Ο Ορφέας Απέργης γράφει για το λυρικό δράμα «Ελλάς», του Percy Bysshe Shelley

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ, ΜΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Επιμέλεια: Μαρία Σφυρόερα

Percy Bysshe Shelley: Ένας φιλέλληνας που συμπονά και τους Τούρκους

«Είμαστε όλοι Έλληνες. Οι νόμοι μας, η λογοτεχνία μας, η θρησκεία μας, οι τέχνες μας, έχουν όλα τη ρίζα τους στην Ελλάδα». Γύρω από αυτό το φλογερό φιλελληνικό «πιστεύω» χτίζεται το μεγάλο –σε έκταση αλλά και φιλοδοξία– λυρικό δράμα «Ελλάς», του μεγάλου Ρομαντικού ποιητή Percy Bysshe Shelley, στενού φίλου του Βύρωνα, γραμμένο με ενθουσιώδη ταχύτητα τον Οκτώβριο του 1821 στην Πίζα της Ιταλίας, τόπο μόνιμης κατοικίας του, και δημοσιευμένο τον Φεβρουάριο του 1822 στο Λονδίνο, με στόχο να κινητοποιήσει τη βρετανική κοινή γνώμη υπέρ της Ελληνικής Επανάστασης.

Ο Σέλεϊ γνωρίζει στην Πίζα τον εξόριστο Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τη μικρή ελληνική παροικία γύρω από αυτόν. Στον Μαυροκορδάτο, μάλιστα –τον μετέπειτα πολιτικό και στρατιωτικό της Ελληνικής Επανάστασης–, θα αφιερώσει και το ποίημά του. Ακούει με απληστία τα νέα που φτάνουν στην Πίζα από την επαναστατημένη Ελλάδα, ενθουσιάζεται, ανησυχεί, φοβάται, ονειρεύεται, φλέγεται: εξιστορεί με ομηρική γλαφυρότητα και φρενιτιώδη ρυθμό τα συμβάντα της Ελληνικής Επανάστασης, μέσα από τα μάτια των ηττώμενων Τούρκων, και τραγουδάει με διάφανο λυρισμό τη «διαύγεια που είναι η Ελλάδα», η αρχαία αλλά και η νέα, που «μέλλει να ακολουθήσει στα χνάρια των προγόνων», κι ας είναι ακόμα αβέβαιη η έκβαση της Επανάστασης. Προφητεύει μάλιστα τη νίκη των Ελλήνων κατά του δυνάστη τους ήδη από το 1821, όταν η επιτυχία της Επανάστασης φαντάζει μάλλον απίθανη. Πρόκειται, κατά έναν τρόπο, για μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία: όσο περισσότεροι Ευρωπαίοι βλέπουν τους Νεοέλληνες ως ήρωες, τόσο πιο πιθανό γίνεται να επικρατήσουν αυτοί έναντι των Τούρκων.

Για τον Σέλεϊ η Ελληνική Επανάσταση είναι κυρίως μια πνευματική και κοινωνική επανάσταση, η επανάσταση ενός λαού κατά ενός απολυταρχικού μονάρχη (του Σουλτάνου Μαχμούτ Β’) και όχι τόσο μια στενά εθνικιστική επανάσταση.

Γι’ αυτό και προτάσσει στο ποίημα μια εισαγωγή που μοιάζει με προκήρυξη πολιτικών φρονημάτων, σε πολεμικό, φλογερά ενθουσιώδη τόνο:

«Η απάθεια των κυβερνώντων του πολιτισμένου κόσμου έναντι της καταπληκτικής αυτής συγκυρίας όπου οι απόγονοι του έθνους στο οποίο χρωστούν τον πολιτισμό τους αναγεννώνται από την τέφρα των ερειπίων τους, μοιάζει εντελώς ανεξήγητη στα μάτια του απλού θεατού των συμβάντων της μοιραίας αυτής σκηνής. Είμαστε όλοι Έλληνες. Οι νόμοι μας, η λογοτεχνία μας, η θρησκεία μας, οι τέχνες μας, έχουν όλα τη ρίζα τους στην Ελλάδα. Αν δεν ήταν η Ελλάδα, η Ρώμη –διδάσκαλος, κατακτητής, ή και μητρόπολη των προγόνων μας– δεν θα έφερνε καμία φώτιση μοναχά με τα όπλα της, και μπορεί ακόμα να ήμασταν βάρβαροι κι ειδωλολάτρες· ή, ακόμα χειρότερα, μπορεί να φτάναμε στη στασιμότητα και την ένδεια των κοινωνικών θεσμών που χαρακτηρίζουν την Κίνα και την Ιαπωνία.

