Ελληνική οικονομία: Μετά τη θετική αξιολόγηση από την DBRS το ενδιαφέρον στρέφεται στη Moody’s

Μετά
την
ετυμηγορία
της
DBRS
αργά
χθες
βράδυ,
η
οποία

αναβάθμισε
σε
θετικό
το
outlook
του
ελληνικού
αξιόχρεου
,
το
ενδιαφέρον
των
αγορών
στρέφεται
πλέον
στον
χρησμό
της
Moody’s,
τον
μόνο
από
τους
διεθνείς
οίκους
αξιολόγησης
που
δεν
έχει
δώσει
ακόμα
την
πολυπόθητη
επενδυτική
βαθμίδα
στην
ελληνική
οικονομία.
Ο
αμερικανικός
οίκος
δίνει
το
ραντεβού
του
με
την
Αθήνα
την
επόμενη
Παρασκευή
13
Σεπτεμβρίου.
Σημειώνεται
ότι
σήμερα
βαθμολογεί
την
Ελλάδα
με
Ba1
(χωρίς
επενδυτική
βαθμίδα)
με
σταθερές
προοπτικές.

Το
κέρδος
για
τα
ελληνικά
ομόλογα
μπορεί
να
φτάσει
στα
20
δισ.
ευρώ

Οι
προσδοκίες
πάντως
είναι
μεγάλες,
καθώς
το
στέλεχος
του
διεθνούς
οίκου,
Κόλιν
Έλις,
μιλώντας
προσφάτως
σε
συνέδριο
του
Economist,

άνοιξε
ένα
παράθυρο
για
αναβάθμιση
της
ελληνικής
οικονομίας
στην
επενδυτική
βαθμίδα
.

Πάντως,
δεν
είναι
λίγοι
οι
αναλυτές
που
θεωρούν
ότι
η
επενδυτική
κοινότητα
αντιμετωπίζει
τα
ελληνικά
περιουσιακά
στοιχεία
σαν
να
έχουν
ήδη
λάβει
την
επενδυτική
βαθμίδα.
Υπενθυμίζεται
ότι
ο οίκος
Moody’s
είναι
ο
μεγαλύτερος
στον
κόσμο,
γι’
αυτό
και
η
δυνητική
ζήτηση
σε
περίπτωση
αναβάθμισης
για
τα
ελληνικά
ομόλογα
μπορεί
να
φτάσει
πλέον
ακόμη
και
στα
20
δισ.
ευρώ.

Στα
ραντάρ
της
S&P
η
ελληνική
οικονομία

Με
ιδιαίτερο
ενδιαφέρον
αναμένεται
και
η
αξιολόγηση
της
Standard
&
Poor’s
στις
18
Οκτωβρίου.
Ο
μεγαλύτερος
οίκος
δίνει
θετικές
προοπτικές
στο
ελληνικό
αξιόχρεο
και
πιθανή
αναβάθμιση
θα
αποτελούσε
σαφές
μήνυμα
προς
τις
αγορές,
βελτιώνοντας
συνολικά
το
επενδυτικό
προφίλ
της
χώρας.
Ωστόσο
διατηρεί
το
αξιόχρεο
στη
βαθμίδα
ΒΒΒ-.

Σειρά
στις
22
Νοεμβρίου
έχει
η
Fitch,
η
οποία
αξιολογεί
την
ελληνική
οικονομία
με
BBB-
και
σταθερό
outlook.
Η
χρονιά
θα
κλείσει
με
την
απόφαση
της Scope
στις
6
Δεκεμβρίου

Πάντως
και
οι
τέσσερις
επερχόμενες
αξιολογήσεις
αναμένεται
να
έχουν
συμπεριλάβει
και
τα
νέα
δεδομένα
που
θα
υπάρξουν.
Για
παράδειγμα,
το
θέμα
της
εκτίμησης
του
ελληνικού
ΑΕΠ
θα
συμπεριληφθεί
όπως
και
η
παρατηρούμενη
κόπωση
της
κυβέρνησης
σε
ό,τι
αφορά
τις
μεταρρυθμίσεις.
Στις
μεγαλύτερες
προκλήσεις
για
την
ελληνική
οικονομία
περιλαμβάνεται
το
μεγάλο
έλλειμμα
στο
ισοζύγιο
τρεχουσών
συναλλαγών.
Επιπλέον,
δεδομένου
του
μεγέθους
και
της
σημασίας
τομέων
όπως
ο
τουρισμός
και
η
ναυτιλία,
η
οικονομία
είναι
επιρρεπής
σε
εξωτερικούς
κραδασμούς,
κάτι
που
δημιουργεί
ζητήματα,
εξαιτίας
του
γεγονότος
ότι
η
ευρωζώνη
παρουσιάζει
ισχνή
ανάπτυξη.

