Το «Προτελευταίο Πολεμικό Ψευδώνυμο» και ο Ραούλ Αρχεμί: γράφει η Ασπασία Καμπύλη

Το «Προτελευταίο Πολεμικό Ψευδώνυμο» και ο Ραούλ Αρχεμί: γράφει η Ασπασία Καμπύλη
ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ, ΜΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Επιμέλεια: Μαρία Σφυρόερα

Σύμφωνα με τον ίδιο τον συγγραφέα, το Προτελευταίο Πολεμικό Ψευδώνυμο είναι από τα μυθιστορήματα εκείνα που δεν πρέπει να πεις πολλά για την πλοκή τους, αν δεν θες να κάνεις spoiler. Το θέμα του, όπως το προσδιορίζει ο Αρχεμί είναι η «ταυτότητα και ο θάνατος». Περιβάλλον, η απόκοσμη, απόμακρη και ξεχασμένη Παταγονία, όπου ο ίδιος έζησε 15 χρόνια. Πρόκειται για μια ιστορία ζοφερή, μαύρη και αναγκαστικά σύντομη, διαφορετικά θα κατέληγε να γίνει ασφυκτική. Μέσα απ’ αυτήν σκιαγραφείται το πρόσφατο, οδυνηρό παρελθόν της Αργεντινής. Η καταπίεση, τα βασανιστήρια, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και η προσφιλής συνήθεια να πετούν τους κρατούμενους, ζωντανούς, από αεροπλάνα εν πτήσει.

Το μυθιστόρημα, βραβευμένο με πολυάριθμα βραβεία, ανάμεσα στα οποία φιγουράρουν και τα σημαντικότερα βραβεία αναγνωστών, πράγμα που λέει πολλά από μόνο του, ξεκινάει με ένα ατύχημα. Πρωταγωνιστής είναι ο τραυματίας ο οποίος διηγείται την ιστορία. Παρότι παράλυτος και με μερική αμνησία, δεν έχει λησμονήσει ότι είναι δημοσιογράφος και προσπαθεί να αποσπάσει το ρεπορτάζ απ’ τον θρησκόληπτο Ινδιάνο Μαπούτσε που κείτεται, σχεδόν ετοιμοθάνατος, στο διπλανό κρεβάτι, έχοντας προηγουμένως καταδικάσει σε φριχτό θάνατο τους δικούς του, με την πεποίθηση πως έτσι εκτελούσε την εντολή του Θεού. Από το στόμα του Ινδιάνου ξεχύνονται με ακατάστατο και ασύνδετο, σχεδόν παραληρηματικό, τρόπο σπαράγματα ιστοριών, άσχετων μεταξύ τους εκ πρώτης όψεως. Το περιβάλλον του μικρού επαρχιακού νοσοκομείου, θλιβερό από μόνο του, γίνεται ακόμα πιο πνιγηρό, καθώς ο λιγοστός του αέρας θαρρείς και εξαντλείται μαζί με την ανάσα του Ινδιάνου: Αυτόχθονες, εγκαταλειμμένοι στη τύχη τους, στερημένοι από γλώσσα, ταυτότητα και θρησκεία, προσπαθούν να επιβιώσουν στις αφιλόξενες, άνυδρες πλαγιές των Άνδεων, γραπωμένοι στις χριστιανικές υποσχέσεις για ανταμοιβή σε ένα επέκεινα το οποίο τους φαίνεται ακατανόητο αλλά, σε τελική ανάλυση, μπορεί κάτι να προσφέρει σ’ έναν τόπο όπου όλες οι ελπίδες είναι θνησιγενείς. Θύματα παραπλάνησης, έρμαια κάθε θρησκευτικής σέχτας, η οποία μαζί με το Ευαγγέλιο μπορεί να τους προσφέρει κάποια ψίχουλα υλικής βοήθειας. Μικροαπατεώνες και αγύρτες προσπαθούν να αποσπάσουν ένα μέρος από τον σωρευμένο πλούτο των Ισπανών οι οποίοι, αιώνες μετά την κατάκτηση, εξακολουθούν να φαντάζουν (και να φέρονται) σαν κονκισταδόρες. Γιατροί και νοσοκόμες αιμορραγούν μαζί με τους πάμφτωχους ασθενείς τους, δίπλα σε χαπακωμένα βαποράκια που φυτοζωούν με φόντο άθλια χορευτικά καταγώγια. Και πάνω απ’ όλα η βιωμένη φρίκη της στρατιωτικής δικτατορίας του Βιδέλα, οι 30.000 αγνοούμενοι, οι βασανισμένοι στα κολαστήρια της χούντας, όσοι κατέληξαν στη θάλασσα, σπρωγμένοι από την πόρτα ενός αεροπλάνου.

