Σε
ένα
ανυπέρβλητο
εμπόδιο
για
πολλούς
υποψήφιους
δικαιούχους
εξελίσσεται
το
Σπίτι
μου
2.
Παράγοντες
της
αγοράς
αναφέρουν
ότι
το
πρόγραμμα
αυξάνει
τη
ζήτηση
σε
μια
αγορά
που
στερείται
προσφοράς
ακινήτων.
Μιλώντας
στον
ΟΤ
πρόεδρος
του
Συλλόγου
Μεσιτών
Αθηνών
–
Αττικής,
Λευτέρης
Ποταμιάνος
τόνισε
ότι
ακίνητα
δεν
υπάρχουν
και
το
πρόγραμμα
Σπίτι
μου
2
έχει
«βαλτώσει».
Πρόσθεσε
ότι
το
σημαντικότερο
προβλήματα
αφορά
στην
αλλαγή
των
κριτηρίων
παλαιότητας
των
κατοικιών
σε
σχέση
με
το
πρώτο
πρόγραμμα,
με
αποτέλεσμα
τα
επιλέξιμα
σπίτια
που
δεν
χρειάζονται
ανακαίνιση
να
είναι
πολύ
λίγα,
ειδικά
στις
περιοχές
υψηλής
ζήτησης.
Η
εξεύρεση
ακινήτων
εξακολουθεί
να
είναι
το
μεγάλο
αγκάθι
Την
ίδια
στιγμή,
ο
περιορισμός
ως
προς
την
παλαιότητα
του
ακινήτου
που
υπάρχει
στο
πρόγραμμα
Σπίτι
μου
2
και
αφορά
την
έκδοση
οικοδομικής
άδειας
το
2005
και
ανέγερση
του
οικήματος
έως
το
2007,
αυξάνει
τον
βαθμό
δυσκολίας
εξεύρεσης
κατοικιών
προς
πώληση.
Τα
περισσότερα
διαθέσιμα
ακίνητα
είναι
πολύ
παλιά,
κατασκευασμένα
πριν
από
50
χρόνια
τα
οποία
ωστόσο
πωλούνται
σε
ιδιαιτέρως
ψηλές
τιμές.
Καθυστερήσεις
στο
μεταξύ
παρατηρούνται
στη
διαδικασία
τεχνικού
και
νομικού
ελέγχου,
ενώ
σχεδόν
όλα
τα
ακίνητα
πρέπει
να
περάσουν
από
«τακτοποίηση»
και
να
λάβουν
ενεργειακό
πιστοποιητικό.
Εγκρίσεις
για
Σπίτι
μου
2
Μέσα
στους
πρώτους
2,5
μήνες
λειτουργίας
έχουν
εγκριθεί
4.356
δάνεια
αξίας
520
εκατ.
ευρώ
(26%
του
συνολικού
προϋπολογισμού
των
2
δισ.
ευρώ).
Σε
σύγκριση
με
την
προηγούμενη
φάση
του
προγράμματος,
καταγράφεται
αύξηση
στον
αριθμό
των
υπαγωγών
και
βελτιωμένοι
όροι
συμμετοχής,
σύμφωνα
με
ανακοίνωση
του
Υπουργείου
Κοινωνικής
Συνοχής
και
Οικογένειας.
Αυτό
πρακτικά,
σημαίνει
ότι
ο
ενδιαφερόμενος
έχει
βεβαιωθεί
ότι
είναι
επιλέξιμος
για
το
πρόγραμμα,
έχει
λάβει
προέγκριση
από
τραπεζικό
ίδρυμα,
έχει
βρει
ακίνητο
με
βάση
τα
χαρακτηριστικά
του
προγράμματος
(συμπεριλαμβανομένης
της
ηλεκτρονικής
ταυτότητας
κτηρίου)
και
έχει
προχωρήσει
η
αίτηση
του
στην
Ελληνική
Αναπτυξιακή
Τράπεζα,
όπου
έχει
επιβεβαιωθεί
η
υπαγωγή
στο
πρόγραμμα.
