Το Ρεύμα του Κόλπου οδεύει προς μη αναστρέψιμη κατάρρευση, προειδοποιεί μια νέα έρευνα

Ένα από τα πιο κρίσιμα συστήματα ωκεάνιων ρευμάτων για τη ρύθμιση του κλίματος στο βόρειο ημισφαίριο, ίσως βρίσκεται στα πρόθυρα ολικής κατάρρευσης λόγω της κλιματικής αλλαγής, αποκαλύπτει μια νέα μελέτη.

Η μεσημβρινή ανατρεπτική κυκλοφορίας του Ατλαντικού (γνωστή και με τα αρχικά AMOC ή με τον όρο «παγκόσμια ζώνη μεταφοράς του ωκεανού»), η οποία περιλαμβάνει το Ρεύμα του Κόλπου και είναι υπεύθυνη για τη συγκράτηση μεγάλου μέρους του παγκόσμιου κλίματος, έχει υποστεί «σχεδόν πλήρη απώλεια σταθερότητας τον τελευταίο αιώνα», σύμφωνα με μια νέα ανάλυση. Τα ρεύματα αυτά λειτουργούν σαν ιμάντες μεταφοράς για να μεταφέρουν ζεστό, αλμυρό νερό προς τον βορρά από τις τροπικές περιοχές, και κρύο νερό πίσω προς το νότο κατά μήκος του πυθμένα της θάλασσας. Αυτός ο γιγάντιος ιμάντας μεταφοράς είχε ήδη αποδειχθεί ότι βρίσκεται στο πιο αδύναμο σημείο του εδώ και περισσότερα από χίλια χρόνια, αλλά τώρα θα μπορούσε να οδηγηθεί προς την πλήρη κατάρρευση.

Μια τέτοια κατάρρευση θα είχε καταστροφικές επιπτώσεις στα παγκόσμια καιρικά συστήματα, οδηγώντας σε άνοδο της στάθμης της θάλασσας στον Ατλαντικό, σε μεγαλύτερη ψύξη και ισχυρότερες καταιγίδες στο βόρειο ημισφαίριο και σε σοβαρές διαταραχές στις βροχοπτώσεις στις οποίες βασίζονται δισεκατομμύρια άνθρωποι για τις καλλιέργειές τους στην Αφρική, τη Νότια Αμερική και την Ινδία, σύμφωνα με τη μετεωρολογική υπηρεσία του Ηνωμένου Βασιλείου.

Ο συγγραφέας της μελέτης, Νίκλας Μπόερς, ερευνητής στο Ινστιτούτο Potsdam για την Έρευνα των Κλιματικών Επιπτώσεων, στη Γερμανία, πιστεύει ότι αυτή η μετάβαση θα μπορούσε να συμβεί γρήγορα, αφού το σύστημα των ωκεάνιων ρευμάτων ξεπεράσει ένα κρίσιμο σημείο καμπής.

«Τα ευρήματα υποστηρίζουν την εκτίμηση ότι η πτώση της AMOC δεν είναι απλώς μια διακύμανση ή μια γραμμική αντίδραση στην αύξηση της θερμοκρασίας, αλλά πιθανότατα σημαίνει την προσέγγιση ενός κρίσιμου ορίου πέρα από το οποίο το σύστημα κυκλοφορίας θα μπορούσε να καταρρεύσει», ανέφερε ο συγγραφέας

Δεδομένα που προέρχονται από παλαιότερες αναλύσεις πάγου του Ατλαντικού και άλλων γεωλογικών αρχείων, δείχνουν ότι η AMOC μπορεί να υπάρχει σε δύο σταθερές καταστάσεις: μια ισχυρότερη, ταχύτερη κατάσταση στην οποία βασίζονται οι άνθρωποι σήμερα, και μια άλλη, πιο αργή και πιο ασθενής. Σύμφωνα με τον επιστήμονα, η ύπαρξη των δύο καταστάσεων συνεπάγεται ότι «οι απότομες μεταβάσεις μεταξύ των δύο τρόπων κυκλοφορίας, είναι καταρχήν δυνατές».

Αυτό σημαίνει ότι το ρεύμα όπως το γνωρίζουμε, θα μπορούσε να εξασθενήσει μέχρι να φτάσει σε ένα σημείο καμπής, μεταπηδώντας από την ισχυρότερη κατάσταση στην ασθενέστερη. Αυτό θα κάνει τα κλίματα σε όλο το Βόρειο Ημισφαίριο, πολύ λιγότερο εύκρατα από ό,τι είναι τώρα.

