Η επιλεκτική αλαλία μέσα από μια ταινία: The speak

Share this

Σύνοψη ιστορίας

Η Μελίντα έχει βιώσει έναν βιασμό σε ένα σχολικό πάρτι και από τότε ταλαντεύεται ανάμεσα στον λόγο και τη σιωπή. Δεν έχει την αποδοχή και τη στήριξη των συμμαθητών της και δεν μπορεί να μοιραστεί με κανέναν αυτό που συνέβη. Η Μελίντα εμφανίζει σωματικά και ψυχικά συμπτώματα εξαιτίας του μετατραυματικού στρες και προσπαθεί να αποφύγει τις μνήμες από αυτό το γεγονός κι επομένως, δε θέλει ούτε και μπορεί να μιλήσει για αυτό.

Η Μελίντα παρουσιάζεται ταλαιπωρημένη και απόμακρη από τους υπόλοιπους γύρω της, αρκετά εσωστρεφής και αμίλητη. Οι συμπεριφορές της σχετίζονταν με τη διαταραχή μετατραυματικού στρες, καθώς η ίδια συχνά μασά ή σφίγγει τα χείλια της, ενώ ζωγράφιζε πάνω τους ράμματα, τα οποία πέρασαν σχεδόν απαρατήρητα από τη μητέρα της. Ακόμη, ήταν ατημέλητη, ξεχνούσε να κάνει ντους και λιποθύμησε κατά τη διάρκεια ενός εργαστηρίου βιολογίας, τη στιγμή που έπρεπε να κάνει τομή σε έναν βάτραχο. Από τη μία νιώθει την ανάγκη να μιλήσει για αυτό ή τουλάχιστον να προσέξουν τις συμπεριφορές της και από την άλλη επιλέγει τη σιωπή και το κλείσιμο στον εαυτό.

Η Μελίντα βρίσκεται στην εφηβεία και εκτός από τα συναισθήματα που έχει να αντιμετωπίσει, λόγω αυτής της δύσκολης περιόδου ζωής, θα πρέπει ταυτόχρονα να διαχειριστεί και τα συναισθήματα που της προκάλεσε ο βιασμός. Ο μαθητής που τη βίασε φοιτά στο ίδιο σχολείο και διαρκώς η παρουσία του της υπενθυμίζει το γεγονός. Επίσης, αυτός συχνά την προσεγγίζει, επιδεικτικά παρουσιάζεται μπροστά της, αδιαφορεί για την παρουσία της (σα να μη συμβαίνει τίποτα), φλερτάρει τις πρώην φίλες της και τελικά συνάπτει σχέση με την πρώην κολλητή της φίλη. Πέρα από το κακό που της έκανε σωματικά, συνεχίζει να την κακοποιεί ψυχολογικά και συναισθηματικά, καθώς της κλέβει τις φίλες της και έχει στρέψει όλο το σχολείο εναντίον της. Εξακολουθεί να της κάνει κακό και να επαναλαμβάνει την κακοποιητική συμπεριφορά απέναντί της.

Ωστόσο, εκτός από τον βιασμό που βίωσε και που την ακολουθεί ως μια πολύ άσχημη εμπειρία, η Μελίντα έρχεται καθημερινά αντιμέτωπη με ένα «κακοποιητικό» περιβάλλον στο σχολείο, όπου βιώνει αισθήματα απομόνωσης και αποξένωσης, αλλά και με ένα αδιάφορο περιβάλλον στο σπίτι. Οι γονείς της δεν έχουν αντιληφθεί το παραμικρό και δεν έχουν παρατηρήσει την περίεργη συμπεριφορά της κόρης τους.

