Οκτάβιο Παθ: Ιδεολογία και θρησκεία

Share this
  • Οκτάβιο Παθ

Η κριτική της θρησκείας στο 18ο αιώνα συμπεριέλαβε τον ουρανό και τη γη:  κριτική της χριστιανικής έννοιας του θείου, με τους αγίους και τους δαίμονές του· κριτική της εκκλησίας με το ιερατείο της. Το πρώτο σήμαινε κριτική της θρησκείας ως αποκεκαλυμμένης αλήθειας και αναλλοίωτης γραφής· το δεύτερο, την κριτική της ως ανθρώπινου θεσμού. Η φιλοσοφία υπέσκαψε το εννοιακό οικοδόμημα της θεολογίας και άσκησε πολεμική εναντίον των ηγεμονικών και οικουμενικών αξιώσεων της εκκλησίας. Κατέστρεψε την εικόνα του Θεού των χριστιανών, όχι όμως και την ιδέα του Θεού.

Η φιλοσοφία υπήρξε αντιχριστιανική και θεϊστική: ο Θεός έπαψε να είναι πρόσωπο και μετετράπη σε έννοια. Μπροστά στο θέαμα του σύμπαντος οι φιλόσοφοι ενθουσιάστηκαν: στη δυναμική του πίστεψαν ότι βλέπουν μια μυστική τάξη, μιαν απόκρυφη έμπνευση, η οποία δεν μπορούσε να είναι παρά θείας φύσεως. Διττή τελειότητα: το σύμπαν κινιόταν βάσει κάποιου έλλογου σχεδίου που συγχρόνως ήταν  και ένα ηθικό σχέδιο. Η φυσική θρησκεία υποκατέστησε την αποκεκαλυμμένη θρησκεία και η πλατωνική ακαδημία το κονκλάβιο των καρδιναλίων.

Η ιδέα της τάξεως και η ιδέα της αιτιοκρατίας αποτελούσαν εκδηλώσεις ορατές, πρόδηλες, λογικές και αισθητές ενδείξεις της υπάρξεως κάποιου θείου προγράμματος· η δυναμική του σύμπαντος ήταν εμπνευσμένη από μια πρόθεση κι ένα σκοπό: ο Θεός είναι αόρατος, όχι όμως και τα έργα του και η προθετικότητα που εμψυχώνει τούτα τα έργα. Οι υλιστές και οι άθεοι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, συμμερίστηκαν κι αυτοί την ίδια πίστη: ότι το σύμπαν είναι μια έλλογη τάξη με πρόδηλους στόχους, ακόμη και αν αγνοούμε τον έσχατο σκοπό του.

David Hume | Biography, Philosophy, Works, & Facts | Britannica

Ο David Hume ήταν ο πρώτος που επιχείρησε την κριτική των κριτικών της θρησκείας – μια κριτική που δεν έχουμε ακόμη υπερβεί και που κάλλιστα μπορεί να εφαρμοστεί σε πολλές από τις σύγχρονες δοξασίες μας. Στο Dialogues Concerning Natural Religion, ο Hume απέδειξε ότι οι φιλόσοφοι εγκατέστησαν στους άδειους βωμούς του χριστιανισμού άλλες θεότητες όχι λιγότερο χιμαιρικές, θεοποιημένες έννοιες όπως εκείνη της οικουμενικής αρμονίας και της προθετικότητας που εμπνέει την αρμονία αυτή.  Στην έννοια της προθετικότητας και του σχεδίου ελλοχεύει η θρησκευτική ιδέα και παντού όπου εμφανίζεται, μη εξαιρουμένων και των αθεϊστικών ή υλιστικών φιλοσοφιών, εμφανίζεται επίσης η θρησκεία και μαζί μ’ αυτήν, αργά ή γρήγορα,  και μια εκκλησία, ένας μύθος και μια ιερή εξέταση.

