Η πανδημία ως καταλύτης στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση

Γράφει ο Χρήστος Τριαντόπουλος*

Το sui generis φαινόμενο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, διαχρονικά, προχωρά και εξελίσσεται μέσα από τις κρίσεις, αν και διαφαίνεται πως όσο απομακρυνόμαστε από το «γενεσιουργό» γεγονός αυτής της διαδικασίας ενοποίησης -δηλαδή το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο- τόσο τα βήματα εξέλιξης έχουν περισσότερους αστερίσκους, περιέχουν λιγότερους συμμετέχοντες και δεν είναι το ίδιο γενναία για όλους. Μία τέτοια κρίση ήταν η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η οποία, αν και δεν ξεκίνησε από την ευρωπαϊκή οικονομία, ήρθε να καταδείξει τις δομικές υστερήσεις της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής, αλλά και τις ενδογενείς αδυναμίες των επιμέρους ευρωπαϊκών οικονομιών που συντηρούνταν λόγω των υστερήσεων αυτών.

 

Την επομένη του 2008 ξεκίνησε ο θεσμικός εμπλουτισμός της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής, ώστε να καλυφθούν οι δομικές υστερήσεις. Παράλληλα, αρκετές ευρωπαϊκές οικονομίες εισήλθαν σε μία διαδικασία προσαρμογής και μεταρρυθμίσεων, ώστε να διορθώσουν τις ενδογενείς τους αδυναμίες και να μπορούν πλέον να είναι πιο ανθεκτικές στις διαταραχές του διεθνούς ανταγωνιστικού περιβάλλοντος.

Έτσι, μετά από καθυστερήσεις και ατολμίες, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση διαμόρφωσε μηχανισμούς στήριξης των ευρωπαϊκών οικονομιών, απέκτησε πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης, προχώρησε στην τραπεζική ένωση και δρομολογεί την ένωση των κεφαλαιαγορών της. Φυσικά, οι ατολμίες -που εμπεριέχουν μία έλλειψη διάθεσης διαμοιρασμού του βάρους- είναι ανθεκτικές, με αποτέλεσμα η ενοποίηση στο τραπεζικό και χρηματοοικονομικό πεδίο να διατηρεί, ακόμα, εκκρεμότητες.

Εναρμόνιση των οικονομιών

Παράλληλα, αρκετές ευρωπαϊκές οικονομίες προχώρησαν, επίπονα και με θυσίες των πολιτών τους, την προσαρμογή και τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις, ώστε να εναρμονιστούν με τις απαιτήσεις ενός διεθνούς ανταγωνιστικού περιβάλλοντος. Κάποιες οικονομίες, με λιγότερες δομικές αδυναμίες, το πέτυχαν αυτό πιο γρήγορα. Κάποιες άλλες, με περισσότερες δομικές αδυναμίες, μεγαλύτερες αστοχίες των προγραμμάτων προσαρμογής, αλλά και εγχώριες πολιτικές παθογένειες, το πέτυχαν αρκετά αργότερα. Στην τελευταία κατηγορία κατατάσσεται, μόνη της, η χώρα μας, δυστυχώς -αν αναλογιστούμε ότι χάσαμε την περασμένη περίοδο ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας χαμένοι σε ιδεοληψίες και ερασιτεχνισμούς. Ωστόσο, μετά από μία δεκαετία, φάνηκε ότι η Ευρώπη μπορούσε να πει ότι είχε -πλήρως- αφήσει πίσω της την κρίση που ξεκίνησε το 2008, έστω και με μία σημαντική απώλεια -αυτή του Ηνωμένου Βασιλείου.

Σήμερα, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα βρίσκεται αντιμέτωπο με μία ακόμα παγκόσμια κρίση, αυτή της πανδημίας του κορωνοϊού, η οποία είναι υγειονομική με τεράστιες, φυσικά, οικονομικές επιπτώσεις. Η τρέχουσα κρίση, ωστόσο, μιας και δεν έχει την ίδια φύση με αυτή του 2008 δύναται να αποτελέσει τον καταλύτη για την Ευρώπη ώστε να αναθεωρήσει τις ατολμίες της περασμένης δεκαετίας, ενδυναμώνοντας τις συνθήκες και τα εργαλεία διαμοιρασμού των βαρών μεταξύ των ευρωπαίων εταίρων. Και αυτό διότι η κρίση της πανδημίας έχει δύο στοιχεία που την διαφοροποιούν από την προηγούμενη. Το ένα είναι ότι πρόκειται για μία εξωγενή υγειονομική κρίση που δεν οφείλεται ή σχετίζεται με ενδογενείς αδυναμίες των επιμέρους οικονομιών και πλήττει όλα τα κράτη-μέλη.

Το άλλο είναι ότι πρόκειται για μία κρίση που έρχεται, ως καταλύτης αλλαγών στο παίγνιο της παγκοσμιοποίησης, να κλονίσει τη νηνεμία των αρκετών τελευταίων ετών για τις παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής και τις διεθνείς εμπορικές και επιχειρηματικές σχέσεις. Με λίγα λόγια, το διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον, μετά την πανδημία, δεν είναι σίγουρο ότι θα είναι όπως ήταν πριν από αυτή. Συνεπώς, είναι κρίσιμο η Ευρώπη να γίνει πιο τολμηρή και να προχωρήσει, με διάθεση διαμοιρασμού του βάρους, σε νέα εργαλεία και σχήματα που θα επιτρέψουν στην ευρωπαϊκή οικονομία, στο σύνολό της, να ανακάμψει άμεσα και να μπορέσει να αναπτυχθεί μέσα στα νέα δεδομένα της παγκόσμιας οικονομίας.

