Πώς το «κυνήγι» άγνωστων ιών κινδυνεύει να πυροδοτήσει την επόμενη πανδημία (long read)

Καθώς ο κόσμος διανύει το τρίτο έτος της πανδημίας η προσπάθεια των επιστημόνων να μάθουν περισσότερα για τον SARS-CoV-2 και άλλους παθογόνους μικροοργανισμούς, είναι επείγουσα. Μεγάλο μέρος της επιτυχίας στην αντιμετώπιση της πανδημίας έχει τις ρίζες του στη μελέτη των κορονοϊών. Ωστόσο, δεν είναι καθόλου σαφές ότι ο εντοπισμός άγριων ζώων που έχουν μολυνθεί από τον ιό σε απομακρυσμένες τοποθεσίες, βοήθησε να προετοιμαστούμε για την πανδημία.

Η πρόβλεψη πανδημιών υπερβαίνει την παρακολούθηση των ασθενειών που προσβάλλουν τους ανθρώπους, στην οποία βασίζονται εδώ και δεκαετίες οι αξιωματούχοι της δημόσιας υγείας για να κατανοήσουν την έκταση και τα αίτια των επιδημιών. Όπως αναφέρει το Intercept, η νέα έρευνα για τους ιούς έχει ως στόχο να βρει τους πιο επικίνδυνους παθογόνους μικροοργανισμούς πριν μεταπηδήσουν στον άνθρωπο. Οι υποστηρικτές αυτής της προσέγγισης – η οποία περιλαμβάνει το κυνήγι ιών σε απομακρυσμένες τοποθεσίες καθώς και τη μεταφορά, αποθήκευση και μερικές φορές τα πειράματα με τους πιο επικίνδυνους παθογόνους μικροοργανισμούς, ισχυρίζονται ότι είναι απαραίτητη για την πρόληψη της επόμενης επιδημίας.

Άλλοι όμως προειδοποιούν ότι η συνεχής καταδίωξη θανατηφόρων ιών που δεν έχουν ακόμη μολύνει ανθρώπους είναι απίθανο να αποτρέψει την εμφάνιση μολυσματικών ασθενειών ή να μας βοηθήσει να τις αντιμετωπίσουμε όταν εμφανιστούν. Αντιθέτως, λένε, υπάρχουν διάφοροι τρόποι με τους οποίους η έρευνα αυτή θα μπορούσε να πυροδοτήσει την επόμενη πανδημία.

«Πολύ λίγες από τις συζητήσεις μας για την προέλευση της πανδημίας έχουν επικεντρωθεί στην επιτόπια έρευνα. Υπάρχουν πραγματικά, πραγματικά υψηλοί κίνδυνοι που ενέχει αυτού του είδους την έρευνα», προειδοποιεί η Φίλιππα Λέντζος, ερευνήτρια βιοασφάλειας στο King’s College του Λονδίνου, σε συνέντευξή της στο Intercept.

Οι περισσότερες μολυσματικές ασθένειες που εμφανίστηκαν πρόσφατα στον άνθρωπο μπορούν να αποδοθούν σε άγρια ζώα. Υπάρχουν περίπου 1 δισεκατομμύριο  ζωονοσογόνες λοιμώξεις κάθε χρόνο, καθώς και εκατομμύρια θάνατοι, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.

(International Atomic Energy Agency)

Σχεδόν κάθε μέρος της έρευνας για την πρόβλεψη ενός μελλοντικού  ξεσπάσματος μιας επιδημίας μπορεί να οδηγήσει σε τυχαία μόλυνση. Ακόμη και με τις καλύτερες προθέσεις, οι επιστήμονες μπορεί να χρησιμεύσουν ως φορείς των ιών που κυνηγούν και να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή όλων των άλλων μαζί με τη δική τους. Η αναζήτηση ζώων και παθογόνων μικροοργανισμών σε περιοχές όπου διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να έρθουν σε επαφή με ανθρώπους είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη, όπως και η αποστολή ιών από αυτές τις τοποθεσίες σε πυκνοκατοικημένες αστικές περιοχές, όπως στην περίπτωση της Γουχάν, όπου οι επιστήμονες έστειλαν δείγματα κορονοϊών νυχτερίδας.

«Υπάρχει τεράστιος κίνδυνος όταν πηγαίνεις σε απομακρυσμένες περιοχές με ιδιαίτερα παρεμβατικό τρόπο, αναζητώντας άμεσα δείγματα ιών και επιστρέφεις αυτά τα δείγματα σε εργαστήρια», δήλωσε στο Intercept ο Ρίτσαρντ Έμπράιτ, μοριακός βιολόγος στο Πανεπιστήμιο Rutgers.