Τι
είπε
η
DBRS

Όπως
αναφέρει
στην
ανακοίνωσή
της,
οι
αλλαγές
της
τάσης
αντικατοπτρίζουν
τις
προσδοκίες
της
Morningstar
DBRS
για
περαιτέρω
βελτίωση
των
θεμελιωδών
μεγεθών
του
τραπεζικού
συστήματος.

Ο
τραπεζικός
τομέας
είναι
πιθανό
να
συνεχίσει
να
διατηρεί
καλή
κερδοφορία,
μειώνοντας
τα
μη
εξυπηρετούμενα
δάνεια
(NPLs)
και
μειώνοντας
τις
αναβαλλόμενες
φορολογικές
πιστώσεις.
Οι
κληρονομιές
που
σχετίζονται
με
έναν
ισχυρό
δεσμό
με
την
κυβέρνηση
έχουν
επίσης
υποχωρήσει
ως
αποτέλεσμα
της
κυβερνητικής
απόφασης
να
πουλήσει
μεγάλο
μέρος
των
μετοχών
σε
συστημικές
τράπεζες.

Αναφέρει
επίσης,
ότι
η
επικείμενη
συγχώνευση
μεταξύ
της
Attica
Bank
και
της
Pancreta
Bank,
αν
και
θα
οδηγήσει
σε
δημόσια
ανακεφαλαιοποίηση
περίπου
500
εκατ.
ευρώ,
πιθανότατα
θα
βοηθήσει
τον
δείκτη
ΜΕΔ
του
τραπεζικού
συστήματος
να
μειωθεί
περαιτέρω
προς
τον
μέσο
όρο
της
ζώνης
του
ευρώ.

Ταμείο
Χρηματοπιστωτικής
σταθερότητας

Με
την
υγεία
του
τραπεζικού
συστήματος
να
βελτιώνεται,
το
Ελληνικό
Ταμείο
Χρηματοπιστωτικής
Σταθερότητας
προχώρησε
σε
σημαντικές
αποεπενδύσεις
σε
συστημικές
τράπεζες.
Αυτό
προσέλκυσε
ιδιώτες
επενδυτές
που
επέτρεψαν
στην
κυβέρνηση
να
πουλήσει
μεγάλο
μέρος
των
μετοχών
σε
συστημικές
τράπεζες,
γεγονός
που
συμβάλλει
στη
μείωση
της
σχέσης
με
τις
τράπεζες.

Ο
λόγος
δημόσιου
χρέους
προς
ΑΕΠ
παραμένει
ο
υψηλότερος
στη
ζώνη
του
ευρώ,
αλλά
βρίσκεται
σε
απότομη
καθοδική
τροχιά:
Η
ευνοϊκή
δομή
και
η
προληπτική
διαχείριση
του
χρέους
μετριάζουν
τους
κινδύνους

Το
δημόσιο
χρέος

Ο
δείκτης
του
ελληνικού
δημόσιου
χρέους
αναμένεται
να
συνεχίσει
να
μειώνεται,
επωφελούμενος
από
την
αύξηση
των
πρωτογενών
πλεονασμάτων,
τα
μέτρια
επιτόκια
και
την
υγιή,
αν
και
επιβραδυνόμενη,
ονομαστική
ανάπτυξη.
Ο
λόγος
του
χρέους
προς
το
ΑΕΠ
της
Ελλάδας
κορυφώθηκε
στο
207,0%
το
2020
πριν
πέσει
στο
161,9%
το
2023,
το
χαμηλότερο
επίπεδο
από
το
2010.
περαιτέρω
μειώσεις
είναι
πιθανό
να
σημειωθούν
μεσοπρόθεσμα.
Η
κυβέρνηση
προβλέπει
ότι
ο
λόγος
του
δημόσιου
χρέους
θα
συνεχίσει
να
μειώνεται
στο
152,7%
του
ΑΕΠ
φέτος,
υποδηλώνοντας
πτώση
περίπου
54
ποσοστιαίων
μονάδων
σε
μόλις
τέσσερα
χρόνια,
μια
από
τις
πιο
απότομες
μειώσεις
στη
σύγχρονη
εποχή.