Η ανθρώπινη μορφή και ο ανθρώπινος νους άγγιξαν στην Ελλάδα μια τελειότητα που εντυπώθηκε ως εικόνα σε αυτά τα αψεγάδιαστα δημιουργήματα, τα θραύσματα των οποίων κάνουν την νεότερη τέχνη ν’ απελπίζεται, μια τελειότητα που μετέδωσε ερεθίσματα και ώσεις που δεν θα πάψουν ποτέ, μέσα από χιλιάδες αγωγούς φανερής ή αδιόρατης λειτουργίας, να εξευγενίζουν και να τέρπουν την ανθρωπότητα μέχρι τον αφανισμό του είδους».

Εδώ βρίσκεται η πρώτη διατύπωση της περίφημης φράσης «Είμαστε όλοι Έλληνες», μιας φράσης που τόσες φορές και σε τόσο διαφορετικές περιπτώσεις έχει έκτοτε χρησιμοποιηθεί για να εκφράσει η ανθρωπότητα την αλληλεγγύη της προς διάφορα έθνη, μειονότητες και άλλες ομάδες που βρίσκονται υπό διωγμό – βλέπε, ως ένα από τα πιο πρόσφατα παραδείγματα, και το γαλλικό «Nous sommes tous Charlie» [Είμαστε όλοι Σαρλί], σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τους δημοσιογράφους που έπεσαν θύματα της επίθεσης τζιχαντιστών στα γραφεία του σατιρικού περιοδικού Charlie Hebdo, στο Παρίσι, τον Ιανουάριο του 2015, μιας επίθεσης που επανήλθε στην επικαιρότητα με τον πιο φρικτό τρόπο όταν, τον Οκτώβριο του 2020, αποκεφαλίστηκε Γάλλος καθηγητής μέσης εκπαίδευσης επειδή έδειξε στους μαθητές του τα σκίτσα του Charlie που σατίριζαν τον Μωάμεθ, και, εν συνεχεία, αναζωπυρώθηκε η αντιπαράθεση μεταξύ κοσμικού γαλλικού κράτους και Μουσουλμάνων, με τον πρόεδρο Μακρόν να αναρτά γιγαντιαίων διαστάσεων σκίτσα του Charlie στις προσόψεις πολλών δημόσιων κτιρίων στη Γαλλία.

Μεγάλη η απόσταση από την Πίζα του 1821 στο Παρίσι του 2015 και του 2020, αλλά ίσως μικρότερη απ’ όσο νομίζουμε.

Αυτό με έκανε να θέλω να μεταφράσω τον Σέλεϊ σήμερα – η αίσθηση ότι, αντίθετα απ’ ό,τι λέει ο ίδιος στο τέλος του δραματικού του ποιήματος, ο κόσμος δεν έχει καθόλου κουραστεί να ζει στα περασμένα, ή, αν έχει κουραστεί, δεν μπορεί παρά να τα ξαναζεί, επιστρέφοντας πάντα σε αυτά, σχεδόν καθηλωτικά.

Και, σε σχέση με αυτήν την καθήλωση, κάτι ενδιαφέρον κομίζει ο Σέλεϊ από τα βάθη του μεγαλορρήμονος Ρομαντισμού του.

