Η
αγοραστική
δύναμη
των
καταναλωτών
στην
Ελλάδα
παραμένει
από
τις
χαμηλότερες
στην
ΕΕ,
σύμφωνα
με
πρόσφατα
στοιχεία.
Παρά
τις
αυξήσεις
στον
κατώτατο
μισθό
τα
τελευταία
χρόνια,
η
ακρίβεια,
ο
πληθωρισμός
και
η
αύξηση
του
κόστους
ζωής
περιορίζουν
τη
δυνατότητα
των
νοικοκυριών
να
καλύπτουν
βασικές
ανάγκες.
H
ασφυκτική
κατάσταση
στην
οποία
έχουν
περιέλθει
οι
Έλληνες
καταναλωτές
τους
οδηγεί
συχνά
σε
φθηνότερες
επιλογές,
όπως
προϊόντα
ιδιωτικής
ετικέτας.
Οι
υποσχέσεις
της
κυβέρνησης
για
ανάπτυξη
και
ευημερία
ηχούν
πλέον
κενές
μπροστά
στην
σκληρή
πραγματικότητα
των
άδειων
πορτοφολιών.
Οι
πωλήσεις
προϊόντων
ιδιωτικής
ετικέτας
στην
Ελλάδα
παρουσιάζουν
σταθερή
ανοδική
τάση
τα
τελευταία
χρόνια
Είναι
χαρακτηριστικό
πως
τον
Ιανουάριο
του
2024
τα
προϊόντα
ιδιωτικής
ετικέτας
αντιπροσώπευαν
το
36%
του
καλαθιού
νοικοκυριού.
Αυτό
το
ποσοστό
είναι
το
υψηλότερο
που
έχει
καταγραφεί
σε
19
χρόνια
έρευνας
από
το
Οικονομικό
Πανεπιστήμιο
Αθηνών
(ΟΠΑ).
Το
2024,
ο
τζίρος
των
σούπερ
μάρκετ
εκτιμάται
στα
1,94
δισ.
ευρώ,
με
το
20%
να
προέρχεται
από
ιδιωτικές
ετικέτες.
Φθηνότερες
επιλογές
για
να
αντιμετωπίσουν
την
ακρίβεια
κάνουν
τα
ελληνικά
νοικοκυριά.
Οι
κατηγορίες
με
τη
μεγαλύτερη
διείσδυση
σε
προϊόντα
ιδιωτικής
ετικέτας
Παραδοσιακά
ισχυρές
κατηγορίες
για
τις
ιδιωτικές
ετικέτες
περιλαμβάνουν
τα
προϊόντα
χαρτιού
και
τα
κατεψυγμένα
τρόφιμα.
Οι
κατηγορίες
με
τη
μεγαλύτερη
διείσδυση
περιλαμβάνουν
είδη
νοικοκυριού,
τρόφιμα
(π.χ.
ζυμαρικά,
ρύζι,
γάλα,
φέτα)
και
είδη
προσωπικής
υγιεινής.
Κατηγορίες
με
σημαντική
διείσδυση
ιδιωτικών
ετικετών
περιλαμβάνουν
τα
αλλαντικά,
τα
παγωτά,
τις
μαρμελάδες,
τη
κατεψυγμένη
ζύμη
και
τα
κονσερβοποιημένα/κατεψυγμένα
λαχανικά.
Το
93%
των
Ελλήνων
αγοράζει
τακτικά
τέτοια
προϊόντα,
έναντι
77%
το
2010.
Τα
στοιχεία…
«τρομάζουν»
Η
συνεχής
αύξηση
του
κόστους
ζωής
δεν
περνά
απαρατήρητη
στην
αγορά
επηρεάζοντας
το
σύνολο
της
οικονομίας.
Σύμφωνα
με
τις
τελευταίες
μετρήσεις
της
NielsenIQ
(YTD
στοιχεία
μέχρι
30
Μαρτίου)
υψηλόβαθμα
στελέχη
της
αγοράς
εκτιμούν
ότι
ο
κλάδος
του
λιανεμπορίου
τροφίμων
θα
συνεχίσει
να
αυξάνει
τον
τζίρο
του
και
το
2025,
ωστόσο
με
πιο
μετριοπαθή
ρυθμό
σε
σχέση
με
πέρυσι.
Όσον
αφορά
στους
πωλούμενους
όγκους,
η
πρόβλεψη
για
την
πορεία
τους
το
2025
είναι
ότι
θα
παραμείνουν
σχετικά
αμετάβλητοι.
Σε
ό,τι
αφορά
τις
μεγαλύτερες
προκλήσεις
αυτήν
τη
στιγμή
για
τον
κλάδο,
τόσο
βραχυπρόθεσμα
όσο
και
μεσοπρόθεσμα
η
μείωση
της
αγοραστικής
δύναμης
των
καταναλωτών
αποτελεί
τον
δεύτερο
μεγαλύτερο
κίνδυνο,
ο
οποίος
θα
μπορούσε
να
αποτελέσει
τροχοπέδη
στην
αναπτυξιακή
πορεία
του
κλάδου
σε
ποσοστά
μεταξύ
56%
και
53%,
αντίστοιχα.
Η
κυβερνητική
κανονιστική
ρύθμιση
της
αγοράς
βρίσκεται
στην
κορυφή
σε
ποσοστό
56%
και
68%,
αντίστοιχα.
Η
αγοραστική
δύναμη
των
πολιτών
εξακολουθεί
να
παραμένει
πολύ
κάτω
από
το
2008.
Τα
κακά…
μαντάτα
Θυμίζουμε
πως
σύμφωνα
με
τα
στοιχεία
για
το
2024
που
δημοσίευσε
η
Eurostat
η
Ελλάδα
κατατάσσεται
προτελευταία
όσον
αφορά
το
κατά
κεφαλήν
ΑΕΠ
σε
όρους
αγοραστικής
δύναμης.
Στη
πρώτη
θέση
βρίσκεται
το
Λουξεμβούργο
και
στην
τελευταία
η
Βουλγαρία.
Η
αγοραστική
δύναμη
των
πολιτών
εξακολουθεί
να
παραμένει
πολύ
κάτω
από
το
2008,
πριν
δηλαδή
ξεσπάσει
η
κρίση
χρέους,
σε
αντίθεση
με
ό,τι
συνέβη
στις
άλλες
χώρες
που
γνώρισαν
τα
μνημόνια,
όπως
η
Ιρλανδία,
η
Κύπρος
και
η
Πορτογαλία.
Το
κατά
κεφαλήν
Ακαθάριστο
Εγχώριο
Προϊόν
(ΑΕΠ)
σε
μονάδες
αγοραστικής
δύναμης
διαμορφώθηκε
για
την
Ελλάδα
στο
70%
του
μέσου
όρου
της
ΕΕ
το
2024,
από
69%
το
2023
και
64%
το
2021.
Ηταν
όμως
93
μονάδες
το
2008
και
το
2009,
έχοντας
υποχωρήσει
έως
τις
62
μονάδες
το
2020.
Η
αγοραστική
δύναμη
της
Ελλάδας
στις
70
μονάδες,
όταν
της
ΕΕ
είναι
100,
σημαίνει
ότι
ο
Ελληνας
μπορεί
να
αγοράσει
με
τα
ίδια
χρήματα
το
70%
που
μπορεί
να
αγοράσει
ο
μέσος
Ευρωπαίος.