Ο οπορτουνιστικός ζήλος του δημοσιογράφου προσπαθεί να βάλει σε τάξη τα κομμάτια του παζλ και του μυαλού του, όσο ξετυλίγονται οι ιστορίες από το διπλανό κρεβάτι: «Ο Θεός, το αλκοόλ και η κωλο-Μπαχάδα δε λος Μαγίνες με είχαν οδηγήσει σε εκείνη την προνομιακή θέση, ακριβώς δίπλα στο κρεβάτι του αποκρυφιστή αυτόχειρα. Έβλεπα κιόλας τον τίτλο: Η ρομφαία του Θεού ήταν Μαπούτσε», συλλογίζεται κάποια στιγμή ο πρωταγωνιστής, προσδοκώντας, όπως και οι υπόλοιποι ήρωες, να ξεφύγει από την μιζέρια και τη λήθη ξεζουμίζοντας ακόμα και την ατυχία του.

Ο συγγραφέας λέει για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα «[…] κατά βάθος είναι μια ιστορία πολύ δυσάρεστη. Μου κόστισε πολύ να την τελειώσω. Οχτώ χρόνια τη δούλευα, όχι επειδή ήμουν εκεί (στην Αργεντινή), αλλά επειδή έπρεπε να τη χωνέψω, ας πούμε. Η πιο εύκολη απάντηση είναι ότι οι βασανιστές είναι ψυχοπαθείς. Όμως, όχι, το χειρότερο είναι πως δεν πρόκειται για ψυχοπαθείς. Το χειρότερο είναι ότι οι πιο πολλοί από δαύτους συμπεριφέρονται ως δημόσιοι υπάλληλοι. Από την τάδε μέχρι την τάδε ώρα βασανίζουν και μετά πάνε σπίτι για τηλεόραση με τα παιδιά ή βόλτα και γήπεδο. Το όλο θέμα είναι πολύ πιο ανισόρροπο. Κι έτσι αναρωτιέσαι: πόσο μακριά είναι ο καθένας μας απ’ αυτόν τον δημόσιο υπάλληλο; Αποφάσισα να εξερευνήσω το θέμα, να καταλάβω τι γίνεται μέσα στο κεφάλι τους».

Πολλά απ’ τα μυθιστορήματα του Αρχεμί (Λα Πλάτα, 1946) περιέχουν στοιχεία από τη ζωή του, όπως ο ίδιος παραδέχεται: «Όλα τα αλγεινά χρόνια που ζήσαμε απασχόλησαν πολύ τον Τύπο, αλλά καθόλου τη λογοτεχνία. Αν δεν γράφεις έχοντας συνείδηση της δικής σου ιστορίας, της δικής σου πλευράς, δεν γράφεις από πουθενά, από καμιά πλευρά. Όταν δεν γράφεις για τον εαυτό σου, αυτό που κάνεις δεν έχει ζωή, ακόμα κι αν η φόρμα του είναι άψογη και κάθε κόμμα βρίσκεται στη θέση του».