Το περιεχόμενο της κάθε συγκεκριμένης θρησκείας μπορεί να ποικίλλει – ο αριθμός των θεών και των ιδεών που λάτρεψαν και λατρεύουν οι άνθρωποι είναι σχεδόν άπειρος-, αλλά πίσω από τις δοξασίες αυτές βρίσκουμε πάντα το ίδιο σχήμα: το να αποδίδεται στο σύμπαν μια προθετικότητα ευθύς αμέσως να ταυτίζεται η προθετικότητα αυτή  με το καλό, την ελευθερία, την αγιότητα, την αιωνιότητα ή με οποιαδήποτε άλλη ιδέα του ίδιου είδους.

Δεν είναι δύσκολο να εξάγουμε από την κριτική του Hume το εξής συμπέρασμα: η καταγωγή της ιδέας της ιστορίας ως προόδου είναι θρησκευτική, ενώ η ιδέα αυτή καθ΄εαυτή έχει παραθρησκευτικό χαρακτήρα: η σκέψη ότι η φύση παρουσιάζει κάποια προθετικότητα και η ταύτιση της προθετικότητας αυτής με την πορεία της κοινωνίας κι της ιστορίας. Όλες οι θρησκείες  και οι ψευδοθρησκείες υπάγονται την ίδια αυτή συλλογιστική. Στην πρώτη φάση της επιχειρήσεως αυτής της ταχυδακτυλουργίας, διαπιστωθείσης της υφισταμένης ή φαινομενικής αναλογίας των φυσικών διεργασιών, εισάγεται σε τούτη την τάξη πραγμάτων η ιδέα του τελικού στόχου ή σκοπού· στη δεύτερη φάση οι κοινωνικές μεταβολές και αναταραχές αποδίδονται στην ίδια αρχή που εμψυχώνει και τη φύση.

Εάν πράγματι η ιστορία έχει ένα νόημα, τότε ο ρους της αποβαίνει έργο της θείας πρόνοιας, έστω και αν το όνομα τούτης της πρόνοιας αλλάζει με τις αλλαγές της κοινωνίας και του πολιτισμού: άλλοτε λέγεται θεός, άλλοτε εξέλιξη κι άλλες φορές διαλεκτική της ιστορίας. Η σημασία που αποκτά το ημερολόγιο στην αρχαία Κίνα (ή στην Κεντρική Αμερική) είναι ένα άλλο επακόλουθο της ίδιας ιδέας: το πρότυπο του ιστορικού χρόνου είναι ο χρόνος της φύσεως, ο χρόνος του ήλιου, της δίνης, και της περιστροφής των ουράνιων σωμάτων.

Η θρησκεία είναι ερμηνεία της αρχικής ανθρώπινης υποστάσεως, του πεπτωκότος ανθρώπου σε έναν ξένο προς αυτόν κόσμο, μπροστά στον οποίο η πρώτη αίσθησή του είναι εκείνη της εγκαταλείψεως, της ορφάνιας, της απώλειας κάθε προστασίας. Μπορούμε να κρίνουμε με ποικίλους τρόπους τη σημασία και την αξία της θρησκευτικής ερμηνείας. Μπορούμε, λόγου χάριν, να πούμε ότι αποτελεί πράξη ασυνείδητης, ούτως ειπείν, υποκρισίας, μέσω της οποίας εξαπατάμε τους εαυτούς μας προτού προχωρήσουμε στην εξαπάτηση των συνανθρώπων μας. Ή μπορούμε να τη θεωρήσουμε ως μέθοδο για να γνωρίσουμε ή μάλλον να εισχωρήσουμε στην άλλη πραγματικότητα, στο χώρο εκείνο που ποτέ δεν μπορούμε να δούμε  με τα μάτια ανοιχτά. Επίσης μπορούμε να υποθέσουμε πως δεν είναι ίσως παρά η εκδήλωση κάποιας έμφυτης  στην ανθρώπινη φύση ροπής.

Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε την ύπαρξη κάποιου “θρησκευτικού ενστίκτου”. Η κριτική του Hume είναι θεμελιώδης, διότι, αποδεικνύοντας ότι πάντα επαναλαμβάνεται, αμετάβλητα, η ίδια επιχείρηση – όποιες κι αν είναι η κοινωνία, η εποχή, το περιεχόμενο ή ο χαρακτήρας των συγκεκριμένων δοξασιών και πίστεων -, αυτομάτως μας γεννά την υποψία ότι έχουμε να κάνουμε  με κάποια κοινή και μόνιμη δομή του ανθρώπινου νου. Παράλληλα, τονίζοντας τον ασυνείδητο χαρακτήρα της, επισημαίνει ότι είναι αποτέλεσμα  μιας εσώτερης και, μέχρις ενός σημείου, ενστικτώδους ανάγκης της ψυχής μας. Μετά από ενάμιση αιώνα, ο Freud και ο Heidegger συμπλήρωσαν την κριτική του Hume, αλλά μας λείπει ακόμη η πλήρης περιγραφή του “θρησκευτικού ενστίκτου”.

Two favourites.. Sigmund Freud & Martin Heidegger | Essay topics, Sigmund freud, Essay

Όποιες καταβολές κι αν έχει, η θρησκεία εμφανίζεται σε όλες τις κοινωνίες: στις πρωτόγονες και στους μεγάλους πολιτισμούς της αρχαιότητας, ανάμεσα σε λαούς που πιστεύουν στη μαγεία και στις σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες, στους λάτρες του Μωάμεθ και σ΄εκείνους που ορκίζονται στο όνομα του Μαρξ. Παντού και σε όλες τις εποχές το “θρησκευτικό ένστικτο” μετατρέπει τις ιδέες σε δοξασίες και τις δοξασίες σε ιεροτελεστίες και σε μύθους. Και θα ‘ταν αδικία να ξεχάσουμε πως του οφείλουμε την ενσάρκωση των ιδεών σε αισθητές εικόνες. Δεν υπάρχει τίποτα ωραιότερο στον κόσμο από το ινδικό εκείνο άγαλμα (Orissa) του 12ου αιώνα, που παριστά  την Prajna Paramita, δηλαδή την βουδιστική Υπέρτατη Σοφία, που αποτελεί την κεντρική μεταφυσική έννοια στο δόγμα Mahayana, υπό τη μορφή μιας νέας κόρης, γυμνής και στολισμένης με κοσμήματα. Διττή η όψη της θρησκείας: η μοναχική εμπειρία των μυστικιστών και η αποκτήνωση των λαών, η πνευματική φώτιση και η αρπακτική πλεονεξία του κλήρου, η κοινοτική πανήγυρις και η πυρά που καίει τους αιρετικούς.

Η κριτική του Hume ισχύει για όλες εκείνες τις φιλοσοφίες και τις ιδεολογίες που δεν είναι παρά ανομολόγητες θρησκείες δίχως θεούς αλλά με ιερατεία, αγίες γραφές, συνόδους, θρησκόληπτους, δημίους, αιρετικούς και αμαρτωλούς. Ο Hume προείκασε αυτό που θα συνέβαινε μετά από πενήντα χρόνια: το Λόγο που έγινε αντικείμενο θεϊκής λατρείας και το υπέρτατο ον των φιλοσόφων να έχει γίνει ο Ιεχωβάς ορισμένων σχολαστικών και αιμοσταγών αιρέσεων. Η κριτική της θρησκείας εκτόπισε το χριστιανισμό και στη θέση του οι άνθρωποι έσπευσαν να ενθρονίσουν μια καινούργια θεότητα: την πολιτική. Το “θρησκευτικό ένστικτο” εξασφάλισε τη συνεργία της φιλοσοφίας.

Οι φιλόσοφοι υποκατέστησαν μια πίστη με άλλη: την αποκεκαλυμμένη θρησκεία με τη φυσική θρησκεία, τη θεία χάρη με το λόγο. Η θρησκεία βεβήλωσε τον ουρανό, αλλά καθαγίασε τη γη· ο καθαγιασμός του ιστορικού χρόνου σήμανε τον καθαγιασμό της αλλαγής υπό την πλέον εντατική και άμεση μορφή της: υπό μορφή πολιτικής δραστηριότητας. Η φιλοσοφία έπαψε να είναι θεωρία και κατέβηκε ανάμεσα στους ανθρώπους. η ενσάρκωσή της αυτή ονομάστηκε επανάσταση. Εάν η ανθρώπινη ιστορία είναι η ιστορία της ανισότητας και της αδικίας, το μυστήριο της ευχαριστίας που τη μεταβάλλει σε ισότητα κι ελευθερία ονομάζεται επανάσταση.