Οι κινήσεις της Ευρώπης

Σε αυτό το πλαίσιο, η Ευρώπη έχει πραγματοποιήσει σημαντικά βήματα, κυρίως, στο σκέλος της διαμόρφωσης των συνθηκών για να αντιμετωπίσουν τα κράτη-μέλη την πανδημία. Συγκεκριμένα, το ευρωπαϊκό πλαίσιο δημοσιονομικών κανόνων και στόχων χαλάρωσε, το ευρωπαϊκό πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων της απέκτησε μία διευρυμένη και ευέλικτη -προσωρινή- εκδοχή, αλλά και μία νέα ταχύτητα στη διεκπεραίωση των υποθέσεων, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εισήγαγε νέο σχήμα ποσοτικής χαλάρωσης και επέκτεινε και το εύρος της στήριξής της, διαμορφώθηκε το Coronavirus Response Investment Initiative για τη διοχέτευση κοινοτικών πόρων για την πανδημία, αυξήθηκε η ευελιξία (μεταξύ προγραμμάτων, ταμείων και περιφερειών) των κρατών-μελών για την αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων που είχαν προϋπολογιστεί, σχηματοποιείται χρηματοδοτικό σχήμα για ευρωπαϊκές μικρομεσαίες επιχειρήσεις από την Ευρωπαϊκής Τράπεζα Επενδύσεων, προωθείται το ευρωπαϊκό πρόγραμμα SURE για τη στήριξη της απασχόλησης σε επιχειρήσεις, και διατίθεται ειδική προληπτική πιστωτική γραμμή από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας για τις άμεσες ή έμμεσες ανάγκες που προκύπτουν από την πανδημία στα κράτη-μέλη.

Πρόκειται για βήματα που θα πρέπει να υλοποιηθούν και να αξιοποιηθούν το συντομότερο δυνατόν. Σε όλα αυτά τα βήματα η Ελλάδα, πλέον, συμμετέχει ως ένα ισότιμο μέλος, κεφαλαιοποιώντας την αξιοπιστία που ανέκτησε από το περασμένο καλοκαίρι, με αποτέλεσμα να συμπεριλαμβάνεται στα σχήματα δημοσιονομικής και ποσοτικής χαλάρωσης και στήριξης.

Το κρίσιμο, όμως, είναι η Ευρώπη να προχωρήσει σε φιλόδοξες πρωτοβουλίες για την ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας, στο σύνολό της, από την τρέχουσα φάση βαθιάς ύφεσης και επανακαθορισμού των παγκόσμιων οικονομικών και παραγωγικών δεδομένων, έχοντας ως πυρηνικό συστατικό το διαμοιρασμό του βάρους μεταξύ των εταίρων. Προς αυτή την κατεύθυνση, συγκεκριμένες πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δύναται να είναι:

1ον. Η κατάρτιση και θέσπιση ενός φιλόδοξου Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την περίοδο 2021-2027, με περισσότερους κοινοτικούς πόρους για τις ευρωπαϊκές οικονομίες, περισσότερη ευχέρεια κινήσεων και ευελιξία ως προς την αξιοποίηση των πόρων αυτών, δημοσιονομική άνεση για την αξιοποίηση ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων και ισορροπημένη μέριμνα τόσο για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, όσο και ενδυνάμωση της συνοχής των ευρωπαϊκών οικονομιών.

2ον. Η διαμόρφωση ενός κοινοτικού εργαλείου ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας για τα επόμενα χρόνια, το οποίο θα εδράζεται σε από κοινού ευρωπαϊκό δανεισμό των απαραίτητων πόρων -με δυνατότητα αποπληρωμής από τους πόρους των επόμενων δημοσιονομικών περιόδων- και θα δύναται να χρηματοδοτεί ποικίλα προγράμματα στήριξης επενδύσεων και επιχειρήσεων των ευρωπαϊκών οικονομιών.

3ον. Η διαμόρφωση ενός κοινοτικού ταμείου ανακεφαλαιοποίησης ευρωπαϊκών επιχειρήσεων για μία συγκεκριμένη βραχυχρόνια περίοδο, όπου ευρωπαϊκοί πόροι θα διοχετευθούν στο μετοχικό κεφάλαιο μεσαίων και μεγάλων ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, επιτρέποντας την αποφυγή φαινομένων που πλήττουν τον ανταγωνισμό εντός της ευρωπαϊκής οικονομίας μεταξύ κρατών-μελών που έχουν την κεφαλαιακή ευχέρεια να προχωρήσουν, σε εθνικό επίπεδο, σε αυτή την ανακεφαλαιοποίηση και σε αυτών που δεν την έχουν.

Σε μία στιγμή που η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με την εξωγενή κρίση της πανδημίας, τη βαθιά ύφεση που αυτή και οι επιπτώσεις της διαχείρισης αυτής δημιουργούν και το ενδεχόμενο επαναπροσδιορισμού των παγκόσμιων οικονομικών, εμπορικών και παραγωγικών αλυσίδων, η προώθηση γενναίων και φιλόδοξων πρωτοβουλιών φαντάζει απαραίτητη. Φαντάζει, δηλαδή, ως καταλύτης αλλαγής της μέχρι τώρα φιλοσοφίας μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποδοχής της ανάγκης διαμοιρασμού μεταξύ των εταίρων του βάρους της διαχείρισης μία τέτοιας δύσκολης κατάστασης. Ίσως να δράσει και ως καταλύτης για να προχωρήσει το όλο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στα επόμενα στάδια που πολλοί θέλουμε, ακολουθώντας το όραμα της ιδρυτικής περιόδου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

* Ο Χρήστος Τριαντόπουλος είναι Γενικός Γραμματέας Οικονομικής Πολιτικής

 

Γράψτε το σχόλιο σας

Αφήστε μια απάντηση