Προσωπικότητα και ψυχοπαθολογία

Σε κάποια άτομα τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας μπορεί να εμφανίσουν δυσκαμψία και δυσκολία προσαρμογής, με αποτέλεσμα το άτομο να παρουσιάσει έκπτωση σε έναν ή περισσότερους τομείς της ζωής του, όπως στον κοινωνικό, τον επαγγελματικό ή άλλο σημαντικό τομέα της λειτουργικότητάς του. Πρόκειται για διαταραχές της προσωπικότητας, που δεν επιτρέπουν την ομαλή ανάπτυξη του ατόμου ως μονάδα αλλά και ως μέλος διαφόρων ομάδων.

Τα άτομα με διαταραχές προσωπικότητας αποκλίνουν από το μέσο όρο και από τις προσδοκίες που έχει το περιβάλλον και αναμένουν οι άλλοι με βάση τα κοινωνικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά του πλαισίου μέσα στο οποίοι ζει το άτομο. Οι διαταραχές προσωπικότητας έχουν αντίκτυπο και επηρεάζουν σημαντικά τη γνωστική λειτουργία του ατόμου, τις συναισθηματικές του αντιδράσεις και τον τρόπο που χειρίζεται τα συναισθήματά του, τις διαπροσωπικές του σχέσεις και τον τρόπο που συμπεριφέρεται μέσα σε αυτές, καθώς και τον έλεγχο της παρορμητικότητάς του. Οι δυσλειτουργίες στους σημαντικούς τομείς της ζωής του ατόμου οδηγεί σε εμφάνιση προβλημάτων και εμποδίων στην προσωπική και κοινωνική ζωή του ατόμου, ενώ ο βαθμός των προβλημάτων εξαρτάται από την έκταση των δυσκολιών (APA, 2000. Χριστοπούλου, 2008).

Οι διαταραχές προσωπικότητας ξεκινούν από την αρχή της ενήλικης ζωής όταν πλέον το άτομο έχει διαμορφώσει και εδραιώσει την προσωπικότητά του. Πρόκειται για χρόνιες καταστάσεις, που ακολουθούν το άτομο σε όλη του τη ζωή και το επηρεάζουν, ενώ το ίδιο το άτομο δεν αντιλαμβάνεται ότι έχει κάποιο πρόβλημα, καθώς θεωρεί ότι αυτός είναι ο ορθός τρόπος λειτουργίας, εφόσον το πιο πιθανό είναι τα στοιχεία αυτά να το ακολουθούν από τότε που θυμάται τον εαυτό του και τις συμπεριφορές του. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που το άτομο με διαταραχή προσωπικότητας δεν θα ζητήσει εύκολα βοήθεια για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Οι διαταραχές προσωπικότητας αφορούν το σύνολο της προσωπικότητας και όχι ένα συγκεκριμένο τομέα, με αποτέλεσμα να είναι εκτεταμένες οι δυσκολίες που βιώνει και να μην αντιλαμβάνεται την ύπαρξη προβλήματος. Ωστόσο, οι δυσκολίες αυτές δεν επηρεάζουν την επαφή του ατόμου με την πραγματικότητα. Έτσι, σε πολλές περιπτώσεις το άτομο είναι λειτουργικό στο περιβάλλον του και μπορεί να έχει βρει και τρόπους να εξισορροπεί τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει (Χριστοπούλου, 2008).

Όταν οι δυσκολίες που οφείλονται στις διαταραχές προσωπικότητας εμφανίζονται σε μεγάλο βαθμό οι επιπτώσεις είναι εμφανείς τόσο στο ίδιο το άτομο όσο και στο περιβάλλον του, καθώς είναι σύνηθες το άτομο με διαταραχή προσωπικότητα να δημιουργεί προβλήματα στους ανθρώπους γύρω του. Τα προβλήματα στην προσωπικότητα του ατόμου έχουν απασχολήσει την επιστήμη από την αρχαιότητα, ενώ ο Ιπποκράτης ήταν από τους πρώτους που περιέγραψε την προσωπικότητα του ατόμου με βάση το «χυμό» που υπερτερούσε. Συγκεκριμένα, ο Ιπποκράτης υποστήριξε ότι τα άτομα με υπερβολική ποσότητα αίματος τείνουν να είναι πιο απότομα στις συναισθηματικές τους αλλαγές, ενώ άτομα στα οποία υπερτερεί το φλέγμα είναι πιο παθητικά με τάσεις απόσυρσης και κατάθλιψης. Επίσης, άτομα στα οποία υπάρχουν μεγαλύτερες ποσότητες της κίτρινης χολής είναι ευέξαπτοι και επιθετικοί και άτομα με μεγαλύτερες ποσότητας της μέλαινας χολής είναι πιο μελαγχολικά (Χριστοπούλου, 2008).

