Συσσωρεύονται
οι
έρευνες
που
αποδεικνύουν
ότι
οι
κενές
θέσεις
εργασίας
στην
Ελλάδα
όχι
μόνο
βρίσκονται
σε
ιστορικά
υψηλά
επίπεδα
αλλά
αποτελούν
και
βόμβα
στην
ανάπτυξη
της
οικονομίας.
Σύμφωνα
με
νέα
έρευνα
της
Palmos
Αnalysis
για
λογαριασμό
της
Κεντρικής
Ένωσης
Επιμελητηρίων
Ελλάδας,
περισσότερες
από
1
στις
3
επιχειρήσεις
(37%)
δηλώνουν
έχουν
κενές
θέσεις
εργασίας.
Η
έρευνα
διεξήχθη
σε
αντιπροσωπευτικό
δείγμα
πάνω
από
5.000
επιχειρήσεων
σε
όλη
την
Ελλάδα,
διαφορετικού
μεγέθους
και
από
διαφορετικούς
κλάδους.
Τα
ποσοστά
είναι
ακόμα
υψηλότερα
στις
μεγαλύτερου
μεγέθους
επιχειρήσεις,
και
φτάνουν
στο
60%
σε
όσες
απασχολούν
πάνω
από
25
εργαζόμενου.
Tα
υψηλότερα
επίπεδα
κενών
θέσεων
εργασίας,
σε
σχέση
με
τον
πανελλαδικό
μέσο
όρο,
εντοπίζονται
στις
νησιωτικές
περιφέρειες
της
χώρας
και
δευτερευόντως
στη
Θεσσαλία.
Μάλιστα
πρωταγωνιστής
στις
κενές
θέσεις
εργασίας
είναι το
Νότιο
Αιγαίο,
όπου
σχεδόν
οι
μισές
επιχειρήσεις
(47%),
απαντάνε
ότι
λειτουργούν
με
λιγότερο
προσωπικό
από
όσο
απαιτείται.
Τα
υψηλότερα
ποσοστά
επιχειρήσεων
με
κενές
θέσεις
εργασίας
καταγράφονται
στους
κλάδους
της
εστίασης-καταλυμάτων,
στη
μεταποίηση
και
στις
κατασκευές
(από
48%
ως
55%).
Έλλειψη
εργαζομένων
δηλώνει
επίσης
σχεδόν
η
μία
στις
δύο
επιχειρήσεις
με
εξαγωγικό
χαρακτήρα
(48%).
800.000
άνεργοι,
260.000
κενές
θέσεις
εργασίας
Ο
μέσος
όρος
κενών
θέσεων
εργασίας
ανά
επιχείρηση
είναι
τα
δύο
άτομα,
ενώ
κατ’αναλογία
με
το
σύνολο
των
επιχειρήσεων
εκτιμάται
ότι
υπάρχουν
περίπου
260.000
κενές
θέσεις
εργασίας.
Το
28%
των
εργοδοτών
αναζητούν
απασχολούμενους
στην
παροχή
υπηρεσιών
και
πωλητές,
το
27%
ανειδίκευτους
εργάτες,
χειρώνακτες
και
μικροπωλητές
και
το
23%
ειδικευμένους
τεχνίτες
και
ασκούντες
συναφή
επαγγέλματα.
Ως
προς
τους
λόγους
που
οι
θέσεις
εργασίας
παραμένουν
κενές,
η
πλειονότητα
των
εργοδοτών
αναφέρουν
ως
βασικούς
λόγους
την
έλλειψη
ατόμων
που
ενδιαφέρονται
να
κάνουν
αυτό
το
είδος
εργασίας
(45%)
και
η
έλλειψη
ατόμων
με
τα
απαιτούμενα
προσόντα
–
δεξιότητες
–
εμπειρία
(36%)
είναι
οι
δύο
κύριοι
λόγοι
για
τους
οποίους
παραμένουν
κενές
θέσεις
εργασίας
στις
επιχειρήσεις.
