Ελληνική οικονομία: Πόσο ελκυστική είναι η Ελλάδα για επενδύσεις

Μπορεί η ελληνική οικονομία να έχει πολύ δρόμο μπροστά της, προκειμένου να μπει για τα καλά στο χάρτη των υποψηφίων προς ασφαλείς επενδύσεις, όμως το μεγάλο βήμα έχει γίνει.

Έχει πάρει την επενδυτική βαθμίδα από δύο, εκ των αναγνωρισμένων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οίκων, οι οποίοι και επιβεβαίωσαν την ταχεία οικονομική της ανάκαμψη.

Μόλις πριν από μια δεκαετία, η Ελλάδα έχασε όλες τις αξιολογήσεις της επενδυτικής βαθμίδας αφού επλήγη σκληρά από την κρίση χρέους της ευρωζώνης

Όμως η σκληρή δουλειά δεν πρέπει να σταματήσει εδώ.

Υπάρχουν ακόμη πολλά να κάνει η Ελλάδα στον δρόμο της επιστροφής προς την ομαλοποίηση, έχουν επισημάνει το τελευταίο διάστημα οι περισσότεροι αναλυτές που καλύπτουν τα ελληνικά assets.

Το ιστορικό

Όπως σημειώθηκε πρόσφατα από το Sovereign Debt Institute (OMFIF), η αναβάθμιση της Ελλάδας έχει έρθει ως αποτέλεσμα των μεγάλων μεταρρυθμίσεων, της διαχείρισης του δημόσιου χρέους της εκκαθάρισης των προβληματικών assets του τραπεζικού τομέα, καθώς και της ισχυρότερης ευρωπαϊκής θεσμικής υποστήριξης.

Μόλις πριν από μια δεκαετία, η Ελλάδα έχασε όλες τις αξιολογήσεις της επενδυτικής βαθμίδας αφού επλήγη σκληρά από την κρίση χρέους της ευρωζώνης, ενώ απειλήθηκε και η θέση της στην ευρωζώνη. Η Ελλάδα έμεινε στη συνέχεια χωρίς πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές και αντ’ αυτού έπρεπε να υπομείνει μια σειρά μέτρων λιτότητας.

Όμως η ανάκαμψη την τελευταία δεκαετία ήταν εντυπωσιακή. Το δημόσιο χρέος της μειώνεται σταθερά με τον δείκτη χρέους προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν να αναμένεται να μειωθεί στο 160,7% φέτος, μείωση 46 ποσοστιαίων μονάδων από την κορύφωση του 2020, σύμφωνα με τη Scope. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν επίσης σημειώσει μεγάλη πρόοδο στην εκκαθάριση των ισολογισμών τους από μη εξυπηρετούμενα δάνεια.

Αλλά ίσως το πιο σημαντικό είναι ότι η Ελλάδα έχει βελτιώσει τη σχέση και τη φήμη της με την υπόλοιπη Ευρώπη. Αυτό φάνηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid-19, όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ενέταξε τα ελληνικά ομόλογα στο πλαίσιο του προγράμματος PEPP, παρά το γεγονός ότι η χώρα δεν πληρούσε τα κριτήρια της λόγω της πιστωτικής της αξιολόγησης. Η ΕΚΤ συνεχίζει να αγοράζει ελληνικό χρέος μέσω επανεπενδύσεων του PEPP μέχρι το τέλος του 2024, ενώ λαμβάνει επίσης υποστήριξη μέσω του προγράμματος της ΕΕ Next Generation.

Η Ελλάδα έχει πλέον ένα ανθεκτικό backstop μέσω των Ευρωπαίων εταίρων της που έλειπε τα τελευταία 12 χρόνια. Είναι ζωτικής σημασίας για κάθε κράτος με αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας να έχει την ασφάλεια ότι, εάν συμβεί μια κρίση, θα μπορούσε να έχει ισχυρή θεσμική υποστήριξη.

Η επιστροφή

Η Ελλάδα έχει επιστρέψει στις κεφαλαιαγορές από τον Απρίλιο του 2014 και έκτοτε ανέπτυξε πλήρως την καμπύλη αποδόσεων με συχνή παρουσία στις αγορές. Πέτυχε το πρώτο της μεγάλο ορόσημο με ένα 10ετές ομόλογο τον Μάρτιο του 2019, πριν επεκτείνει την καμπύλη της στα 15 έτη το 2020 και στα 30 έτη το 2021. Από το 2020, η Ελλάδα έχει επίσης τιμολογήσει τις κοινοπρακτικές εκδόσεις της με βάση τα mid-swaps και όχι με βάση τις αξιολογήσεις της, ενισχύοντας την επενδυτική της βάση.

Το παραπάνω αποτυπώνεται και στις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων που έχουν μειωθεί σημαντικά, με το 10ετές ομόλογο να πέφτει στο 3,8% από τις κορυφές άνω του 30% το 2011. Στην πραγματικότητα, οι επενδυτές τιμολογούν στην Ελλάδα ως κράτος με αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας εδώ και αρκετό καιρό.

