Πολιτική Ψυχολογία

Share this
  • Γράφει ο Βασίλειος Γκίκας

Η Πολιτική Ψυχολογία αποτελεί ένα σχετικώς νέο πεδίο Επιστημονικής Έρευνας η οποία εστιάζεται στην ερμηνεία της Πολιτικής Σκέψης και Συμπεριφοράς. Η διαμόρφωσή της ως διακριτικού πεδίου γνώρισε μακρά περίοδο ανάπτυξης: αιώνες πριν, από τον Φιλοσοφικό Στοχασμό, γιά την Κοινωνικοπολιτική διάσταση της Ανθρώπινης Φύσης, έως το έτος ορόσημο (1978), ίδρυσης της Διεθνούς Εταιρείας Πολιτικής Ψυχολογίας.

Οι ιστορικές κι οι πολιτισμικές καταβολές της ανάγονται στις πολιτικές και διανοητικές συνθήκες που επικρατούσαν, προς το τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, σε συγκεκριμένες πόλεις της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Μέσα από τις Εθνικές και Κοινωνικές Κρίσεις εκείνης της περιόδου, έγιναν γιά πρώτη φορά αντικείμενο επεξεργασίας πολλές από τις έννοιες της Σύγχρονης Πολιτικής Ψυχολογίας ειδικότερα.

Οι ερμηνείες που προτάθηκαν για τις Εμφύλιες και Διακρατικές συγκρούσεις, την εμφάνιση του Εθνικοσοσιαλισμού, της Πολιτισμικής Πολυμορφίας και των Σχέσεων ανάμεσα σε διαφορετικές Ομάδες, έγιναν αντικείμενο ενδελεχούς Μελέτης από μεταγενέστερους. Κατά την περίοδο εκείνη για τη διαμόρφωση της Πολιτικής Ψυχολογίας η διαδικασία απόρριψης ή αποδοχής κάποιας ερμηνείας βασιζόταν και σε υποκειμενικά κριτήρια συνάφειάς της με την εκάστοτε κρατούσα Κοσμοαντίληψη σε συγκεκριμένη εποχή, Χώρα ή Κοινωνική Τάξη. Αυτή η διαδικασία εξακολουθεί να ισχύει και στα νεότερα χρόνια, σε ηπιότερη μορφή.

Με τον όρο Πολιτική Ψυχολογία εννοείται ο Διεπιστημονικός Κλάδος που ασχολείται με την ανάλυση των αναπτυσσόμενων Σχέσεων ανάμεσα στις ψυχολογικές και πολιτικές διεργασίες. Τούτος ο Κλάδος αντλεί τα περιεχόμενά του από διαφορετικές πηγές, που περιλαμβάνουν την Πολιτισμική και Ψυχολογική Ανθρωπολογία, τη Γνωστική Ψυχολογία, τα Οικονομικά, την Ιστορία, τις Διεθνείς Σχέσεις, τη Φιλοσοφία, την Πολιτική Επιστήμη, την Πολιτική Θεωρία, την Ψυχολογία της Προσωπικότητας, την Κοινωνική Ψυχολογία και την Κοινωνιολογία. Εξαιτίας της ευαίσθητης σχέσης του με το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται, ο Τομέας της Πολιτικής Ψυχολογίας αναπτύσσεται με διαφορετικούς τρόπους, εξαρτώμενους από το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ενσωματώνεται.

Η Πολιτική Ψυχολογία τονίζοντας ιδιαίτερα τον πολιτικό χαρακτήρα των Επιστημών γενικά και της Ψυχολογίας ιδιαίτερα, υπό την έννοια της ουδετερότητας των Επιστημών και των ερευνητικών τους αποτελεσμάτων διερευνά τις Σχέσεις Ατόμου, Κοινωνίας και Πολιτικής. Στόχος της είναι η χειραφέτηση των Πολιτών μέσω της Επιστημονικής τους Γνώσης και Πληροφορίας.

