HIV-AIDS και διατροφή

Η διατροφή των ατόμων με HIV ή AIDS αναμφίβολα αποτελεί ένα πολύ σημαντικό μέρος της θεραπευτικής διαδικασίας. Η διατροφική φροντίδα και παρέμβαση σε ασθενείς με HIV λοίμωξη στοχεύει στην αναγνώριση, επιδιόρθωση και στην εκπαίδευση, εάν είναι δυνατό, διατροφικών ελλείψεων που μπορεί να αποδυναμώνουν το άτομο, να χειροτερεύουν την ανοσιακή δυσλειτουργία ή να καταστρέφουν την ποιότητα της ζωής του.

Η παροχή διατροφικής υποστήριξης σε ασθενείς με HIV λοίμωξη πρέπει να εφαρμόζεται από τα πρώτα κιόλας (ασυμπτωματικά) στάδια της νόσου, δεδομένου ότι η έγκαιρη παρέμβαση μπορεί να μειώσει σημαντικά τις επιπλοκές που παρατηρούνται στα μετέπειτα στάδια της νόσου, αλλά ταυτόχρονα ο ασθενής αποκτά τη δυνατότητα να απευθύνεται σε ειδικούς για την παροχή συμβουλών και την επίλυση των προβλημάτων που κατά καιρούς αντιμετωπίζει.

Η διαιτολογική παρέμβαση σκοπό έχει:

Την κάλυψη των αναγκών του ατόμου σε θρεπτικά συστατικά και τη διατήρηση των αποθεμάτων τους στον ορό και στους ιστούς του σώματος σε επίπεδα που θα επιτρέπουν την καλή ανοσοποιητική λειτουργία και γενικότερα θα υποστηρίζουν την καλή υγεία του ατόμου.
Σε συνδυασμό με την κατάλληλη μορφή φυσικής δραστηριότητας, στη συμβολή της διατήρησης του σωματικού βάρους και της ισχνής μάζας σώματος εντός των φυσιολογικών ορίων.
Την αποφυγή ή την καθυστέρηση εμφάνισης υποσιτισμού λόγω είτε του συνδρόμου απίσχνασης (wasting syndrome), είτε της φαρμακευτικής αγωγής, ή εξαιτίας άλλων παραμέτρων.
Την αποφυγή αλληλεπιδράσεων τροφίμων και φαρμάκων.
Την τροποποίηση του διαιτολογίου ανάλογα με την εμφάνιση νέων ή παλιότερων αλλεργιών ή δυσανεξιών σε ορισμένα τρόφιμα, αλλά και σε επιπλοκές της HIV λοίμωξης.
Την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων που σχετίζονται με τη διατροφή μέσω της παρακολούθησης και της τροποποίησης των διατροφικών συστάσεων.
Η παροχή διαιτολογικής υποστήριξης στους ασθενείς με HIV λοίμωξη αποσκοπεί στην διατήρηση ενός, κατά το δυνατό, φυσιολογικού τρόπου διατροφής και ζωής γενικότερα, μέσω ρεαλιστικών και εύκολα επιτεύξιμων παρεμβάσεων.
Οι παρεμβάσεις αυτές είναι εξατομικευμένες στις ανάγκες του κάθε ασθενούς και διακρίνονται από ευελιξία, επιτρέποντας έτσι στο άτομο την υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου διατροφής, στηριγμένου στις δικές του ανάγκες αλλά και προτιμήσεις.
Παράλληλα, είναι σαφές ότι οι διατροφικές συστάσεις είναι αναγκαίο να τροποποιούνται ανάλογα με την εξέλιξη της νόσου.