Τον
Μάιο,
το
μήνα
που
ολοκληρώθηκε
η
έρευνα,
οι
καταγεγραμμένοι
άνεργοι
στα
μητρώα
της
ΔΥΠΑ
προσέγγιζαν
τους
800.000.
Τον
Ιούλιο
βέβαια,
και
λόγω
εποχικότητας,
το
ποσοστό
ανεργίας
μειώθηκε,
υποχωρώντας
για
πρώτη
φορά
μετά
το
2009
κάτω
από
το
ψυχολογικό
όριο
του
10%,
με
την
κυβέρνηση
να
πανηγυρίζει
για
την
αύξηση
της
απασχόλησης.
Πρέπει
ωστόσο
να
λάβουμε
υπ’όψιν
ότι
οι
άνεργοι
που
καταγράφει
η
ΕΛΣΤΑΤ
είναι
σημαντικά
λιγότεροι
από
τους
εγγεγραμμένους
ανέργους
(σχεδόν
490.000
τον
Μάιο
και
456.000
τον
Ιούλιο)
Επιπλέον,
η
Ελλάδα
παραμένει
η
χώρα
με
τη
δεύτερη
υψηλότερη
ανεργία
στην
ΕΕ,
μετά
την
Ισπανία
(11,5%)
ενώ
η
ανεργία
στους
νέους
και
τις
γυναίκες
παραμένει
σε
υψηλά
επίπεδα
(22,5%
και
12,2%
αντίστοιχα).
Οι
αιτίες
του
φαινομένου
Πού
οφείλεται
το
φαινομενικά
παράδοξο,
από
τη
μία
να
έχουμε
υψηλή
ανεργία,
και
από
την
άλλη
να
καταγράφουμε
ρεκόρ
στις
κενές
θέσεις
εργασίας;
Ο
Στέλιος
Γκιάλης,
καθηγητής
γεωγραφίας
της
εργασίας
στο
Πανεπιστήμιο
Αιγαίου
και
ο
Γιώργος
Καββαθάς,
πρόεδρος
της
Γενικής
Συνομοσπονδίας
Επαγγελματιών
Βιοτεχνών
Εμπόρων
Ελλάδας
και
της
Πανελλήνιας
Ομοσπονδίας
Εστιατορικών
και
Συναφών
Επαγγελμάτων,
αναλύουν
τις
αιτίες
του
φαινομένου.
Η
εξήγηση
ότι
οι
εργαζόμενοι
«απλώς
δεν
ενδιαφέρονται»
είναι
πολύ
απλουστευτική,
απαντά
ο
Στέλιος
Γκιάλης.
«Είναι
μια
καθαρά
νεοφιλελεύθερη
προσέγγιση.
Αντιλαμβάνεται
τα
ζητήματα
ως
έλλειψη
ισορροπίας
προσφοράς
και
ζήτησης».
Για
τον
ίδιο,
όταν
μιλάμε
για
κενές
θέσεις
εργασίας
τα
βασικά
θέματα
που
πρέπει
να
εξετάσουμε
είναι
δύο:
Πρώτον
αν
υπάρχουν
διαθέσιμα
εργατικά
χέρια.
Από
τα
μεγέθη
της
ανεργίας,
προκύπτει
ότι
υπάρχουν.
Φταίει
το
χάσμα
δεξιοτήτων;
Το
δεύτερο
θέμα,
υποστηρίζει
ο
καθηγητής,
είναι
«κατά
πόσο
το
χάσμα
δεξιοτήτων.που
εντοπίζεται
(mismatch)
είναι
πραγματικό
ή
όχι,
και
αν
οδηγεί
σε
ουσιαστικά
κενές
θέσεις
εργασίας
ή
όχι».
