Μύθοι και αλήθειες για τις τιμές των καυσίμων από τον Σύνδεσμο Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών

Απαντήσεις σε 7 «μύθους» όπως αναφέρει, σε σχέση με τις τιμές των καυσίμων, δίνει ο Σύνδεσμος των Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών Ελλάδας (ΣΕΕΠΕ) με σχετικό ενημερωτικό σημείωμα.

Μεταξύ άλλων αναφέρει ότι ακόμη και αν εξαλειφόταν πλήρως το κέρδος των εταιριών, των µεταφορέων και των πρατηριούχων, το όφελος για τον καταναλωτή θα ήταν σχεδόν µηδαµινό, αιτιολογεί τις αυξημένες τιμές στα νησιά, ενώ κάνει λόγο επίσης για αθέµιτο ανταγωνισµό από την παράνοµη αγορά (λαθρεµπόριο, νοθευµένα καύσιµα, «πειραγµένες» αντλίες). Αναλυτικά ο ΣΕΕΠΕ αναφέρει τα εξής:

Μύθος 1. Ευθύνονται οι εταιρίες που έχουμε τα ακριβότερα καύσιμα στην Ευρώπη.

Αλήθεια: Η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική. Η χώρα µας βρίσκεται κοντά στον Μέσο Όρο της ΕΕ (σε ορισμένες περιπτώσεις και κάτω από αυτόν) σχετικά µε τις τιμές των καυσίμων προ φόρων και δασµών. Με την προσθήκη φόρων και δασμών οι τελικές τιμές που διαμορφώνονται είναι πράγματι από τις υψηλότερες.

   Μύθος 2. Οι εταιρίες εμπορίας και τα πρατήρια καυσίμων έχουν τεράστια κέρδη από τις πωλήσεις.

 Αλήθεια: Τα κέρδη για τις εταιρίες εμπορίας, τους µμεταφορείς και τα πρατήρια ήταν εξαιρετικά περιορισμένα ακόμη και πριν από την επιβολή του «πλαφόν».
Απόδειξη αποτελεί πως μέσα σε µια δεκαετία (2007-2017) έκλεισαν σχεδόν 2.000 πρατήρια. Ένας σημαντικός αριθμός έντιμων πρατηριούχων έχει αποχωρήσει από την αγορά. Τη θέση τους κάλυψαν παραβατικοί πρατηριούχοι, οι οποίοι πληρώνουν υπέρογκα ενοίκια, για να αποκτήσουν πρατήρια. Παράλληλα, από την αγορά έχουν αποχωρήσει μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες, καθώς και μικρές ανεξάρτητες ελληνικές εταιρίες.

Αξίζει να σηµειωθεί πως το πραγµατικό κέρδος σε πολλές περιπτώσεις εξανεµίζεται λόγω των αυξηµένων λειτουργικών εξόδων (ενοίκια, ηλεκτρικό ρεύμα, µεταφορικό κόστος) και από την µεγάλη αύξηση του χρηματοοικονομικού κόστους, µια αύξηση που δεν καλύπτεται από το πλαφόν που επιβλήθηκε στην αγορά καυσίµων.
Ακόµη και αν εξαλειφόταν πλήρως το κέρδος των εταιριών, των µεταφορέων και των πρατηριούχων, το όφελος για τον καταναλωτή θα ήταν σχεδόν µηδαµινό.

   Μύθος 3. Οι τιμές στα πρατήρια αυξάνονται αμέσως μόλις ανεβαίνει η διεθνής τιμή του αργού, δεν μειώνονται όμως τόσο γρήγορα, όταν πέφτει η τιμή του.

   Αλήθεια: Οι χονδρικές τιμές στην Ελλάδα καθορίζονται από τις διεθνείς τιμές των τελικών προϊόντων πετρελαιοειδών – όχι από τις τιμές του αργού – και διαμορφώνονται από τον Μέσο Όρο των τελευταίων τεσσάρων ημερών (των τελικών τιμών του κάθε προϊόντος).
Επομένως, είναι λογικό να υπάρχει µια σχετική υστέρηση στην εμφάνιση των αυξομειώσεων των διεθνών τιμών στην ελληνική αγορά. Οι εταιρίες εμπορίας διαμορφώνουν τις τιμές τους καθημερινά, µε βάση τις τιμές των διυλιστηρίων. Όσο είναι σε ισχύ το «πλαφόν», η εφοδιαστική αλυσίδα είναι υποχρεωμένη να περνά τις όποιες αυξήσεις ή μειώσεις υπάρχουν στην αντλία.

   Μύθος 4. Τα περισσότερα πρατήρια αισχροκερδούν, παρά την επιβολή «πλαφόν».

   Αλήθεια: Το μέτρο του «πλαφόν» έρχεται σε αντίθεση µε τις αρχές της ελεύθερης οικονοµίας και του υγιούς ανταγωνισµού.
Ωστόσο, µετά την απόφαση της κυβέρνησης για την εφαρµογή του µέτρου, δεν θα πρέπει να υπάρχει το παραµικρό περιθώριο για αθέµιτη κερδοφορία. Αυτό είναι αποκλειστική και θεσμική αρμοδιότητα της Πολιτείας, καθώς και ευθύνη απέναντι στον καταναλωτή, για τον έλεγχο των τιμών στα πρατήρια, και την αυστηρή τήρηση της εφαρμογής του «πλαφόν».

Οι εταιρίες εµπορίας απαγορεύεται όχι µόνο να ελέγχουν αλλά ακόµη και να συστήνουν λιανικές τιµές αντλίας. Είναι ευθύνη του κράτους, το οποίο διαθέτει τους κατάλληλους μηχανισμούς και τα «εργαλεία», να πραγματοποιεί διαρκείς και αποτελεσματικούς ελέγχους και να επιβάλλει κυρώσεις, προκειμένου να προστατεύσει τους καταναλωτές από τη μειοψηφία των πρατηρίων που δεν εφαρμόζει το «πλαφόν».