Κατά
την
άποψη
της
Morningstar
DBRS,
οι
κίνδυνοι
για
τη
βιωσιμότητα
του
δημόσιου
χρέους
μετριάζονται
από
διάφορους
παράγοντες.

  • Πρώτον,
    η
    δομή
    του
    χρέους
    της
    Ελλάδας
    είναι
    πολύ
    ευνοϊκή
    με
    το
    100%
    του
    χρέους
    σε
    σταθερά
    επιτόκια
    μετά
    τις
    ανταλλαγές.
  • Δεύτερον,
    η
    μέση
    σταθμισμένη
    διάρκεια
    είναι
    πολύ
    υψηλή,
    αναμένεται
    να
    ανέλθει
    στα
    19
    έτη
    το
    2024
    και
    περίπου
    το
    70%
    του
    χρέους
    κατέχεται
    από
    τον
    επίσημο
    τομέα,
    γεγονός
    που
    καθιστά
    το
    χρέος
    λιγότερο
    επιρρεπές
    στην
    αστάθεια
    της
    αγοράς.
  • Τέλος,
    ο
    Ελληνικός
    Οργανισμός
    Διαχείρισης
    Δημοσίου
    Χρέους
    (ΦΔΔΑ)
    κατάφερε
    να
    υπερκαλύψει
    προσωρινά
    το
    χαρτοφυλάκιό
    του
    χρέους,
    μετριάζοντας
    τις
    επιπτώσεις
    της
    αύξησης
    του
    κόστους
    τόκων.
    Το
    2024,
    το
    μέσο
    πραγματικό
    επιτόκιο
    του
    μεσομακροπρόθεσμου
    χρέους
    αναμένεται
    να
    διαμορφωθεί
    στο
    1,3%.
    Αυτοί
    οι
    παράγοντες
    αποτελούν
    καλό
    οιωνό
    για
    την
    εμπιστοσύνη
    των
    επενδυτών
    και
    οι
    αποδόσεις
    των
    κρατικών
    ομολόγων
    συνεχίζουν
    να
    επωφελούνται
    από
    την
    ευνοϊκή
    ζήτηση,
    με
    το
    10ετές
    spread
    στα
    γερμανικά
    ομόλογα
    ελαφρώς
    πάνω
    από
    τις
    100
    μονάδες
    βάσης.

Το
δημόσιο
χρέος
της
Ελλάδας
επωφελείται
επίσης
από
μια
προληπτική
στρατηγική
διαχείρισης
του
χρέους
με
πρόωρες
αποπληρωμές
που
μείωσαν
το
βραχυπρόθεσμο
χρέος
και
εξομάλυναν
το
προφίλ
εξόφλησης.

Η
ελληνική
οικονομία
θα
συνεχίσει
να
υποστηρίζεται
από
επενδύσεις

Η
ελληνική
οικονομία
αναπτύχθηκε
κατά
2,0%
το
2023
χάρη
στην
ισχυρή
ανάπτυξη
της
ιδιωτικής
κατανάλωσης,
των
εξαγωγών
και
των
επενδύσεων.
Το
2024,
η
οικονομική
δραστηριότητα
της
χώρας
πιθανότατα
θα
συνεχίσει
να
ξεπερνά
τον
μέσο
όρο
της
ζώνης
του
ευρώ
επωφελούμενη
από
τη
χαλάρωση
των
συνθηκών
χρηματοδότησης,
την
αναμενόμενη
βελτίωση
του
εξωτερικού
περιβάλλοντος
και
τη
ροή
κεφαλαίων
της
ΕΕ.
Η
αύξηση
του
πραγματικού
ΑΕΠ
προβλέπεται
να
είναι
2,2%
φέτος
και
2,5%
το
2025,
σύμφωνα
με
εκτιμήσεις
της
Τράπεζας
της
Ελλάδος.
Η
αγορά
εργασίας
παραμένει
ανθεκτική
με
το
ποσοστό
ανεργίας
να
πέφτει
κάτω
από
το
10%
τον
Ιούνιο
του
2024
για
πρώτη
φορά
από
τον
Αύγουστο
του
2009,
αν
και
εξακολουθεί
να
είναι
πάνω
από
τον
μέσο
όρο
της
ΕΕ.
Όπως
και
άλλες
μικρές
οικονομίες,
η
Ελλάδα
εκτίθεται
σε
γεωπολιτικούς
κινδύνους
που
θα
μπορούσαν
να
επηρεάσουν
αρνητικά
τις
τουριστικές
και
ναυτιλιακές
βιομηχανίες
ή
να
οδηγήσουν
σε
άνοδο
των
τιμών
των
εμπορευμάτων
και
να
ασκήσουν
ανοδικές
πιέσεις
στις
τιμές.
Η
χώρα
παραμένει
επίσης
ευάλωτη
σε
ακραία
κλιματικά
φαινόμενα.

