Η
εκμετάλλευση
της
ακίνητης
περιουσίας
είναι
πηγή
εισοδήματος
για
έναν
στους
τρεις
ιδιοκτήτες
ακινήτων,
σύμφωνα
με
νέα
έρευνα
της
Focus
Bari
για
λογαριασμό
του
Συλλόγου
Μεσιτών
Αθηνών-Αττικής.
Το
παραπάνω
εύρημα
επιβεβαιώνει
ότι
η
κατοικία
στην
Ελλάδα
μετατρέπεται
όλο
και
περισσότερο
σε
επενδυτικό
προϊόν,
ενώ
παράλληλα
αποτελεί
βασική
εναλλακτική
πηγή
εισοδήματος
για
μια
ευρεία
μάζα
μικρο-ιδιοκτητών.
Άλλωστε
πρόσφατη
έρευνα,
της
ίδιας
εταιρείας,
έδειξε
ότι
πάνω
από
τους
μισούς
Έλληνες
(55%)
έχουν
και
άλλες
πηγές
εισοδήματος
πλην
του
μισθού
(είτε
έχουν
μόνιμη
απασχόληση
είτε
όχι).
Από
αυτούς
ο
ένας
στους
τέσσερις
βασίζεται
σε
έσοδα
τα
από
ενοίκια
ή
Airbnb
για
να
συμπληρώσει
το
«μηνιάτικο»
–
ποσοστό
πολύ
υψηλότερο
ποσοστό
από
όσους
έχουν
δεύτερη
δουλειά
(3%)
ή
έσοδα
από
επιδόματα
ή
σύνταξη
(2%).
Πανάκριβα
τα
ενοίκια
Η
συντριπτική
πλειοψηφία
των
συμμετεχόντων
στην
έρευνα
(84%)
παραδέχεται
ότι
τα
ενοίκια
σήμερα
είναι
πολύ
υψηλά
σε
σχέση
με
τα
εισοδήματα.
Ωστόσο
οι
ιδιοκτήτες
που
νοικιάζουν
ακίνητα
συμφωνούν
λιγότερο
με
την
άποψη
αυτή.
Μόλις
το
47%
όσων
έχουν
έσοδα
από
ακίνητα
συμφωνούν
πολύ
ότι
τα
ενοίκια
είναι
υπερβολικά
υψηλά,
έναντι
66%
όσων
ιδιοκτητών
δεν
έχουν
κάποιο
έσοδο
από
την
ακίνητη
περιουσία
τους.
Το
γεγονός
ότι
ακόμα
και
όσοι
εκμισθώνουν
ακίνητα
αναγνωρίζουν
σε
μεγάλο
βαθμό
ότι
τα
ενοίκια
«έχουν
ξεφύγει»,
μας
δείχνει
το
μέγεθος
του
στεγαστικού
προβλήματος.
Οι
πιο
φτωχοί
νοικιάζουν
Τα
ποσοστά
ιδιοκατοίκησης
στην
Ελλάδα
συνεχώς
υποχωρούν,
και
σύμφωνα
με
τη
Eurostat
έχουν
πέσει
oριακά
κάτω
από
70%.
Η
νέα
έρευνα
της
Focus
Bari
μας
δείχνει
ακόμα
χαμηλότερα
ποσοστά,
στο
50%
(με
άλλο
ένα
15%
να
κατοικεί
χωρίς
ενοίκιο,
ως
φιλοξενούμενος
ή
σε
παραχωρημένη
οικία).
Στον
αντίποδα
οι
ενοικιαστές
έχουν
φτάσει
το
35%,
ποσοστό
υψηλότερο
σημαντικά
υψηλότερο
από
τον
παγκόσμιο
μέσο
όρο,
αλλά
και
από
τον
μέσο
όρο
της
ΕΕ,
όπου
περίπου
το
30%
διαμένει
σε
ενοικιαζόμενη
κατοικία.
Οι
ενοικιαστές
είναι
αναλογικά
περισσότεροι
ανάμεσα
στα
χαμηλότερα
εισοδήματα.
Από
τις
οικογένειες
που
έχουν
ετήσιο
εισόδημα
νοικοκυριού
ως
20.000
ευρώ,
σχεδόν
οι
τέσσερις
στις
δέκα
νοικιάζουν
σπίτι,
ενώ
στα
εισοδήματα
άνω
των
30.000
ευρώ
νοικιάζει
το
25%.