Ο Έμπράιτ έχει μιλήσει ανοιχτά για τους κινδύνους που ενέχει η έρευνα κέρδους- λειτουργίας (gain-of-function) κατά την οποία οι ερευνητές τροποποιούν τους ιούς για να τους κάνουν πιο μολυσματικούς ή παθογόνους.

«Κάθε πτυχή αυτής της έρευνας, από την αρχή έως το τέλος, ενέχει κινδύνους», δήλωσε χαρακτηριστικά στο Intercept.

Το ίδιο το κυνήγι των ιών είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο. Η εργασία της σύλληψης και της λήψης βιολογικών δειγμάτων από ζώα είναι επικίνδυνη. Τα ζώα δαγκώνουν και γρατζουνάνε κατά τη διάρκεια της συλλογής σωματικών υγρών. Τα δόντια και τα νύχια τους διαπερνούν εύκολα τα λεπτά γάντια των ανθρώπων που συλλέγουν τα δείγματα. Επίσης, οι νυχτερίδες απελευθερώνουν αερολύματα ούρων φορτωμένα με ιούς», έγραψε πρόσφατα στο Politico, ο ειδικός σε θέματα λοιμωδών νοσημάτων Μάικλ Κάλαχαν.

Οι επιστήμονες μπορεί να μολυνθούν ακόμη και όταν δεν κάνουν ιδιαίτερα επικίνδυνα πειράματα με παθογόνους μικροοργανισμούς, όπως κατέστησε σαφές μια ανάλυση της εξάπλωσης του ιού Μάρμπουργκ που δημοσιεύθηκε στο Journal of Infectious Diseases. Ο ιός αυτός προκαλεί συχνά θανατηφόρο αιμορραγικό πυρετό, μολύνει νυχτερίδες και πιθήκους καθώς και ανθρώπους και εξαπλώθηκε μέσω τριών διαφορετικών εργαστηρίων τη δεκαετία του 1960. Οι εργαζόμενοι στα εργαστήρια μολύνθηκαν με τον ιό μετά από άμεση επαφή με το αίμα, τα όργανα και τις κυτταρικές καλλιέργειες μολυσμένων πιθήκων.

Ακόμη και η φαινομενικά απλή αναπαραγωγή του ιού στο εργαστήριο, ένα βήμα που συχνά πρέπει να κάνουν οι επιστήμονες πριν αξιολογήσουν την παθογένειά του ή για να αναλύσουν τη γενετική του σύνθεση, ενέχει κινδύνους, σύμφωνα με τη μοριακή βιολόγο Αλίνα Τσαν, η οποία επίσης μίλησε στο Intercept.

«Και μόνο η πράξη της προσπάθειας απομόνωσης και ανάπτυξης του ιού για μελέτες, συνεπάγεται την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων, πολύ περισσότερων από αυτές που βρίσκονται σε μια νυχτερίδα», εξήγησε η Τσαν, η οποία τόνισε ότι οι εργαζόμενοι δεν χρειάζεται να εμπλέκονται άμεσα στην παραγωγή του ιού για να κινδυνεύσουν. «Η παρουσία ενός δείγματος και μόνο μπορεί να οδηγήσει σε τυχαία μόλυνση».

(Taiwan, CNA file photo)

Στις αρχές Δεκεμβρίου 2021, μια ερευνήτρια που μελετούσε τον SARS-CoV-2 στην Ταϊβάν, προσβλήθηκε από τον νέο κορονοϊό που προκαλεί την Covid-19. Η ερευνήτρια μολύνθηκε σε ένα εργαστήριο επιπέδου βιοασφάλειας 3, το οποίο χρησιμοποιεί εξοπλισμό και προφυλάξεις που αποσκοπούν στην πρόληψη τέτοιων μολύνσεων. Όμως, σύμφωνα με έκθεση του Κεντρικού Κέντρου Διοίκησης Επιδημιών της Ταϊβάν, η ερευνήτρια είχε παραβιάσει αρκετούς κανόνες ασφάλειας, καθώς δεν φορούσε τον κατάλληλο προστατευτικό εξοπλισμό, χειριζόταν μολυσμένα ποντίκια εκτός θαλάμων βιοασφάλειας και έβγαζε τη μάσκα της πριν από τον υπόλοιπο προστατευτικό εξοπλισμό της.