Ακίνητα…
παλιά
και
ερείπια
«φρενάρουν»
το
πρόγραμμα
Το
αντίστοιχο
χρονικό
διάστημα
λειτουργίας
του
Προγράμματος
«Σπίτι
μου
Ι»
είχαν
υπαχθεί
3.381
δάνεια.
Το
45%
των
ήδη
εγκεκριμένων
δανείων
στο
πλαίσιο
του
«Σπίτι
μου
ΙΙ»
αφορά
σε
επωφελούμενους
έως
37
ετών,
το
60%
σε
έγγαμους,
το
58%
σε
δικαιούχους
με
εισοδήματα
από
12
έως
24
χιλιάδες
ευρώ,
ενώ
έχουν
δοθεί
440
δάνεια
με
πρόσθετη
επιδότηση
επιτοκίου
σε
τρίτεκνες-πολύτεκνες
οικογένειες.
Τα
ακίνητα
Την
ίδια
στιγμή,
τις
αγοραστικές
ευκαιρίες
στο
πλαίσιο
του
προγράμματος
δίνει
μέσα
από
τη
βάση
δεδομένων
της
η
Resolut
Cepal
Greece.
Στον
Δήμο
Αθηναίων,
τα
περισσότερα
διαθέσιμα
ακίνητα
προέρχονται
από
τη
δεκαετία
του
1970
με
τη
μέση
επιφάνεια
των
κατοικιών
να
κυμαίνεται
κυρίως
μεταξύ
65
και
75
τ.μ..
Εξαίρεση
αποτελεί
η
Κυψέλη
με
84
τ.μ.,
γεγονός
που
πιθανώς
οφείλεται
στη
διαθεσιμότητα
παλαιότερων,
πιο
ευρύχωρων
διαμερισμάτων.
Ο
μέσος
όροφος
παραμένει
σταθερά
κοντά
στον
2ο
όροφο.
Στην
Ανατολική
Αττική
οι
δημοτικές
ενότητες
με
το
νεότερο
οικιστικό
απόθεμα
διαθέτουν
μέσο
έτος
κατασκευής
από
το
1994
έως
το
1998,
με
τα
πιο
πρόσφατα
ακίνητα
να
εντοπίζονται
στο
Κορωπί.
Οι
τιμές
κυμαίνονται
μεταξύ
1.680€
και
2.480€
ανά
τ.μ.,
ενώ
η
μέση
επιφάνεια
των
κατοικιών
κυμαίνεται
από
78
έως
96
τ.μ..
Οι
περισσότερες
βρίσκονται
στον
1ο
ή
2ο
όροφο.
Οι
περιοχές
αυτές
χαρακτηρίζονται
από
νεότερα
και
μεγαλύτερα
ακίνητα,
σε
αντίθεση
με
τα
πυκνοδομημένα
κέντρα,
καθιστώντας
τες
ελκυστικές
για
οικογένειες
και
όσους
αναζητούν
περισσότερους
χώρους
διαβίωσης.
Στον
Βόρειο
Τομέα
Αθηνών,
οι
δημοτικές
ενότητες
με
το
νεότερο
οικιστικό
απόθεμα
διαθέτουν
κατοικίες
με
μέσο
έτος
κατασκευής
από
το
1982
έως
το
1991,
με
τα
πιο
πρόσφατα
ακίνητα
να
εντοπίζονται
στα
Μελίσσια.
Οι
τιμές
ανά
τ.μ.
κυμαίνονται
μεταξύ
2.165€
και
2.600€,
ενώ
η
μέση
επιφάνεια
των
κατοικιών
κυμαίνεται
από
78
έως
83
τ.μ..
Οι
περισσότερες
κατοικίες
βρίσκονται
στον
1ο
ή
2ο
όροφο.
Στον
Δυτικό
Τομέα
Αθηνών,
οι
δημοτικές
ενότητες
με
το
νεότερο
οικιστικό
απόθεμα
διαθέτουν
κατοικίες
με
μέσο
έτος
κατασκευής
κυρίως
τη
δεκαετία
του
1980,
με
τα
πιο
πρόσφατα
ακίνητα
να
εντοπίζονται
στο
Καματερό
το
1991.
