Άμεση λήψη μέτρων για ανθεκτικό και βιώσιμο μοντέλο παραγωγής τροφίμων

Με επιστολή προς τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, κ. Βορίδη, η Greenpeace ζήτησε σήμερα την άμεση ανακοίνωση μέτρων στήριξης της τοπικής παραγωγής τροφίμων με έμφαση στους μικρούς παραγωγούς και τη βιωσιμότητα, καθώς και τη διασφάλιση ότι η παραγωγή δεν θα καταλήγει στα σκουπίδια – όπως συμβαίνει τώρα – με αφορμή τον Covid-19, αλλά σε δομές και κοινωνικές ομάδες που έχουν ανάγκη.

Την ίδια στιγμή που ο FAO[1] προειδοποιεί για επερχόμενη επισιτιστική κρίση[2] και ελλείψεις τροφίμων, στην Ελλάδα παραγωγοί αναγκάζονται να πετούν[3] τρόφιμα επειδή δεν μπορούν να τα διοχετεύσουν στην αγορά! Για το παράδοξο αυτό δεν ευθύνονται μόνο τα μέτρα που επιβλήθηκαν για τον περιορισμό της πανδημίας (κλείσιμο συνόρων, περιορισμός των αγορών, απαγορεύσεις μετακινήσεων) αλλά και η έλλειψη υποστήριξης της ελληνικής πολιτείας στους μικρούς παραγωγούς, ιδίως σε όσους ακολουθούν μεθόδους βιώσιμης γεωργίας, που δυσκολεύονται με τις σημερινές συνθήκες να διαθέσουν τα προϊόντα τους απευθείας στους καταναλωτές.

Ως αποτέλεσμα, οι καταναλωτές συσσωρεύονται στα σουπερμάρκετ των οποίων οι πωλήσεις τροφίμων αυξάνονται σημαντικά[4], ενώ οι παραγωγοί μικρής κλίμακας που ακολουθούν μεθόδους βιώσιμης γεωργίας αναγκάζονται να πετάξουν τρόφιμα ή να καταφύγουν σε χονδρέμπορους ή υπεραγορές πουλώντας συχνά κάτω του κόστους τη μικρή συνήθως παραγωγή τους, και ζημιώνονται οικονομικά[5]. Επιπλέον, η τοπική παραγωγή υπονομεύεται όταν η εγχώρια κατανάλωση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από εισαγωγές προϊόντων που έχουν παραχθεί χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, ενώ τα προϊόντα των εγχώριων παραγωγών πετάγονται αντί να διατίθενται στην ελληνική αγορά.

Η πανδημία του Covid-19 μας υπενθυμίζει ότι εκτός των άλλων, πάσχει και το αγροδιατροφικό μας σύστημα. Σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία, ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων οφείλει να στρέψει την ελληνική γεωργία σε βιώσιμο, ανθεκτικό, τοπικό μοντέλο που δεν θα φοβάται τις προκλήσεις των υγειονομικών σοκ και των οικονομικών κρίσεων, αλλά θα εγγυάται ασφαλή υγιεινή τροφή για όλους και σταθερό εισόδημα για τους παραγωγούς της χώρας”, δήλωσε η Έλενα Δανάλη, υπεύθυνη της εκστρατείας για τη βιώσιμη γεωργία στο ελληνικό γραφείο της Greenpeace.

Η Greenpeace τονίζει ότι η πανδημία Covid-19 υπενθυμίζει με τον πιο άμεσο και σκληρό τρόπο ότι η γεωργία και η κτηνοτροφία όπως ασκούνται σήμερα, μας εκθέτουν στην εμφάνιση ζωονόσων[6]. Τα αίτια πρόκλησης του κορωνοϊού είναι ακόμη αντικείμενο μελέτης και οι γνώσεις για τον ιό εξακολουθούν να διαμορφώνονται. Έχει όμως ήδη αναγνωριστεί[7] ότι οι βιομηχανικές εντατικοποιημένες γεωργικές μέθοδοι μπορούν να συσχετιστούν[8] με την εμφάνιση και ενίσχυση ασθενειών[9], και ότι η καταστροφή οικοτόπων, όπως τα δάση, που αποδασώνονται για βοσκοτόπια και καλλιέργεια σόγιας για ζωοτροφή, ευνοεί την εμφάνιση[10] ζωονόσων. Σύμφωνα με τον οργανισμό United States Agency for International Development, το 75% όλων των νέων αναδυόμενων αλλά και επανα-αναδυόμενων λοιμωδών νόσων (SARS, H5N1, νόσος πουλερικών, Η1Ν1) προέρχονται από τα ζώα. Η βιομηχανική κτηνοτροφία σε συνδυασμό με τη μετανάστευση ζώων λόγω κλιματικής αλλαγής αυξάνουν τις πιθανότητες[11] να έρθουν σε επαφή οι άνθρωποι με ζώα φορείς και έτσι να μολυνθούν.

Σε αυτή την πολύ κρίσιμη συγκυρία, η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να προβεί άμεσα σε μέτρα που μειώνουν την εξάρτηση της διατροφικής ασφάλειας της χώρας από τις εισαγωγές, και στρέφουν την ελληνική γεωργία και κτηνοτροφία προς ένα βιώσιμο αγροτικό μοντέλο προς όφελος καταναλωτών, αγροτών και περιβάλλοντος.

Η Greenpeace ζητά από τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, κ. Μάκη Βορίδη:

  1. Μέτρα στήριξης της εγχώριας παραγωγής με έμφαση στους μικρούς παραγωγούς που έχουν επιλέξει βιώσιμες γεωργικές πρακτικές, όπως βιολογική γεωργία, βιοδυναμική, ντόπιες ποικιλίες, ελληνικά κτηνοτροφικά φυτά για ζωοτροφή και εξασφάλιση της πρόσβασής τους στην αγορά.
  2. Διασφάλιση ότι η υπάρχουσα αγροτική παραγωγή δεν θα καταλήγει στα σκουπίδια αλλά θα διοχετεύεται στις αγορές, όχι μόνο μέσω κεντρικών σημείων διανομής αλλά και μέσω δικτύων διανομής στα οποία συμμετέχουν οι μικροί παραγωγοί.
  3. Εφαρμογή εναλλακτικών λύσεων για τις περιπτώσεις που η διοχέτευση της αγροτικής παραγωγής στις αγορές κρίνεται αδύνατη, με έμφαση στην προσφορά των τροφίμων σε δομές που έχουν ανάγκη (γηροκομεία, δομές αστέγων και προσφύγων κλπ) ή τη μεταποίησή τους στον τόπο παραγωγής, τομέας στον οποίο η χώρα μας υστερεί σημαντικά και συνεπώς υπάρχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης.


Αφήστε μια απάντηση