Και ενώ η Ταϊβάν διαθέτει προηγμένα μέτρα ασφαλείας για την υγεία και η εγκατάσταση όπου μολύνθηκε πρόσφατα η εργαζόμενη, χρησιμοποιούσε εξοπλισμό τελευταίας τεχνολογίας, πολλές άλλες εγκαταστάσεις δεν διαθέτουν τον πιο σύγχρονο εξοπλισμό, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων αρνητικής πίεσης, των φίλτρων HEPA, των θαλάμων βιοασφάλειας και των αποτεφρωτήρων λυμάτων. Επίσης, όσες εγκαταστάσεις διαθέτουν εργαστήρια βιοασφάλειας επιπέδου 4, τα οποία προσφέρουν τον μεγαλύτερο περιορισμό των βιολογικών παραγόντων, βρίσκονται συχνά σε αστικά κέντρα όπως στην περίπτωση της Γουχάν.

(Wuhan Institute of Virology, Chinatopix via AP)

Ανάγκη για αυστηροποίηση των πρωτοκόλλων βιοασφάλειας   

Ανεξάρτητα από την προέλευση του κορονοϊού, οι ειδικοί λένε ότι ήρθε η ώρα να αυστηροποιηθούν τα πρωτόκολλα των εργαστηρίων βιοασφάλειας.

Τον περασμένο Ιούνιο, δυο ερευνητές στον τομέα της βιοασφάλειας δημοσίευσαν τον πρώτο ολοκληρωμένο χάρτη των εργαστηρίων επίπεδου βιοασφάλειας 4 (BSL-4), όπου οι επιστήμονες εργάζονται με τους πιο θανατηφόρους παθογόνους μικροοργανισμούς υπό συνθήκες υψηλής ασφάλειας.

Ο χάρτης περιλαμβάνει 59 εργαστήρια, μαζί με κάποιες πληροφορίες σχετικά με τα πρωτόκολλα βιοασφάλειας. Τα περισσότερα βρίσκονται στην Ευρώπη, αν και είναι διασκορπισμένα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τη Ρωσία και διάφορες χώρες εκτός ΕΕ. Υπάρχουν 14 στη Βόρεια Αμερική και 13 στην Ασία.

«Ένα από τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη μελέτη μας είναι ότι θα πρέπει να υπάρξει κάποιου είδους συμφωνία μεταξύ των χωρών, έτσι ώστε να ακολουθούν όλες τα ίδια πρότυπα. Σήμερα αυτό εξαρτάται από την εκάστοτε χώρα», λέει η Φίλιππα Λέντζος, μιλώντας αποκλειστικά στο ertnews.gr και την Εύη Τσιριγωτάκη.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) παρέχει υποδείξεις και όχι κανόνες, με αποτέλεσμα κάθε χώρα να εφαρμόζει τους δικούς της κανόνες. Ωστόσο, λέει η ερευνήτρια, τα περισσότερα εργαστήρια (BSL-4) στην Ευρώπη, είναι διαγνωστικά και όχι ερευνητικά εργαστήρια τα οποία ερευνούν επικίνδυνους παθογόνους ιούς.

Γιατί είναι δύσκολο να προβλεφθεί η επόμενη πανδημία

Ο Αλεξάντερ Κεκουλέ, διευθυντής του Ινστιτούτου Ιατρικής Μικροβιολογίας του Ιατρικού Πανεπιστημίου στο Halle της Γερμανίας, πιστεύει ότι η καμία ποσότητα δεδομένων για τους ιούς δεν θα επιτρέψει στους επιστήμονες να προβλέψουν πώς θα συμπεριφέρονται στο μέλλον.

«Είναι σχεδόν αδύνατο να προβλέψουμε ποιος ιός θα μεταδοθεί στον άνθρωπο, πότε και πώς», δήλωσε στο Intercept.

«Το να ψάχνουμε να δούμε αν ένας ιός μπορεί να γίνει επικίνδυνος είναι τόσο αυθαίρετο. Γιατί να ακολουθήσει η φύση το δικό μας μονοπάτι;» πρόσθεσε.

Ο τεράστιος αριθμός των δυνητικά επικίνδυνων ιών που δεν έχουν ακόμη μολύνει τον άνθρωπο, καθιστά επίσης απίθανο ότι ένας κατάλογος του ιικού σύμπαντος θα μπορούσε να βοηθήσει στη δημιουργία αντιμέτρων για τη θεραπεία και την πρόληψη της εξάπλωσης νέων ασθενειών, εξήγησε στο Intercept ο Κέβιν Έσβελτ, βιοτεχνολόγος και επίκουρος καθηγητής στο Media Lab του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης.

«Υπάρχουν τόσοι πολλοί ιοί εκεί έξω που θα ήμασταν τυχεροί αν προλαμβάναμε τουλάχιστον μια πανδημία», είπε, προσθέτοντας ότι είναι πολύ δύσκολο για τους ερευνητές να αποφασίσουν ποιον ιό να στοχεύσουν.

Ο Κεκουλέ επισημαίνει την πρόσφατη αποτυχία της επιστημονικής κοινότητας να προβλέψει την παραλλαγή Δέλτα του SARS-CoV-2, για να υπογραμμίσει τη ματαιότητα της πρόβλεψης επιδημιών.

