Το μελαγχολικό μωρό | Η περίπτωση της κατάθλιψης

Share this

Τα καταθλιπτικά άτομα συχνά «κολλάνε», καθώς από τη μια μεριά δεν μπορούν να σταματήσουν τις επώδυνες σκέψεις που κάνουν για τις ανεκπλήρωτες συναισθηματικές τους ανάγκες και από την άλλη νιώθουν ανημπόρια στην προσπάθειά τους να πραγματοποιήσουν κάποια μικρά βήματα προς τη βελτίωση της κατάστασής τους.  Έτσι, αυτοί οι άνθρωποι προσπαθούν να αποφύγουν την αποδοκιμασία και την απόρριψη των άλλων και παράλληλα νιώθουν αποδυναμωμένοι και ανάξιοι να βρουν την υποστήριξη που επιζητούν.

Στην κατάθλιψη εντοπίζουμε το δίπολο ρήξη και αποκατάσταση. Με βάση την κοινωνική οπτική, η απελπισία που νιώθουμε οφείλεται στην αδυναμία μας να δούμε τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση και δεν έχει να κάνει απλά με τις αρνητικές σκέψεις για τον εαυτό. Έτσι νιώθουμε ότι δεν υπάρχει καμία ελπίδα εξιλέωσης του εαυτού, καθώς δεν μπορούμε να ανακτήσουμε την καλή ιδέα των άλλων για τον εαυτό μας ούτε την ειλικρινή τους αγάπη.

Πρόκειται για ένα σχήμα «κύκλο ρήξης και αποκατάστασης», όπου σε περιπτώσεις διαπροσωπικών συγκρούσεων και στρες είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι οι θετικές σχέσεις μπορούν πάντα να αποκατασταθούν. Το σχήμα αυτό συνδέεται με τον πυρήνα της προσκόλλησης γονιού και παιδιού και αποτελεί την καρδιά της συναισθηματικής ασφάλειας και της αυτοπεποίθησης. Το σύστημα αποκατάστασης διαμορφώνεται στα πρώτα στάδια της ζωής του παιδιού και εδραιώνεται μέχρι το τέλος του πρώτου έτους. Το παιδί που βρίσκεται μέσα σε ένα περιβάλλον που το αντιλαμβάνεται και το βιώνει ως ασφαλές ξέρει ότι ο γονιός θα μπορέσει να του μειώσει την ανησυχία του, να το παρηγορήσει και να μην υποφέρει. Σε περίπτωση που το παιδί δεν μπορεί να απευθυνθεί στον γονιό ώστε να το ηρεμήσει θα παραμείνει με την κορτιζόλη στα ύψη, χωρίς να μπορεί να μειώσει το στρες.

Το παιδί που μεγαλώνει μέσα στο στρες χωρίς να μπορεί ο γονιός να το ανακουφίσει μεγαλώνοντας θα γίνει ένας ενήλικας που θα νιώθει ανήμπορος να διαχειριστεί τα δυσάρεστα συναισθήματα που προκύπτουν ως αποτέλεσμα των διαπροσωπικών συγκρούσεων. Τα άτομα που πάσχουν από κατάθλιψη στηρίζονται στον πρωτόγονο μηχανισμό απόκρισης «μάχη ή φυγή». Τις περισσότερες φορές αντί να επιχειρούν να λύσουν τα προβλήματα που εμφανίζονται μέσα από την αλληλεπίδραση και τη συνεργασία με τους άλλους ανθρώπους, προτιμούν να αποσυρθούν κοινωνικά ή να επιτεθούν κατά μέτωπο.

Τα καταθλιπτικά παιδιά έχει βρεθεί ότι έχουν διαφορετικές προσδοκίες από τις μητέρες τους σε σχέση με τα μη καταθλιπτικά παιδιά. Τα παιδιά με κατάθλιψη δεν πιστεύουν ότι οι μητέρες μπορούν να τους προσφέρουν μια συναισθηματική ευρυθμία. Γενικά, θεωρούν ότι δε θα αλλάξουν οι αρνητικές διαθέσεις τους, κι αυτό φαίνεται και από τον αρνητισμό που έχουν και από την τάση τους να χαρακτηρίζουν τον εαυτό τους ως άχρηστο, απαίσιο ή ηλίθιο. Τα άτομα με κατάθλιψη χαρακτηρίζονται επίσης από παθητικότητα και απάθεια, ενώ δεν προσδοκούν καμία αποκατάσταση των σχέσεων, καθώς πιστεύουν ότι οι ρήξεις σε μια σχέση δεν μπορούν να αποκατασταθούν, με αποτέλεσμα να αποφεύγουν να στραφούν σε άλλους ανθρώπους. Επίσης, χαρακτηρίζεται από μια συσσώρευση της απελπισίας, καθώς όσο πιο πολύ βυθίζεται κάποιος στην απελπισία τόσο πιο εύκολα επαναλαμβάνει καταθλιπτικά μοτίβα σκέψης και συμπεριφοράς.

Βασικός στόχος είναι να μπορέσουμε να σπάσουμε τον φαύλο κύκλο. «Αν αποδεχόμασταν ότι ορισμένες ρίζες της κατάθλιψης εντοπίζονται στη βρεφική ηλικία, τότε ίσως να αντιλαμβανόμασταν πόσο επείγον είναι να τη θεραπεύουμε με την πρώτη ευκαιρία, είτε παρέχοντας ένα πιο υποστηρικτικό περιβάλλον για την πρώιμη γονική φροντίδα, είτε εμποτίζοντας μικρά παιδιά με τις ρυθμιστικές δεξιότητες και τη συναισθηματική αυτοπεποίθηση που δεν διαθέτουν» (σελ.258).

Πηγή:

Σου Γκέρχαρντ. (2016). Γιατί η αγάπη μετράει (σελ. 218-258). Αθήνα: Καλέντης.

Αναρτήθηκε από Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος- Ψυχοθεραπεύτρια, MSc 

Share this

Αφήστε μια απάντηση