Μύθος 5. Στα νησιά οι τιµές είναι υψηλές γιατί τα πρατήρια χρεώνουν όσο θέλουν.

   Αλήθεια: Οι υψηλότερες τιµές σε ορισµένα νησιά οφείλονται σε τρεις βασικούς παράγοντες:

  • στο αυξηµένο µεταφορικό κόστος,
  • στο καθεστώς ΦΠΑ που υπόκειται το κάθε νησί,
  • στη ζήτηση που παρουσιάζεται για καύσιμα

Πιο αναλυτικά, το μεταφορικό κόστος ήταν ανέκαθεν εξαιρετικά υψηλό για πρατήρια που βρίσκονται σε απομακρυσμένες περιοχές και νησιά της χώρας. Η απορρόφηση αυτής της επιβάρυνσης από τους πρατηριούχους, ειδικά σήµερα που η διεθνής ενεργειακή κρίση έχει εκτινάξει το µεταφορικό κόστος, είναι αδύνατη, µε αποτέλεσμα να µετακυλίεται στην τιµή της αντλίας.

Η κυβέρνηση, έχει µειώσει τον ΦΠΑ στα καύσιμα σε ορισµένα νησιά από 24% σε 17%. Εποµένως, η σύγκριση των τιµών µεταξύ νησιών που υπόκεινται σε διαφορετικό συντελεστή ΦΠΑ, δεν είναι δόκιμη.

Η τιµή της αντλίας διαμορφώνεται µε βάση την τιµή αγοράς των καυσίµων από τους πρατηριούχους.
Υπάρχουν νησιά µε χαμηλή ζήτηση και κατανάλωση, όπου οι πρατηριούχοι προμηθεύονται καύσιμα λιγότερο συχνά από ότι παραγγέλνουν συνάδελφοί τους σε νησιά µε µεγαλύτερη ζήτηση και κατανάλωση.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι τιµές στα νησιά αυτά να καθυστερούν να εναρμονιστούν µε τη µέση τιµή στην υπόλοιπη χώρα, κάποιες φορές προς όφελος και κάποιες εις βάρος του καταναλωτή.

   Μύθος 6. Ο ανταγωνισμός στην αγορά καυσίµων δεν λειτουργεί προς όφελος του καταναλωτή.

   Αλήθεια: Η αγορά των καυσίµων στην Ελλάδα λειτουργεί σε ένα περιβάλλον υγιούς ανταγωνισµού.
Όποια εταιρία επιθυμεί µπορεί ελεύθερα να δραστηριοποιηθεί στη διύλιση, την εισαγωγή ή την εµπορία καυσίµων. Το µέγεθος της ελληνικής αγοράς είναι µικρό και δεν δικαιολογεί, από οικονοµική άποψη, την ύπαρξη περισσότερων διυλιστηρίων. Συγχρόνως, στην Ελλάδα υπάρχει ένας πολύ µεγάλος αριθµός εταιριών και πρατηρίων, πολύ µεγαλύτερος από τον αντίστοιχο Μέσο Όρο της Ευρώπης, συγκριτικά µε τον πληθυσµό της χώρας.

Ο ανταγωνισµός λειτουργούσε και συνεχίζει να λειτουργεί προς όφελος των καταναλωτών. Ο µόνος ανταγωνισµός που λειτουργεί εις βάρος της αγοράς, των καταναλωτών και του ίδιου του κράτους είναι ο αθέµιτος ανταγωνισµός από την παράνοµη αγορά λαθρεµπόριο, νοθευµένα καύσιµα, «πειραγµένες» αντλίες.

Μύθος 7. Η αγορά δεν επιθυμεί τον έλεγχο από την Πολιτεία.

   Αλήθεια: Η αγορά επιδιώκει τον ελεύθερο ανταγωνισμό που κατοχυρώνεται µέσα από τον έλεγχο και την εποπτεία του κράτους.
Ο Σύνδεσμος Εταιριών Εµπορίας Πετρελαιοειδών Ελλάδος έχει εδώ και χρόνια θέσει ως βασική προτεραιότητα τον έλεγχο της αγοράς και την καταπολέμηση της παραβατικότητας, µέσα από τη λειτουργία ενός σύγχρονου Συστήματος Εισροών – Εκροών.
Ένα Σύστημα, που δυστυχώς µέχρι σήµερα δεν λειτουργεί αποτελεσματικά.
Η µη αποτελεσματική λειτουργία του οφείλεται στην έλλειψη του κατάλληλου λογισμικού (Software), εξοπλισμού (hardware) και επαρκούς προσωπικού ελέγχου στην ΑΑ∆Ε και ΓΓΠΣ.

Με πρωτοβουλία του ΣΕΕΠΕ και σε συνεργασία µε την Ανεξάρτητη Αρχή Δηµοσίων Εσόδων, ο Σύνδεσµος παρέχει υποστήριξη και συνδράµει τεχνολογικά στην εγκατάσταση και λειτουργία ενός ολιστικού συστήµατος παρακολούθησης των εισροών-εκροών σε όλα τα πρατήρια και τις φορολογικές αποθήκες της χώρας.

  • Το κράτος οφείλει να εκσυγχρονίσει το νοµοθετικό πλαίσιο, ώστε το Σύστηµα Εισροών-Εκροών να λειτουργήσει και στο υπόλοιπο τµήµα της εφοδιαστικής αλυσίδας (φορολογικές αποθήκες – µεταφορά).

www.ertnews.gr

Κυριάκος Καρυώτης

Αφήστε μια απάντηση