Οι
τιμές
ανά
τ.μ.
κυμαίνονται
μεταξύ
1.750€
και
1.890€,
ενώ
η
μέση
επιφάνεια
των
κατοικιών
κυμαίνεται
από
81
έως
93
τ.μ..
και
κυρίως
στον
1ο
όροφο.
Οι
περιοχές
αυτές
προσφέρουν
μεγαλύτερα
και
νεότερα
ακίνητα
σε
σχέση
με
το
κέντρο
της
Αθήνας,
αποτελώντας
ελκυστικές
επιλογές
για
όσους
αναζητούν
πιο
προσιτές
τιμές.
Στον
Κεντρικό
Τομέα
Αθηνών,
οι
δημοτικές
ενότητες
με
το
νεότερο
οικιστικό
απόθεμα
διαθέτουν
κατοικίες
με
μέσο
έτος
κατασκευής
από
το
1977
έως
το
1981,
με
τα
πιο
πρόσφατα
ακίνητα
να
εντοπίζονται
στο
Γαλάτσι.
Οι
τιμές
ανά
τ.μ.
κυμαίνονται
από
1.750€
έως
2.460€,
ενώ
η
μέση
επιφάνεια
των
κατοικιών
κυμαίνεται
από
68
έως
81
τ.μ..
Οι
περισσότερες
κατοικίες
βρίσκονται
στον
1ο
ή
2ο
όροφο.
Παρόλο
που
το
οικιστικό
απόθεμα
είναι
σχετικά
παλαιότερο
σε
σχέση
με
άλλες
περιοχές
της
Αττικής,
οι
ενότητες
αυτές
εξακολουθούν
να
αποτελούν
δημοφιλείς
επιλογές
λόγω
της
εγγύτητάς
τους
στο
κέντρο
και
της
σχετικά
προσιτής
αγοράς
ακινήτων.
Στον
Νότιο
Τομέα
Αθηνών,
οι
δημοτικές
ενότητες
με
το
νεότερο
οικιστικό
απόθεμα
διαθέτουν
κατοικίες
με
μέσο
έτος
κατασκευής
από
το
1978
έως
το
1983,
με
τις
πιο
πρόσφατες
να
εντοπίζονται
στη
Γλυφάδα.
Οι
τιμές
ανά
τ.μ.
κυμαίνονται
από
2.270€
(έως
2.780€,
ενώ
η
μέση
επιφάνεια
των
κατοικιών
κυμαίνεται
από
73
έως
80
τ.μ..
Οι
περισσότερες
κατοικίες
βρίσκονται
στον
1ο
ή
2ο
όροφο.
Οι
περιοχές
αυτές
συνδυάζουν
τη
γειτνίαση
με
τη
θάλασσα,
τις
αναβαθμισμένες
υποδομές
και
τη
σχετικά
πρόσφατη
οικιστική
ανάπτυξη,
καθιστώντας
τες
ελκυστικές
για
αγοραστές
που
αναζητούν
σύγχρονα
ακίνητα
σε
προνομιακές
τοποθεσίες.
Στον
Πειραιά,
οι
δημοτικές
ενότητες
με
το
νεότερο
οικιστικό
απόθεμα
διαθέτουν
κατοικίες
με
μέσο
έτος
κατασκευής
από
το
1982
έως
το
1987,
με
τα
πιο
πρόσφατα
ακίνητα
να
εντοπίζονται
στο
Πέραμα.
Οι
τιμές
ανά
τ.μ.
κυμαίνονται
από
1.580€
έως
2.030€,
ενώ
η
μέση
επιφάνεια
των
κατοικιών
κυμαίνεται
από
77
έως
85
τ.μ..
Οι
περισσότερες
κατοικίες
βρίσκονται
στον
2ο
όροφο.