Ιδιοκτήτες
και
εισοδήματα
από
ακίνητα
Από
το
33%
των
ιδιοκτητών
που
έχει
εισόδημα
από
ακίνητα,
οι
επτά
στους
δέκα
αποκομίζουν
λιγότερο
από
10.000
ευρώ
(μέσο
εισόδημα
από
ενοίκια
9.722
ευρώ).
Ένα
μεγάλο
ποσοστό
(45%)
εισπράττει
μάξιμουμ
μέχρι
5.000
ευρώ.
Το
γεγονός
αυτό
συνηγορεί
υπέρ
της
μείωσης
των
φορολογικών
συντελεστών
για
τα
εισοδήματα
από
ενοίκια,
με
αναθεώρηση
της
κλίμακας
που
ισχύει
ως
τώρα.
Προς
το
παρόν
τα
ενοίκια
φορολογούνται
με
15%
από
το
πρώτο
ευρώ,
μέχρι
το
εισόδημα
των
12.000
ευρώ
ετησίως.
Από
αυτό
το
ποσό
και
πάνω
και
ως
τα
35.000
ευρώ
ο
φορολογικός
συντελεστής
αυξάνεται
στο
45%,
και
από
τα
35.001
ευρώ
και
πάνω
στο
45%.
Η
μείωση
της
φορολογίας
στα
εισοδήματα
από
ενοίκια
είναι
ένα
πάγιο
αίτημα
των
ιδιοκτητών-εκμισθωτών,
με
το
επιχείρημα
ότι
θα
βοηθήσει
στη
συγκράτηση
ή
και
στη
μείωση
των
τιμών.
Ήδη
από
τα
τέλη
του
2023
το
υπουργείο
Οικονομίας
και
Οικονομικών
φέρεται
να
επεξεργάζεται
σχέδια
για
αλλαγή
στις
φορολογικές
όμως
μέχρι
τώρα
δεν
έχει
προχωρήσει
σε
κάποια
ρύθμιση.
Το
τελευταίο
διάστημα
ωστόσο
επανέρχονται
δριμύτερα
τα
σενάρια
«κουρέματος»
της
φορολόγησης,
με
εισαγωγή
περισσότερων
διαβαθμίσεων.
Μια
εκδοχή
που
φαίνεται
να
κερδίζει
έδαφος
είναι
η
φορολόγηση
των
εισοδημάτων
από
ενοίκια
ως
5.000
ευρώ
με
5%
ή
7%,
από
15%
που
ισχύει
ως
τώρα.
Ενοίκιο
ή
δόση
στεγαστικού;
Το
μέσο
μηνιαίο
μίσθωμα
για
όσους
νοικιάζουν
διαμέρισμα,
σύμφωνα
πάντα
με
τη
δημοσκόπηση
της
Focus
Bari
είναι
τα
440
ευρώ.
Το
ποσό
αυτό
πάντως
δεν
συνάδει
με
το
ζητούμενο
μέσο
μηνιαίο
μίσθωμα
για
διαμέρισμα
κατάλληλο
για
οικογένεια
στην
πρωτεύουσα.
Για
παράδειγμα,
σύμφωνα
με
τους
δείκτες
τιμών
της
πλατφόρμας
Spitogatos,
ένα
διαμέρισμα
80
τ.μ.
στο
κέντρο
της
Αθήνας
νοικιάζεται
κατά
μέσο
όρο
έναντι
892
ευρώ
(11,15
ευρώ
το
τ.μ),
τιμή
απλησίαστη
για
την
πλειονότητα
των
μισθωτών.
Ακόμα
και
στα
πιο
οικονομικά
δυτικά
προάστια,
ένα
αντίστοιχο
διαμέρισμα
έχει
μέσο
ζητούμενο
μίσθωμα
σχεδόν
690
ευρώ.
Στην
έρευνα
της
Focus
Bari
αντιθέτως,
το
75%
των
ενοικιαστών
εμφανίζεται
να
πληρώνει
ως
600
ευρώ
το
μήνα.
Οι
τέσσερις
στους
δέκα
(39%)
πληρώνουν
από
400
ως
600
ευρώ
και
το
36%
από
200
ως
400
ευρώ.