Με την ανάληψη Ερευνητικών Δράσεων και Πρωτοβουλιών, σε συνεργασία με άλλους συναφείς Επιστημονικούς Κλάδους και Χώρους, η Πολιτική Ψυχολογία παρεμβαίνει ενεργητικά, προληπτικά, διαγνωστικά και συμβουλευτικά-θεραπευτικά, επιζητώντας και/ή προάγοντας τον Διάλογο και την Επικοινωνία μεταξύ Πολιτών (Ομάδων Πολιτών και Κινημάτων) και Πολιτικής Εξουσίας. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, οι Κοινωνικές Επιστήμες παραμένουν τυφλές, σε ό,τι αφορά στις ψυχολογικές πλευρές των κοινωνικών και πολιτικών διαδικασιών. Οι αναλύσεις της Πολιτικής, της Εξουσίας και των Θεσμών είναι περισσότερο επηρεασμένες από τις Κρατικές Αποφάσεις, τις Κοινωνικές κι Οικονομικές Εξαρτήσεις.

Οι Κοινωνικές Επιστήμες αν δεν είναι προσκολλημένες στις ενέργειες μεγάλων Ανδρών, οι αναλύσεις για τις Κοινωνικές Δομές δεν λαμβάνουν υπόψη τους τις Ψυχολογικές Δομές. Στη διαδικασία της Πολιτικής Διαφοροποίησης, με τα Οικονομικά και Κοινωνικά Αίτια, εμπλέκονται και Ψυχολογικά, που είναι μόνο αναγκαστικά υποσυνείδητα, αλλά ενσυνείδητα κι εξαρτημένα από κοινωνικά διαρθρωμένα και προσδιορισμένα Συμφέροντα.

Για το Εξουσιαστικό Φαινόμενο αναφέρομαι στην Ψυχολογία του Ηγέτη και στη σχέση Ηγεσίας κι Υπηκόων που, σύμφωνα με τον χαρακτήρα αυτής της σχέσεως, διακρίνεται τις διάφορες Θεωρίες Εξουσιαστικής Επιβολής: προσωπικής, απρόσωπης, επίσημης, ανεπίσημης, κηδεμονευτικής και λειτουργικής. Υπάρχουν δύο καθαροί τύποι Εξουσιαστικής Σχέσεως: εκείνη που απαιτεί απλή κατάφαση -τύπου του Κοινωνικού Συμβολαίου- κι η άλλη που προϋποθέτει μεγαλύτερη παθητικότητα του Υποτασσόμενου. Πραγματικό θεμέλιο της Επιβολής μπορεί να είναι η απειλή Κυρώσεως, η μίμηση της νωθρότητας των Υποτασσομένων, το χάρισμα του Εξουσιαστή, αντικειμενικές συνθήκες στις οποίες βρίσκονται εντεταγμένα τ’ Άτομα κι οι Κοινωνικές Κατηγορίες.

Η σημασία της Προπαγάνδας είτε ως μέσου εδραίωσης μίας κατάστασης κι ως μέσου ανανεώσεως κι αλλαγής, είναι αντικείμενο μελέτης της Πολιτικής Ψυχολογίας. Έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη Ψυχολογικών Μηχανισμών και Διαδικασιών, διά μέσου των οποίων διοχετεύεται κι αποκρυσταλλώνεται το επιθυμητό μήνυμα, που άλλοτε αναπαράγει Πολιτική Σταθερότητα κι άλλοτε Πολιτική Αμφισβήτηση.

