Χριστός Ανέστη! | Έαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο…

Νίκος Καρούζος, «Άσμα μικρό»

Από τη Συλλογή Τα πάθη της ποίησης

Χάθηκε αυτός ο οδοιπόρος.
Είχε συνάξει λίγα φύλλα
ένα κλαδί γεμάτο φως
είχε πονέσει.
Και τώρα χάθηκε…
Αγγίζοντας αληθινά πουλιά στο έρεβος
αγγίζει νέους ουρανούς
η προσευχή του μάχη.
Έαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο.

Κωστής Παλαμάς, «Γιορτές» (1904)

Από τη Συλλογή  Ασάλευτη ζωή

Η νύχτα των Παθών, αγία Παρασκευή μεγάλη,
θυμάσαι; Οι κράχτες βροντεροί του δρόμου και χουγιάζουν
«Ώρα, ώρα για την εκκλησιά!» Τα σήμαντρα σωπαίναν,
μήπως ταράξουν του Ιησού τον ύπνο ολογυρμένου
στων επιτάφιων τα χρυσά τα σάβανα που οι βιόλες
χλωμές και τα τριαντάφυλλα τα κοκκινοπλουμίζαν.
Θυμάσαι; Η νύχτα των Παθών μα και τ’ Απρίλη η νύχτα
της χώρας όλα, νόμιζες, να βουβαθούν γυρεύαν
θρήσκα και κατανυχτικά, τη σιγαλιά να κάμουν
μια προσφορά ευλαβική προς του Κυρίου τα Πάθη.
Και μοναχά δε σώπαινε στο περιβόλι μέσα>
με τη δικούλα του εκκλησιά, με τη λατρεία δική του,
πιστός και ιερουργός Θεού ψηλότερου απ’ όλους,
τ’ αηδόνι. Η νύχτα των Παθών, μα και τ’ Απρίλη η νύχτα.
Διάπλατες πέρα οι εκκλησιές ολόφωτες και φτάναν
απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα στα σπίτια μας οι θρήνοι
σεμνοί κι αντιθρηνούσανε στου χριστιανού τα χείλη:
«Ζωή εν τάφω… Έαρ γλυκύ… Γλυκύτατόν μου τέκνον..»
Μπρος στην πεζούλα του σπιτιού, της γειτονιάς μελίσσι
κι εμείς, αγόρια αγίνωτα κι αστάλωτες παιδούλες,
ο ύπνος δε μας έπαιρνε, προσμέναμε την ώρα
της εκκλησιάς…

Διονύσιος Σολωμός, «Η ημέρα της Λαμπρής» (1829)

Από τη Συλλογή  Ο Λάμπρος

«Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη
και από κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,
που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.

Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι, μικροί – μεγάλοι, ετοιμαστήτε
μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμαζωχτήτε
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
ομπροστά στους Αγίους και φιληθήτε!
Φιληθήτε γλυκά, χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι! 

Οδυσσέας Ελύτης,  Κυριακή (Πάσχα)26 (1984)

Από τη Συλλογή: Ημερολόγιου ενός αθέατου Απριλίου

Καθαρή διάφανη μέρα. Φαίνεται ο άνεμος που ακινητεί
με τη μορφή βουνού κει κατά τα δυτικά.
Κι η θάλασσα με τα φτερά διπλωμένα, πολύ χαμηλά,
κάτω από το παράθυρο.
Σου ’ρχεται να πετάξεις ψηλά κι από κει να μοιράσεις δωρεάν
την ψυχή σου. Ύστερα να κατεβείς και, θαρραλέα, να καταλάβεις
τη θέση στον τάφο που σου ανήκει.

Γιάννης Ρίτσος,  «Εαρινή Συμφωνία» (1938)

(Απόσπασμα)

«Άκου τα σήμαντρα
των εξοχικών εκκλησιών.
Φτάνουν από πολύ μακριά
από πολύ βαθιά.
Απ’ τα χείλη των παιδιών
απ’ την άγνοια των χελιδονιών
απ’ τις άσπρες αυλές της Κυριακής
απ’ τ’ αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες
των ταπεινών σπιτιών.

Άκου τα σήμαντρα
των εαρινών εκκλησιών.
Είναι οι εκκλησίες
που δε γνώρισαν τη σταύρωση
και την ανάσταση.

Γνώρισαν μόνο τις εικόνες
του Δωδεκαετούς
που ‘χε μια μάνα τρυφερή
που τον περίμενε τα βράδια στο κατώφλι
έναν πατέρα ειρηνικό που ευώδιαζε χωράφι
που ‘χε στα μάτια του το μήνυμα
της επερχόμενης Μαγδαληνής.

Χριστέ μου
τι θα ‘τανε η πορεία σου
δίχως τη σμύρνα και το νάρδο
στα σκονισμένα πόδια σου;».

Τάσος Λειβαδίτης, «Ανάσταση» (1972)

Από τη Συλλογή Νυχτερινός επισκέπτης

«Δε σ’ ακολουθώ πια» φώναξα, μα εκείνος μ’ έσπρωξε, το αμάξι κατρακύλησε μες στη νύχτα, πού πηγαίναμε; στις γωνιές, με μεγάλα κάτωχρα πρόσωπα, στέκανε οι Σιωπηλοί, μόλις προφταίναμε να παραμερίσουμε για να μη μας γκρεμίσουν,

κι οι οργανοπαίχτες που ακολουθούσαν, μισομεθυσμένοι, με την ψυχή τους απροστάτευτη απ’ τη βροχή, φορούσαν κάτι σταχτιά, στραπατσαρισμένα καπέλα, απ’ αυτά που βρίσκονται στον ουρανό, μαζί με τα παιδιά και τους σαστισμένους,

κι αυτό το κάθαρμα ο άμαξας προσπαθούσε να κρύψει μ’ ένα σάλι το βρόμικο μούτρο του, ενώ εγώ ήξερα πως ήταν εκείνος ο αλήτης, που μια νύχτα αρνήθηκα να πιω ένα ποτήρι μαζί του,

έπρεπε να ξεφύγω, γλίστρησα κρυφά και νοίκιασα ένα δωμάτιο σ’ ένα απόμερο ξενοδοχείο, μα όπως εκείνη τη νύχτα με μαστίγωνε η πόρνη, κι άκουγα τη θεία εκμυστήρευση, ήρθε και γονάτισε δίπλα μου,

τότε τον ακολούθησα, κι όπως βαδίζαμε, είδαμε άυπνο και χλωμό τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, «πλαγιάζω στον τάφο και τρέμω, πως κάθε τόσο θα με ξανασηκώσουν» είπε λυπημένος,

γιατί αν χρειάζονταν κάποιον να βοηθήσει για το σταυρό, πάλι αυτόν θα συναντούσαν στο δρόμο.


Αφήστε μια απάντηση