Τι αναζητούν οι Τούρκοι αγοραστές ακινήτων στην Ελλάδα

Οι
ελληνοτουρκικές
σχέσεις
χαρακτηρίζονται
παραδοσιακά
από
ένταση
και
καχυποψία,
ωστόσο
τα
τελευταία
χρόνια
παρατηρείται
μια
αξιοσημείωτη
αύξηση
των
Τούρκων
επισκεπτών
αλλά
και
επενδυτών
στην
Ελλάδα

κυρίως
στα
νησιά
του
ανατολικού
Αιγαίου.

Το
φαινόμενο
αυτό
ενισχύεται
από
τις
ευνοϊκές
ρυθμίσεις
για
βίζα,
αλλά
και
από
το
πρόγραμμα
της
«χρυσής
βίζας»,
που
επιτρέπει
την
αγορά
ακινήτων
με
αντάλλαγμα
άδεια
διαμονής.
Πού
στοχεύουν
οι
Τούρκοι
επενδυτές
και
ποιοι
είναι
οι
κοινωνικοπολιτικοί
αντίκτυποι;

Το
σχετικό
ρεπορτάζ
της
«Ντόιτσε
Βέλε»
αναφέρει:

Τι
αναζητούν
οι
Τούρκοι
που
αγοράζουν
ακίνητα
στην
Ελλάδα

«Η
σχέση
της
Ελλάδας
με
τη
γειτονική
Τουρκία
παραμένει
σύνθετη
και
πολλές
φορές
αμφίθυμη.
Η
Τουρκία
συχνά
αντιμετωπίζεται
ως
απρόβλεπτος
και
επιθετικός
γείτονας,
γεγονός
που
οδηγεί
την
Αθήνα
να
επενδύει
σταθερά
πάνω
από
το
3%
του
ΑΕΠ
της
σε
αμυντικές
δαπάνες.
Παρ’
όλα
αυτά,
οι
Τούρκοι
πολίτες
είναι
ευπρόσδεκτοι
ως
τουρίστες
και
επενδυτές,
ιδίως
στα
νησιά
του
ανατολικού
Αιγαίου,
όπου
εντοπίζεται
έντονη
δραστηριότητά
τους.

Το
2024
καταγράφηκε
εντυπωσιακή
αύξηση
της
τουρκικής
τουριστικής
ροής
προς
την
Ελλάδα,
με
περισσότερους
από
1,5
εκατομμύριο
επιβάτες
να
ταξιδεύουν
με
φέρι
από
την
Τουρκία.
Το
2023
ο
αντίστοιχος
αριθμός
ήταν
περίπου
800.000.

Η
περίπτωση
της
Λέρου

Η
Λέρος,
νησί
με
βαρύ
ιστορικό
παρελθόν,
γνωστό
κάποτε
για
τη
λειτουργία
ψυχιατρείου,
έχει
εξελιχθεί
σε
δημοφιλή
καλοκαιρινό
προορισμό
για
εύπορους
Τούρκους
τουρίστες.
Από
την
Τουργκούτρεϊς,
κοντά
στο
Μπόντρουμ,
το
ταξίδι
με
φέρι
διαρκεί
μόλις
μία
ώρα

σε
αντίθεση
με
τις
σχεδόν
δέκα
ώρες
από
τον
Πειραιά.

Πολλοί
Τούρκοι
επισκέπτες
όχι
μόνο
διαμένουν
στο
νησί,
αλλά
αγοράζουν
και
εξοχικές
κατοικίες,
κάτι
που
οι
τοπικές
κοινωνίες
καλωσορίζουν
λόγω
της
οικονομικής
ώθησης.
Αντίστοιχη
εικόνα
παρουσιάζεται
και
σε
άλλα
νησιά
του
ανατολικού
Αιγαίου,
όπως
η
Λέσβος,
η
Χίος
και
η
Σάμος,
όπου
η
τουρκική
παρουσία
έχει
ενισχυθεί
από
το
πρόγραμμα
απλοποιημένης
βίζας
που
ισχύει
από
το
2023
για
δέκα
νησιά.