Η Κοινή Γνώμη, ως μία Κατασκευή, είναι ευάλωτη σε προπαγανδιστικού χαρακτήρα επιδράσεις, κυρίως σε περίοδο Κρίσεων, στιγμές Πανικού κι εμπόλεμων καταστάσεων. Η Προπαγάνδα χρησιμοποιεί ανορθολογικά στοιχεία, τα οποία συγκαλύπτουν κάτω από μία λογικοφανή επιχειρηματολογία, προκειμένου να επηρεάσει την Κοινή Γνώμη και την Ατομική Βούληση. Η Παράδοση, το μορφωτικό επίπεδο κι η κλίμακα Συνειδητότητας των Κοινωνικών Προβλημάτων αποτελούν στοιχεία καθοριστικά γιά την αποτελεσματικότητα της Προπαγάνδας. Σε μιά εποχή Επιστημοτεχνικής Επανάστασης, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης κι Επικοινωνίας, Μ.Μ.Ε., διαδραματίζουν καθοριστική σημασία στη διάδοση κι εξάπλωση κάθε δημαγωγικής και προπαγανδιστικής προσπάθειας της Κυρίαρχης Εξουσίας.

Αυτή η επιρροή, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το Άτομο λειτουργεί ως παθητικός δέκτης μηνυμάτων κι επομένως δεν συνδιαλέγεται, μπορεί να φτάσει στα όρια μιάς έξω κατεύθυνσης του Ατόμου και των Ομάδων, με συνέπεια η Κοινή Γνώμη να είναι ένα κατασκευασμένο προϊόν της θέλησης των Κέντρων Εξουσίας και λήψης Αποφάσεων, που ελέγχουν αυτά τα Μ.Μ.Ε.. Στο σημείο αυτό εντοπίζεται ένα από τα σοβαρότερα Προβλήματα της Κοινωνίας, που δεν αντιμετωπίζεται, αν δεν διασφαλίζεται η Αντικειμενικότητα της Πληροφόρησης κι η δυνατότητα έκφρασης όλων των Γνωμών, ιδεολογικών τάσεων κι αντιλήψεων μέσα από τα Μ.Μ.Ε.Η Πολιτική Επιστήμη μέχρι τώρα δεν πρόσφερε εξηγήσεις πώς και γιατί οικειοποιούνται τ’ Άτομα Στάσεις, Γνώσεις, Αξίες και Κοινωνικούς Κανόνες, γεγονός που κίνησε το ενδιαφέρον της Πολιτικής Ψυχολογίας και των Επιστημονικών Κλάδων που έχουν ς αντικείμενο μελέτης τους την Κοινωνικοποίηση του Ατόμου.

Για την αξία της Πολιτικής Ψυχολογίας, εκτός από τη μελέτη των Εξουσιαστικών Φαινομένων, έλαβα υπόψη την Ψυχολογία του Ηγέτη και των Εξουσιαζομένων, γιά να γίνει κατανοητή η άποψη πολλών Πολιτικών Ψυχολόγων, που θεωρούν την Εξουσία ως την Ικανότητα ενός Ατόμου ή μιας Ομάδας Ατόμων να μεταβάλουν τη Συμπεριφορά και στη στάση άλλων Ατόμων ή Ομάδων κατά τρόπο που επιθυμούν και προλαμβάνουν, ώστε η ίδια τους η Συμπεριφορά να μην μεταβάλλεται κατά τρόπο που δεν επιθυμούν.

Κατά τον Max Weber υπάρχουν 3 ιδεοτυπικές μορφές Ηγεσίας, η δε πραγματικότητα κινείται μεταξύ αυτών πλησιέστερα προς τον ένα ή τον άλλο τύπο. Η πρώτη μορφή απορρέει από τα εξαιρετικά ατομικά χαρακτηριστικά ενός Ηγέτη, η δεύτερη στηρίζεται στην Παράδοση κι η τρίτη νομιμοποιείται με βάση τις γενικά αποδεκτές και θεσμοποιημένες διαδικασίες ανάδειξής της. Υπάρχουν 3 εσωτερικές δικαιολογίες, συνεπώς 3 βασικές νομιμοποιήσεις της Εξουσίας.

