Αυτοκτονικότητα των νέων και αντιμετώπιση με το μοντέλο της Σατίρ

Share this

Στο εν λόγω άρθρο θα  αναλύσουμε ένα μοναδικό θεραπευτικό μοντέλο που προτείνει η Virginia Satir, και που δίνει τη δυνατότητα στους ψυχολόγους να συνδεθούν με τους έφηβους και να επιδράσουν θετικά στη ζωή τους, αλλάζοντας τις σκέψεις τους για αυτοκτονία, έτσι ώστε να επιλέξουν να ζήσουν.

Η Satir ισχυριζόταν ότι είναι δικαίωμα του ατόμου να αισθάνεται τα συναισθήματά του, αλλά δεν είναι απίθανο τα συναισθήματα αυτά να μην γίνονται αποδεκτά από την οικογένεια του ατόμου, η οποία συνήθως προβάλλει μια άρνηση απέναντι στην εμφάνιση αυτών των συναισθημάτων. Η κατάσταση αυτή, πολλές φορές οδηγεί σε ένα μούδιασμα του νέου απέναντι στη βιωμένη εμπειρία του και στα συναισθήματά του. Έτσι, το μυαλό του κατακλύζεται από αρνητικά συναισθήματα όπως πόνος, εγκατάλειψη, φόβος, ενοχές, αυτοτιμωρία, σύγχυση, απογοήτευση, κατάθλιψη και τελικά σκέψεις για αυτοκτονία. Ο θυμός, η οργή, η επίκριση των άλλων και η ανάγκη για εκδίκηση συχνά παρουσιάζονται σαν επιλογές αντίδρασης και μαζί με την βαθιά αίσθηση απόρριψης που κυριαρχεί, το άτομο οδηγείται στην βίωση του συναισθήματος ότι δεν μπορεί να λάβει βοήθεια και υποστήριξη από πουθενά. Συνεπώς, το πώς οι έφηβοι βλέπουν τον εαυτό τους, τους άλλους και τον κόσμο, επηρεάζει τις αποφάσεις τους για τη ζωή και το θάνατο.

Το μοντέλο της Σατίρ, στοχεύει στην ενίσχυση της σύνδεσης ανάμεσα στο άτομο και τον εαυτό του καθώς και στη σύνδεση με τα άλλα μέλη της οικογένειας και του περιβάλλοντος. Η Σατίρ αναγνωρίζει ότι βασικός στόχος των ανθρώπων είναι η επιβίωση και η ανάπτυξή τους, ενώ πιστεύει ταυτόχρονα ότι το θεραπευτικό της έργο στοχεύει στην απελευθέρωση της δύναμης της ζωής που υπάρχει μέσα στο άτομο. Το μοντέλο της Σατίρ λαμβάνει υπόψη τις απογοητεύσεις, τους κανόνες, τις προσδοκίες και τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια.

Τα νεαρά άτομα αν επιλύσουν τα τραύματα και τα δυσάρεστα συναισθήματά τους, θα μπορέσουν να κατευθυνθούν προς μια θετική μελλοντική πορεία ανάπτυξης. Έμφαση δίνεται στην ενεργητική συμπεριφορά και τη λεκτική επικοινωνία των ατόμων που σκέφτονται να αυτοκτονήσουν. Επίσης, το μοντέλο  της Σατίρ εστιάζει στην αλλαγή του εσωτερικού κόσμου των εφήβων, δηλαδή αλλάζοντας την αυτοαντίληψη του ατόμου, τότε υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να αλλάξει και η εξωτερική του συμπεριφορά και να γίνει λιγότερο καταστροφική.