Στη
Δυτική
Αττική,
η
μόνη
δημοτική
ενότητα
με
περισσότερα
από
100
διαθέσιμα
ακίνητα
ήταν
τα
Άνω
Λιόσια
(1.540€/τ.μ.,
μέσο
έτος
κατασκευής
1996,
μέση
επιφάνεια
92
τ.μ.,
1ος
όροφος),
γι’
αυτό
και
δεν
συμπεριλαμβάνεται
στην
παρουσίαση
των
περιοχών
με
το
νεότερο
οικιστικό
απόθεμα.
Στον
Δήμο
Θεσσαλονίκης,
το
μεγαλύτερο
μέρος
του
διαθέσιμου
οικιστικού
αποθέματος
προέρχεται
από
τη
δεκαετία
του
1970.
Ωστόσο,
υπάρχει
διαφοροποίηση
στη
μέση
επιφάνεια
των
κατοικιών,
η
οποία
κυμαίνεται
κυρίως
μεταξύ
59
και
76
τ.μ.
Οι
τιμές
ανά
τ.μ.
παρουσιάζουν
διακυμάνσεις,
με
τις
υψηλότερες
στο
Ιστορικό
Κέντρο
(2.580€/τ.μ.)
και
την
Παλαιά
Παραλία
(2.330€/τ.μ.),
ενώ
πιο
προσιτές
επιλογές
εντοπίζονται
στη
Χαριλάου
(1.935€/τ.μ.).
Ο
μέσος
όροφος
κυμαίνεται
κυρίως
μεταξύ
του
2ου
και
3ου.
Στην
Περιφερειακή
Ενότητα
Θεσσαλονίκης,
οι
δήμοι
με
το
νεότερο
οικιστικό
απόθεμα
διαθέτουν
κατοικίες
με
μέσο
έτος
κατασκευής
από
το
1994
έως
το
2001,
με
τα
πιο
πρόσφατα
ακίνητα
να
εντοπίζονται
στο
Ωραιόκαστρο
και
τη
Θέρμη.
Οι
τιμές
ανά
τ.μ.
κυμαίνονται
από
1.130€
έως
1.780€,
ενώ
η
μέση
επιφάνεια
των
κατοικιών
κυμαίνεται
από
84
έως
109
τ.μ.,
με
τα
μεγαλύτερα
ακίνητα
να
βρίσκονται
στο
Ωραιόκαστρο.
Οι
περισσότερες
κατοικίες
βρίσκονται
στον
1ο
ή
2ο
όροφο.
Οι
περιοχές
αυτές
προσφέρουν
πιο
σύγχρονα
και
ευρύχωρα
ακίνητα
σε
σχέση
με
το
κέντρο
της
Θεσσαλονίκης,
καθιστώντας
τες
ελκυστικές
για
οικογένειες
που
αναζητούν
μεγαλύτερους
χώρους
διαβίωσης
και
νεότερες
κατασκευές.
Οι
ενδεικτικοί
δήμοι
στην
υπόλοιπη
Ελλάδα
διαθέτουν
κατοικίες
με
μέσο
έτος
κατασκευής
από
το
1982
έως
το
1992,
με
τα
νεότερα
ακίνητα
να
εντοπίζονται
στην
Ξάνθη
(1992).
Οι
τιμές
ανά
τ.μ.
κυμαίνονται
από
1.080€
(Κατερίνη,
Σέρρες)
έως
1.830€
(Καλαμάτα),
ενώ
η
μέση
επιφάνεια
των
κατοικιών
κυμαίνεται
μεταξύ
78
και
97
τ.μ.,
με
τα
μεγαλύτερα
ακίνητα
να
βρίσκονται
στην
Κατερίνη.
Οι
περισσότερες
κατοικίες
είναι
στον
2ο
όροφο.
Οι
πόλεις
αυτές
συγκεντρώνουν
σχετικά
νεότερο
και
πιο
ευρύχωρο
οικιστικό
απόθεμα
σε
προσιτές
τιμές,
αποτελώντας
εναλλακτικές
επιλογές
για
όσους
αναζητούν
στέγαση
εκτός
των
δύο
μεγάλων
αστικών
κέντρων.