«Ήταν σαφές ότι θα υπήρχε μια παραλλαγή που θα ήταν λίγο πιο αποτελεσματική», δήλωσε. «Αλλά πώς θα το έκανε αυτό ο ιός; Ποιος είναι ο ακριβής μηχανισμός; Κανείς δεν ήξερε».

Αλλά ίσως η καλύτερη ένδειξη ότι η επιτήρηση των ιών δεν θα αποτρέψει μελλοντικές πανδημίες είναι ότι δεν απέτρεψε την τρέχουσα, η οποία, όπως πολλοί έχουν σημειώσει, πρωτοεμφανίστηκε σε μια πόλη που φιλοξενεί πολλά εργαστήρια που ασχολούνται με τη μελέτη επικίνδυνων κορονοϊών, συμπεριλαμβανομένου του Ινστιτούτου Ιολογίας της Γουχάν.

Ο μικροβιολόγος Τζέιμς ΛεΝτούκ πιστεύει πως όλα τα είδη δραστηριοτήτων μπορεί να βοήθησαν τον SARS-CoV-2 να μεταπηδήσει από τις νυχτερίδες στους ανθρώπους.

Όπως αναφέρει το Intercept, στις αρχές Φεβρουαρίου του περασμένου έτους, ο ΛεΝτούκ πρότεινε στον συνάδελφό του στο Ινστιτούτο Ιολογίας της Γουχάν, τον Γιουάν Ζίμινγκ Γιουάν, να διεξάγει τη δική του έρευνα για το αν ο νέος κορονοϊός διέφυγε από την κύρια πανεπιστημιούπολη ή τα πρόσφατα κατασκευασμένα εργαστήρια βιοασφάλειας, σύμφωνα με τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που περιήλθαν στην κατοχή του U.S. Right to Know.

Ο ΛεΝτούκ, ο οποίος δεν έλαβε απάντηση από τον συνάδελφό του, παρέμεινε πεπεισμένος ότι οι ερευνητές εκεί, θα μπορούσαν να έχουν προκαλέσει την επιδημία. «Είναι σίγουρα πιθανό ότι ένα εργαστηριακό ατύχημα ήταν η πηγή της επιδημίας», έγραψε σε έναν άλλο επιστήμονα, τον Φίλιπ Ράσελ, γιατρό και ταγματάρχη του στρατού, τον Απρίλιο του 2020.

Ο Ράσελ, ο οποίος είχε επίσης εργαστεί σε θέματα βιολογικής άμυνας, συμφώνησε: «Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η Σι Ζενγκλί είναι μια λαμπρή επιστήμονας. Αυτό όμως δεν αποκλείει την πιθανότητα ένας από τους πολλούς κορονοϊούς της νυχτερίδας που απομονώθηκαν στο εργαστήριο της Γουχάν, να μόλυνε έναν τεχνικό που βγήκε από την πόρτα. Δεν χρειάζεται να γίνει μηχανική επεξεργασία του ιού».

(Wuhan Central Hospital, AP Photo/Ng Han Guan, File)

Ο ρόλος της τεχνολογίας

Πριν από σχεδόν δύο δεκαετίες μόνο μια χούφτα ανθρώπων ήταν σε θέση να δημιουργήσουν ιούς από τις γονιδιωματικές αλληλουχίες τους. Στα χρόνια που μεσολάβησαν, η τεχνολογική πρόοδος κατέστησε πολύ πιο εύκολη την κατασκευή ιών. Αυτό σημαίνει ότι ένας κατάλογος με τους δυνητικά καταστροφικούς ιούς είναι διαθέσιμος σε μια διευρυνόμενη ομάδα ανθρώπων.

«Ένας ιός που μπορεί να προκαλέσει μια πανδημία είναι ένα όπλο μαζικής καταστροφής και μπορεί να συναρμολογηθεί σε ένα ελάχιστο εργαστήριο με μόλις μερικές χιλιάδες δολάρια», δήλωσε στο Intercept ο Έσβελτ.

Ακόμη και οι ειδικοί που θεωρούν την παγκόσμια αναζήτηση των πιο επικίνδυνων δυνητικών παθογόνων ιών άκρως επικίνδυνη, συμφωνούν ότι η βασική έρευνα για τους ιούς πρέπει να συνεχιστεί. Η πρόκληση είναι πώς θα γίνει αυτό με ασφάλεια και πώς θα διασφαλιστεί ότι τα μέτρα καλύπτουν όλους τους τομείς της έρευνας που ενέχουν κινδύνους.

ΠΗΓΗ: Intercept

www.ertnews.gr

Εύη Τσιριγωτάκη