Αξιολόγηση του ασθενούς

Η έγκαιρη αναγνώριση των διατροφικών προβλημάτων είναι ιδιαίτερα σημαντική τόσο για την πρόληψη αλλά και για την αντιμετώπισή τους. Απαραίτητη για κάθε ασθενή με HIV λοίμωξη είναι η λεπτομερής διατροφική αξιολόγηση και εκτίμηση από εξειδικευμένο διαιτολόγο, με σκοπό την εφαρμογή προγραμμάτων διατροφικής παρέμβασης που στόχο θα έχουν την αποτροπή της εμφάνισης σοβαρών ανεπαρκειών που μπορούν να επιβαρύνουν την υγεία του ατόμου που πάσχει από HIV.
Ο τρόπος διατροφής του ασθενούς εξετάζεται από το διαιτολόγο για την επάρκειά του σε θρεπτικά συστατικά, ιδιαίτερα δε για τα θρεπτικά συστατικά εκείνα που σχετίζονται με τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Σε περιπτώσεις ασθενών με ιστορικό χρήσης ενδοφλέβιων ναρκωτικών ουσιών λαμβάνεται υπ’ όψη ότι τα άτομα αυτά συχνά υποσιτίζονται ή ακολουθούν ακατάστατο τρόπο διατροφής. Στα άτομα αυτά είναι απαραίτητο να τονιστεί η σημασία των σωστών διατροφικών επιλογών στην εξέλιξη της νόσου.
Εκτός από τον τρόπο διατροφής του ασθενούς σημαντική είναι και η εξέταση της διατροφικής του κατάστασης.
Η αξιολόγηση του παρόντος βάρους του ασθενούς ως ποσοστό επί του συνήθους βάρους του αποτελεί χρήσιμο και αξιόπιστο δείκτη για τη συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα.
Η παρακολούθηση των αλλαγών στις ανθρωπομετρικές παραμέτρους στους ασθενείς αυτούς είναι εύκολα επιτεύξιμη, δεδομένου ότι προσέρχονται για ιατρική παρακολούθηση ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Χρήσιμες μετρήσεις αποτελούν η αναλογία περιφέρειας μέσης προς περιφέρεια γλουτών, η περιφέρεια αυχένα, καθώς και μετρήσεις της σύστασης σώματος.
Τα αποτελέσματα των μετρήσεων είναι καλύτερα να συγκρίνονται με προυπάρχουσες μετρήσεις στο ίδιο άτομο και όχι με μετρήσεις αναφοράς για υγιή πληθυσμό. Η παρακολούθηση των αλλαγών στη σύσταση του σώματος σε αυτούς τους ασθενείς αποκτά ιδιαίτερο νόημα δεδομένου ότι με τον τρόπο αυτό μπορεί να διαπιστωθεί έγκαιρα η ύπαρξη λιποδυστροφίας και η αντιμετώπιση των συνακόλουθων επιπτώσεών της (δυσλιπιδαιμία, ινσουλινοαντίσταση) να είναι περισσότερο αποτελεσματική.
Εργαστηριακές μετρήσεις, όπως η αλβουμίνη ορού, η προαλβουμίνη, η τρανσφερίνη και η σιδηροδεσμευτική ικανότητα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παρακολούθηση των μεταβολών των σπλαχνικών πρωτεϊνών. Αντίθετα, άλλες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση του πρωτεϊνικού υποσιτισμού, όπως τα δερματικά τεστ και η μέτρηση του συνολικού αριθμού λεμφοκυττάρων δεν κρίνονται ως αξιόπιστες για το συγκεκριμένο πληθυσμό γιατί επηρεάζονται από την ανοσοανεπάρκεια που προκαλεί η HIV λοίμωξη.
Επίσης σημαντικό είναι να εξεταστούν διάφοροι ψυχολογικοί παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν τη λήψη τροφής. Ο φόβος, η κατάθλιψη, το άγχος και η κοινωνική απομόνωση των ασθενών αυτών μπορεί να επιδράσει αρνητικά στην όρεξή τους και να οδηγήσει στην ανεπαρκή λήψη θρεπτικών συστατικών.

Διατροφή ασθενούς με HIV λοίμωξη
Ο διαιτολόγος, ο οποίος ασχολείται με ασθενείς με HIV λοίμωξη έχει την ικανότητα να συνδυάζει τα δεδομένα που προκύπτουν από την αξιολόγηση του ασθενούς, το σχήμα της θεραπευτικής αγωγής του, τις ιδιαιτερότητες του τρόπου ζωής του, τις ανάγκες του σε θρεπτικά συστατικά αλλά και τα προβλήματα που προκύπτουν από την κατάσταση της υγείας του και παρέχει στον ασθενή εξατομικευμένες διατροφικές συμβουλές που εύκολα μπορούν να εφαρμοστούν. Η στενή συνεργασία του διαιτολόγου με την ιατρική ομάδα διασφαλίζει το σχεδιασμό ενός διατροφικού προγράμματος που καλύπτει πλήρως τις ανάγκες του ασθενούς και ταυτόχρονα είναι προσαρμοσμένο στο πρόγραμμα θεραπείας. Συστάσεις που δεν προκύπτουν από τη συνεργασία της ιατρικής ομάδας με τον εξειδικευμένο διαιτολόγο μπορεί να μην είναι οι ενδεδειγμένες για το συγκεκριμένο ασθενή και σε ορισμένες περιπτώσεις να δημιουργήσουν επιπρόσθετο προβλήματα σε αυτόν.