Πρώτον, η Εξουσία του αιωνίου χθες, δηλαδή των Ιερών Θεσμών που επικύρωσε η από αμνημονεύτων χρόνων Ισχύς των. Τέτοιου είδους Εξουσία είχαν, από Παράδοση, οι Πατριαρχικοί και Πατρογονικοί Ηγεμόνες. Δεύτερον, υπάρχει η Εξουσία του εξαιρετικού προσωπικού χαρίσματος, η εντελώς προσωπική αφοσίωση κι εμπιστοσύνη στην ανακάλυψη, στον ηρωισμό ή σε άλλες Ηγετικές Ιδιότητες του Ατόμου. Αυτή είναι η Χαρισματική Εξουσία που ασκήθηκε από τον Προφήτη ή από τον Εκλεκτό Πολέμαρχο, τον Λαοπρόβλητο Προφήτη, τον μεγάλο Δημιουργό ή τον Αρχηγό Πολιτικού Κόμματος. &Τρίτον, υπάρχει η Εξουσία δυνάμει της Νομιμότητας και της Πίστης στην ισχύ των Νομικών Θεσμών και της πραγματικής αρμοδιότητας που βασίζεται σε λογικά δημιουργούμενους Κανόνες.

Εκτός από τη διάκριση του Ηγέτη και την ψυχολογική διάθεσή του, υπάρχουν κι απόψεις της Πολιτικής Ψυχολογίας που αφορούν τους Εξουσιαζόμενους. Ο Γαβριήλ Tarde, Γάλλος Δικαστής, Εγκληματολόγος, υποστήριξε ότι η Κοινωνιολογική και Πολιτική Έρευνα πρέπει ν’ αρχίζει από το Άτομο. Τα Πολιτικά και Κοινωνιολογικά Φαινόμενα πρέπει να ερμηνεύονται ψυχολογικά, δηλαδή ως αποτελέσματα της Ατομικής Ψυχολογίας, των Μελών μιας Ομάδας ή Κοινωνίας.

Το Θεωρητικό τους Σύστημα αναπτύσσεται στη βάση των αντιθέσεων και των συναισθημάτων Δημιουργικότητας και της τάσης μίμησης των Ατόμων. Σημαντική επίσης είναι η συμβολή του Γουσταύου Λε Μπον, που θεμελίωσε την Ψυχολογία του Πλήθους, υποστηρίζοντας ότι τούτο έχει ιδιαίτερη Ψυχολογική Οντότητα κι είναι κάτι περισσότερο από την ψυχολογική συνισταμένη των Μελών του. Με βάση αυτή την Αρχή ερμήνευσε όλες τις Κοινωνικές Μεταβολές ως αποτελέσματα των τυφλών Ψυχολογικών Παρορμήσεων του Πλήθους. Αξιόλογες είναι οι Ψυχαναλυτικές Σχολές των Φρόιντ, Jung κι Adler, που εξήγησαν πολλά Κοινωνικά Φαινόμενα, ξεκινώντας είτε από τη Συμπεριφορά που είχε την προέλευσή της στις Απαιτήσεις που δημιουργούνται στο Άτομο και στον πειθαναγκασμό που υφίσταται από την Κοινωνία είτε από το Πλέγμα Κατωτερότητας και τη σχετική με αυτό Διαδικασία Ισορροπίας.

Με τις αντιλήψεις των Πολιτικών Ψυχολόγων λαμβάνω ως πρωτεύον στοιχείο την Ιδιαίτερη Ψυχολογία των Ατόμων, Μελών που στοιχειοθετούν τις Κοινοτικές, Πολιτικές Σχέσεις, που αναπτύσσουν μεταξύ τους μιά Επικοινωνία εξαρτώμενη από την τάση μίμησης και της αυθόρμητης ροπής του Εγώ προς τους άλλους και δέχονται οι παραπάνω Ερευνητές ότι μόνο σ’ έναν βαθμό επιδρούν άλλοι Κοινωνικοί Παράγοντες, όπως: Οικογένεια, Σχολείο, οικονομικά δεδομένα, Κοινωνικοί Ανταγωνισμοί, ανεξάρτητοι από τον παράγοντα Άτομο.