Η Μελίντα καλείται να δομήσει μια νέα ταυτότητα για το φύλο, τη σεξουαλικότητα και τις διαπροσωπικές σχέσεις. Δεν υπάρχει κάποιος άνθρωπος που να μπορεί να τον εμπιστευτεί, να του μιλήσει, να ζητήσει βοήθεια. Βρίσκει διέξοδο στη ζωγραφική, προσπαθώντας να εκφράσει όλα όσα δεν μπορεί να πει με λόγια. Άλλη μια κραυγή για βοήθεια, που πέρασε απαρατήρητη. Στην αρχή φαίνεται πως δεν πίστευε στον εαυτό της και δεν τα πήγαινε καλά ούτε στη ζωγραφική. Σε συνεργασία όμως με τον δάσκαλο της ζωγραφικής και κυρίως μέσω της ενθάρρυνσης που είχε από αυτόν κατάφερε να πιστέψει στον εαυτό της και να γίνει μια πολύ καλή ζωγράφος. Ο καθηγητής ζωγραφικής ήταν ένα πρόσωπο που λειτούργησε ως στήριγμα για την Μελίντα, η οποία συχνά χρησιμοποιούσε ως καταφύγιο και χώρο απομόνωσης το παρατημένο εργαστήριο της φωτογραφίας. Εκεί είχε όλες τις ζωγραφιές της, που έδειξε και στον καθηγητή της, λίγο πριν αποχωρήσει από το σχολείο λόγω παραίτησής του, που οφειλόταν στη μείωση του μισθού του. Σε πολλές ζωγραφιές απεικονίζονταν δέντρα, που ήταν κάτι το οποίο αρχικά της είχε ζητήσει μέσα στην τάξη ο καθηγητής, η ίδια δεν κατάφερε να απεικονίσει ένα δέντρο, παρά μόνο με ένα πολύ απλό και παιδιάστικο σκίτσο και όλη η τάξη την κορόιδεψε και τη χλεύασε. Η δυσκολία της τότε να ζωγραφίσει ένα δέντρο ίσως αντανακλά τον μπλοκαρισμένο ψυχισμό της, καθώς είχε βιώσει ένα έντονα τραυματικό γεγονός, το οποίο παρέμενε ανεπίλυτο.

Ούτε στο σχολείο ούτε στο σπίτι, η Μελίντα δεν μπορεί να βρει αποδοχή και κατανόηση. Οι γονείς της είναι αδιάφοροι και προσπαθούν να την κερδίσουν με υλικά αγαθά, ενώ στο σχολείο βιώνει διαρκώς αρνητικές εμπειρίες βίας και επιθετικότητας. Η ίδια δεν έχει κάποιο σταθερό υποστηρικτικό περιβάλλον, ή κάποιον να καταλάβει ότι κάτι άλλαξε στη συμπεριφορά της και αποφεύγει να μιλήσει, βρίσκεται διαρκώς ανάμεσα στη σιωπή και τα λίγα λόγια.

Ανάλυση χαρακτήρα

Η Μελίντα στην ηλικία που βρίσκεται κινείται ανάμεσα στις προσδοκίες της οικογένειας και στις απαιτήσεις του σχολείου, προσπαθώντας να βρει την ταυτότητά της, τη θέση της μέσα στο σχολείο και την οικογένεια, καθώς και τους ρόλους της. Καθοριστικό ρόλο παίζουν τα δίκτυα υποστήριξης (support networks), που βρίσκονται κοντά στο άτομο και τα οποία μπορούν να το οδηγήσουν να νιώσει ασφάλεια και σιγουριά, ώστε να μπορέσει να ανοιχτεί (Pack, 2013). Αυτό απουσιάζει από τη ζωή της Μελίντα, η οποία βιώνει μόνη της το τραυματικό γεγονός και δεν έχει απευθυνθεί ούτε στο οικογενειακό ούτε στο σχολικό περιβάλλον και ούτε έχει τη δυνατότητα να μιλήσει με κάποιον ψυχολόγο. Το σχολείο αποτελεί έναν από τους βασικούς φορείς που προσφέρουν στο άτομο εκπαιδευτικές πρακτικές για την αντιμετώπιση του τραύματος έτσι ώστε να μπορέσουν οι μαθητές να αντιμετωπίσουν τραυματικές καταστάσεις που έχουν βιώσει (Crosby, 2015). Στην περίπτωση της Μελίντα, ωστόσο, δε συμβαίνει αυτό, καθώς το σχολείο δε λειτουργεί υποστηρικτικά απέναντί της και κανείς δε γνωρίζει αυτό που έχει βιώσει και την ψυχολογική και συναισθηματική κακοποίηση που συνεχίζει να βιώνει στο σχολείο.