Το μυθικό θέμα του χρόνου των απαρχών μετετράπη στο επαναστατικό θέμα της κοινωνίας του μέλλοντος. Από τα τέλη του 18ου αιώνα, και κυρίως από τη γαλλική επανάσταση, η επαναστατική πολιτική φιλοσοφία ιδιοποιείται μια προς μια τις ιδέες, τις αξίες και τις εικόνες που παραδοσιακά ανήκαν στις θρησκείες. Η διαδικασία αυτή οξύνεται στον 20ό αιώνα, τον αιώνα των πολιτικών θρησκειών, που ως προς αυτό μοιάζει με το 16ο και το 17ο, τους αιώνες δηλαδή των θρησκευτικών πολέμων.  Εδώ και διακόσια χρόνια ζούμε, καταρχήν οι Ευρωπαίοι και κατόπιν όλοι οι άνθρωποι, αναμένοντας ένα γεγονός που για μας έχει τη φοβερή σοβαρότητα και τη γοητεία της Δεύτερης Παρουσίας του Ιησού Χριστού, για τους χριστιανούς: την Επανάσταση.

The man who painted Jesus

Τούτο το γεγονός, που μερικοί το βλέπουν με ελπίδα και άλλοι με τρόμο, έχει, όπως ήδη τονίσαμε, μια σημασία διττή: είναι η εγκαθίδρυση μιας νέας κοινωνίας και είναι η επάνοδος της πρωταρχικής κοινωνίας, εκείνης που υπήρχε πριν από την ατομική ιδιοκτησία, το κράτος, την ιδέα του Θεού, τη δουλεία και την καταπίεση των γυναικών. Ως έκφραση του κριτικού λόγου, η επανάσταση εντοπίζεται στον ιστορικό χρόνο: είναι η αλλαγή του άδικου παρόντος με το δίκαιο και ελεύθερο μέλλον. τούτη η αλλαγή είναι και μια επιστροφή: στο χρόνο των απαρχών, στην πρωταρχική αθωότητα. Έτσι, η επανάσταση είναι μια ιδέα και μια εικόνα, μια έννοια που μετέχει στις ιδιότητες του μύθου και ένας μύθος θεμελιωμένος στο γόητρο του λόγου.

Στις κοινωνίες του παρελθόντος, οι θρησκείες είχαν την αποκλειστικότητα δυο λειτουργιών: της αλλαγής του χρόνου και της αλλαγής του ανθρώπου. Οι αλλαγές του ημερολογίου δεν ήταν επαναστατικές αλλά θρησκευτικές αλλαγές. Αλλαγή αιώνα, αλλαγή Θεού: οι αλλαγές που υφίστατο ο κόσμος ήταν αλλαγές του υπερπέραν. Οι εξεγέρσεις, οι στάσεις, οι σφετερισμοί, οι ενθρονισμοί νέων δυναστειών, οι κοινωνικές μεταβολές, οι αλλοιώσεις του καθεστώτος ιδιοκτησίας ή της νομοθετικής δομής, οι εφευρέσεις, οι ανακαλύψεις, οι πόλεμοι, οι κατακτήσεις – όλη αυτή η εκκωφαντική και ασυνάρτητη βοή της ιστορίας με τα ακατάπαυστα δεινά της – δε συνεπέφεραν την αλλοίωση της εικόνας του χρόνου και του λογαριασμού των χρόνων. Δεν ξέρω αν κανείς επισήμανε και στοχάστηκε τη μοναδικότητα του γεγονότος αυτού: ότι για τους Μεξικανούς Ινδιάνους η Conquista σήμανε αλλαγή των ημερολογίων. Με άλλα λόγια: αλλαγή θεοτήτων, αλλαγή θρησκείας.