Οι Ψηφοφόροι, θεωρητικά, θα επιθυμούσαν να ψηφίζουν Ιδεολογικά, διότι κάτι τέτοιο θα εξάγνιζε την Επιλογή τους. Έτσι, ενώ αποδέχονται στην πράξη, τη σύγκλιση των Ιδεολογιών, επιμένουν ότι η Ψήφος τους καθορίζεται από την Ιδεολογία τους κι όχι από άλλους Παράγοντες και κυρίως τους Πολιτικούς Αρχηγούς. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική, διότι όσο υποχωρούν οι ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές των Κομμάτων, τόσο πιό σημαντικό ρόλο στις επιλογές των Ψηφοφόρων παίζουν τα πρόσωπα, οι Ηγέτες.

Τούτο αφορά ακόμη περισσότερο τους Μετακινούμενους Ψηφοφόρους, οι Ψήφοι των οποίων κρίνουν τις Εκλογές, ακριβώς επειδή αυτοί οι Ψηφοφόροι έχουν χαλαρές κομματικές κ’ ιδεολογικές προσδέσεις μετά μεγάλα Κόμματα, αναζητούν άλλους Παράγοντες γιά να καθορίσουν τις Επιλογές τους και τα πρόσωπα είναι ένας από τους πιό σημαντικούς Παράγοντες που διαμορφώνουν την πολιτική κι εκλογική τους οπτική. Οπότε οι Ηγετικές Πολιτικές Προσωπικότητες κι η σύγκριση τους καθορίζουν όλο και περισσότερο τις Επιλογές των Ψηφοφόρων.

Τα χαρακτηριστικά των Ηγετών τη σημερινή εποχή θα πρέπει να είναι, από τη μιά, η επιρροή της Οικονομίας που ενισχύεται σε βάρος των Κυβερνήσεων, των Επιστημών, του Πολιτισμού και τα Σχέδια Οργάνωσης του μέλλοντος, που περιορίζονται, γενικώς, στη διαμόρφωση Προτάσεων 0ρθολογικής Διαχείρισης και από την άλλη, η Αδιαφορία γιά την Πολιτική που έχει γίνει τόσο μεγάλη, ώστε η ίδια η Δημοκρατία να τίθεται υπό αμφισβήτηση. Πραγματικές Μεταρρυθμίσεις γίνονται όλο και πιό δύσκολες, έως αδύνατες. Τα Κράτη διαθέτουν όλο και λιγότερα χρήματα. Η Αδιαφορία γιά την Πολιτική δυσκολεύει την παρακίνηση και κινητοποίηση των Πλειοψηφιών.

Η εξάρτηση των Πολιτικών από το Πολιτικό Χρήμα τους οδηγεί στους οργανωμένους Κύκλους (Lobbies), οι οποίοι αυξάνουν την επιρροή τους, με αποτέλεσμα να μειώνεται η διαφάνεια, όπως προκύπτει από πολιτικές δίκες γι’ αδιαφανείς διαπλοκές σ’ ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Παραδείγματα παρατηρούνται στη Διευθέτηση Προβλημάτων ή στην αποτυχία της Διευθέτησης των Προβλημάτων της Πολιτικής Διαχείρισης της Αγοράς Εργασίας των Τομέων Κοινωνικής Πρόνοιας, της Εκπαίδευσης, του Περιβάλλοντος και της Υγείας, διεθνώς. Ο Ηγέτης θα πρέπει να χρησιμοποιεί τη

Στρατηγική της Έμμεσης Προσεγγίσεως, γιά την αντιμετώπιση του αντιπάλου. Τι είναι η Στρατηγική της Έμμεσης Προσεγγίσεως, θα σας το εξηγήσω μ’ ένα παράδειγμα: παρακολουθώντας τις εργασίες επισκευής μίας λακκούβας του φτερού ενός αυτοκινήτου ο Τεχνίτης σφυρηλατεί το τσαλακωμένο φτερό, όχι από την πίσω πλευρά του κοιλώματος γιά να το ισιώσει, αλλά από την μπροστινή επιφάνεια και στην άλλη σχεδόν άκρη της λαμαρίνας.

