1955 μπάρκο από το Sapele της Νιγηρίας

Share this
  • Γράφει ο Διονύσης Μαγουλάς

Τον Μάϊο του 1955, με το ΝΗΡΕΥΣ του Χατζηλία, ένα φορτηγό 9.500 TDW, ναυπηγήσεως του 1934, φύγαμε άδειοι από το Ρότερνταμ, για το Sapele (Σαπέλε) της Νιγηρίας, όπου θα φορτώ­ναμε κορ­μούς δένδρων, επεξεργασμένη ξυλεία και καουτσούκ κα­θώς και μι­κροπαρτίδες άγουρων φρούτων στο κατάστρωμα από Lagos για Αγ­γλία. Καπετάνιο είχαμε τον καπ. Γιάννη Κατρα­μάδο από την Κάσο, εξαίρετο άνθρωπο και ναυτικό.

Το πλήρωμα του πλοίου είχε αλλάξει κατά τα 3/4 στο Rotterdam επειδή οι περισσότεροι ταξίδευαν πολύ καιρό. Οι μόνοι που παρέ­μειναν από την Κουβέρτα, γνωρίζοντας τις ιδιοτυ­πίες του πλοίου, ήταν ο Λέανδρος, πρώην Λοστρόμος, τώρα Ανθυποπλοίαρχος, που είχε φύγει για 6 μήνες από το πλοίο και γύρισε με κυβερνητικό Γ’ πλοιάρχου και ένας, μεγάλης ηλικίας ναύτης, ο Μα­νώλης, πολύ κα­λός, πρόθυ­μος κι εργατικός άνθρωπος, αλλά περιορισμένων δυνα­τοτήτων, που είχε προαχθεί σε Λοστρόμο. Τον αριθμό συμπλήρωνα τρίτο μέλος εγώ, που ήμουνα μεν στο πλοίο σχεδόν 2 χρόνια, αλλά με διακοπή 8μηνου, επειδή όπως προανέ­φερα1 ο Λιμενάρχης του Rotterdam (Ρότερνταμ), μ’ έβγαλε από ναύτη που ήμουν ναυτολο­γημένος (παρ’ ότι είχα ήδη 22 μήνες στο πλοίο) και με ναυτολόγησε Δόκιμο πλοίαρχο, για ν’ α­δειάσουν θέσεις και να μπαρ­κάρει κάποιους ξέμπαρκους ναύτες που βρίσκονταν στην Ολλανδία τότε. Πράξη που θα επέφερε τη δραστική περικοπή του μισθού μου και γι’ αυτό βρήκα την ίδια ημέρα άλλο πλοίο, το ΕΥΡΥΒΙΑΔΗΣ και μπάρκαρα ναύτης σε αυτό, διατηρώντας τις ίδιες απολαβές. Πάντως φθάνο­ντας, μετά από ταξίδια συνολικά 8 ½ μηνών στο Ρότερνταμ, για κα­λή μου τύχη ήρθε και το ΝΗΡΕΥΣ. Μόλις έμαθε ό καπ. Γιάννης πως ήμουν με άλλο καράβι εκεί, αμέσως ενήργησε και με πήρε Ανθυ­ποπλοίαρχο. Στο πλοίο Υποπλοίαρχο έστειλαν έναν Εγγλέζο, καλό μεν άνθρωπο, αλλά τελείως εκτός κλίματος και των απαιτήσεων του Εμπορικού Ναυτικού, γιατί τα περισσότερα χρόνια του υπηρέ­τησε στο Πολεμικό τους Ναυτικό.

Στο ταξίδι προς Νιγηρία κανονικά έπρεπε να γκρεμίσουμε τους μπουλμέδες που είχε το πλοίο, επειδή μεταφέρανε πριν φορτίο σταριού, από τις ΗΠΑ στο Ρότερνταμ, κι’ εκείνη την εποχή ήταν υ­πο­χρεωτικοί (και απαραίτητοι) οι μπουλμέδες για τη μεταφορά δη­μη­τριακών.

Δυστυχώς μόλις βγήκαμε από τα στενά του English channel, συ­ναντήσαμε μεγάλη κακο­καιρία. Μείναμε 2-3 ημέρες ακυβέρνητοι στον Μπισκαϊκό, επειδή η σαβούρα που έπαιρνε το πλοίο ήταν πε­ριορι­σμένη. Πάντως η κακοκαιρία έγινε ανεπιθύμητη συνοδός μας, συνεχώς μέχρι τις ακτές του Μαρόκου, γι’ αυτό δεν μπορούσαμε να ξεκινήσουμε το γκρέμισμα των μπουλμέδων.

Τελικά, βρήκαμε ευκαιρία και με δυο πόστες, μία εγώ και μία ο Λέανδρος, αρχίσαμε το γκρέμισμα, που ήταν αρκετά περίπλοκο. Δυ­σκολία υπήρξε και στη στοιβασία των αριθμημέ­νων μαδεριών στις πλευρές του κουραδόρου. Βάζαμε ξεχωριστά τα μαδέρια του Feeder της κάθε πλευράς, από τα μαδέρια της μέσης, και χωριστά του με­σαίου μπουλμέ του κατάμπα­ρου. Αυτό δε είναι και η δυσκο­λότερη φάση, γιατί απαιτείτο να σηκώσουμε μπίγες και να εργαζό­μαστε σε σκαλωσιές μέσα στ΄ αμπάρι για να γκρεμίσουμε τον μπουλμέ αυτόν και να σηκώσουμε τις βαριές σιδεριές που απαι­τούνταν για να στη­ριχθεί και σηκωθεί ο μεσαίος αυτός μπουλμές, και τέλος να τις στοιβάξουμε στις πλευρές των αμπαριών και να τις μποτσά­ρουμε γερά. Δύσκολες συνθήκες εργασίας, με πίεση χρό­νου, σε ανυπόφορο κλιματικό περιβάλλον που έπρεπε να γίνει για να μπορέσουμε όποτε χρειαστεί να ξαναχτίσουμε τους μπουλμέδες χωρίς προβλήματα. Τε­λειώσαμε ελάχιστα πριν φθάσουμε στον πλοηγικό σταθμό του Cala­bar (Καλάμπαρ) για το Σαπέλε.