Η Satir πίστευε ότι όλοι οι άνθρωποι διακατέχονται από λαχτάρα για αγάπη, επιβεβαίωση, αίσθηση του ανήκειν, σύνδεση, αποδοχή, αναγνώριση, νόημα, ανάπτυξη και ελευθερία. Αυτές οι ανάγκες και επιθυμίες είναι καθολικές για τα άτομα, ανεξαρτήτως ηλικίας, ακόμη και για τους εφήβους, οι οποίοι μέσα από την πλήρωση αυτών τους των επιθυμιών προσδοκούν στο να λάβουν και να βιώσουν ικανοποίηση, αρμονία και ολότητα. Οι έφηβοι λαχταρούν να αγαπήσουν και να αγαπηθούν, να νιώσουν ότι αξίζουν κι ότι είναι χρήσιμοι, ότι είναι αποδεκτοί και ότι δεν τους απορρίπτουν. Όταν λοιπόν, οι επιθυμίες τους αυτές δεν ικανοποιούνται, τότε οι έφηβοι μπορεί να βιώσουν την αίσθηση της αποτυχίας και της στασιμότητας. Οι επιθυμίες είναι ένα σημαντικό συστατικό του εσωτερικού κόσμου που δίνει νόημα στη ζωή.

Εξίσου σημαντικό με όλα τα παραπάνω είναι να γίνει αντιληπτή η σημασία της έννοιας του εαυτού και το πώς η απόσταση του ατόμου από τον εαυτό οδηγεί στον αυτοκτονικό ιδεασμό ή και στην αυτοκτονία ως πράξη. Η σύνδεση με τον εαυτό αποτελεί δύναμη ζωής και το άτομο βιώνει ειρήνη, εσωτερική ηρεμία, ελπίδα, πίστη, σοφία, αρμονία, αυτοεκτίμηση και προθυμία ανάληψης των ευθυνών του κι έτσι αποκτά νόημα στη ζωή του. Στον αντίποδα βρίσκεται η αποσύνδεση από τον εαυτό. Σε αυτή την περίπτωση υφίστανται διαταραχές και μπλοκαρίσματα στην ενέργεια της δύναμης της ζωής του ατόμου (Satir et al., 1991). Ως αποτέλεσμα αυτής της αποσύνδεσης, οι νέοι θα βιώσουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και χαμηλή αυτοπεποίθηση. Ο ενδο-ψυχικός τους κόσμος θα επηρεαστεί και θα επηρεάσει και την σχέση τους με τους άλλους. Η αυτοκτονία μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της απόρριψης του εαυτού, μια τιμωρία του εαυτού, μια βία προς τον εαυτό, προς το Εγώ.

Εστιάζοντας στην αυτοκτονία μέσα από τη θεωρία του μοντέλου Satir, ο Smith είχε την ευκαιρία να εφαρμόσει αυτή τη νέα μάθηση για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της αυτοκτονίας των νέων. Οι παράγοντες που οδηγούν στην αυτοκτονία είναι πάρα πολλοί, αρκετοί από τους οποίους είναι εξωτερικοί, όπως τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, η απώλεια και η θλίψη, το διαζύγιο, η πίεση από τις μειωμένες ευκαιρίες εργασίας, ο οικονομικός ανταγωνισμός και η παγκόσμια ένταση. Στις μέρες μας αυτοί οι εξωτερικοί παράγοντες μαζί με άλλους αλληλεπιδραστικούς έχουν συμβάλλει στη δημιουργία εντονότερου στρες σε σύγκριση με προηγούμενες δεκαετίες. Η έλλειψη διαχείρισης του στρες ειδικά στους εφήβους είναι πολύ εμφανής και τονίζεται και από τους ίδιους τους νέους ότι δυσκολεύονται να διαχειριστούν όχι μόνο το στρες αλλά και τον αντίκτυπο που έχουν οι στρεσογόνοι παράγοντες στην ζωή τους.