Σε διαταραχές στο χαρακτήρα αναφέρθηκαν και οι Kraepelin, Bleuler και Kretschmer, οι οποίοι ασχολήθηκαν με την ασθενική, την αυτιστική-σχιζοειδή και την κυκλοθυμική προσωπικότητα, αλλά και ο Freud που απέδωσε τις διαταραχές του χαρακτήρα σε καθηλώσεις σε συγκεκριμένα ψυχοσεξουαλικά στάδια (Χριστοπούλου, 2008).

Οι διαταραχές προσωπικότητας συνήθως συνυπάρχουν με άλλες διαταραχές, για αυτό είναι δύσκολο να γίνει διαφορική διάγνωση και να γίνει σαφές για ποια διαγνωστική κατηγορία πρόκειται. Συχνά, οι διαταραχές προσωπικότητας μπορεί να συνυπάρχουν με διαταραχές διάθεσης, όπως η μείζονα κατάθλιψη, ή με την κατάχρηση ουσιών ή με τις αγχώδεις διαταραχές. Ακόμη, υπάρχει συννοσηρότητα και ανάμεσα στις διαταραχές προσωπικότητας. Έτσι, η σχιζοειδής μπορεί να συνυπάρχει με τη σχιζότυπη, η σχιζότυπη με την παρανοειδή, η ναρκισσιστική με την ιστριονική και η αποφευκτική με τη σχιζότυπη. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι οι διαταραχές προσωπικότητας εμφανίζουν μεγάλες διαφοροποιήσεις ως προς το βαθμό των χαρακτηριστικών που παρουσιάζουν και αποτελούν συμπτώματα της διαταραχής που φέρουν (Χριστοπούλου, 2008).

Αναλυτικότερα, θα πρέπει να γίνει διαφορική διάγνωση ανάμεσα στην ναρκισσιστική και ιδεοληπτική ή ψυχαναγκαστική δομή του χαρακτήρα, έτσι ώστε να μπορεί ο θεραπευτής να προχωρήσει στις κατάλληλες ερμηνείες. Το ιδεοψυχαναγκαστικό άτομο μπορεί να γίνει αντιληπτό ως ναρκισσιστικό, με αποτέλεσμα να νιώσει δυσφορία, αποθάρρυνση ή και προσβολή σε περίπτωση που αντιμετωπιστεί ως άτομο με πολλά κενά και ανάγκες, καθώς το ιδεοψυχαναγκαστικό άτομο θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ένα άτομο που βιώνει έντονες συγκρούσεις. Σε ψυχολογικό επίπεδο, τα ιδεοψυχαναγκαστικά άτομα επικεντρώνονται στον εαυτό τους, έχοντας την τάση να επικρίνουν τον εαυτό του και τους άλλους, υιοθετώντας το ρόλο του αυστηρού κριτή. Ο θεραπευτής θα πρέπει να προχωρήσει στη διερεύνηση των βαθύτερων συναισθημάτων τους ώστε να μπορέσουν να αποκτήσουν μια πραγματική ενσυναίσθηση. Είναι σημαντικό να γίνει η διάγνωση ώστε οι δυσκολίες να αποδοθούν στα χαρακτηριστικά που φέρει το άτομο με βάση τη δομή της προσωπικότητας που έχει (McWilliams, 2008).

Διαφορική διάγνωση θα πρέπει να πραγματοποιηθεί και ανάμεσα στην ιδεοψυχαναγκαστική και σχιζοειδή προσωπικότητα, καθώς η βασική τους διαφορά είναι ότι οι σχιζοειδείς αποσύρονται από τον εξωτερικό κόσμο, διατηρώντας όμως ένα βαθμό επίγνωσης αναφορικά με τα έντονα εσωτερικά τους συναισθήματα και τις φαντασιώσεις τους, ενώ οι ιδεοψυχαναγκαστικοί χρησιμοποιούν τη μόνωση, με αποτέλεσμα να δίνουν την εντύπωση ότι είναι κενά ή ανόητα. Επιπλέον, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί διαφορική διάγνωση από τις ιδεοψυχαναγκαστικές συμπεριφορές που οφείλονται σε οργανικές καταστάσεις. Πρόκειται για επίμονες σκέψεις και επαναλαμβανόμενες πράξεις, που οφείλονται σε διαταραχές στον εγκέφαλο ή σε σοβαρούς τραυματισμούς του ατόμου που επιφέρουν εγκεφαλικές βλάβες (McWilliams, 2008).

Βιβλιογραφία

APA. (2000). DSM-IV-TR. American Psychiatric Association.

McWilliams, N. (2008). Ψυχαναλυτική διάγνωση. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Χριστοπούλου, Α. (2008). Εισαγωγή στην Ψυχοπαθολογία του Ενήλικα. Αθήνα: Εκδόσεις Τόπος.


Αφήστε μια απάντηση