(Image credit: NASA Earth Observatory)

Η νέα μελέτη επιχειρεί να επιλύσει ένα καυτό θέμα συζήτησης μεταξύ των επιστημόνων που ερευνούν τα ωκεάνια ρεύματα: το αν η πρόσφατη αποδυνάμωση της AMOC σημαίνει ότι απλώς θα κυκλοφορεί λίγο πιο αργά, αλλά με τρόπο που ο άνθρωπος θα μπορεί να αντιμετωπίσει μειώνοντας τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, ή αν πρόκειται να γυρίσει σε μια μόνιμα ασθενέστερη μορφή που δεν θα μπορεί να αντιστραφεί για εκατοντάδες χρόνια.

«Η διαφορά είναι κρίσιμη», εξηγεί ο Μπόερς. «Αν πρόκειται για το δεύτερο, αυτό σημαίνει ότι «η AMOC έχει πλησιάσει το κρίσιμο κατώφλι, πέρα από το οποίο θα μπορούσε να συμβεί μια ουσιαστική και πιθανώς μη αναστρέψιμη μετάβαση στην ασθενή μορφή».

Μετά την ανάλυση των προτύπων θερμοκρασίας και αλατότητας της επιφάνειας της θάλασσας στον Ατλαντικό Ωκεανό, οι ερευνητές της μελέτης κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η εξασθένηση του ρεύματος κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα, είναι πιο πιθανό να συνδέεται με μια μη αναστρέψιμη απώλεια σταθερότητας.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ικανότητα της AMOC να κυκλοφορεί, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα του αλμυρού νερού που ρέει από το νότο, να βυθίζεται και να εκτοπίζει το ψυχρότερο βόρειο νερό. Αυτό με τη σειρά του εξαρτάται από το γεγονός ότι το νότιο νερό είναι πυκνότερο από αυτό του βορρά, για να συνεχίσει τη διαδικασία.

Η πυκνότητα του ωκεάνιου νερού εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη θερμοκρασία και την αλατότητά του. Επί του παρόντος, το πιο αλμυρό νότιο τμήμα του ρεύματος γίνεται ψυχρότερο – και επομένως πυκνότερο – καθώς κερδίζει γεωγραφικό πλάτος. Καθώς τα νότια νερά ψύχονται στις ίδιες θερμοκρασίες με τα βόρεια προς τα οποία ρέουν, η επιπλέον πυκνότητα που φέρνει το πρόσθετο αλάτι, επιτρέπει στο νότιο νερό να βυθιστεί κάτω από το λιγότερο αλμυρό βόρειο νερό, ωθώντας το κατά συνέπεια προς το νότο.

Ωστόσο τώρα που οι θερμότερες θερμοκρασίες και η εισροή γλυκού νερού από το λιώσιμο των πάγων έχουν κάνει το νερό θερμότερο και λιγότερο αλμυρό, το ρεύμα γίνεται όλο και λιγότερο πυκνό και λιγότερο ικανό να βυθιστεί. Αυτό θα μπορούσε να απειλήσει να σταματήσει ολόκληρη η ροή της AMOC και να δημιουργήσει μια καταστροφική και μη αναστρέψιμη μεταβολή στα παγκόσμια κλιματικά συστήματα, δήλωσε ο ερευνητής.

Το κρίσιμο όριο μετά το οποίο επέρχεται η κατάρρευση, θα μπορούσε να επιτευχθεί πολύ νωρίτερα από ό,τι πίστευαν αρχικά οι επιστήμονες, τονίζει ο Μπόερς.

«Δεν θα περίμενα ότι οι υπερβολικές ποσότητες γλυκού νερού που προστέθηκαν κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα, θα προκαλούσαν ήδη μια τέτοια αντίδραση στην ανατρεπτική κυκλοφορία», δήλωσε ο επιστήμονας.

«Πρέπει επειγόντως να συγκρίνουμε τα μοντέλα μας με τα στοιχεία των παρατηρήσεων που παρουσιάστηκαν για να εκτιμήσουμε πόσο μακριά ή πόσο κοντά στο κρίσιμο κατώφλι βρίσκεται πραγματικά η AMOC».

Ο Μπόερς πρόσθεσε ότι, αν και η ισχύς της συμβολής των διαφόρων παραγόντων στην επιβράδυνση του ρεύματος δεν έχει ακόμη εκτιμηθεί, όλοι οι παράγοντες συνδέονται με την ανθρωπογενή κλιματική αλλαγή.

Οι ερευνητές δημοσίευσαν τα ευρήματά τους στις 5 Αυγούστου στο περιοδικό Nature Climate Change.

ΠΗΓΗ: Live Science

www.ertnews.gr

Εύη Τσιριγωτάκη