Σύμφωνα με τον Freud, το τραύμα προκαλεί έντονο άγχος και το άτομο επαναλαμβάνει, καθώς δεν μπορεί να επεξεργαστεί τον ξαφνικό κίνδυνο που βίωσε. Πρόκειται για τον καταναγκασμό της επανάληψης, όπου το άτομο βιώνει πολλές φορές ξανά και ξανά το τραύμα και φέρνει στο μυαλό του εικόνες από αυτό που συνέβη χωρίς να το επιθυμεί (Forter, 2007). Αυτό φαίνεται διάχυτα από την πληθώρα των σκηνών φλας μπακ της ταινίας, όπου η Μελίντα φέρνει στο νου της εκείνη τη βραδιά στο πάρτι αποκαλύπτοντας σιγά- σιγά στον θεατή τι ακριβώς συνέβη. Επίσης, το άτομο με μετατραυματικό στρες βλέπει σχετικά όνειρα και έχει συχνές αναμνήσεις από αυτό το γεγονός, δηλαδή του έρχονται στο μυαλό διαρκώς εικόνες από αυτό που βίωσε κατά τη διάρκεια του ύπνου. Η Μελίντα φαίνεται πως δεν μπορεί να απαλλάξει τον εαυτό της από αυτή την κατάσταση, ζει διαρκώς έχοντας στο μυαλό της το περιστατικό του βιασμού, ενώ με αφορμή διάφορα ερεθίσματα φέρνει στο μυαλό της σκηνές από εκείνη τη νύχτα, που συνοδεύονται από έντονα συναισθήματα, με αποτέλεσμα να βρίσκεται διαρκώς σε ένταση και εγρήγορση και συχνά ξυπνά από εφιάλτες, που συνδέονται με το περιστατικό βιασμού.

Επιπλέον, ο Hartman (1995) υποστηρίζει ότι το άτομο επαναβιώνει το γεγονός αναζητώντας έναν τρόπο να αποδεχθεί την ιστορία, με το να την ακούσει ή και να τη ζωγραφίσει. Η Μελίντα νιώθει ένα σύνολο από αρνητικά συναισθήματα, νιώθει ότι βρίσκεται σε κίνδυνο και βιώνει άγχος και βρίσκεται μέσα σε ένα  περιβάλλον, όπου κανείς δεν παρατηρεί τα συναισθήματά της, τον τρόπο που μη λεκτικά δείχνει ότι υποφέρει, ότι κάτι της έχει συμβεί. Έχει βιώσει μια τραυματική κατάσταση, μια απότομη και ξαφνική εισβολή στο σώμα που της προκαλεί άγχος και δυσάρεστα συναισθήματα, αλλά κανείς δεν είναι εκεί για να τη βοηθήσει.

Η Μελίντα φαίνεται πως μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον στο οποίο οι σχέσεις  με τους γονείς της είναι τυπικές και απόμακρες. Οι γονείς της δεν γνωρίζουν πώς νιώθει η Μελίντα, τι της αρέσει, πώς περνάει στο σχολείο, τι έγινε σε εκείνο το πάρτι. Οι απόμακρες και τυπικές σχέσεις φαίνεται πως συνοδεύουν τη Μελίντα και στις σχέσεις που έχει αναπτύξει με τους συμμαθητές της και τις πρώην φίλες της. Νιώθει ότι την έχουν προδώσει, την έχουν κοροϊδέψει και σε μια τόσο δύσκολη κατάσταση κανείς δεν είναι εκεί για να τη στηρίξει. Η Μελίντα κλείνεται στον εαυτό της, περνά αρκετό χρόνο σιωπηλή, μόνη, μακριά από τις απειλές του περιβάλλοντος. Η Μελίντα φαίνεται πως δεν έχει καταφέρει μέχρι τώρα να έχει έναν στενό και σταθερό δεσμό, μέσα από τον οποίο θα αντλεί στήριξη και αποδοχή, ασφάλεια και εμπιστοσύνη. Τα αρνητικά βιώματα της Μελίντα και η επιθετικότητα που δέχθηκε την οδήγησαν να απομονωθεί, να αποσυρθεί από το περιβάλλον της, να αναζητά εναλλακτικούς τρόπους έκφρασης και να βρίσκει τελικά διέξοδο μέσα από τη ζωγραφική.

Η γνώση του ατόμου για όσα ζει και για τον τρόπο που τα βιώνει εξαρτάται από το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο βρίσκεται. Το άτομο μαθαίνει μέσα από την αλληλεπίδραση και συνεργασία με τους άλλους μέσα στην κοινωνία (Jones, 2009). Βασικός θεωρητικός του κοινωνικού κονστρουκτιβισμού είναι ο Vygotsky, ο οποίος υποστηρίζει ότι καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του ατόμου διαδραματίζει το κοινωνικο-πολιτισμικό πλαίσιο, και κυρίως η χρήση της ομιλίας (speech) ως ένα εργαλείο σκέψης. Σημαντικός όμως είναι και ο ρόλος του συναισθήματος στη σκέψη αλλά και η κοινωνική φύση της διαδικασίας της σκέψης. Το άτομο δίνει έμφαση στη δραστηριότητα απόδοσης νοήματος, που στηρίζεται στην ανάπτυξη της γλώσσας και του συναισθήματος. Η ομιλία αποτελεί ένα πρωταρχικό εργαλείο έκφρασης και δημιουργίας του πολιτισμού, που συχνά απεικονίζει τις σκέψεις του ατόμου. Η ομιλία μπορεί να είναι εξωτερική ή κοινωνική, εγωκεντρική ή ιδιωτική και εσωτερική.