Μάλιστα,
χιλιάδες
Τούρκοι
επέλεξαν
τη
Λέσβο
τον
Μάρτιο
του
2025
για
να
γιορτάσουν
το
Σεκέρ
Μπαϊράμ,
τη
γιορτή
που
σηματοδοτεί
το
τέλος
του
Ραμαζανιού.

Η
αύξηση
των
επενδύσεων

Παράλληλα
με
τον
τουρισμό,
αυξάνονται
και
οι
τουρκικές
επενδύσεις,
κυρίως
στον
τομέα
των
ακινήτων.
Το
2024,
οι
τουρκικές
επενδύσεις
στην
Ελλάδα
έφτασαν
τα
548
εκατ.
δολάρια,
δέκα
φορές
περισσότερες
σε
σχέση
με
το
2022,
σύμφωνα
με
την
Κεντρική
Τράπεζα
της
Τουρκίας.

Το
ενδιαφέρον
αυτό
συνδέεται
με
το
πρόγραμμα
«χρυσής
βίζας»
που
προσφέρει
άδεια
παραμονής
πέντε
ετών
και
ελεύθερη
μετακίνηση
στον
χώρο
Σένγκεν
για
επενδύσεις
σε
ακίνητα.
Το
2024
καταγράφηκαν
9.289
αιτήσεις,
εκ
των
οποίων
1.356
προήλθαν
από
Τούρκους
υπηκόους

οι
δεύτεροι
σε
αριθμό
μετά
τους
Κινέζους.

Ελεύθερη
μετακίνηση
για
τους
λίγους

Το
πρόγραμμα
αυτό
επέτρεψε
σε
πολλούς
εύπορους
πολίτες
εκτός
ΕΕ
να
αποκτήσουν
πρόσβαση
στην
Ελλάδα
και
την
ΕΕ
γενικότερα.
Ωστόσο,
η
αύξηση
της
ζήτησης
οδήγησε
σε
σημαντική
άνοδο
των
τιμών
ακινήτων,
ιδίως
στην
Αθήνα
και
τη
Θεσσαλονίκη,
περιορίζοντας
την
πρόσβαση
των
Ελλήνων
μεσαίων
εισοδημάτων
στην
κατοικία.

Αυτό
οδήγησε
την
ισπανική
κυβέρνηση
να
καταργήσει
πρόσφατα
το
αντίστοιχο
πρόγραμμα,
ενώ
η
ελληνική
κυβέρνηση
προς
το
παρόν
το
διατηρεί,
αυξάνοντας
όμως
σταδιακά
το
ελάχιστο
ύψος
επένδυσης.

Από

Σεπτεμβρίου
2024,
το
όριο
επένδυσης
διαμορφώθηκε
στα
800.000
ευρώ
για
την
Αττική,
τη
Θεσσαλονίκη,
τη
Μύκονο,
τη
Σαντορίνη
και
τα
νησιά
με
πληθυσμό
άνω
των
3.100
κατοίκων.
Για
τις
υπόλοιπες
περιοχές,
το
όριο
τέθηκε
στα
400.000
ευρώ.

Πολιτική
ένταση
και
ανησυχίες

Παρά
τις
αυξήσεις
αυτές,
η
ζήτηση
παραμένει
υψηλή,
με
Τούρκους,
Αμερικανούς,
Κινέζους,
Ρώσους
και
Ισραηλινούς
να
εξακολουθούν
να
επενδύουν.
Οι
επενδύσεις
Τούρκων
σε
ευαίσθητες
περιοχές,
όπως
η
Θράκη
και
τα
νησιά
του
Αιγαίου,
έχουν
προκαλέσει
ανησυχίες,
κυρίως
ανάμεσα
σε
πολίτες
και
πολιτικούς
συντηρητικών
πεποιθήσεων.

Μέσα
στη
Νέα
Δημοκρατία,
αρκετοί
βουλευτές
της
παραδοσιακής
δεξιάς
εκφράζουν
ενόχληση
για
την
εξωτερική
πολιτική
Μητσοτάκη
απέναντι
στην
Τουρκία,
την
οποία
θεωρούν
υπερβολικά
ήπια.
Το
ζήτημα
των
ακινήτων
έχει
γίνει
αντικείμενο
εσωτερικής
πολιτικής
αντιπαράθεσης
και
πίεσης
προς
την
ηγεσία».

Αφήστε μια απάντηση