Στο σύγχρονο κόσμο η επανάσταση εκτοπίζει τη θρησκεία και για τούτο οι Γάλλοι επαναστάτες αποπειράθηκαν να αλλάξουν και το ημερολόγιο. Κατά ο γνωστό απόφθεγμα του Μαρξ, η αποστολή του φιλοσόφου δε συνίσταται τόσο στην ερμηνεία του κόσμου όσο στην αλλαγή του· αυτή η αλλαγή συνεπιφέρει την υιοθέτηση νέου χρονικού αρχέτυπου: της αλλαγής της χριστιανικής αιωνιότητας για το μέλλον των επαναστάσεων. Το θρησκευτικό λειτούργημα, που είναι να δημιουργεί και να τροποποιεί το ημερολόγιο, μετατρέπεται έτσι σε επαναστατικό λειτούργημα.

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με την άλλη λειτουργία των θρησκειών: την αλλαγή του ανθρώπου. Οι τελετές μυήσεως και μεταβάσεως συνίστανται σε μια πραγματική μετουσίωση της ανθρώπινης φύσεως. Όλες αυτές οι ιεροτελεστίες παρουσιάζουν το εξής κοινό χαρακτηριστικό: το μυστήριο αποτελεί τη συμβολική γέφυρα από την οποία ο νεοφώτιστος περνά από τα εγκόσμια στα θεία, απ’ αυτή στην άλλη όχθη. Μετάβαση που είναι θάνατος και ανάσταση: ένας άνθρωπος αναδύεται από την ιεροτελεστία. Η βάπτιση μας αλλάζει, μας δίνει ένα όνομα και μας καθιστά διαφορετικούς· η θεία κοινωνία είναι, επίσης, μετουσίωση και το χρίσμα (λατ. viaticum, δηλ.  κυριολ. “ναύλα”), λέξη γεμάτη σημασία, όσο λίγες. Η κεντρική ιεροτελεστία σε όλες τις θρησκείες είναι η τελετή τη εισόδου στην κοινωνία των πιστών και τούτη η τελετή, σε κάθε περίπτωση, ισοδυναμεί με αλλαγή φύσεως.

Ο όρος conversio (δηλ. “προσηλυτισμός”) εκφράζει με μεγάλη σαφήνεια τη μεταστροφή αυτή, η οποία είναι επίσης επιστροφή στην κοινότητα των απαρχών (con-vertere: “ρέω μαζί με” αλλά και “μεταβάλλομαι σε” και “μαζί με”). Από καταβολής της σύγχρονης εποχής και με περισσότερη εμμονή κατά την τελευταία πεντηκονταετία, οι επαναστάτες ηγέτες κηρύττουν ότι τελικός σκοπός της επαναστάσεως είναι η αλλαγή του ανθρώπου: η conversio του ατόμου και της κοινότητας. Κατά καιρούς η αξίωση αυτή πήρε μορφές που θα έμοιαζαν τραγελαφικές αν δεν ήταν φρικαλέες, όπως τότε που, σε ένα συνδυασμό δεισιδαιμονίας της τεχνικής και ιδεολογικής δεισιδαιμονίας, ονόμασαν το Στάλιν “μηχανικό της ανθρώπινης φύσεως”. Η περίπτωση του Στάλιν είναι τρομακτική· υπάρχουν άλλες συγκινητικές: του Saint-Just ή του Τρότσκι. Ακόμη όμως κι όταν ο προμηθεϊκός χαρακτήρας των αξιώσεών τους με συγκινεί, δεν μπορώ παρά να οικτίρω την αφέλεια και να αποδοκιμάσω την ύβρι και την υπεροψία τους.

Μετάφραση: Βίκτωρ Ιβάνοβιτς

  • Πρώτη δημοσίευση: Ο παρατηρητής. Περιοδική έκδοση Λόγου και Τέχνης. Τεύχος 17, Χειμώνας 1990. Θεσσαλονίκη

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΙ ΕΔΩ: 

Share this

Αφήστε μια απάντηση