Έρευνα: Πώς το ήπαρ ελέγχει τον εγκέφαλο και τη συμπεριφορά μας

Μια ομάδα ερευνητών ανέπτυξε μια εντελώς νέα προσέγγιση για τη θεραπεία των διατροφικών διαταραχών. Ερευνητές στα Πανεπιστήμια Yale και Κολωνίας στη Γερμανία διαπίστωσαν ότι το ήπαρ παίζει σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση της διατροφικής συμπεριφοράς σε ποντίκια, μια ανακάλυψη που θα μπορούσε να έχει συνέπειες για τους ανθρώπους με διατροφικές διαταραχές και τα μεταβολικά νοσήματα.

Η νέα μελέτη τους έδειξε ότι το πιο προηγμένο τμήμα του εγκεφάλου, ο εγκεφαλικός φλοιός, επηρεάζεται από το υπόλοιπο σώμα, και όχι μόνο το αντίστροφο.

«Ένα από τα συμπεράσματα αυτής της μελέτης είναι ότι ο κλασικός τρόπος με τον οποίο προσπαθούμε να κατανοήσουμε τις λειτουργίες του εγκεφάλου εξετάζοντας μόνο τον εγκέφαλο, δεν μας δίνει την πλήρη εικόνα», δήλωσε ο Τάμας Χόρβαθ, καθηγητής Συγκριτικής Ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Yale και κύριος συγγραφέας της μελέτης που δημοσιεύθηκε στο «Nature Metabolism».

Σε μια σειρά πειραμάτων, η ερευνητική ομάδα αποκάλυψε ένα κύκλωμα μέσω του οποίου ο εγκέφαλος και το συκώτι επικοινωνούν και ελέγχουν το ένα το άλλο. Οι δύο βασικοί συμμετέχοντες σε αυτή τη «συνομιλία» είναι μια ομάδα κυττάρων που είναι γνωστή ως νευρώνες της πρωτεΐνης AgRP (Agouti Related Protein), οι οποίοι βρίσκονται στην περιοχή του υποθαλάμου του εγκεφάλου, και ένας τύπος λιπιδίων που εκκρίνεται από το ήπαρ και ονομάζεται λυσοφωσφατιδυλοχολίνη (LPC).

Οι νευρώνες AgRP, οι οποίοι επικοινωνούν με τον εγκεφαλικό φλοιό, είναι απαραίτητοι για την προώθηση του αισθήματος της πείνας. Επικοινωνούν όμως και με άλλα μέρη του σώματος, όπως το ήπαρ και το πάγκρεας κι όταν πεινάμε, αυτοί οι νευρώνες παίζουν κρίσιμο ρόλο στην απελευθέρωση λιπιδίων από τις λιποαποθήκες του σώματος.

Μόλις το LPC εκκριθεί από το ήπαρ, ένα ένζυμο στο αίμα το μετατρέπει γρήγορα σε λυσοφωσφατιδικό οξύ (LPA). Άλλοι ερευνητές έχουν δείξει ότι το LPA μπορεί να μεταβάλλει τη νευρωνική δραστηριότητα του εγκεφάλου.

Σε αυτή τη μελέτη, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι μετά από νηστεία, τα ποντίκια είχαν υψηλότερα επίπεδα LPA τόσο στο αίμα όσο και στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό, το ειδικό υγρό που βρίσκεται μέσα στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Αυτή η αύξηση των επιπέδων LPA προκάλεσε αύξηση της νευρωνικής δραστηριότητας στο φλοιό, η οποία με τη σειρά της αύξησε το αίσθημα της πείνας μετά τη νηστεία.

Ο Χόρβαθ δήλωσε ότι χρειάζονται περισσότερες μελέτες για να διαπιστωθεί αν και οι άνθρωποι διαθέτουν ένα παρόμοιο κύκλωμα. Ο ίδιος και οι συνάδελφοί του πάντως, εκτιμούν ότι έχουν ήδη βρει κάποιες ενδείξεις. Τα ποντίκια που εμφανίζουν μια μετάλλαξη που οδηγεί σε μεγαλύτερη νευρωνική δραστηριότητα η οποία προκαλείται από το LPA, τρώνε και ζυγίζουν περισσότερο από τα τυπικά ποντίκια. Οι άνθρωποι με την ίδια γενετική μετάλλαξη τείνουν να έχουν υψηλότερο δείκτη μάζας σώματος και μεγαλύτερη συχνότητα διαβήτη τύπου 2 σε σχέση με τους ανθρώπους που δεν φέρουν αυτή τη μετάλλαξη.

«Πρέπει να διερευνήσουμε πιο αυστηρά αν αυτοί οι μηχανισμοί εντοπίζονται και στους ανθρώπους. Αν ισχύει αυτό, τότε μπορούμε να αρχίσουμε να διερευνούμε αν μπορούμε να εκμεταλλευτούμε τους μηχανισμούς προκειμένου να θεραπεύσουμε τις διατροφικές διαταραχές και άλλες παθήσεις», δήλωσε ο ερευνητής.

ΠΗΓΗ: Yale

www.ertnews.gr

Εύη Τσιριγωτάκη

Αφήστε μια απάντηση