Τελικά ο νέος Μπάτμαν βρήκε τον εαυτό του;

Κάποιοι βιάστηκαν να παρουσιάσουν το νέο Μπάτμαν, ως την απάντηση στον «Σκοτεινό Ιππότη»… και κάνουν λάθος. Με την αφορμή της πρώτης προβολής της ταινίας (και τη λήξη του εμπάργκο των κριτικών) μοιραζόμαστε κάποιες πρώτες σκέψεις για την πολυαναμενόμενη ταινία που κάνει πρεμιέρα την Πέμπτη. Τελικά ο Μπάτμαν που λέει «My mask allows me to be myself» βρήκε τον εαυτό του;

Κάπου το ‘χω ξαναδεί

Ο Γρίφος (Πολ Ντάνο) σκοτώνει τον Δήμαρχο του Γκόθαμ Σίτυ γιατί, όπως δηλώνει, θέλει να σταματήσουν να ακούγονται ψέματα. Σας θυμίζει κάτι; Από εδώ και στη συνέχεια, ξεκινούν οι συμπτώσεις, άλλες αφήνοντας ευχάριστη αίσθηση και άλλες λιγότερο ικανοποιητική. Ας τις δούμε αναλυτικότερα όλες αυτές τις ομοιο-ετερογένειες σε παράλληλη δράση με την αφήγηση της ταινίας.

Η εισαγωγή, λίγες σκηνές πριν, στον κόσμο του Μπάτμαν (Ρόμπερτ Πάτινσον) έχει λίγο από τον Οσκαρικό «Τζόκερ», περισσότερο από την τριλογία του Νόλαν και… καμία ουσιαστική εξέλιξη του είδους. Μια σκηνή στα μέσα μαζικής μεταφοράς προβάλλει την πραγματική εικόνα του υπερήρωα που είναι πανταχού παρών. Μια σειρά από κρυπτογραφημένα μηνύματα, σαν αυτά που αρέσκεται ο Ηρακλής Πουαρό να λύνει, ακολουθούνται από μια σειρά δολοφονίες. Σύντομα συναντάμε και την συναγωνίστρια catwoman (Ζόε Κράβιτς) με τον πρώτο cheesy διάλογο που παραπέμπει σε ταινίες του James Bond:

-Έχεις πολλές γάτες!

-Έχω αδυναμία στα αδέσποτα.

…για να δώσει τη θέση του σε γκάτζετ παρακολούθησης που εισήγαγε επιτυχημένα ο 007.

Ακολουθεί η σύσταση του Πιγκουίνου (Κόλιν Φάρελ) και ένα εντυπωσιακό ατύχημα, καδραρισμένο για να μπει στα ανεξίτηλα πλάνα της 7ης τέχνης. Εκείνη τη στιγμή αισθανόμαστε ότι βλέπουμε μια πρόταση παντρέματος Μπάτμαν και Αγγελόπουλου, που μας ξαφνιάζει ευχάριστα. Και ενώ με ανακούφιση από τα καλά αξιοποιημένα κλισέ και τη σταθερή νουάρ ατμόσφαιρα ελπίζουμε στην επανεγγραφή του μύθου, εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια υποταγής στους κανόνες των πολυφορεμένων μπλοκμπάστερ.

Μέχρι στιγμής ήμασταν πεποισμένοι ότι το «Se7en» έχει συναντήσει το είδος του νέο-νουάρ για να μας αφήσει με το στόμα ανοιχτό. Και τα καταφέρνει επιτυχώς, μόνο που στο τρίτο μέρος… ήταν από τα χασμουρητά.

Νυχτεριδανήρ, ο Έλλην

Υπάρχει ένα ρητό που υποστηρίζει ότι όταν η τρίτη πράξη έχει πρόβλημα, τότε έχει και η πρώτη και η δεύτερη, απλά έχει καταφέρει ο σκηνοθέτης να το κρύψει επιμελώς. Σε αυτή την ταινία το γνωμικό ισχύει 100%. Ένα θα πω: Ο Μπάτμαν, σα νέος Λαβρέντης Διανέλος -ή ακόμα χειρότερα, όπως ο Νίκος Ξανθόπουλος- σώζει ορφανά, σε ένα κρεσέντο ανθρωπισμού, που κάθε άλλο παρά ενισχύει όσα έχουμε δει νωρίτερα, δηλαδη τον υπερ-ήρωα της απόλυτης αμφισβήτησης!