Τα κυριότερα χαρακτηριστικά της δίαιτας για ασθενείς με HIV παρατίθενται παρακάτω.
Ενέργεια
Οι ενεργειακές ανάγκες διαφοροποιούνται σημαντικά σε ασθενείς με HIV λοίμωξη, ανάλογα με την κατάσταση της υγείας τους κατά το χρόνο της προσβολής τους από τον ιό, την εξέλιξη της λοίμωξης και την εμφάνιση επιπλοκών, οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν τη διατροφική πρόσληψη και την αξιοποίηση των θρεπτικών συστατικών.
Για τον υπολογισμό της βασικής ενεργειακής δαπάνης (Basal Energy Expenditure, ΒΕΕ)  μπορεί να χρησιμοποιηθεί η εξίσωση των Harris Benedict και οι συνολικές ενεργειακές ανάγκες να υπολογιστούν με τη χρήση ανάλογου παράγοντα stress.
Συγκεκριμένα προτείνεται ο πολλαπλασιασμός του ΒΕΕ με συντελεστή stress 1,3 σε περιπτώσεις όπου σκοπός της παρέμβασης είναι η διατήρηση και 1,5 σε περιπτώσεις όπου απαιτείται η αποκατάσταση των αποθεμάτων του οργανισμού.
Παράλληλα σε εμπύρετες καταστάσεις προτείνεται η επιπλέον αύξηση των ενεργειακών αναγκών κατά 13% για κάθε βαθμό °C πάνω από τη φυσιολογική θερμοκρασία σώματος.
Ένας άλλος τρόπος υπολογισμού και κάλυψης των ενεργειακών αναγκών του ατόμου είναι η χορήγηση 30-35 Kcal/Kg του παρόντος σωματικού βάρους.
Σε περιπτώσεις υπέρβαρων ή παχύσαρκων ασθενών οι ενεργειακές ανάγκες υπολογίζονται με τη χρήση του επιθυμητού ή ενεργά μεταβολικού σωματικού βάρους.
Πρωτεΐνες
Οι ασθενείς με HIV λοίμωξη θεωρείται ότι έχουν αυξημένες πρωτεϊνικές ανάγκες, αν και απαιτούνται επιπλέον μελέτες για να αποδειχθεί ότι η αυξημένη διαιτητική πρόσληψη πρωτεΐνης μπορεί να αποτρέψει την υποθρεψία και την αλλαγή στη σύσταση σώματος που προκαλεί η HIV λοίμωξη. Έτσι, η Ευρωπαϊκή Εταιρία Εντερικής και Παρεντερικής Διατροφής (European Society of Parenteral and Enteral Nutrition, ESPEN) συστήνει πρωτεϊνική πρόσληψη της τάξης των 1-1,7 g/Kg του παρόντος σωματικού βάρους.
Σε περιπτώσεις σοβαρά πλημμελούς διατροφής το άτομο μπορεί να χρειάζεται περίπου 2 g/kg πρωτεϊνών ημερησίως.
Σε περιπτώσεις υπέρβαρων ή παχύσαρκων ασθενών οι πρωτεϊνικές ανάγκες υπολογίζονται με τη χρήση του επιθυμητού ή ενεργά μεταβολικού σωματικού βάρους. Η σύσταση αυτή μπορεί να εφαρμοστεί σε όλους τους ασθενείς με HIV, με εξαίρεση αυτούς που έχουν αναπτύξει νεφροπάθεια ή ηπατοπάθεια λόγω HIV.
Στην περίπτωση αυτή οι συστάσεις προσαρμόζονται στις αντίστοιχες συστάσεις για μη προσβεβλημένους από την HIV λοίμωξη ασθενείς που πάσχουν από τις αντίστοιχες νόσους.
Υγρά
Οι ανάγκες σε υγρά για τους ασθενείς με HIV δεν διαφέρουν από τις ανάγκες του γενικού πληθυσμού και υπολογίζονται ως 30- 35 ml/Kg σωματικού βάρους. Στη σύσταση αυτή προστίθεται επιπλέον ποσότητα υγρών κατά περίπτωση, ικανή να καλύψει τις απώλειες που προκύπτουν από διάρροιες, εμετούς, νυχτερινές εφιδρώσεις και παρατεταμένο εμπύρετο.
Οι ανάγκες σε υγρά μπορούν να υπολογιστούν και με την παρακάτω μέθοδο:

Για τα πρώτα 10 κιλά 100 ml/Κg/ημέρα
Για το επόμενα 10 κιλά 50 ml/Kg/ημέρα
Για τα υπόλοιπα κιλά 20 ml/Κg/ημέρα
Εκτός από την αναπλήρωση των υγρών, σε περιπτώσεις εμετών και διαρροιών προσοχή δίνεται στην αναπλήρωση των ηλεκτρολυτών.
Βιταμίνες και μέταλλα
Οι ακριβείς ανάγκες των ασθενών με HIV λοίμωξη σε βιταμίνες και μέταλλα δεν έχουν προσδιοριστεί.
Σύμφωνα με στοιχεία που προκύπτουν από διάφορες μελέτες, τα επίπεδα των βιταμινών Α, Ε, Β6, και C, των καροτενοειδών, του σεληνίου και του ψευδαργύρου στο αίμα είναι χαμηλότερα των φυσιολογικών, τόσο σε ασυμπτωματικούς όσο και σε συμπτωματικούς ασθενείς, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι ασθενείς αυτοί έχουν υψηλότερες ανάγκες από τον γενικό πληθυσμό.
Για το λόγο αυτό η λήψη συμπληρώματος βιταμινών και μετάλλων στα επίπεδα της Συνιστώμενης Διαιτητικής Πρόσληψης θεωρείται ότι μπορεί να καλύψει τις τυχόν αυξημένες ανάγκες του συγκεκριμένου πληθυσμού, ενώ κρίνεται επιβεβλημένη εφόσον η διατροφική τους πρόσληψη είναι ανεπαρκής.
Εάν η πρόσληψη από το στόμα δεν είναι επαρκής, συστήνεται ένα καθημερινό συμπλήρωμα με πολυβιταμίνες και μεταλλικά στοιχεία που να παρέχει 100% της RDA για κάθε ένα θρεπτικό συστατικό.

Τα χαμηλά επίπεδα βιταμινών και μεταλλικών στοιχείων στους ιστούς μπορούν να αναστείλουν τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και μερικές μελέτες έχουν πράγματι δείξει χαμηλά επίπεδα βιταμινών Β12, Β6, Α και Ε, φυλλικού οξέος και ψευδαργύρου. Τα φάρμακα επίσης μπορεί να εμποδίσουν την απορρόφηση αλλά και τη δραστικότητα (δράση) των βιταμινών και των μεταλλικών στοιχείων.
Οι ασθενείς με HIV λοίμωξη δεν πρέπει να παίρνουν υπερβολικές δόσεις οποιασδήποτε βιταμίνης ή μεταλλικού στοιχείου. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι μεγάλες δόσεις οποιουδήποτε θρεπτικού συστατικού μπορεί να επηρεάσουν την πορεία της νόσου και επιπλέον κάποια θρεπτικά συστατικά μπορεί να είναι τοξικά σε μεγάλες δόσεις.
Διατροφική Υποστήριξη
Εάν κριθεί ότι οι ασθενείς δεν καλύπτουν τις διατροφικές ανάγκες τους πρέπει να υιοθετηθεί κάποια μέθοδος διατροφικής υποστήριξης το συντομότερο δυνατόν. Αρχικά προτείνεται ο εμπλουτισμός του διαιτολογίου με τρόφιμα που παρέχουν σημαντικές ποσότητες θρεπτικών συστατικών και ενέργειας σε σχετικά μικρό όγκο τροφής (energy and nutrient dense foods) αλλά και ο εμπλουτισμός των τροφών που καταναλώνει ο ασθενής ούτως ώστε να αυξηθεί το περιεχόμενό τους σε θρεπτικά συστατικά. Εάν η διατροφική πρόσληψη του ασθενούς παραμένει χαμηλή, συστήνεται η χρήση συμπληρωμάτων πρωτεΐνης και ενέργειας δια στόματος.
Εάν ο ασθενής δεν μπορέσει να διατηρήσει επαρκή διατροφική πρόσληψη δια στόματος πρέπει να εξεταστεί η χορήγηση τεχνητής διατροφής, εντερικά ή παρεντερικά.
Συνήθως προτιμάται η εντερική οδός, όπου αυτό είναι δυνατό, γιατί είναι λιγότερο πιθανό να υπάρξουν σηπτικές επιπλοκές και γιατί βοηθάει στη διατήρηση του GI βλεννογόνου, που αποτελεί ένα φραγμό στις λοιμώξεις.
Η παρεντερική σίτιση μπορεί να είναι απαραίτητη εάν ο πεπτικός σωλήνας δεν λειτουργεί ή όταν οι θερμιδικές ανάγκες είναι τόσο υψηλές που δεν μπορούν να καλυφθούν εντελώς μέσω της εντερικής οδού σίτισης. Επιπλέον η παρεντερική σίτιση είναι ιδιαίτερα δαπανηρή.
Η κάλυψη των αναγκών του ασθενούς μέσω της τεχνητής διατροφής είναι πολύ σημαντική, δεδομένου ότι, σύμφωνα με μελέτες, ασθενείς με HIV, που σιτίζονταν μέσω εντερικής σίτισης ή λάμβαναν συμπληρώματα διατροφής δια στόματος, κατάφεραν να διατηρήσουν και να αυξήσουν το βάρος τους.