Όπως
εξηγεί,
«πολλές
φορές
οι
εργοδότες
αναφέρουν
ότι
δεν
μπορούν
να
βρουν
κατάλληλο
εργατικό
δυναμικό,
αλλά
δεν
το
συσχετίζουν
με
την
ποιότητα
της
προσφερόμενης
θέσης
εργασίας:
Μισθό,
ωράρια,
κίνητρα.
Αυτό
είναι
διαπιστωμένο
σε
πολλές
έρευνες,
μεταξύ
άλλων
και
στις
εκθέσεις
του
CEDEFOP
(Eυρωπαϊκό
Κέντρο
για
την
Ανάπτυξη
της
Επαγγελματικής
Κατάρτισης
–
φορέας
της
ΕΕ).
Αν
το
έκαναν
θα
διαπίστωναν
ότι
πολλές
δεκάδες
χιλιάδες
θέσεις
εργασίας
είναι
χαμηλά
αμοιβόμενες,
με
ωράρια
που
υπερβαίνουν
κατά
πολύ
το
οχτάωρο,
άρα
μη
ελκυστικές».
Δεν
φεύγουν
μόνο
επιστήμονες
και
καταρτισμένοι
επαγγελματίες,
αλλά
και
δυναμικό
από
τις
λεγόμενες
χαμηλές
δεξιότητες
Πράγματι,
στην
έρευνα
της
ΚΕΕΕ
μόλις
το
3%
δήλωσαν
ότι
οι
θέσεις
εργασίας
παραμένουν
κενές
λόγω
μη
ελκυστικών
αμοιβών
και
σχέσεων
εργασίας.
Αν
και
είναι
διαπιστωμένο
και
από
τις
έρευνες
του
ΙΝΕ-ΓΣΕΕ
ότι
οι
Έλληνες
εργαζόμενοι
είναι
από
τους
πλέον
κακοπληρωμένους
στην
Ευρώπη,
και
επίσης
εργάζονται
τις
περισσότερες
ώρες.
Φυγή
εργατικού
δυναμικού
Κάποιες
αιτίες
που
οι
άνεργοι
δεν
ψάχνουν
για
δουλειά,
σύμφωνα
με
τον
Στέλιο
Γκιάλη,
είναι
ότι
πολλοί
έχουν
τη
δυνατότητα
να
συντηρηθούν,
είτε
από
προηγούμενες
δουλειές
ή
οικογενειακά
εισοδήματα
ώστε
να
αναζητήσουν
κάτι
καλύτερο.
Κάποιοι
στρέφονται
στην
αυτοαπασχόληση
και
άλλη
στην
άτυπη
και
μαύρη
οικονομία:
Ευκαιριακά
μεροκάματα,
για
να
καλύπτουν
ένα
μέρος
των
αναγκών
τους,
και
συμβιβάζονται
με
«κάτι
λιγότερο».
Οι
εργοδότες
αναφέρουν
ότι
δεν
μπορούν
να
βρουν
κατάλληλο
εργατικό
δυναμικό,
αλλά
δεν
το
συσχετίζουν
με
την
ποιότητα
της
προσφερόμενης
θέσης
εργασίας
Μια
άλλη
αιτία
των
κενών
θέσεων
εργασίας
είναι
η
φυγή
εργατικού
δυναμικού
από
τη
χώρα.
«Δεν
φεύγουν
μόνο
επιστήμονες
και
καταρτισμένοι
επαγγελματίες,
αλλά
και
δυναμικό
από
τις
λεγόμενες
χαμηλές
δεξιότητες:
Ανειδίκευτοι
εργάτες,
εργάτες
γης.
Πολλοί
από
τους
μετανάστες
που
ήταν
στη
χώρα,
ειδικά
οι
Αλβανοί,
έχουν
φύγει
τα
παιδιά
τους
ή
οι
ίδιοι.
Ειδικά
τώρα
που
‘’έχει
ανοίξει
η
κάνουλα’’
στην
Ευρώπη,
και
υπάροχυν
θέσεις
εργασίας».
Ξεμείναμε
από
«γκαρσόνια
του
Αιγαίου»;
Ειδικά
για
την
περιφέρεια
του
Νοτίου
Αιγαίου,
όπου
σχεδόν
η
μία
στις
δύο
επιχειρήσεις
έχει
κενές
θέσεις
εργασίας,
ο
καθηγητής
απαντά
ότι
είναι
ξεκάθαρα
λόγω
τουρισμού.
Γιατί
όμως
«ξεμένουμε
από
τα
γκαρσόνια
του
Αιγαίου;».
Μήπως
οι
νέοι
«γυρίζουν
την
πλάτη
στις
γαλέρες
του
τουρισμού»,
φαινόμενο
που
καταγράφηκε
για
πρώτη
φορά
μετά
τη
λήξη
της
πανδημίας;
«Σε
ένα
βαθμό
εξακολουθεί
να
ισχύει
και
αυτό,
αν
και
κάποιες
μεγάλες
ξενοδοχειακές
μονάδες
έχουν
δώσει
καλύτερους
μισθούς.
Όμως
αν
το
δεις
συνδυαστικά,
το
πρόβλημα
δεν
μπορεί
να
λυθεί
από
τη
μια
μέρα
στην
άλλη.
Υπάρχουν
μεν
κενές
θέσεις
εργασίας,
αλλά
οι
περισσότεροι
εργαζόμενοι
στον
τουρισμό,
ειδικά
στη
Ρόδο
από
όπου
κατάγομαι,
δουλεύουν
όλη
τη
σεζόν
χωρίς
ρεπό.
Το
συνδέουν
μεν
με
κάποιες
έξτρα
αποδοχές,
όμως
τίθεται
θέμα
εξουθένωσης.
Πώς
θα
δουλέψει
κάποιος
όταν
εργάζεται
7
ημέρες
την
εβδομάδα,
χωρίς
ανάπαυση;».
Χαμηλό
εργατικό
κόστος
Ο
κ.
Γκιάλης
διαφωνεί
με
το
επιχείρημα
ότι
για
τις
κενές
θέσεις
εργασίας
ευθύνεται
πρωτίστως
η
έλλειψη
επαγγελματικής
κατάρτισης,
σε
τεχνικές
ειδικότητες.
«Υπάρχουν
άπειρες
ειδικότητες
στα
ΙΕΚ
με
κατάρτιση
σε
διαφορετικούς
τομείς.
Γιατί
οι
άνθρωποι
αυτοί
δεν
απορροφούνται
ή
δεν
είναι
διατεθειμένοι
να
δουλέψουν
στο
αντικείμενο
που
καταρτίστηκαν,
είναι
θέμα
προβληματισμού.
Το
ελληνικό
εκπαιδευτικό
σύστημα
όντως
μπορεί
να
να
χρήζει
διόρθωσης,
αλλά
είναι
λάθος
να
του
αποδίδουμε
πολύ
μεγαλύτερο
μερίδιο
ευθύνης
από
ό,τι
του
αντιστοιχεί».
Το
μεγαλύτερο
πρόβλημα
στην
ελληνική
αγορά
εργασίας,
ειδικά
στις
τουριστικές
επιχειρήσεις,
επιμένει
ο
καθηγητής
είναι
ότι
«έχουν
στραφεί
στη
λογική
του
χαμηλού
εργατικού
κόστους,
ειδικά
μετά
τα
μνημόνια».
Κατά
τη
γνώμη
του,
η
τάση
αυτή
«συνδέεται
με
το
ότι
ο
τρόπος
που
έχει
ενσωματωθεί
η
χώρα
μας
στην
παγκόσμια
αξιακή
αλυσίδα
είναι
μέσω
του
τουρισμού
χαμηλού
εισοδήματος.
Οι
τουρίστες
που
υποδεχόμαστε
είναι
πολλοί
αριθμητικά,
αλλά
αναλογικά
δεν
αφήνουν
πολλά
χρήματα
στη
χώρα.
Είναι
ένας
φαύλος
κύκλος».
Πρόεδρος
ΓΣΕΒΕΕ:
Φταίνε
τα
επιδόματα
και
η
έλλειψη
κατάρτισης
Στον
αντίποδα
της
ανάλυσης
του
καθηγητή
είναι
οι
απόψεις
του
προέδρου
της
ΓΣΕΒΕΕ
και
της
ΠΟΕΣΕ.
Ο
Γιώργος
Καββαθάς,
είναι
ξεκάθαρος
για
το
ποιος
ευθύνεται
για
τις
κενές
θέσεις
εργασίας:
Φταίνε
τα
επιδόματα
και
η
έλλειψη
κατάλληλου
επαγγελματικού
προσανατολισμού
και
επαγγελματικής
εκπαίδευσης-κατάρτισης.
«Καταρχάς
έχουμε
περίπου
800.000
ανέργους,
εκ
των
οποίων
ένα
μεγάλο
ποσοστό
είναι
μόνιμα
ή
μακροχρόνια
άνεργοι.
Λόγω
των
επιδοματικών
πολιτικών
που
ακολουθούνται
τα
τελευταία
χρόνια,
που
τους
δίνει
κίνητρα
να
μη
δουλέψουν,
πολλοί
δεν
αναζητούν
καν
εργασία»
Ένας
άλλος
παράγοντας,
σύμφωνα
με
τον
κ.
Καββαθά
είναι
ότι
έχουμε
πολλούς
νέους
ανθρώπους
με
υψηλό
γνωστικό
επίπεδο,
που
δεν
αμοίβονται
αναλόγως
των
προσόντων
τους.
Αντίθετα,
υπάρχει
έλλειψη
σε
τεχνικά
επαγγέλματα
ή
σε
επαγγέλματα
που
δεν
χρειάζονται
τυπικά
προσόντα
σε
ανώτατο
επίπεδο».
Aντικίνητρο
οι
χαμηλοί
μισθοί
Ο
ίδιος
παραδέχεται
ότι
«οι
χαμηλοί
μισθοί
είναι
όντως
αντικίνητρο.
Αλλά
αν
δεν
έχω
να
επιβιώσω
θα
πάω
να
δουλέψω
και
με
χαμηλό
μισθό.
Πράγματι
οι
μισθοί
είναι
καθηλωμένοι
στα
επίπεδα
του
2010.
Αλλά
δεν
είναι
αυτός
ο
βασικός
παράγοντας».
Όσο
για
τις
κενές
θέσεις
στον
τομέα
του
επισιτισμού,
ο
ίδιος
τις
αποδίδει
στην
αλλαγή
επαγγέλματος
ενός
μεγάλο
ποσοστού
του
προσωπικού,
μετά
τη
μεγάλη
κάμψη
του
κλάδου
την
περίοδο
των
περιοριστικών
μέτρων
της
πανδημίας.
«Πολλοί
κατευθύνθηκαν
σε
άλλα
επαγγέλματα
που
τους
έδιναν
έναν
αξιοπρεπή
μισθό
και
ενδεχομένως
λιγότερο
κουραστικό.
Η
εστίαση
είναι
τομέας
εντάσεως
εργασίας.
Επίσης
πολλοί
έχουν
φύγει
στο
εξωτερικό,
όπου
υπάρχει
προσφορά
υψηλών
μισθών
για
εργαζόμενους
στον
κλάδο,
τόσο
στην
Ευρώπη
όσο
και
στην
αραβική
χερσόνησο».
Τέλος,
για
το
πώς
καλύπτονται
οι
χιλιάδες
κενές
θέσεις
εργασίας
στον
επισιτισμό,
η
απάντηση
είναι
μέσω
της
αγίας
ελληνικής
οικογένειας.
«Προσπαθούν
να
καταλαμβάνουν
θέσεις
εργασίας
τα
μέλη
του
οικογενειακού
περιβάλλοντος