Ακολουθώντας τους Πέρσες του Αισχύλου και προτάσσοντας ως προμετωπίδα μια φράση από τον Οιδίποδα του Σοφοκλή, ο Σέλεϊ κάνει απόλυτα σαφές ότι τον κινεί και τον συγκινεί ο δεσμός των σύγχρονων Ελλήνων με τους αρχαίους προγόνους. Επιβεβαιώνοντας αλλά και προεκτείνοντας την πνευματική σύλληψη του Winckelmann¹ και όλων των λοιπών Γερμανών του Νεοκλασικισμού, που είδαν τα αρχαία μνημεία ως κάτι σύγχρονο, ως κάτι που έπρεπε να μελετηθεί συστηματικά, ο Σέλεϊ βλέπει «στα αρχαία μνημεία τη σύγχρονη θλίψη», αλλά και τη δυνατότητα της επαναμάγευσης, της μυθο-ποίησης, στην οποία τόσο πιστεύουν οι Ρομαντικοί. Η αρχαιότητα είναι γι’ αυτόν –που μόλις έχει γράψει το μείζον ποίημα Adonais (δηλαδή Άδωνις) για τον πρόωρα χαμένο φίλο του, τον John Keats, και λίγο πριν, τον Προμηθέα Λυόμενο, πάλι στα χνάρια του Αισχύλου– ζωντανή, απτή πραγματικότητα, αλλά και μύθος, ο μείζων μύθος που μπορεί να μας αποκαλύψει την πραγματική ζωή. Οι αναφορές στην αρχαία μυθολογία και ιστορία κατακλύζουν ολόκληρο το έργο του. Και η σύνδεση, αν όχι ταύτιση, των αρχαίων με τους νέους Έλληνες, που μιλούν την ίδια γλώσσα και κατοικούν, ως τοποτηρητές του αρχαίου πνεύματος, τα ίδια μέρη, είναι μια πράξη σχεδόν φυσική για τον Σέλεϊ και τους Ρομαντικούς. Η σύγχρονη «Αρκαδία», η νέα Ελλάδα με την παραμυθένια φύση και τα εγκατεσπαρμένα ερείπια, είναι γι’ αυτούς η πιο μεστή, η πιο οριστική διαφυγή από τον στείρο κόσμο των κοινωνικών συμβάσεων και των τεχνολογικών επιτεύξεων – και η καλύτερη αφορμή για την ανικανοποίητη νοσταλγία, για το αγγλικό yearning, το γερμανικό Sehnsucht· μια νοσταλγία για τον αρχέγονο όλβο, τη μακάριο ευτυχία που ποτέ δεν θα μπορέσουμε να γευτούμε ξανά.

Απόρροια, σχεδόν, αυτής της μυθοποιητικής αρχαιολατρίας είναι και η ποιητική διατύπωση στο δράμα «Ελλάς», για άλλη μια φορά από τον Σέλεϊ, της κατασταλαγμένης πλέον αθεΐας του και της εχθρότητάς του προς κάθε μορφή εκκλησιαστικά οργανωμένης θρησκείας. Δεν είναι η Χριστιανοσύνη η κατάληξη που προφητεύει ο εξόδιος χορός, αλλά η «Κρόνιος ευτυχία», δηλαδή η επάνοδος σε μια εποχή «πριν από τους θεούς» και την έριδα που αυτοί εγκαινίασαν:

«Κρόνος και Έρως ξαναφέρνουν νέα ήθη,
πιο καλοί κ’ αγαθοί
από τον Έναν που αναστήθη
κι απ’ τους θεούς που πέσαν ή επιζήσανε στη γη:
Ούτε αίμα, ούτε χρυσάφι τους βωμούς τους δεν προικίζει,
μονάχα δάκρυα σπονδής και ό,τι το άνθος συμβολίζει».

Ο ποιητής γίνεται ακόμα πιο σαφής στις σημειώσεις που συνοδεύουν το ποίημα. Παρ’ όλο που εκφράζει τον θαυμασμό του για την ανθρώπινη υπόσταση του Ιησού και το μεγαλείο του μαρτυρίου του, αρνείται να αποδεχθεί τον χριστιανικό Θεό που επιμένει να βασανίζει τους ανθρώπους που ο ίδιος δημιούργησε. Τα σχετικά χωρία είχαν, βεβαίως, φρονίμως αφαιρεθεί από τον εκδότη Ollier, όμως αποτελούν πλέον αναπόσπαστο μέρος του έργου.