Το
νέο
μεσοπρόθεσμο
σχέδιο

Τις
επόμενες
ημέρες,
η
κυβέρνηση
θα
παρουσιάσει
το
μεσοπρόθεσμο
δημοσιονομικό
της
σχέδιο
στις
ευρωπαϊκές
αρχές
για
χρονικό
ορίζοντα
τεσσάρων
ετών
και
η
Morningstar
DBRS
δεν
προβλέπει
εκτροχιασμό
της
δημοσιονομικής
σύνεσης.
Οι
στόχοι
των
καθαρών
πρωτογενών
δαπανών
πιθανότατα
θα
είναι
σύμφωνοι
με
τους
νέους
δημοσιονομικούς
κανόνες
της
ΕΕ,
αντανακλώντας
την
ισχυρή
δέσμευση
της
ελληνικής
κυβέρνησης
σε
μια
συντηρητική
δημοσιονομική
στρατηγική.
Η
Morningstar
DBRS
αναμένει
από
την
κυβέρνηση
να
διατηρήσει
πρωτογενές
πλεόνασμα
2,0%
του
ΑΕΠ
ή
περισσότερο
για
παρατεταμένη
χρονική
περίοδο
πρόκληση,
αλλά
οι
ελληνικές
αρχές
έχουν
καλή
πορεία
στην
ταχεία
αποκατάσταση
των
δημοσιονομικών
λογαριασμών,
παρά
τις
πολλαπλές
κρίσεις
τα
τελευταία
χρόνια.

Οι
κίνδυνοι
για
τις
δημοσιονομικές
προοπτικές
παραμένουν
και
σχετίζονται
με
επιβράδυνση
της
ανάπτυξης
που
θα
μπορούσε
να
οδηγήσει
σε
ασθενέστερα
δημοσιονομικά
έσοδα,
ανανεωμένη
ενέργεια
και
πίεση
στις
τιμές
των
τροφίμων
που
θα
απαιτούσαν
πρόσθετα
μέτρα
στήριξης,
ακραία
γεγονότα
που
σχετίζονται
με
το
κλίμα
και
επιπτώσεις
στις
ενδεχόμενες
υποχρεώσεις.
Από
την
άλλη
πλευρά,
η
επίμονη
βελτίωση
των
δημοσιονομικών
εσόδων
χάρη
στα
κυβερνητικά
μέτρα
για
την
αύξηση
της
φορολογικής
συμμόρφωσης
μπορεί
να
αποφέρει
καλύτερα
από
τα
αναμενόμενα
δημοσιονομικά
αποτελέσματα.
Σύμφωνα
με
το
ΔΝΤ,
το
μερίδιο
της
παραοικονομίας
έχει
μειωθεί
σημαντικά
στο
16%
το
2021
από
περίπου
30%
το
2013
και
είναι
πιθανές
περαιτέρω
μειώσεις.
Αυτό
θα
ήταν
καλό
οιωνό
για
τη
δημοσιονομική
ικανότητα
στο
μέλλον.

Τα
πλεονάσματα

Επιπλέον,
τα
υγιή
και
αυξανόμενα
πρωτογενή
πλεονάσματα,
σε
συνδυασμό
με
την
υγιή
ονομαστική
ανάπτυξη,
θα
διευκολύνουν
την
περαιτέρω
σημαντική
μείωση
του
δημόσιου
χρέους
προς
το
ΑΕΠ,
το
οποίο
αναμένεται
να
μειωθεί
κάτω
από
140%
έως
το
2027
από
161,9%
το
2023.

Ο
οίκος
αναφέρει
ότι
η
εφαρμογή
των
διαρθρωτικών
μεταρρυθμίσεων
παραμένει
σε
καλό
δρόμο,
οι
οποίες,
μαζί
με
υψηλότερες
επενδύσεις
που
υποστηρίζονται
από
πόρους
της
Ευρωπαϊκής
Ένωσης
(ΕΕ),
αναμένεται
να
αυξήσουν
το
δυναμικό
του
ΑΕΠ.