Η Satir (Satir et al., 1991) στο μοντέλο της μας εξηγεί ότι τα άτομα έχουν εσωτερικούς πόρους που τα βοηθούν για να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν. Πίστευε επίσης ότι η εσωτερική αλλαγή είναι πάντα δυνατή, ακόμα κι αν δεν έχουμε τον έλεγχο του εξωτερικού μας κόσμου. Δίδασκε ότι δεν είναι το πρόβλημα αυτό καθαυτό που έχει τόσο σημασία, όσο ο τρόπος αντιμετώπισης αυτού του προβλήματος. Κάποιες φορές η οικειότητα της συνήθειας εμποδίζει την αλλαγή η οποία συνήθως απαιτεί από εμάς μια μικρή ή μεγάλη ταλαιπωρία, ένα ξεβόλεμα με απλά λόγια, το οποίο γίνεται πιο δύσκολο σε περιόδους στρες. Συνεπώς, για την Satir αντί να επικεντρωνόμαστε στην παθολογία, θα έπρεπε να επικεντρωθούμε στις δυνατότητες ανάπτυξης της υγείας.

Ένας από τους  στόχους του μοντέλου Satir είναι να βοηθήσει το άτομο να κάνει καλύτερες επιλογές. Κάποιες ερωτήσεις που μπορούν να βοηθήσουν είναι οι εξής: «Είστε πρόθυμος να ζήσετε για εσάς και όχι για τους άλλους; ” «Αξίζετε να ζείτε ειρηνικά;» , «βρίσκετε κάποιο λόγο για να ζήσετε σήμερα;» Μια άλλη σημαντική πτυχή του μοντέλου Satir είναι η δημιουργία βιωματικών στιγμών για τον πελάτη κατά τη θεραπεία. Σε μια προσπάθεια βίωσης του εσωτερικού κόσμου του ατόμου, ο θεραπευτής θα προκαλούσε το άτομο να κάνει κάποιες επιλογές για τη ζωή του. Για παράδειγμα, «Κλείστε τα μάτια σας και ελάτε σε επαφή με τον πόνο, μπορείτε να στείλετε συμπόνια σε αυτό το οδυνηρό μέρος, έτσι ώστε να αρχίσει να αναπνέει; Εάν ο θεραπευτής αισθανόταν ότι το άτομο είχε αυτοκτονικές σκέψεις, θα οδηγούσε τη συζήτηση στο πόσο σημαντικό ήταν να εξερευνούσαν μαζί αν το άτομο ήταν πρόθυμο να ζήσει. Ο θεραπευτής θα ζητούσε από το άτομο να πάρει μια απόφαση να ζήσει στο επίπεδο του εαυτού, ενώ θα βυθίζονταν σε μια βιωματική στιγμή. “Σε αυτό το ευάλωτο μέρος, μπορείτε να βρείτε την εσωτερική δύναμη για να ζήσετε; ” θα ρωτούσε. Αν το άτομο δεν ένιωθε ελπιδοφόρο, τότε ο θεραπευτής θα πρότεινε: αποδεχτείτε την ελπίδα μου για εσάς, ώστε να μπορούμε να συνεργαστούμε μέχρι να κερδίσετε τη δική σας ελπίδα ” Ο θεραπευτής επίσης θα ρωτούσε: «Είστε πρόθυμος να λάβετε μια απόφαση να μην βλάψετε τον εαυτό σας, ενώ θα εργαζόμαστε μαζί για να αλλάξουμε τα πράγματα; ”

Ένας εξίσου σημαντικός στόχος του μοντέλου της Satir, είναι η αύξηση της ευθύνης, καθώς επίσης, η συνεργασία και η αλλαγή των προσδοκιών του ατόμου. Ο θεραπευτής θα πρέπει να εστιάσει στο να διευκολύνει το άτομο να κάνει διαφορετικές επιλογές ούτως ώστε να μπορέσει να αναλάβει την ευθύνη για την ζωή του και ταυτόχρονα να αλλάξει τις προσδοκίες του για τον εαυτό του και για τους άλλους. Ο θεραπευτής θα μπορούσε επίσης να συμπεριλάβει και τα άλλα μέλη της οικογένειας στην θεραπευτική διαδικασία για να εξερευνήσει τις οικογενειακές σχέσεις και τις εμπειρίες που το άτομο έχει βιώσει εντός του οικογενειακού πλαισίου κι έπειτα να εργαστούν όλοι μαζί προκειμένου να μειώσουν τυχόν αρνητικές επιπτώσεις στο παρόν. Έχει σημασία να διερευνηθεί το πώς το άτομο βίωσε τις αναμνήσεις του για το παρελθόν, αν το άτομο είναι πρόθυμο να συγχωρήσει τυχόν λάθη ή παραλείψεις των γονέων του ή να αποβάλλει κάποιες αρνητικές αντιλήψεις που έχει για τον εαυτό του ή για τους άλλους.