Το
ενοίκιο
και
η
δόση
ενυπόθηκου
δανείου
φαίνεται
σταδιακά
να
συγκλίνουν.
Αυτή
τη
στιγμή
ο
ένας
στους
τρεις
ιδιοκτήτες
εξυπηρετεί
στεγαστικό
δάνειο,
με
μέση
μηνιαία
δόση
τα
488
ευρώ.
Τόσο
οι
δόσεις
των
δανείων
όσο
και
τα
ενοίκια
είναι
σημαντική
επιβάρυνση
για
ιδιοκτήτες
και
ενοίκους
–
αφού
αποτελούν
πάνω
από
το
40%
ενός
μέσου
μισθού
(1050
ευρώ
καθαρά).
Ένα
άλλο
στοιχείο
που
δείχνει
ότι
οι
δόσεις
των
στεγαστικών
δανείων
είναι
δυσανάλογα
υψηλές
ως
προς
το
εισόδημα,
είναι
ότι
ακόμα
και
όσοι
έχουν
ετήσιο
εισόδημα
ως
10.000
ευρώ,
πληρώνουν
κατά
μέσο
όρο
461
ευρώ
το
μήνα
για
στεγαστικό
δάνειο.
Αυτό
σημαίνει
ότι
πάνω
από
το
55%
των
εισοδημάτων
πηγαίνει
για
την
εξυπηρέτηση
των
δανείων
–
γεγονός
που
εν
μέρει
εξηγεί
το
πρόβλημα
των
κόκκινων
δανείων.
Αύξηση
προσφοράς
Η
πλειονότητα
(72%)
θεωρεί
ότι
το
στεγαστικό
πρόβλημα
θα
μπορούσε
να
αμβλυνθεί
αν
η
πολιτεία
παρείχε
φορολογικά
κίνητρα
για
να
διατεθούν
στην
αγορά
περισσότερα
ακίνητα
προς
μίσθωση.
Σχετικά
λιγότεροι
θεωρούν
ότι
θα
βοηθούσε
η
επιδότηση
ενοικίου
(64%).
Επιφυλακτικά
βλέπουν
οι
περισσότεροι
τους
περιορισμούς
στη
βραχυχρόνια
μίσθωση,
με
έξι
στους
δέκα
να
θεωρούν
ότι
δεν
μπορεί
να
επιλύσει
το
στεγαστικό
πρόβλημα.
Το
ακίνητο
ως
επένδυση
Η
πλειονότητα
(60%)
θεωρεί
ότι
οι
τιμές
των
ακινήτων
θα
αυξηθούν
κι
άλλο
το
επόμενη
πενταετία.
Μόνο
12%
περιμένει
σταθεροποίηση
και
11%
μείωση
των
τιμών.
Οσοι
δεν
έχουν
ακίνητο
θεωρούν
ότι
οι
τιμές
θα
αυξηθούν
σε
ποσοστό
66%,
έναντι
58%
όσων
έχουν
ήδη
κάποιο
ακίνητο.
Η
στροφή
στα
ακίνητα
ως
επενδυτικό
προϊόν
αποτυπώνεται
και
στις
απαντήσεις
των
ερωτηθέντων
σε
σχέση
με
το
ενδιαφέρον
αγοράς.
Από
το
18%
που
ενδιαφέρεται
να
αγοράσει
ακίνητο
τα
επόμενα
δύο
χρόνια,
μόνο
οι
μισοί
το
θέλουν
για
ιδιοκατοίκηση.
Ο
ένας
στους
δύο
επιδιώκει
να
το
αξιοποιήσει
ως
πηγή
εισοδήματος
–
αφού
τα
ενοίκια
συνεχώς
αυξάνονται.
Πρόκειται
για
έναν
αλληλοτροφοδοτούμενο
φαύλο
κύκλο,
που
από
τη
μία
καταδεικνύει
την
ενίσχυση
του
επενδυτικού
χαρακτήρα
των
ακινήτων,
από
την
άλλη
τη
δυσκολία
απόκτησης
πρώτης
κατοικίας
για
όσους
«ζουν
από
το
μισθό
τους».
Όσο
η
αντίθεση
αυτή
μεγεθύνεται,
τόσο
πιο
απρόβλεπτες
και
εκρηκτικές
είναι
οι
κοινωνικές
συνέπειες
που
κυοφορούνται.