Γιατί οι υπερ-ηρωϊκές ταινίες προσπαθούν να κερδίσουν και το κουλτουριάρικο κοινό;

Κακά τα ψέματα, τα «λαϊκά αγόρια/κορίτσια και το μερακλίδικο κοκορέτσι» ήταν, είναι και θα είναι το όπιο του κοινού. Όλα όμως άλλαξαν 13 χρόνια πριν. Εκείνη η ταινία που αποτελούσε το δεύτερο μέρος μιας σκοτεινής τριλογίας, ζωντάνεψε και τη γραφική νουβέλα, και άνοιξε ένα παράθυρο της ποπ-κουλτούρας στα μπαλκόνια του πιο ψαγμένου κοινού. Χωρίς όμως την επιτυχία του Dark Knight (2008) δεν θα μπορούσαμε να έχουμε μια νέα πρόταση για το είδος των υπερ-ηρωϊκών ταινιών σε νέο ύφος και αφήγηση. Αυτό το Μπάτμαν προκύπτει από τους αγώνες εκείνης της εξαιρετικής ταινίας, στα χαρτιά όμως μόνο αφού είναι ένα καλογυρισμένο νουάρ στα 2/3 που παραδίδεται σε στρώματα ασφαλείας από ποπ-κορν. Και για να μην παρεξηγηθώ, αγαπώ και το ποπ κορν και τα εκλεπτιοσμένα εδέσματα του μυαλού εξίσου, αρκεί να μην πάρω το Domaine de la Romanee-Conti Romanee-Conti Grand Cru, για να φτιάξω σαγκρία. Αντιγράφοντας την αισθητική του «Σκοτεινού Ιππότη» δεν παράγουμε ούτε καλύτερο, ούτε χειρότερο δημιούργημα.

Νικητές και χαμένοι

Ο υπερήρωας μας είναι ο «Άνθρωπος Νυχτερίδα» και ευτυχώς για εκείνον, λόγω Halloween δικαιολογείται και η στολή και η φάρσα που μας έκανε. Ο Ρόμπερτ Πάτινσον, διεκπαιρεωτικός πίσω από τη μάσκα του λέει τις ατάκες του και επιτρέπει σε άλλους να του πάρουν τη δόξα. Η Σελίνα Κάιλ, κατά κόσμο catwoman, χαρίζει στη Ζόε Κράβιτ;ς την ευκαιρία να λάμψει με την απαστράπτουσα ομορφιά της και στον Όσβαλντ Κόμπλποτ/πιγκουίνο, να έχει μερικές «εντάξει» στιγμές.

Για τον τέταρτο άνθρωπο του μυστηρίου, τον Πολ Ντάνο, ουδέποτε κατάλαβα γιατί θεωρείται διάνοια της υποκριτικής. Αποφεύγοντας τις υπερβολές μοιάζει απλά να σνομπάρει και να εκλιπαρεί ταυτόχρονα το είδος για συμπάθεια… και το κοινό επίσης.

Χαμένο στοίχημα

Δύο ώρες που προσδοκείς ο Μπάτμαν, να μην είναι Μπάτμαν· να γίνει μια κοινότυπη αλλά ακριβής στη λεπτομέρεια ταινία στο ύφος των «Λος Άντζελες: Εμπιστευτικό» (1997), «Κολασμένη Αγάπη» (1944), «Μάρτυς Κατηγορίας» (1957), «Πάθος και Αίμα» (1946), «Ο Τρίτος Άνθρωπος» (1949), «Η Λεωφόρος της Δύσης» (1950) ή έστω ένας φόρος τιμής σε αυτές. Όλες οι ψηφίδες υπαινίσσονται ότι αυτή είναι η κρυμμένη εικόνα του γρίφου. Όμως αυτή η ψευδαίσθηση σβήνει στα μισά της ταινίας· και τα μισά της ταινίας, στην καλύτερη των καταστάσεων, είναι όσο θα έπρεπε να είναι μια κινηματογραφική δημιουργία που σέβεται το κοινό της. Πραγματικά δεν καταλαβαίνω την αναγκαιότητα των ξεχειλωμένων τριών ωρών, με τα δύο τρίτα να υπηρετούν το νέο-νουάρ και το τελευταίο τρίτο να είναι 100% crowd pleasing product. Αυτά τα παντρέματα «σκύλος χορτάτος, πίτα ολόκληρη» δεν ταιριάζουν σε γάτες/νυχτερίδες και πιγκουίνους γιατί «όπου ακούς πολλά κοκκόρια» χάνεις ουσιαστικά και τις δύο μερίδες κοινού. Τελικά δεν είναι τόσο δύσκολο μια ταινία με ομοιογενή ρυθμό και αισθητική, να παράγει απλόχερα βαρεμάρα από την αμετροέπεια της.

Με μια φράση

Θα κοροϊδέψει το κοινό που αγαπάει το είδος αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα κερδίσει το στοίχημα της πρωτοτυπίας ή της νέας πρότασης για το είδος.

 

www.ertnews.gr

Αλέξανδρος Ρωμανός Λιζάρδος