Μια άλλη σημαντική πτυχή του μοντέλου Satir επικεντρώνεται στο πόσο προσεκτικά ακούει ο θεραπευτής καθώς και πώς απαντά και ανταποκρίνεται, αν ο ρυθμός και ο τόνος του θεραπευτή ταιριάζει με το ενεργειακό επίπεδο και τον ρυθμό του πελάτη, ούτως ώστε η κοινή γλώσσα να δημιουργήσει μια στενή και αρμονική θεραπευτική σχέση. Το μοντέλο Satir ενθαρρύνει επίσης τους θεραπευτές να ενισχύσουν τις δικές τους ικανότητες για παρατήρηση του εαυτού, του πελάτη και του πλαισίου της συνεδρίας. Καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεδρίας, ο θεραπευτής οφείλει να παρακολουθεί αυτούς τους τρεις διαφορετικούς τρόπους. Ο θεραπευτής πρέπει να δίνει  ιδιαίτερη προσοχή στη γλώσσα, τη σύνδεση και τις απαντήσεις του πελάτη καθώς και στα σχόλια και τις αλληλεπιδράσεις τους.

Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι το μοντέλο Satir δίνει μια ολιστική άποψη για το τι θα πρέπει να περιλαμβάνει η θεραπεία για την αυτοκτονία και πώς να αντιμετωπίζονται οι νέοι που έχουν έρθει στον θεραπευτή για να αντιμετωπίσουν τον αυτοκτονικό τους ιδεασμό. Δηλαδή, το μοντέλο Satir μπορεί να εφαρμοστεί αποτελεσματικά στην πρόληψη, στην παρέμβαση και στην θεραπεία των νέων που κατακλύζονται από σκέψεις αυτοκτονίας. Είναι σημαντικό κι ελπιδοφόρο συνάμα ότι το μοντέλο Satir βοηθά τους ψυχολόγους να κατανοήσουν εις βάθος το ρόλο που διαδραματίζει ο εσωτερικός κόσμος του ατόμου, οι σκέψεις για τους άλλους και κυρίως για τον εαυτό του κι ότι είναι σημαντικό να εστιάσει ο ψυχολόγος στον εσωτερικό κόσμο του ατόμου προκειμένου να αντιμετωπίσει τις πιέσεις και το στρες που προκαλεί ο εξωτερικός κόσμος. Είναι σημαντικό λοιπόν, να συνειδητοποιήσει ο ψυχολόγος ότι ο σκοπός  και στόχος του θα πρέπει να είναι η ενστάλαξη της ελπίδας στη νεολαία για να μπορέσουν να βρουν το νόημα στη ζωή τους.

Πηγές:

  • Chandler, M.J. & Lalonde, C. (1998). Cultural continuity as a hedge against suicide in Canada’ s first nations. Transcultural Psychiatry, 35 (2), 191-219.
  • King, C.A., Arango, A. & Ewell Foster, C. (2018). Emerging trends in adolescent suicide prevention research. Current Opinion in Psychology, 22, 89-94.
  • Lum, W., Smith, J. & Ferris, J. (2002). Youth suicide intervention using the Satir Model. Contemporary Family Therapy, 24 (1), 139- 159.

Ελεύθερη μετάφραση κειμένου: Κουραβάνας Νικόλαος

Επιμέλεια κειμένου: Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, Msc.

Αναρτήθηκε από Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος- Ψυχοθεραπεύτρια, MSc

Share this

Αφήστε μια απάντηση