Μετά
τις
αποφάσεις
για
επιβολή
προστίμων
κατά
της
ζυθοποιίας
μπύρας
AB
InBev
το
2019
και
κατά
της
Valve
και
των
κατασκευαστών
βιντεοπαιχνιδιών
το
2021,
η
Κομισιόν
επέβαλε
πρόστιμο
ύψους
337,5
εκατ.
ευρώ
στην
πολυεθνική
με
έδρα
τις
ΗΠΑ
Mondelēz
International,
Inc.
για
παρεμπόδιση
του
διασυνοριακού
εμπορίου
σοκολάτας,
μπισκότων
και
προϊόντων
καφέ
μεταξύ
των
κρατών
μελών,
κατά
παράβαση
των
κανόνων
ανταγωνισμού
της
ΕΕ.
Η
έρευνα
της
Επιτροπής
που
ξεκίνησε
το
2019
και
αφορά
τις
παράνομες
πρακτικές
της
πολυεθνικής
επί
14
ολόκληρα
χρόνια
στις
ευρωπαϊκέ
αγορές,
διαπίστωσε
ότι
η
Mondelēz
έπληξε
τη
βασική
αρχή
της
ελεύθερης
διακίνησης
προϊόντων,
του
laissez-faire,
που
βρίσκεται
στην
«καρδιά»
του
ευρωπαϊκού
γίγνεσθαι.
Η
παράβαση
Η
Mondelēz,
με
έδρα
τις
ΗΠΑ,
είναι
ένας
από
τους
μεγαλύτερους
παραγωγούς
σοκολάτας
και
μπισκότων
παγκοσμίως.
Το
χαρτοφυλάκιό
της
περιλαμβάνει
γνωστές
μάρκες
σοκολάτας
και
μπισκότων
όπως
Côte
d’Or,
Milka,
Oreo,
Ritz,
Toblerone
και
TUC
και
μέχρι
το
2015
μάρκες
καφέ
όπως
HAG,
Jacobs
και
Velours
Noir.
Η
έρευνα
της
Επιτροπής
διαπίστωσε
ότι
η
Mondelēz
παραβίασε
τους
κανόνες
ανταγωνισμού
της
ΕΕ:
i)
συμμετέχοντας
σε
αντιανταγωνιστικές
συμφωνίες
ή
εναρμονισμένες
πρακτικές
με
στόχο
τον
περιορισμό
του
διασυνοριακού
εμπορίου
διαφόρων
προϊόντων
σοκολάτας,
μπισκότων
και
καφέ-
και
ii)
καταχρώμενη
τη
δεσπόζουσα
θέση
της
σε
ορισμένες
εθνικές
αγορές
για
την
πώληση
σοκολατοειδών
δισκίων.
Συγκεκριμένα,
η
Κομισιόν
διαπίστωσε
ότι
η
Mondelēz
προέβη
σε
22
αντιανταγωνιστικές
συμφωνίες
ή
εναρμονισμένες
πρακτικές,
κατά
παράβαση
του
άρθρου
101
της
Συνθήκης
για
τη
λειτουργία
της
Ευρωπαϊκής
Ένωσης
(«ΣΛΕΕ»):
-Περιορίζοντας
τις
περιοχές
ή
τους
πελάτες
στους
οποίους
επτά
πελάτες
χονδρικής
(έμποροι/«μεσίτες»)
μπορούσαν
να
μεταπωλούν
τα
προϊόντα
της
Mondelēz.
Μία
συμφωνία
περιλάμβανε
επίσης
διάταξη
που
διέταζε
τον
πελάτη
της
Mondelēz
να
εφαρμόζει
υψηλότερες
τιμές
για
τις
εξαγωγές
σε
σύγκριση
με
τις
εγχώριες
πωλήσεις.
Οι
εν
λόγω
συμφωνίες
και
εναρμονισμένες
πρακτικές
έλαβαν
χώρα
μεταξύ
2012
και
2019
και
κάλυπταν
όλες
τις
αγορές
της
ΕΕ.
-Παρεμπόδιση
δέκα
αποκλειστικών
διανομέων
που
δραστηριοποιούνται
σε
ορισμένα
κράτη-μέλη
να
απαντούν
σε
αιτήματα
πώλησης
από
πελάτες
που
βρίσκονται
σε
άλλα
κράτη
μέλη
χωρίς
προηγούμενη
άδεια
της
Mondelēz.
Οι
εν
λόγω
συμφωνίες
και
πρακτικές
έλαβαν
χώρα
μεταξύ
2006
και
2020
και
κάλυπταν
όλες
τις
αγορές
της
ΕΕ.
Ενώ
ανακάλυψε
ότι
μεταξύ
του
2015
και
του
2019,
η
πολυεθνική
καταχράστηκε
τη
δεσπόζουσα
θέση
της,
κατά
παράβαση
του
άρθρου
102
της
ΣΛΕΕ:
-Αρνούμενη
να
προμηθεύσει
μεσίτη
στη
Γερμανία
για
να
αποτρέψει
τη
μεταπώληση
προϊόντων
σοκολάτας
σε
μορφή
δισκίων
στις
περιοχές
της
Αυστρίας,
του
Βελγίου,
της
Βουλγαρίας
και
της
Ρουμανίας,
όπου
οι
τιμές
ήταν
υψηλότερες.
-Διακόπτοντας
την
προμήθεια
προϊόντων
ταμπλετών
σοκολάτας
στις
Κάτω
Χώρες
για
να
αποτρέψει
την
εισαγωγή
τους
στο
Βέλγιο,
όπου
η
Mondelēz
πωλούσε
τα
προϊόντα
αυτά
σε
υψηλότερες
τιμές.
Η
Επιτροπή
κατέληξε
στο
συμπέρασμα
ότι
οι
παράνομες
πρακτικές
της
Mondelēz
εμπόδιζαν
τους
λιανοπωλητές
να
προμηθεύονται
ελεύθερα
προϊόντα
στα
κράτη-μέλη
με
χαμηλότερες
τιμές
και
κατακερμάτιζαν
τεχνητά
την
εσωτερική
αγορά.
Στόχος
της
Mondelēz
ήταν
να
αποφύγει
ότι
το
διασυνοριακό
εμπόριο
θα
οδηγούσε
σε
μείωση
των
τιμών
σε
χώρες
με
υψηλότερες
τιμές.
Αυτές
οι
παράνομες
πρακτικές
της
επέτρεψαν
να
συνεχίσει
να
χρεώνει
περισσότερα
για
τα
δικά
της
προϊόντα,
σε
βάρος
τελικά
των
καταναλωτών
στην
ΕΕ.
Το
πρόστιμο
Η
χρηματική
ποινή
καθορίστηκε
με
βάση
τις
κατευθυντήριες
γραμμές
της
Επιτροπής
για
τα
πρόστιμα
του
2006. Κατά
τον
καθορισμό
του
ύψους
του
προστίμου,
η
Κομισιόν
έλαβε
υπόψη
τη
σοβαρότητα
και
τη
διάρκεια
των
παραβάσεων,
καθώς
και
την
αξία
των
πωλήσεων
της
Mondelēz
σχετικά
με
αυτές.
Όπως
και
το
γεγονός
ότι
η
Mondelēz
συνεργάστηκε
στο
πλαίσιο
της
διαδικασίας
συνεργασίας
και
αναγνώρισε
ρητά
την
ευθύνη
της
για
την
παράβαση
των
κανόνων
ανταγωνισμού
της
ΕΕ.
Ως
εκ
τούτου,
η
Επιτροπή
χορήγησε
στη
Mondelēz
μείωση
του
προστίμου
κατά
15%.
Με
βάση
αυτή
τη
μεθοδολογία,
η
Επιτροπή
επέβαλε
πρόστιμο
ύψους
337,5
εκατ.
ευρώ
στη
Mondelēz.
Όπως
τόνισε
η
Κομισιόν
σε
ανακοίνωσή
της
«Τα
πρόστιμα
που
επιβάλλονται
σε
εταιρείες
που
παραβιάζουν
τους
αντιμονοπωλιακούς
κανόνες
της
ΕΕ
καταβάλλονται
στον
γενικό
προϋπολογισμό
της
ΕΕ.
Τα
έσοδα
αυτά
δεν
προορίζονται
για
συγκεκριμένες
δαπάνες,
αλλά
οι
συνεισφορές
των
κρατών
μελών
στον
προϋπολογισμό
της
ΕΕ
για
το
επόμενο
έτος
μειώνονται
αναλόγως.
Συνεπώς,
τα
πρόστιμα
συμβάλλουν
στη
χρηματοδότηση
της
ΕΕ
και
μειώνουν
την
επιβάρυνση
των
φορολογουμένων».
Τι
συμβαίνει
με
το
παράλληλο
εμπόριο
Οι
έμποροι
και
οι
λιανοπωλητές
προσπαθούν
να
προμηθεύονται
προϊόντα
στην
εσωτερική
αγορά
όπου
οι
τιμές
είναι
χαμηλότερες
και
να
τα
εμπορεύονται
σε
αγορές
όπου
οι
τιμές
είναι
υψηλότερες.
Αυτό
οδηγεί
γενικά
σε
μείωση
των
τιμών
στις
χώρες
όπου
οι
τιμές
είναι
υψηλότερες.
Οι
περιορισμοί
σε
αυτό
το
παράλληλο
εμπόριο
μπορεί
να
οδηγήσουν
στην
απομόνωση
μιας
εθνικής
αγοράς,
με
αποτέλεσμα
ο
κατασκευαστής
ή
ο
προμηθευτής
να
μπορεί
να
χρεώνει
υψηλότερες
τιμές
εις
βάρος
των
καταναλωτών.
Μπορούν
επίσης
να
οδηγήσουν
σε
μικρότερη
ποικιλομορφία
προϊόντων.
Ως
εκ
τούτου,
οι
περιορισμοί
στο
παράλληλο
εμπόριο
συνιστούν
μη
ρυθμιστικούς
φραγμούς
στην
καλύτερη
λειτουργία
της
ενιαίας
αγοράς
και
συγκαταλέγονται
μεταξύ
των
σοβαρότερων
περιορισμών
του
ανταγωνισμού.
Στην
πορεία
μετάβασης
για
το
οικοσύστημα
λιανικής
πώλησης
που
δημοσιεύθηκε
τον
Μάρτιο
του
2024,
η
Κομισιόν
πρότεινε
να
ξεκινήσει
διάλογος
μεταξύ
των
ενδιαφερόμενων
φορέων,
δηλαδή
των
διεθνών
προμηθευτών
επώνυμων
προϊόντων,
των
λιανοπωλητών
και
των
καταναλωτών,
για
να
προσπαθήσει
να
βρει
λύσεις.
Στο
πλαίσιο
της
αυτεπάγγελτης
έρευνάς
της
για
ύποπτες
αντιανταγωνιστικές
πρακτικές
που
καλύπτουν
την
ΕΕ,
τον
Νοέμβριο
του
2019
η
Επιτροπή
πραγματοποίησε
αιφνιδιαστικές
επιθεωρήσεις
στις
εγκαταστάσεις
της
Mondelēz
στην
Αυστρία,
το
Βέλγιο
και
τη
Γερμανία
και
κίνησε
επίσημη
διαδικασία
τον
Ιανουάριο
του
2021.
Το
άρθρο
101
της
ΣΛΕΕ
απαγορεύει
τις
αντιανταγωνιστικές
συμφωνίες
και
εναρμονισμένες
πρακτικές
μεταξύ
επιχειρήσεων
που
επηρεάζουν
τις
συναλλαγές
μεταξύ
κρατών
μελών
και
έχουν
ως
αντικείμενο
ή
αποτέλεσμα
την
παρεμπόδιση,
τον
περιορισμό
ή
τη
στρέβλωση
του
ανταγωνισμού
στην
εσωτερική
αγορά.
Το
άρθρο
102
της
ΣΛΕΕ
απαγορεύει
την
κατάχρηση
δεσπόζουσας
θέσης
που
μπορεί
να
επηρεάσει
το
εμπόριο
εντός
της
ΕΕ
και
να
εμποδίσει
ή
να
περιορίσει
τον
ανταγωνισμό.
Η
εφαρμογή
αυτών
των
διατάξεων
ορίζεται
στον
κανονισμό
αριθ.
1/2003.
Η
διαδικασία
συνεργασίας
είναι
εμπνευσμένη
από
την
καθιερωμένη
διαδικασία
διευθέτησης
καρτέλ
και
αφορά
καταστάσεις
εκτός
καρτέλ,
όπου
οι
εταιρείες
είναι
πρόθυμες
να
αναγνωρίσουν
την
ευθύνη
τους
για
παράβαση
των
κανόνων
ανταγωνισμού
της
ΕΕ
(συμπεριλαμβανομένων
των
πραγματικών
περιστατικών
και
της
νομικής
αναγνώρισης).
Επιπλέον,
οι
εταιρείες
μπορούν
εθελοντικά
να
παράσχουν
ή
να
διευκρινίσουν
αποδεικτικά
στοιχεία
ή
να
βοηθήσουν
στο
σχεδιασμό
και
την
εφαρμογή
διορθωτικών
μέτρων.
Το
πλαίσιο
συνεργασίας
επιτρέπει
στην
Επιτροπή
να
εφαρμόσει
απλούστερη
διαδικασία
και
στις
συνεργαζόμενες
εταιρείες
να
επιτύχουν
μείωση
των
προστίμων.
Η
Επιτροπή
αξιολογεί
κατά
περίπτωση
εάν
μια
υπόθεση
είναι
κατάλληλη
για
συνεργασία,
λαμβάνοντας
υπόψη
την
πιθανότητα
επίτευξης
κοινής
συμφωνίας
με
την
εταιρεία
εντός
εύλογου
χρονικού
διαστήματος.
Οι
εταιρείες
δεν
έχουν
ούτε
δικαίωμα
ούτε
υποχρέωση
να
ακολουθήσουν
την
οδό
της
συνεργασίας.
«Πάνω
απ’
όλα
έλεγχος»
Για
την
επιβολή
του
υπέρογκου
προστίμου
μίλησε
η
εκτελεστική
αντιπρόεδρος
Μαργκρέτε
Βεστάγκερ
επικαλούμενη
τον
περιορισμό
που
επέβαλε
η
πολυεθνική
στο
διασυνοριακό
εμπόριο
σοκολάτας,
μπισκότων
και
προϊόντων
καφέ
στους
κόλπους
της
Ευρωπαϊκής
Ένωσης.
«Διαπιστώνουμε
ότι
η
Mondelēz
-ένας
από
τους
μεγαλύτερους
παραγωγούς
παγκοσμίως
πολύ
γνωστών
εμπορικών
σημάτων
που
πολλοί
από
εμάς
θα
αγόραζαν
σε
καθημερινή
βάση-
περιόρισε
παράνομα
τους
λιανοπωλητές
από
το
να
προμηθεύονται
τα
προϊόντα
αυτά
από
κράτη
μέλη
όπου
οι
τιμές
είναι
χαμηλότερες.
Αυτό
επέτρεψε
στη
Mondelēz
να
διατηρήσει
υψηλότερες
τιμές.
Αυτό
ζημίωσε
τους
καταναλωτές,
οι
οποίοι
κατέληξαν
να
πληρώνουν
περισσότερα
για
τη
σοκολάτα,
τα
μπισκότα
και
τον
καφέ.
Αυτή
η
υπόθεση
λοιπόν
αφορά
την
τιμή
των
τροφίμων.
Αποτελεί
βασικό
μέλημα
των
Ευρωπαίων
πολιτών,
ακόμη
πιο
εμφανές
σε
περιόδους
υψηλού
πληθωρισμού,
όπου
πολλοί
ζουν
σε
κρίση
κόστους
ζωής.
Αφορά
επίσης
την
καρδιά
του
ευρωπαϊκού
εγχειρήματος:
την
ελεύθερη
κυκλοφορία
των
εμπορευμάτων
στην
ενιαία
αγορά.
Στην
ενιαία
αγορά,
οι
έμποροι
μπορούν
να
αγοράζουν
προϊόντα
σε
κράτη
μέλη
όπου
οι
τιμές
είναι
χαμηλότερες
και
να
τα
πωλούν
σε
κράτη
μέλη
όπου
οι
τιμές
είναι
υψηλότερες.
Με
τον
τρόπο
αυτό,
ασκούν
πίεση
για
να
μειωθούν
οι
τιμές.
Αυτό
ονομάζεται
«παράλληλο
εμπόριο».
Αυξάνει
τον
ανταγωνισμό,
μειώνει
τις
τιμές
και
αυξάνει
τις
επιλογές
των
καταναλωτών.
Οι
πολίτες
της
ΕΕ
θα
πρέπει
να
επωφεληθούν
από
την
άποψη
αυτή
από
την
ενιαία
αγορά.
Θα
πρέπει
να
μπορούν
να
αγοράζουν
φθηνότερα
προϊόντα
όταν
αυτά
μπορούν
να
προμηθεύονται
σε
φθηνότερη
τιμή
από
άλλο
κράτος
μέλος.
Θα
πρέπει
να
είναι
ελεύθεροι
να
το
κάνουν
αυτό
στα
σούπερ
μάρκετ,
όταν
οι
λιανοπωλητές
εισάγουν
το
φθηνότερο
προϊόν.
Και
κάθε
εταιρεία
που
εμποδίζει
αυτή
την
ελευθερία
επιδεικνύει
παράνομη
συμπεριφορά
και
θα
πρέπει
να
τιμωρείται
αναλόγως.
Αρχίσαμε
να
εξετάζουμε
αυτή
την
υπόθεση
το
2019.
Πραγματοποιήσαμε
ελέγχους
στις
εγκαταστάσεις
της
Mondelēz
και μας
έδειξαν
ότι
προέβη
σε
δύο
διαφορετικούς
τύπους
παραβάσεων.
Πρώτον,
η
Mondelēz
προχώρησε
σε
αντι-ανταγωνιστικές
συμφωνίες
για
τον
περιορισμό
του
διασυνοριακού
εμπορίου
των
προϊόντων
της.
Πρόκειται
για
παράβαση
του
άρθρου
101
της
Συνθήκης.
Δεύτερον,
η
Mondelēz
έκανε
κατάχρηση
της
δεσπόζουσας
θέσης
της
για
τα
δισκία
σοκολάτας
σε
ορισμένες
εθνικές
αγορές
επίσης
για
να
περιορίσει
τις
εισαγωγές.
Πρόκειται
για
παράβαση
του
άρθρου
102
της
συνθήκης.
Εξετάζοντας
τον
πρώτο
τύπο
παράβασης.
Διαπιστώνουμε
όχι
λιγότερες
από
22
ξεχωριστές
παραβάσεις
του
άρθρου
101.
Οι
συμφωνίες
αυτές
επιδίωκαν
δύο
κύριους
στόχους:
Πρώτον,
η
Mondelēz
συνήψε
συμφωνίες
με
ορισμένους
εμπόρους
για
τον
καθορισμό
των
περιοχών
στις
οποίες
μπορούσαν
να
πωλούν
τα
προϊόντα
της
Mondelēz.
Γιατί
να
το
κάνει
αυτό;
Επειδή,
περιορίζοντας
το
παράλληλο
εμπόριο,
η
Mondelēz
απομόνωσε
τις
εθνικές
αγορές
εντός
της
Ευρωπαϊκής
Ένωσης
από
τον
εξωτερικό
ανταγωνισμό.
Στη
συγκεκριμένη
περίπτωση,
η
Mondelēz
πωλούσε
μια
σειρά
προϊόντων
σε
διαφορετικές
τιμές
σε
διαφορετικά
κράτη
μέλη.
Ήθελε
να
ελέγχει
πού
και
σε
ποιον
μεταπωλούνταν
τα
προϊόντα
της
από
τους
εμπόρους.
Στα
κράτη
μέλη
όπου
χρεώνει
υψηλότερες
τιμές,
η
Mondelez
εξασφάλιζε
ότι
οι
τιμές
παρέμεναν
υψηλές.
Για
να
το
επιτύχει
αυτό,
η
Mondelēz
συμφώνησε
με
τους
εμπόρους
για
τα
εδάφη
στα
οποία
θα
πωλούσαν
ή
δεν
θα
πωλούσαν.
Υπήρχαν
έντεκα
χωριστές
συμφωνίες
που
αφορούσαν
επτά
εμπόρους.
Δεύτερον,
η
Mondelēz
εμπόδισε
ορισμένους
αποκλειστικούς
διανομείς
σε
ορισμένα
κράτη
μέλη
να
πωλούν
προϊόντα
της
Mondelēz
σε
πελάτες
που
βρίσκονταν
σε
άλλα
κράτη
μέλη.
Οι
εν
λόγω
διανομείς
απολάμβαναν
αποκλειστικότητα
για
την
πώληση
ορισμένων
προϊόντων
σε
μια
συγκεκριμένη
περιοχή.
Όμως
οι
έμποροι
ή
οι
λιανοπωλητές
από
άλλα
κράτη
μέλη
είναι
κανονικά
ελεύθεροι
να
αγοράζουν
προϊόντα
από
αυτούς.
Όμως
η
Mondelēz
εμπόδιζε
τους
διανομείς
να
πραγματοποιούν
τέτοιες
πωλήσεις.
Είτε
επιβάλλοντας
συμβατικούς
περιορισμούς
είτε
ζητώντας
τους
να
ζητούν
άδεια
κατά
περίπτωση.
Η
Mondelez
περιόρισε
με
αυτόν
τον
τρόπο
έντεκα
διανομείς.
Πρόκειται
για
πολύ
σοβαρούς
περιορισμούς
του
ανταγωνισμού.
Κατακερματίζουν
την
ενιαία
αγορά.
Απομονώνουν
τις
εθνικές
αγορές
στο
εσωτερικό
της.
Και
εμποδίζουν
την
ελεύθερη
κυκλοφορία
των
εμπορευμάτων
σε
ολόκληρη
την
Ευρωπαϊκή
Ένωση.
Η
συμπεριφορά
αυτή
βλάπτει
τους
καταναλωτές
και
τους
στερεί
τα
οφέλη
της
ενιαίας
αγοράς.
Περνάμε
τώρα
στο
δεύτερο
είδος
παράβασης:
την
κατάχρηση
δεσπόζουσας
θέσης,
η
οποία
αποτελεί
παράβαση
του
άρθρου
102
της
Συνθήκης.
Διαπιστώνουμε
δύο
τέτοιες
καταχρήσεις.
Στη
μία
περίπτωση,
η
Mondelēz
απέσυρε
τα
δισκία
Côte
d’Or
από
την
αγορά
των
Κάτω
Χωρών.
Το
έκανε
για
να
εμποδίσει
τους
λιανοπωλητές
να
τα
μεταπωλούν
στο
Βέλγιο,
όπου
η
Mondelēz
πωλούσε
πολύ
περισσότερα
δισκία
Côte
d’Or
σε
υψηλότερες
τιμές.
Σε
μια
άλλη
περίπτωση,
η
Mondelēz
εμπόδισε
έναν
χονδρέμπορο
να
αγοράζει
τις
σοκολάτες
της
στη
Γερμανία,
όπου
ήταν
φθηνότερες,
και
να
τις
μεταπωλεί
αλλού
στην
Ευρωπαϊκή
Ένωση.
Η
Mondelēz
αρνήθηκε
να
προμηθεύσει
τον
εν
λόγω
χονδρέμπορο
για
τέσσερα
χρόνια.
Με
τον
τρόπο
αυτό,
η
Mondelēz
εμπόδισε
τον
εν
λόγω
χονδρέμπορο
να
ασκήσει
πίεση
για
μείωση
των
τιμών
της
σε
πολλά
κράτη
μέλη.
Τέτοιου
είδους
καταχρήσεις
διχοτόμησαν
τεχνητά
την
ενιαία
αγορά,
και
αυτό
έχει
αρνητικό
αντίκτυπο
στις
τιμές
και
στις
επιλογές
των
καταναλωτών
στην
ΕΕ.
Τώρα,
θέλω
επίσης
να
αναγνωρίσω
τη
συνεργασία
της
Mondelēz
στην
έρευνα.
Έχουμε
στην
εργαλειοθήκη
μας
μια
διαδικασία
συνεργασίας,
η
οποία
απαιτεί
από
τις
εταιρείες
να
αναγνωρίσουν
την
παράβαση
και
να
συνεργαστούν.
Σε
αντάλλαγμα,
οι
εταιρείες
επιτυγχάνουν
μείωση
του
προστίμου
που
πρόκειται
να
καταβάλουν.
Η
διαδικασία
αυτή
οδηγεί
σε
σημαντικά
πλεονεκτήματα
όσον
αφορά
την
ταχύτητα
και
την
αποτελεσματική
επίλυση
των
υποθέσεων.
Έτσι,
η
Επιτροπή
αποφάσισε
να
μειώσει
το
πρόστιμο
της
Mondelēz
κατά
15%
λόγω
της
συνεργασίας
της.
Αυτό
με
φέρνει
στο
επίπεδο
του
προστίμου. Οι
παραβάσεις
κάλυψαν
μεγάλο
μέρος
της
Ευρωπαϊκής
Ένωσης
και
διήρκεσαν
από
το
2006
έως
το
2020,
εκτός
από
τα
προϊόντα
καφέ,
τα
οποία
η
Mondelēz
αποσύρθηκε
το
2015.
Καθορίσαμε
το
πρόστιμο
με
βάση
τους
παράγοντες
που
συνήθως
χρησιμοποιούμε.
Εξετάσαμε
την
αξία
των
πωλήσεων
της
Mondelēz
για
τα
εν
λόγω
προϊόντα,
τη
σοβαρότητα
της
παράβασης,
τη
διάρκεια
της
παράβασης
και
τη
συνεργασία
της
εταιρείας.
Τέλος,
λάβαμε
επίσης
υπόψη
το
γεγονός
ότι
αυτού
του
είδους
η
συμπεριφορά
έχει
ήδη
τιμωρηθεί
στο
παρελθόν.
Η
υπόθεση
αυτή
δεν
είναι
πραγματικά
νέα.
Έχουμε
μια
σαφή
πρακτική.
Έχουμε
ιστορικό
καταπολέμησης
εδαφικών
περιορισμών.
Το
γεγονός
ότι
είναι
παράνομοι
και
παραβιάζουν
τους
κανόνες
ανταγωνισμού
είναι
καλά
τεκμηριωμένο
και
οι
εταιρείες
πρέπει
να
αποτρέπονται
από
το
να
προβαίνουν
σε
τέτοιου
είδους
παράνομες
συμπεριφορές.
Με
βάση
αυτά
τα
στοιχεία,
αποφασίσαμε
να
επιβάλουμε
πρόστιμο
ύψους
337,5
εκατομμυρίων
ευρώ.
Η
σημερινή
απόφαση
αποτελεί
άλλο
ένα
παράδειγμα
των
προσπαθειών
μας
να
αποτρέψουμε
τις
εταιρείες
από
την
άσκηση
παράνομης
συμπεριφοράς
που
κατακερματίζει
την
ενιαία
αγορά.
Έχουμε
λάβει
αποφάσεις
κατά
της
ζυθοποιίας
μπύρας
AB
InBev
το
2019
και
κατά
της
Valve
και
των
κατασκευαστών
βιντεοπαιχνιδιών
το
2021.
Είμαστε
αποφασισμένοι
να
προασπίσουμε
τις
θεμελιώδεις
ελευθερίες
στην
ΕΕ
και
να
διασφαλίσουμε
ότι
οι
πολίτες
της
ΕΕ
έχουν
πρόσβαση
στη
μεγαλύτερη
ποικιλία
στις
χαμηλότερες
τιμές
που
μπορεί
να
προσφέρει
η
αγορά.
Το
κόστος
και
η
ποιότητα
των
τροφίμων
αποτελούν
βασική
προτεραιότητα
για
τους
Ευρωπαίους
πολίτες.
Η
υπόθεση
αυτή
αποτελεί
επίσης
μέρος
μιας
ευρύτερης
προσπάθειας
για
την
επιβολή
των
κανόνων
ανταγωνισμού
στον
κλάδο
του
λιανικού
εμπορίου
τροφίμων.
Πρόκειται
για
έναν
τομέα
στον
οποίο
έχουμε
αρκετές
έρευνες
σε
εξέλιξη,
όπως
αυτές
στις
υπηρεσίες
παράδοσης
τροφίμων
και
στα
ενεργειακά
ποτά.
Η
συνεχής
επιβολή
των
κανόνων
ανταγωνισμού
στον
τομέα
αυτό
αποτελεί
σημαντικό
μέρος
της
προσπάθειας
να
διασφαλιστεί
ότι
οι
καταναλωτές
έχουν
πρόσβαση
σε
χαμηλότερες
τιμές,
ιδίως
σε
περιόδους
υψηλού
πληθωρισμού».