Το 1969 εγκαταλείπει το θέατρο και στρατεύεται στον ένοπλο αντιστασιακό αγώνα. Το 1974 συλλαμβάνεται και φυλακίζεται για δέκα χρόνια, τα δυο απ’ αυτά στις αποτρόπαιες πτέρυγες θανάτου. Όταν αποφυλακίζεται, μετακομίζει στη Χενεράλ Ρόκα (Παταγονία), όπου δουλεύει ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Ρίο Νέγρο. Το 1999 δημοσιεύει το μυθιστόρημα El Gordo, el Francés y el Ratón Pérez, (Ο Χοντρός, ο Γάλλος και η Νεράιδα των δοντιών). To 2000 μετακομίζει στην Ισπανία, όπου τα βιβλία του αρχίζουν να γίνονται δημοφιλή. Εγκαθίσταται στη Βαρκελώνη και, παράλληλα με τη δημοσιογραφία, πιάνει δουλειά σε εταιρεία κέτερινγκ. «Μια δουλειά πολύ βρόμικη και σκληρή –όπως λέει–, την οποία όμως κράτησα. Όχι μόνο γιατί είχα ανάγκη τα λεφτά, αλλά επειδή μου χρησίμευε επίσης σαν σκοινί για να κρατιέμαι στη γη. Το να κουβαλάς ή να πλένεις τα πιάτα ενός γάμου ή ενός συνεδρίου, σε εμβολιάζει κόντρα στην ανόητη σκέψη ότι είσαι καλλιτέχνης κι όλα αυτά».

Το διάστημα που μένει στην Ισπανία δημοσιεύονται και μεταφράζονται στην Ευρώπη τα μυθιστορήματά του, πολλά από τα οποία είχε αρχίσει να γράφει όντας ακόμα στην Αργεντινή. Το 2002 με το Los muertos pierdan siempre los zapatos (Οι νεκροί χάνουν πάντα τα παπούτσια) κερδίζει το Διεθνές Βραβείο Μυθιστορήματος Felipe Trigo. Το 2004 για το Προτελευταίο Πολεμικό Ψευδώνυμο (Penúltimo nombre de guerra) βραβεύεται με το Διεθνές Βραβείο Luis Berenguer, το Βραβείο Dashiel Hammett και τα Βραβεία Αναγνωστών Brigada 21 και Novelpol. Το 2005 του απονέμεται το Βραβείο Μυθοπλασίας Francisco García Pavón για το Patagonia chu chu (Παταγονία τσαφ τσου). Το 2006 δημοσιεύει το Siempre la misma música (Η ίδια πάντα μουσική), και κερδίζει το βραβείο Tigre Juan. Ακολουθεί το 2008 το Retrato de familia con muerta (Οικογενειακή φωτογραφία με νεκρή), μυθιστόρημα βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, για το οποίο του απονέμεται το Βραβείο L´H Confidencial, και το 2008 το Τελευταίο Καραβάνι (La última caravana, Edebé).

Το 2013 επιστρέφει στο Μπουένος Άιρες, όπου πιάνει δουλειά στο περιοδικό Miradas al Sur, ενώ συνεχίζει να δημοσιεύει δοκίμια, διηγήματα και βιβλία για παιδιά. Το 2015 επιστρέφει στο νουάρ με το A tumba abierta (Βουτιά με το κεφάλι), με θέμα το κλείσιμο των λογαριασμών με τους παλιούς συντρόφους αντάρτες. Τέλος, λέγεται πως μια πλειάδα εκδοτικών διαγκωνίζεται για το τελευταίο, ανέκδοτο μυθιστόρημά του με τον τίτλο: Blues de los jardines quemados (Το μπλουζ των καμένων κήπων).

Όσον αφορά την ενασχόλησή του με το νουάρ και την περίφημη ερώτηση αν το θεωρεί λογοτεχνικό είδος ή υποείδος λέει: «Ομολογώ ότι πολλές φορές εκνευρίζομαι μ’ αυτά τα κουτάκια. Και δε νομίζω πως είναι δικό μου το πρόβλημα. Ξέρω ότι έχω μια πολύ μαύρη οπτική για τον κόσμο, ότι η προδιάθεσή μου είναι να διηγούμαι ιστορίες με τον θάνατο ως αναγκαίο πρωταγωνιστή, σε σκηνικά όπου είναι ορατή όλη η βρομιά της κοινωνίας μας. Με αποτέλεσμα πολλοί να λένε ότι η γραφή μου είναι “hard” και να με κατατάσσουν στη νουάρ λογοτεχνία. Ειλικρινά, αν είναι να διαλέξω ανάμεσα στο να περνιέμαι για σοβαρός συγγραφέας και να ομφαλοσκοπώ τιμωρώντας τον αναγνώστη και στο να γράφω σκληρές ιστορίες που μπορεί να τις καταλάβει ένας χτίστης, δεν έχω τον παραμικρό δισταγμό. Θα μείνω με τον χτίστη. Κι αν με κατατάξουν σε είδος ή υποείδος, καρφί δε μου καίγεται».