Η ομιλία βρίσκεται στο επίκεντρο της ταινίας, καθώς η Μελίντα ουσιαστικά επιλέγει τη σιωπή, επιλέγει να μειώσει τη χρήση της ομιλίας, ως μια κραυγή βοήθειας, ως μια ένδειξη ότι δεν είναι καλά. Επιλέγει να μη μιλήσει σε κανέναν, ίσως γιατί βρίσκεται μέσα σε ένα πλαίσιο στο οποίο δε βλέπει να υπάρχει κάποιο διαθέσιμο άτομο να την ακούσει. Η ομιλία φαίνεται πως αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο, το οποίο σπανίως χρησιμοποιεί η Μελίντα σε όλη τη διάρκεια της ταινίας και συνδέεται άμεσα με το κοινωνικό περιβάλλον (Jones, 2009. Smagorinsky, 2007).

Επιλεκτική αλαλία:

Εντάσσεται στις αγχώδεις διαταραχές και χαρακτηρίζεται από απουσία λόγου σε μια ή περισσότερες καταστάσεις στις οποίες το άτομο θα πρέπει να εκτεθεί και να εκφραστεί κοινωνικά. Φαίνεται πως καθοδηγείται από κοινωνικό άγχος, καθώς το άτομο αποτυγχάνει να μιλήσει, όχι γιατί δε γνωρίζει τον λόγο ή γιατί έχει οργανικές διαταραχές, ή κάποια διαταραχή ομιλίας. Η ομιλία στην επιλεκτική αλαλία συνήθως δεν αποτελεί πρόβλημα στο σπίτι, ενώ είναι δύσκολη έως ανέφικτη σε άλλα πλαίσια. Το άτομο δηλαδή δεν αντιδρά με τον ίδιο τρόπο κάτω από διαφορετικές καταστάσεις ή συνθήκες.

Η επιλεκτική αλαλία έχει βρεθεί ότι σχετίζεται με στρεσογόνα γεγονότα της ζωής του ατόμου, αλλά και με τραυματικές καταστάσεις. Πρόκειται για μια διαταραχή που συνδέεται με τη διαταραχή αποχωρισμού στην παιδική ηλικία, που ακολουθείται από ανεπαρκείς ή κακοποιητικές πρακτικές φροντίδας του παιδιού, διαταραχές προσαρμογής που χαρακτηρίζεται από επίμονο άγχος και κατάθλιψη μετά από ένα στρεσογόνο γεγονός ζωής και αντιδράσεις απέναντι σε μια τραυματική κατάσταση. Τα συναισθήματα που βιώνουν τα άτομα με επιλεκτική αλαλία είναι οργή, θυμός, τρόμος, ενοχή και ντροπή, καθώς και φόβος και άγχος (Hua & Major, 2016).

Βιβλιογραφία

  • Crosby, S.D. (2015). An ecological perspective on emerging trauma- informed teaching practices. Children & Schools, 37 (4), 223-230.
  • Forter, G. (2007). Freud, Faulkner, Caruth: Trauma and the politics of literacy form. Narrative, 15 (3), 259-285.
  • Hartman, G.H. (1995). On traumatic knowledge and literacy studies. New Literary History, 26 (3), 537-563.
  • Hua, A. & Major, N. (2016). Selective mutism. Current Opinion in Pediatrics, 28 (1), 114-120.
  • Jones, P.E. (2009). From ‘external speech’ to ‘inner speech’ in Vygotsky: A critical appraisal and fresh perspectives. Language & Communication, 29 (2), 166-181.
  • Pack, M. (2013). Vicarious traumatisation and resilience: An ecological systems approach to sexual abuse counsellors’ trauma and stress. Sexual Abuse in Australia and New Zealand, 5 (2), 69-76.
  • Smagorinsky, P. (2007). Vygotsky and the social dynamics of classrooms. The English Journal, 97 (2), 61-66.

Κουραβάνας Νικόλαος – Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.

Αναρτήθηκε από Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος- Ψυχοθεραπεύτρια, MSc 

Share this

Αφήστε μια απάντηση