Άρα είναι σαφές ότι ο Σέλεϊ εχθρεύεται, ή, πιο έντονα, πραγματικά βδελύσσεται και τον χριστιανικό φονταμενταλισμό – καταδικάζει, για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του συρμού, τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται.

Έλληνες και Τούρκοι, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι –παρά την μυθοποιητική αγάπη του για την αρχαία Ελλάδα– παρουσιάζονται ως φριχτά εναγκαλισμένοι σε έναν χορό θανάτου.

Ο υπασπιστής του Σουλτάνου, για παράδειγμα, αφηγείται μια ναυμαχία μεταξύ Χίου και Σάμου. Θύτες και θύματα δεν διαφέρουν πια και τόσο, καθώς ο υπασπιστής περιγράφει τον όλεθρο που σκόρπισε ο ελληνικός στόλος στις τάξεις των Τούρκων.

Δεν μοιάζει και τόσο φιλελληνική αυτή η περιγραφή, αφού η τραγωδία που επιφυλάσσει ο πόλεμος για τους Τούρκους περιγράφεται με όλη την ποιητική μαστοριά του Σέλεϊ – είναι μια μαστοριά που ξεχειλίζει από συμπόνια, από πόνο για το «κοινόν» των ανθρώπων.

Οπότε, η πραγματικότητα του πολέμου, η φρικιαστική βία, κάνει τις αδρές διαχωριστικές γραμμές μεταξύ πιστών και απίστων, χριστιανών και βαρβάρων –τις οποίες, σχεδόν από κεκτημένη ταχύτητα, φαίνεται γενικά να υπερασπίζεται ο Σέλεϊ– να μοιάζουν πλέον κάπως αφελείς.

Ο Σέλεϊ είναι φιλελεύθερος, όμως ο φιλελευθερισμός του, η φλογερή αγάπη του για την ελευθερία, δεν έχει εθνικό αλλά ταξικό πρόσημο. Περισσότερο δηλαδή θαυμάζει την όποια επανάσταση ως έναν ξεσηκωμό των κοινωνικά καταπιεσμένων εναντίον των καταπιεστών τους. Σε μια άλλη παράγραφο της εισαγωγής του στο ποίημα «Ελλάς», την οποία επίσης αφαίρεσε (!) ο εκδότης του, ο Σέλεϊ γράφει:

«Αν ποτέ και ο αγγλικός λαός κερδίσει την ελευθερία του, θα ανακαλεί τον ρόλο που διαδραματίζουν σε αυτό το δράμα αναβίωσης της ελευθερίας² εκείνοι οι οποίοι θεωρούν ότι εκπροσωπούν την θέλησή του, με αισθήματα που οι τελευταίοι θα όφειλαν να έχουν προβλέψει. Η τωρινή εποχή είναι εποχή πολέμου των καταπιεσμένων εναντίον των καταπιεστών τους, και κάθε ένας από αυτούς τους αρχισυμμορίτες των προνομιούχων συμμοριών δολοφόνων και απατεώνων, που ονομάζονται Ηγεμόνες, ζητούν βοήθεια ο ένας απ’ τον άλλον εναντίον του κοινού εχθρού και αναβάλλουν τις έριδές τους ευρισκόμενοι ενώπιον υπέρτερου φόβου. Αυτής της ιεράς συμμαχίας³ όλοι οι δυνάστες της γης αποτελούν κατ’ ουσίαν μέλη. Όμως ένα νέο γένος ανθρώπων έχει κάνει την εμφάνισή του παντού στην Ευρώπη, αναθρεμμένο ώστε να απεχθάνεται τις ιδέες που αποτελούν τα δεσμά του, και αυτό το γένος θα συνεχίσει να παράγει νέες κι ακμαίες γενιές ώσπου να εκπληρώσει το πεπρωμένο που οι τύραννοι προβλέπουν και τρέμουν».