Διαιτολογική παρέμβαση σε παθολογικές καταστάσεις που συνοδεύουν την HIV λοίμωξη
Καθώς η νόσος εξελίσσεται γίνονται ολοένα και πιο εμφανή τα κλινικά σημεία και συμπτώματα που το χαρακτηρίζουν. Πριν ξεκινήσει η χρήση της αντιρετροϊκής θεραπείας (HAART), η εικόνα που παρουσιάζει η πλειοψηφία των ασθενών με HIV είναι αυτή ενός ατόμου με έντονα σημεία υποσιτισμού και μαρασμού.

Η χρήση των αντιρετροϊκών φαρμάκων έχει βοηθήσει στην βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των ασθενών και στην διατήρηση της διατροφικής τους κατάστασης σε καλό επίπεδο για σημαντικά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Βέβαια, οι ασθενείς με HIV αντιμετωπίζουν αρκετά προβλήματα που σχετίζονται με τη διατροφική τους κατάσταση και αποδίδονται είτε σ’ αυτήν κάθε αυτή την λοίμωξη ή στις παρενέργειες της φαρμακευτικής που αναγκάζονται να ακολουθούν. Τα σημαντικότερα από αυτά είναι η διάρροια και η δυσαπορρόφηση, προβλήματα στη στοματική κοιλότητα και τον οισοφάγο, ανορεξία, αδυναμία, μεταβολές στη σύσταση σώματος και μεταβολικές ανωμαλίες.

HIV διάρροια και δυσαπορρόφηση
Η διάρροια είναι από τα σοβαρότερα αλλά και πιο συνήθη προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ασθενείς με HIV λοίμωξη, αφού η πλειοψηφία των ατόμων αυτών θα αναπτύξει διάρροια σε κάποιο στάδιο της νόσου.
Η διάρροια στους ασθενείς με HIV είναι πολυπαραγοντική και η αιτία της στις περισσότερες περιπτώσεις δύσκολο να αναγνωριστεί. Σε μεγάλο ποσοστό αποδίδεται στην ανάπτυξη παθογόνων μικροοργανισμών στον εντερικό αυλό ως αποτέλεσμα των ανοσολογικών μεταβολών και του υποσιτισμού. Τα επεισόδια της διάρροιας έχουν ως αποτέλεσμα την απώλεια τουλάχιστον 600 Kcal/ημέρα μέσω των κοπράνων, με αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις είναι δύσκολη η κάλυψη των ενεργειακών αναγκών του ασθενούς. Αυτό μπορεί να αποδοθεί και στην απροθυμία ορισμένων ασθενών να καταναλώσουν οποιαδήποτε μορφή τροφής με το φόβο ότι θα ενταθούν τα συμπτώματα της διάρροιας.

Διαβάστε περισσότερα στο iator.gr

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση