«Καμπανάκι» από την ΤτΕ για πληθωρισμό, επιτόκια και ενέργεια

Η διασφάλιση της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών μεσοπρόθεσμα, είναι η βασικότερη προϋπόθεση για την επίτευξη διατηρήσιμων ρυθμών μεγέθυνσης, τη διαφύλαξη της αξιοπιστίας της δημοσιονομικής πολιτικής και την αναβάθμιση, σε επενδυτική βαθμίδα, της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου, σημειώνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεσή της για τη Νομισματική Πολιτική 2021-2022.

Όπως αναφέρει- παρά το δυσμενές περιβάλλον- η δυναμική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας συνεχίστηκε και το α΄ τρίμηνο του 2022, αλλά ο πόλεμος στην Ουκρανία, η διαμόρφωση του πληθωρισμού σε πολύ υψηλά επίπεδα και η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής αναμένεται να μετριάσουν τον αναπτυξιακό ρυθμό στη συνέχεια του έτους. Ταυτόχρονα, η αύξηση του μέσου πληθωρισμού σε επίπεδα πάνω από αυτά της ευρωζώνης ενδέχεται να επιδεινώσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, με αρνητικές επιπτώσεις στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

«Στο πλαίσιο αυτό, απαιτείται εγρήγορση, ώστε να μην εισέλθει η οικονομία σε μία φάση δευτερογενών πληθωριστικών πιέσεων, τροφοδοτούμενων από την άνοδο των μισθών», αναφέρεται στην Έκθεση.

Για τις κυβερνητικές παρεμβάσεις στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων αναφέρει ότι: η εγχώρια δημοσιονομική πολιτική αντέδρασε στις δυσμενείς συνθήκες με εφαρμογή στοχευμένων και προσωρινών μέτρων στήριξης των εισοδημάτων των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων που επλήγησαν από την ταχεία άνοδο των τιμών της ενέργειας. Ο διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος χρησιμοποιήθηκε χωρίς να υπάρξει παρέκκλιση από το στόχο μείωσης των πρωτογενών ελλειμμάτων.

Στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής, η οποία υποβλήθηκε σήμερα στον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων και το Υπουργικό Συμβούλιο η Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, επισημαίνει μεταξύ των άλλων:

Η επιδείνωση του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος προκαλεί αβεβαιότητα στην ελληνική οικονομία.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία υπονόμευσε την παγκόσμια ασφάλεια και σταθερότητα και προκάλεσε βίαιη αλλαγή στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον και στις προβλέψεις για την εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας. Πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία η παγκόσμια οικονομία ανέκαμπτε δυναμικά από τις επιπτώσεις της πανδημίας και των επακόλουθων δυσχερειών στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού. Πλέον όμως βρίσκεται αντιμέτωπη με μια διπλή διαταραχή: αφενός την περαιτέρω άνοδο του πληθωρισμού, λόγω της αύξησης των διεθνών τιμών της ενέργειας, των τροφίμων και των μετάλλων, και αφετέρου τον κίνδυνο μεγάλης επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας ή και ύφεσης, υπό το βάρος της αυξημένης αβεβαιότητας και των υψηλών γεωπολιτικών και χρηματοπιστωτικών κινδύνων.

-Η μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού διεθνώς οδηγεί τις κεντρικές τράπεζες, μεταξύ των οποίων και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (EKT), σε σταδιακή ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής. Παρότι η άνοδος του πληθωρισμού σε αυτή τη φάση προέρχεται κυρίως από μια αρνητική διαταραχή της συνολικής προσφοράς, την οποία οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν εύκολα να αντισταθμίσουν, εντούτοις αντιδρούν με αύξηση των επιτοκίων, προκειμένου να συγκρατήσουν τις πληθωριστικές προσδοκίες και τις δευτερογενείς επιδράσεις. Η έκταση των αυξήσεων των επιτοκίων θα εξαρτηθεί από την πορεία του πληθωρισμού, την εξέλιξη του παραγωγικού κενού και την ύπαρξη δευτερογενών επιδράσεων μέσω των αμοιβών.

Σε κάθε περίπτωση, οι αγορές προεξοφλούν επιτάχυνση και διεύρυνση των αυξήσεων των επιτοκίων, καθώς αναμένουν ότι όλο και περισσότερες κεντρικές τράπεζες θα αυξήσουν τα βασικά τους επιτόκια εντός του 2022.

Η βασικότερη και άμεσα ορατή επίπτωση της ενεργειακής κρίσης είναι η αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών, η οποία μειώνει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, και κυρίως των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων της κοινωνίας, και εντείνει την αβεβαιότητα για τις μελλοντικές προοπτικές της οικονομίας. Η ενεργειακή συνιστώσα του πληθωρισμού κινείται συνεχώς ανοδικά από το Μάρτιο του 2021, ενώ κατά το πρώτο πεντάμηνο του 2022 καταγράφει κατά μέσο όρο αύξηση 50,8% σε ετήσια βάση.

Ωστόσο, τους πρώτους μήνες του 2022 παρατηρήθηκαν και θετικές εξελίξεις. Σε αυτές συμπεριλαμβάνεται η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου από τους οίκους DBRS και Standard and Poor’s, έτσι ώστε ως προς αυτούς τους οίκους το Ελληνικό Δημόσιο να απέχει πλέον μόλις μία βαθμίδα από την επενδυτική κατηγορία. Η περαιτέρω αναβάθμιση κατά μία βαθμίδα από τους προαναφερθέντες οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης θα είναι ιδιαίτερα θετική εξέλιξη, διότι θα φέρει το ελληνικά ομόλογα εντός της επενδυτικής κατηγορίας, με σημαντικό όφελος όσον αφορά το κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου, των τραπεζών και των ιδιωτικών επιχειρήσεων, ενώ θα συμβάλει και στην προσέλκυση ξένων επενδυτικών κεφαλαίων.

Σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες προβλέψεις του βασικού σεναρίου της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2022 αναμένεται να διαμορφωθεί σε 3,2%, αναθεωρημένος προς τα κάτω σε σχέση με την πρόβλεψη (3,8%) που είχε δημοσιευθεί στην Έκθεση του Διοικητή τον Απρίλιο του 2022. Η αναθεώρηση αντανακλά την περαιτέρω αύξηση της αβεβαιότητας στην οικονομία, λόγω της συνεχιζόμενης πολεμικής σύγκρουσης μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, και την αύξηση του κόστους και των τιμών εν γένει.

Οι προβλέψεις οικονομικής μεγέθυνσης του βασικού σεναρίου θα μπορούσαν διαμορφωθούν υψηλότερα του 3,2% εάν ο ισχυρός ρυθμός μεγέθυνσης του πρώτου τριμήνου συνεχιστεί και κατά τα επόμενα τρίμηνα του έτους. Ωστόσο, οι κίνδυνοι υπερισχύουν σε σχέση με τα θετικά ενδεχόμενα. Κινδύνους αποτελούν η περαιτέρω κλιμάκωση της γεωπολιτικής αστάθειας, η επιδείνωση του διεθνούς οικονομικού κλίματος, η διαταραχή στην προσφορά ενέργειας και η συνακόλουθη περαιτέρω αύξηση των τιμών της.

Το 2023 ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να επιταχυνθεί στο 4,1%, ενώ και για το 2024 εκτιμάται σχετικά υψηλός, στο 3,6%, υπό την προϋπόθεση ότι η γεωπολιτική κρίση θα αποκλιμακωθεί έως το τέλος του 2022 και ότι οι τιμές της ενέργειας θα μειωθούν.

Ο πληθωρισμός, βάσει του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή, αναμένεται να διαμορφωθεί σε 7,6% το 2022, κυρίως λόγω της ανοδικής πορείας των ενεργειακών αγαθών, αλλά και των ανατιμήσεων στα είδη διατροφής, ενώ θα αποκλιμακωθεί το 2023 και περαιτέρω το 2024. Ο πυρήνας του πληθωρισμού θα είναι και αυτός υψηλός το 2022 και, παρότι θα αποκλιμακωθεί το 2023 και το 2024, θα παραμείνει σχετικά υψηλός, υπερβαίνοντας μάλιστα το γενικό δείκτη, λόγω της σταδιακής ενσωμάτωσης των έντονων πληθωριστικών πιέσεων του 2022 στον πυρήνα.

Ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας μπορεί να επιβραδυνθεί περισσότερο σε περίπτωση (α) περαιτέρω κλιμάκωσης του πολέμου στην Ουκρανία, καθώς αυτό θα οδηγήσει σε περαιτέρω αύξηση της αβεβαιότητας και ισχυρότερες και πιο επίμονες πληθωριστικές πιέσεις, (β) νέου κύματος της πανδημίας ή (γ) χαμηλού ποσοστού απορρόφησης κονδυλίων της ΕΕ στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Η βασικότερη πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία είναι η συνέχιση της δυναμικής ανάκαμψης, που ξεκίνησε το 2021, σε ένα δυσμενές διεθνές περιβάλλον.

Η πανδημία του κορονοϊού, η ενεργειακή κρίση, η αλματώδης άνοδος του πληθωρισμού και η αύξηση της αβεβαιότητας επιτείνουν σημαντικά κάποια από τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η ελληνική οικονομία μετά τη δεκαετή κρίση χρέους και τα οποία μπορούν να επιδράσουν αρνητικά στις βραχυπρόθεσμες, αλλά και στις μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας.

Το ενδεχόμενο μερικής ή ολικής διακοπής του ενεργειακού εφοδιασμού της Ευρώπης από τη Ρωσία απαιτεί άμεσες δράσεις στην κατεύθυνση της ενεργειακής ασφάλειας με νέες επενδύσεις σε αποθήκες φυσικού αερίου, εξεύρεση εναλλακτικών προμηθευτών, αλλά και εξόρυξη υδρογονανθράκων. Στο δυσμενές αυτό περιβάλλον, η εν εξελίξει κλιματική αλλαγή αναδεικνύει ως σημαντική πρόκληση την επιτάχυνση των επενδύσεων για την προετοιμασία της μετάβασης της οικονομίας σε πιο καθαρές μορφές ενέργειας.

Πέρα από τα προβλήματα που σχετίζονται με την αρνητική διεθνή οικονομική συγκυρία, εξακολουθούν να υφίστανται οι δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας που οδηγούν σε χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα. Ενδεικτικά, παρά τη σημαντική πρόοδο που σημειώθηκε σε ορισμένους τομείς στην προσπάθεια αντιμετώπισης της πανδημίας, η απονομή της δικαιοσύνης παραμένει αργή, η αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα είναι ακόμη χαμηλή και ο ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας υπολείπεται σε σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους. Παράλληλα, ο υψηλός βαθμός εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από εισαγωγές αγαθών και ενέργειας, το αυξημένο μερίδιο του κόστους ενέργειας στις ελληνικές επιχειρήσεις ήδη πριν από την ενεργειακή κρίση, το μικρό μέσο μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων και τα ολιγοπωλιακά φαινόμενα σε αρκετούς κλάδους επιτείνουν τα προβλήματα από την άνοδο των διεθνών τιμών ενέργειας και πρώτων υλών και οδηγούν σε πληθωρισμό άνω του μέσου όρου της ευρωζώνης.

Για να διαφυλαχθεί η δημοσιονομική αξιοπιστία, θα πρέπει να αποφευχθούν μόνιμα μέτρα δημοσιονομικής χαλάρωσης, οι δε τυχόν πρόσθετες παρεμβάσεις εισοδηματικής ενίσχυσης θα πρέπει: (α) να είναι στοχευμένες προς τις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, (β) να έχουν προσωρινό χαρακτήρα και (γ) να μην υπονομεύουν τους φιλόδοξους περιβαλλοντικούς στόχους που έχουν τεθεί.

Παράλληλα, το ταμειακά διαθέσιμα θα πρέπει να διατηρηθούν σε υψηλό επίπεδο για να παραμείνει περιορισμένος ο κίνδυνος αναχρηματοδότησης του χρέους. Με βάση το ευνοϊκό προφίλ αποπληρωμών του χρέους, εκτιμάται ότι η μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους δεν απειλείται.

Παρά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούν οι κίνδυνοι για την ανάπτυξη, όπως η ένταση των πληθωριστικών πιέσεων, η μερική ή ολική διακοπή του ενεργειακού εφοδιασμού της Ευρώπης από τη Ρωσία, η αναστολή επενδυτικών έργων λόγω της αύξησης της αβεβαιότητας και της ανόδου των επιτοκίων, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές θετικές ειδήσεις: Η έξοδος από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας τον προσεχή Αύγουστο, η ανάληψη δράσης εκ μέρους της ΕΚΤ για την αποτροπή του κατακερματισμού των αγορών χρήματος και κεφαλαίων στην ευρωζώνη, η πρόσφατη αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης των ελληνικών ομολόγων από δύο διεθνείς οίκους, η πολύ θετική πορεία των ταξιδιωτικών εισπράξεων και η ανακοίνωση μεγάλων επενδύσεων στην Ελλάδα από σημαντικές εταιρίες του εξωτερικού αποτελούν αξιοσημείωτες εξελίξεις που ενισχύουν τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας.

Ρεπορτάζ: Κώστας Τσάβαλος

www.ertnews.gr

Συντακτική ομάδα ert.gr

Αφήστε μια απάντηση