και των ακραίων κλιματικών φαινομένων. H κατηγορία «τρόφιμα παντοπωλείου», που περιλαμβάνει και το ελαιόλαδο, καταγράφει αύξηση κατά 5,18%.

Πηγή: ΟΤ

Αφήστε μια απάντηση