Τι παραπάνω θα περιείχε το μανιφέστο ενός ριζοσπάστη σοσιαλιστή; Αξίζει να σημειωθεί ότι την παράγραφο αυτή επανέφερε στη θέση της ο Buxton Forman 70 χρόνια αργότερα (!), για την έκδοση των Ποιητικών Απάντων του Σέλεϊ, το 1892.

Η λύση για τον σκεπτόμενο φιλελευθερισμό –και άρα για τον σκεπτικιστικό φιλελληνισμό– του ποιητή δεν είναι τελικά ο διαχωρισμός σε πιστούς και αμαρτωλούς, άμωμους και μιάσματα, Χριστό και Σατανά – γι’ αυτό και ο φαουστιανής έμπνευσης ποιητικός Πρόλογος του δράματος, όπου ο Χριστός εμφανίζεται να μιλά υπέρ των εξεγερμένων Ελλήνων και ο Σατανάς εναντίον τους, αφαιρέθηκε από τον ποιητή πριν φτάσει το χειρόγραφο στο τυπογραφείο.

Άρα τι κομίζει ο Σέλεϊ για τη νεότερη, αλλά και την εντελώς πια «σύγχρονη» Ελλάδα μας;

Ίσως κάπως απροσδόκητα για έναν φλογερό Ρομαντικό, μας δείχνει έναν δρόμο καταλλαγής, μετριασμού των εθνικών παθών. Είναι ένα έμμεσο κάλεσμα προς έναν νέο κατευνασμό, όπου δεν ωφελεί να τονίζουμε τα όρια αλλά τη διαπερατότητά τουςόχι το απαραβίαστο αλλά το πολλαπλώς και αναπόδραστα παραβιαζόμενο των συνόρων μας από στρατιές κατατρεγμένων, καθώς ο κόσμος ολόκληρος τείνει να γίνει ένας.

Ορφέας Απέργης

Σημειώσεις του μεταφραστή

¹ Johann Joachim Wincklemann [Γιόχαν Γιόακιμ Βίνκελμαν], μείζων ιστορικός της τέχνης, 1717-1768, που πρώτος συστηματοποίησε τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής τέχνης, ασκώντας βαθιά επιρροή όχι μόνον στην αρχαιολογία και την ιστορία της τέχνης, αλλά και στη ζωγραφική, τη λογοτεχνία, ακόμα και τη φιλοσοφία. Το έργο του Ιστορία της Αρχαίας Τέχνης (1764) έγινε σημείο αναφοράς, επηρεάζοντας τους Χέρντερ, Γκαίτε, Χαίλντερλιν, Χάινε, Νίτσε, Σπένγκλερ, και οδηγώντας έτσι σε αυτό που η Eliza Butler ονόμασε το 1935 «τυραννία της Ελλάδας επί της Γερμανίας».
² Εννοεί την Ελληνική Επανάσταση.
³ Η Ιερά Συμμαχία είχε ιδρυθεί τον Σεπτέμβριο του 1815, την επαύριον της ήττας του Ναπολέοντα στο Βατερλώ, με συνθήκη την οποία υπέγραφαν οι Ρωσία, Αυστρία και Πρωσία· δεδηλωμένος στόχος της ήταν η επικράτηση του Χριστιανισμού ως βάσης των διεθνών σχέσεων. Για τους ανά την Ευρώπη φιλελεύθερους, αποτελούσε επιτομή του αντιδραστικού κλίματος που μάστιζε την Ευρώπη στους χρόνους μετά τον Ναπολέοντα.

Το λυρικό δράμα «Ελλάς», του Percy Bysshe Shelley, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg, σε νέα μετάφραση, εισαγωγή και σημειώσεις του Ορφέα Απέργη (σελ.: 249, τιμή: €16,00). Στο έργο περιλαμβάνονται τόσο ο ποιητικός Πρόλογος που δεν συμπεριέλαβε στην τελική μορφή του έργου ο Σέλεϊ, όσο και λεπτομερές εργοβιογραφικό χρονολόγιο του ποιητή.