Η γραφή του, ωμή και γυμνή αλλά γεμάτη εικόνες, περιεκτική και σαρκαστική σε μια αβίαστα καλοδουλεμένη γλώσσα, παραλληλίζεται συχνά από την κριτική με τη γραφή και το ύφος του Ρομπέρτο Αρλτ και πολλοί εντοπίζουν ένα είδος πνευματικής συγγένειας ανάμεσα στους δυο συγγραφείς. Ας δούμε τι απαντά ο ίδιος σ’ αυτό:

«Οι συγκρίσεις και οι συγγένειες δεν είναι δικό μου θέμα. Στην “Μπάρτσα” παίζει ένας Αργεντίνος, ο Μέσι, που τα σπάει. Όταν ρώτησαν τον Μαραντόνα αν ο μικρός θα γινόταν κάποτε Μαραντόνα, απάντησε πως όχι, θα γινόταν ο καλύτερος παίχτης του κόσμου, αλλά θα ήταν πάντοτε ο Μέσι. Εμένα μ’ αρέσει ο Αρλτ, επειδή εν μέσω μιας άνισης πρόζας, όπου αφθονούν οι λογοτεχνικές οφειλές τις οποίες νόμιζε πως είχε, γράφει αίφνης μια παράγραφο που σε αποζημιώνει. Κι αυτές τις παραγράφους τις πετυχαίνει κανείς παίζοντας όπως ο Μέσι ή ο Μαραντόνα, ρισκάροντας να σπάσει τα πόδια του, ν’ αφήσει την ψυχή του γήπεδο. Για εκείνους, το γήπεδο είναι ο μοναδικός κόσμος που υπάρχει. Για μένα, κάθε σελίδα είναι το τελευταίο λεπτό όπου τα παίζω όλα. Το αποτέλεσμα είναι άλλο θέμα. Μερικές φορές η ιστορία χάνει, επειδή τρώει γκολ».

Ασπασία Καμπύλη

Το Προτελευταίο Πολεμικό Ψευδώνυμο του Ραούλ Αρχεμί κυκλοφορεί, σε μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη, από τις Εκδόσεις Carnívora (σελ.: 134, τιμή: €14,00). Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφορούν επίσης Η Χίμαιρα του Ανθρώπου-Τανκ του Βίκτορ Σόμπρα και η Άγια Πόλη του Γκιγιέρμο Όρσι.

Η Ασπασία Καμπύλη σπούδασε Αρχαιολογία στο ΕΚΠΑ και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Μετάφραση στο ΑΠΘ. Έχει μεταφράσει Juan Villoro (Ο Ύφαλος, Φιλύρα, 2017• Ο Μάρτυρας, Κουκκίδα, 2019• Διάλεξη περί βροχής, Κουκκίδα υπό έκδοση), Guillermo Orsi (Άγια Πόλη, Carnívora, 2019), Raúl Argemí (Προτελευταίο Πολεμικό Ψευδώνυμο, Carnívora, 2019), Víctor Sombra (Η Χίμαιρα του Ανθρώπου-Τανκ, Carnívora, 2019), Rafael Bernal (Η Συνωμοσία της Μογγολίας, Carnívora, υπό έκδοση) και Abdón Ubidia (Σιωπηλή σαν το θάνατο, Carnívora, υπό έκδοση). Έχει πάρει μέρος σε συλλογικές μεταφράσεις έργων του Λόρκα και του Newman και σε ανθολογίες ισπανόφωνου μικροδιηγήματος.

www.ert.gr

Μαρία Σφυρόερα