Από
το
2021,
η
Ελλάδα
ξεπερνά
τον
μέσο
ρυθμό
ανάπτυξης
της
ζώνης
του
ευρώ
και
αυτό
είναι
πιθανό
να
συνεχιστεί
τα
επόμενα
δύο
χρόνια.
Το
ΑΕΠ
αναμένεται
να
επεκταθεί
κατά
περισσότερο
από
2,0%
τόσο
το
2024
όσο
και
το
2025.

Το
σχέδιο
ανάκαμψης
στην
ελληνική
οικονομία

Η
χώρα
συνεχίζει
να
σημειώνει
πρόοδο
στην
εκτέλεση
του
Σχεδίου
Ανάκαμψης
και
Ανθεκτικότητας,
το
οποίο
αναμένεται
να
βελτιώσει
το
επιχειρηματικό
περιβάλλον
της
χώρας,
να
ενισχύσει
την
παραγωγικότητα
και
να
συμβάλει
στη
μείωση
του
επενδυτικού
χάσματος
με
τους
ομολόγους
της
στη
ζώνη
του
ευρώ.
Σημαντικοί
πόροι
της
ΕΕ
παρέχουν
κίνητρα
για
την
εφαρμογή
μεταρρυθμίσεων
που
ενισχύουν
την
ανάπτυξη,
ενώ
υποστηρίζουν
τις
επενδύσεις
με
κεφάλαια
που
διοχετεύονται
επίσης
μέσω
του
ενισχυμένου
τραπεζικού
συστήματος.
Επιπλέον,
υπάρχει
ισχυρή
πολιτική
δέσμευση
για
τη
διατήρηση
μιας
συνετής
δημοσιονομικής
στρατηγικής,
που
αντανακλάται
στην
ταχεία
βελτίωση
του
πρωτογενούς
πλεονάσματος
παρά
τους
πολλαπλούς
κραδασμούς
που
έχει
αντιμετωπίσει
η
οικονομία
από
το
2020.
Οι
αξιολογήσεις
πιστοληπτικής
ικανότητας
περιορίζονται
από
τον
ακόμη
υψηλό
δείκτη
δημόσιου
χρέους,
το
μικρό
μέγεθος
της
οικονομίας
και
το
επίμονο
έλλειμμα
του
ισοζυγίου
τρεχουσών
συναλλαγών.

Η
Morningstar
DBRS
θα
μπορούσε
να
αναβαθμίσει
τις
αξιολογήσεις
πιστοληπτικής
ικανότητας
εάν
συμβεί
ένα
ή
συνδυασμός
των
παρακάτω:
(1)
περαιτέρω
βελτίωση
της
κατάστασης
του
τραπεζικού
συστήματος.
(2)
συνέχιση
των
υγιών
δημοσιονομικών
επιδόσεων,
υποστηριζόμενων
από
διατηρούμενα
πρωτογενή
πλεονάσματα
και
σημαντική
μείωση
του
λόγου
του
δημόσιου
χρέους.
ή
(3)
συνεχιζόμενη
εφαρμογή
μεταρρυθμίσεων
που
ενισχύουν
τις
επενδύσεις,
βελτιώνοντας
έτσι
τις
μακροπρόθεσμες
προοπτικές
ανάπτυξης.

Η
Morningstar
DBRS
θα
μπορούσε
να
αλλάξει
τις
τάσεις
στις
αξιολογήσεις
πιστοληπτικής
ικανότητας
και
πάλι
σε
σταθερή,
εάν
ο
τραπεζικός
τομέας
δεν
καταφέρει
να
μειώσει
τις
ευπάθειές
του,
η
προβλεπόμενη
μείωση
του
δείκτη
του
δημόσιου
χρέους
υποαποδώσει
σημαντικά
ή
εάν
η
βελτίωση
των
προοπτικών
ανάπτυξης
υπονομεύσει.
Οι
πιθανοί
παράγοντες
ενεργοποίησης
για
μια
υποβάθμιση
περιλαμβάνουν
ένα
ή
συνδυασμό
των
παρακάτω:
(1)
παρατεταμένη
αποδυνάμωση
της
δημοσιονομικής
πειθαρχίας
που
θέτει
τον
δείκτη
του
δημόσιου
χρέους
σε
μια
διαρκή
ανοδική
τάση.
(2)
ανατροπή
των
διαρθρωτικών
μεταρρυθμίσεων.

Πηγή:

ΟΤ

Αφήστε μια απάντηση