Γιατί η επενδυτική βαθμίδα θα δώσει ώθηση στις επιχειρήσεις

Οι πρόσφατες αναβαθμίσεις της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα χαιρετίστηκαν από τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Αλλά το μεγάλο κέρδος, όπως έχουν συμφωνήσει Goldman Sachs, JP Morgan, Societe Generale και Bank of America το τελευταίο διάστημα είναι ότι οι αναβαθμίσεις ομαλοποιούν τη χρήση των ελληνικών κρατικών ομολόγων ως εξασφάλιση στις πράξεις αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και το πιο σημαντικό μειώνουν το κόστος της πίστωσης για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

Αν το ελληνικό κράτος μπορεί να δανειστεί φθηνότερα, το ίδιο μπορούν και οι ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Η αξιολόγηση του δημοσίου και το κόστος χρηματοδότησης συχνά χρησιμεύουν ως σημείο αναφοράς για την ιδιωτική χρηματοδότηση που αντλείται από τράπεζες και εταιρείες στη χώρα.

Έτσι, η αναβάθμιση θα επιτρέψει επίσης στον ιδιωτικό τομέα να επωφεληθεί από το μειωμένο και λιγότερο ασταθές κόστος χρηματοδότησης. Αυτό σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να γίνουν πιο κερδοφόρες, ανθεκτικές και σταθερές. Το μειωμένο κόστος χρηματοδότησης για τις τράπεζες μπορεί να μεταφραστεί για τα νοικοκυριά σε χαμηλότερες πληρωμές τόκων, μεγαλύτερη δύναμη δαπανών και μειωμένο κόστος πρόσβασης σε πίστωση.

Η αναβάθμιση σε επενδυτική βαθμίδα αυξάνει επίσης τη δεξαμενή των πιθανών επενδυτών που μπορούν να αγοράσουν τα ελληνικά ομόλογα. Η υψηλότερη βαθμολογία μπορεί να ξεκλειδώσει μια ευρύτερη επενδυτική βάση από την οποία η χώρα αποκλείστηκε για 13 χρόνια. Για παράδειγμα, πολλά από τα μεγαλύτερα διεθνή συνταξιοδοτικά και επενδυτικά ταμεία στον κόσμο δεν μπορούν να αγοράσουν τίποτα κάτω του επενδυτικού βαθμού.

Αυτό το νέο καθεστώς επιτρέπει επίσης την ένταξη της χώρας σε περισσότερους δείκτες παγκόσμιων αγορών, γεγονός που ενισχύει την πρόσβαση της Ελλάδας στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Πολλοί μεγάλοι διεθνείς επενδυτές χτίζουν τα χαρτοφυλάκια κρατικών ομολόγων τους με αναφορά σε διεθνείς δείκτες: η συμμετοχή σε αυτούς μπορεί να τονώσει τη ζήτηση για ελληνικά κρατικά ομόλογα.

Οι προκλήσεις

Αλλά η επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα μπορεί να μείνει πίσω. Εξακολουθούν να υπάρχουν εγγενείς κίνδυνοι στην ελληνική οικονομία, όπως ανέφερε και η DBRS στην πρόσφατη αναβάθμιση, που την καθιστούν ευάλωτη σε πιθανές υποβαθμίσεις στο εγγύς μέλλον. Η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει υψηλό δημόσιο χρέος που πρέπει να αντιμετωπιστεί.

Στα «ψιλά γράμματα» της αναβάθμισης της DBRS, βλέπουμε ότι η ελληνική οικονομία δεν είναι πολύ ισχυρή, στηρίζεται κυρίως στα δύο σκέλη του τουρισμού και της ναυτιλίας. Με την πανδημία, ο τουρισμός σταμάτησε, με αποτέλεσμα η χώρα να καταγράψει υψηλά ελλείμματα, κατάσταση που έκτοτε έχει διορθωθεί. Άλλες αδυναμίες, «περιλαμβάνουν τις οικονομικές κληρονομιές από την παρατεταμένη οικονομική κρίση της, δηλαδή τον πολύ υψηλό δείκτη δημόσιου χρέους, τα ακόμη σημαντικά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων και το υψηλό ποσοστό ανεργίας».

Υπάρχουν επίσης κίνδυνοι πολιτικής, καθώς η χώρα οδεύει προς περισσότερο χρηματοδότηση βασισμένη στην αγορά και ο τραπεζικός τομέας παραμένει εύθραυστος. Ωστόσο, υπάρχουν δυνατά σημεία. Η εφαρμογή ενός τεράστιου αριθμού οικονομικών μεταρρυθμίσεων τα τελευταία χρόνια ενίσχυσε την ανθεκτικότητα, και αυτό αποδείχθηκε στην πρόσφατη (πανδημική) κρίση».

Αφήστε μια απάντηση