Ο ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΣ

Ο Ορφέας Απέργης (Αθήνα, 1974) είναι ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής και performer. Ποιήματα, μεταφράσεις και δοκίμιά του έχουν δημοσιευτεί μεταξύ άλλων στα περιοδικά Ποίηση, Ποιητική, Νέα Εστία και Books’ Journal από το 2006 και εξής. Από το 2013 συνεργάζεται κυρίως με το λογοτεχνικό περιοδικό Φάρμακο, του οποίου είναι συντάκτης. Κρατάει τη στήλη πολιτισμικής κριτικής «Τεχνολογίες» στα Νέα και τη στήλη «Ut poesis» στo Books’ Journal. Πιο πρόσφατα βιβλία του: Καθαριστήριο (ποιήματα, εκδόσεις Πατάκη, 2021), Ελλάς του Percy Bysshe Shelley (μετάφραση, εκδόσεις Gutenberg, 2021), Σαν χρέος (ποιήματα, εκδόσεις Νεφέλη, 2020), Η γλώσσα τους (ποιήματα, εκδόσεις Νεφέλη, 2019) και Ποίηση Τώρα (συλλογικός τόμος με δοκίμια, εκδόσεις φρμκ, 2018). Συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του, με τίτλο Υ, κυκλοφόρησε το 2011 από τις εκδόσεις Πατάκη. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά και σουηδικά, και περιλαμβάνονται στις πρόσφατες ανθολογίες Futures: Poetry of the Greek Crisis [Μέλλοντα: Ποίηση της ελληνικής κρίσης, 2015, στα αγγλικά], La Busqueda del Sur [Σε αναζήτηση του Νότου, 2016, στα ισπανικά], Kleine Tiere zum Schlachten [Μικρά ζώα επί σφαγή, 2018, στα γερμανικά] και Dichtung mit Biss [Ποίηση με πείσμα, 2018, επίσης στα γερμανικά, που κυκλοφόρησε το 2020 και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αντίποδες]. Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, Byron, Shelley, Emily Brontë, Poe, Browning, Williams, Pound, Moore, MacNeice, Bishop, Duncan, Larkin, Hill και Muldoon. Το 2013 ήταν επισκέπτης ποιητής (poet-in-residence) στο King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και, αργότερα την ίδια χρονιά, επισκέπτης συγγραφέας στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης, όπου συμμετείχε ως βασικός προσκεκλημένος στο διεθνές project “Art + Crisis”. Το 2020 παρουσίασε τη δουλειά του, ως προσκεκλημένος του κύκλου σεμιναρίων «Σύγχρονοι Έλληνες ποιητές», στο Πανεπιστήμιο του Harvard. Από το 2015 συνεργάζεται με το Αρχείο Καβάφη του Ιδρύματος Ωνάση στο πρόγραμμα «Ο Καβάφης πάει σχολείο», μια καινοτόμο, διαδραστική μέθοδο διδασκαλίας του Καβάφη σε δημόσια σχολεία. Έχει συμμετάσχει σε πολλές εκδηλώσεις επιτέλεσης (performance) ποιητικών και άλλων κειμένων, ως μέλος των καλλιτεχνικών ομάδων Dasein, greekpoetrynow και φρμκ (performance “Limbo”, στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης το 2017, performance “Lotus-eatery” στο Πανεπιστήμιο του Brighton, 2019, και άλλες). Το 2018 έγραψε το θεατρικό (Βρικόλακες), εμπνευσμένο από τον Ίψεν, που ανέβηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κωνσταντάτου, και απέδωσε στα αγγλικά τη διασκευή των Ορνίθων που ανέβασε ο Νίκος Καραθάνος στη Νέα Υόρκη (St. Ann’s Warehouse). Επίσης απέδωσε στα αγγλικά τη διασκευή των Βατράχων του Αριστοφάνη από τον Νίκο Α. Παναγιωτόπουλο, για το Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου του 2021.

Στο εξώφυλλο του βιβλίου: Έργο του William-Adolphe Bouguereau (περ. 1880).

www.ertnews.gr

Μαρία Σφυρόερα