Αν τον ρωτήσετε πώς είναι δυνατόν να ισιώσει την λαμαρίνα που την χτυπά περίπου 40 με 50 εκατοστά μακριά από την λακκούβα και μάλιστα από την ίδια επιφάνεια που ενέργησε και το αίτιο που την προκάλεσε θα σας απαντήσει: έτσι γίνεται, πρέπει να χτυπήσεις το νεύρο της λαμαρίνας γιά να ισιώσει, δεν ισιώνει με χτύπημα στα ίσια. Αυτό ακριβώς είναι η Στρατηγική της Έμμεσης Προσεγγίσεως. Δηλαδή, ο Ηγέτης δεν πρέπει ν’ αντιμετωπίζει τον αντίπαλο με άμεση χρήση και σύγκρουση Δυνάμεων, αλλά με διάφορες κινήσεις κι ενέργειες να βρει και να προσβάλει το νεύρο -κυριολεκτικά και μεταφορικά- του αντιπάλου.

Άλλη μια ικανότητα που θα πρέπει να έχει ο Ηγέτης είναι αυτή της Διαφοροποίησης χωρίς αλλαγή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο πρώην Πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Μιτεράν, ο οποίος ως πολιτικός αντίπαλος του Ντε Γκωλ ήταν επιφυλακτικός ή κι αρνητικός στο θέμα των Γαλλικών πυρηνικών όπλων. Αργότερα όμως, ως Πρόεδρος της Πέμπτης Δημοκρατίας από το 1981 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, υπήρξε πιο Γκωλικός του Ντε Γκωλ.

Ήδη, λίγο καιρό πριν αναλάβει την Προεδρία, αποστασιοποιημένος από παλαιότερες θέσεις του, έδωσε σαφή μηνύματα ότι ως Πρόεδρος θα είναι προσηλωμένος στη Γαλλική Παραδοσιακή Ορθοδοξία για Στρατηγική Αυτονομία και την Εθνική Ανεξαρτησία, υποστηρίζοντας ότι η Γαλλία πρέπει να έχει μία μόνο Στρατηγική, αυτή που διασφαλίζει τον Κυριαρχικό της Χώρο. Έτσι ο Μιτεράν, αμέσως μετά την ανάληψη της Προεδρίας, τοποθετήθηκε χωρίς αμφιταλαντεύσεις στη βάση των Γκωλικών Αρχών της Εθνικής Ανεξαρτησίας και της Εθνικής αυτονομίας, δίνοντας έμφαση στον ρόλο της Γαλλικής Πυρηνικής Ισχύος, χωρίς τις φραστικές υπερβολές του Κάρολου Ντε Γκωλ.

Ο Ηγέτης θα πρέπει να πείθει τους Ηγέτες των Φίλων Χωρών ότι τα Συμφέροντα της Χώρας του συμβαδίζουν μετά Συμφέροντα των δικών τους Χωρών. Ένας από αυτούς τους Ηγέτες υπήρξε ο Κόνραντ Αντενάουερ, ο οποίος κατάφερε να πείσει τους Δυτικούς ότι τα Στρατηγικά Συμφέροντα της Δυτικής Συμμαχίας επέβαλλαν επανένταξη της Γερμανίας στο Διεθνές Σύστημα κι Επανεξοπλισμό του Γερμανικού Στρατού. Τέλος, ο Ηγέτης θα πρέπει να προσαρμόσει τους Διπλωματικούς Προσανατολισμούς της Χώρας του στις κρατούσες Διεθνείς Συνθήκες, όπως έκανε ο Γερμανός Καγκελάριος Χέλμουτ Σμίθ με την Όστπολιτίκ και να μην αμφισβητεί τις Υποχρεώσεις που απορρέουν από τις Συμμαχίες, αναβαθμίζοντας τη θέση της Χώρας του, διεκδικώντας ισότιμο ρόλο στον Σχεδιασμό και την Υλοποίηση της Στρατηγικής των Συμμαχιών.

Share this

Αφήστε μια απάντηση