Στην είσοδο του ποταμού, όπου έπρεπε να προσλάβουμε πιλό­το, μας υποδέχθηκαν καμιά εικοσαριά μονόξυλα. Στο καθένα από αυτά επέβαινε κι’ ένας πιλότος κατά τα λεγόμενά των, εφοδιασμέ­νος με επιστολές και βεβαιώσεις από πράκτορες ή και καπεταναί­ους, των οποίων τα πλοία υποτίθεται ότι καθένας χωριστά είχε πλοηγήσει ε­πιτυχώς ως το Σαπέλε κι’ εν συνε­χεία είχε βγάλει στο Fairway Buoy2.

Η κατάσταση αντιμετωπίστηκε ψύχραιμα από τον καπετάνιο. Μ΄ έστειλε στη σκάλα (την accommodation, που κατεβάσαμε σε ύψος για να μην μπορεί κανείς ν’ ανέβει χωρίς να χρησιμοποιήσει και ανεμόσκαλα) για να ελέγχω τα γράμματα που θα μου επιδεί­κνυαν οι πιλότοι, και να επιτρέψω ν΄ ανέβει, ρίχνοντάς του την α­νεμόσκαλα, μόνο εκείνος που θα έδειχνε γράμμα από τον πράκτο­ρά μας, όπως και έγινε, παρά τις πολλές διαμαρτυρίες των άλλων, ότι αυτοί είχαν έλθει πρώτοι στο πλοίο, κι’ έπρεπε να τους προτιμή­σουμε κλπ..

H πλοήγηση στο ποτάμι δεν ήταν καθόλου εύκολη. Δεν υπήρχε καθόλου ναυτιλιακή σήμαν­ση, δηλαδή ναυτιλιακά βοηθήματα, (nav­igation aids). Έτσι, μόλις έδυσε ο ήλιος ανα­γκαστήκαμε να φουντά­ρουμε γιατί άρχισε να σκοτεινιάζει, νύκτα σε μαύρο βαθύ και αδιαπέ­ραστο. Αλλά και το φουντάρισμα δεν ήταν απλό έπρεπε να φου­ντάρουμε καραμοσάλι3, γιατί αλλιώς δεν έπαιρ­νε το καράβι να γυ­ρίσει το πλεύσιμο πλάτος του ποταμού, όταν θα άλλαζε το ρεύ­μα.

Πριν καλά- καλά τελειώσουμε διπλάρωσαν στο καράβι αρκετά μονόξυλα με κορίτσια, που ανέβαιναν σαν μαϊμούδες από σχοινιά που έριχναν στο κατάστρωμα. Κάποια μέλη του πληρώματος έδε­ναν τα σχοινιά στην πρύμνη και αρκετοί πρόλαβαν να ζευγαρώ­σουν, πριν καν το αντιληφθούμε εμείς στη γέφυρα. H πιο αξέχαστη στιγ­μή εί­ναι, όταν είδαμε ένα μονόξυλο κολλημένο αριστερά στον ναϊ­νά4 και από πάνω του να αιωρείται, δεξιά – αριστερά, πάνω – κάτω μια κού­τα τσιγάρα δεμένη μ΄ ένα σφιλάτσο, (κορδόνι), καθώς κά­ποιος μέσα από το φινιστρίνι καμπίνας την ανεβοκατέβαζε, δό­λω­μα και προφα­νής αμοιβή για ένα ζευγάρι μαύρων που έκανε έρωτα μέσα στο μο­νόξυλο. Η εξήγηση του περιστατικού δόθηκε σχεδόν αμέσως από τον ντοκουμάνη5, που μας πληροφόρησε πως το φι­νιστρίνι ανήκε στην καμπίνα του μπάρμπα Γιώργη από το Τσι­ρίγο, ηλικιωμένου θερμα­στή, 78 ετών, που θα έδινε την κούτα τσι­γάρα, με την προϋπόθεση να παρακολουθήσει, όπως κι’ έγινε, live sex.

This Is Sapele, Nigeria. - YouTube

Φθάσαμε στο Σαπέλε το σούρουπο της άλλης ημέρα. Καθυστε­ρή­σαμε αρκετές ώρες για ν΄ ανοίξουμε, με τη βάρκα του πλοίου και με την βοήθεια των βιντσιών, τη διέλευση του ποταμού, που έκλει­σε από ένα πανύψηλο δένδρο που έπεσε και έκλεινε σχεδόν κάθε­τα το ποτάμι. Ο πλοηγός μάς είπε ότι το δένδρο θα μετακινιόταν μόνο του αργότερα, όταν το ρεύμα του ποταμιού δυνάμωνε κι’ ερ­χότανε με πλήρη δύναμη, αλλά εμείς δεν ήταν δυνατόν να καθυ­στερήσουμε, γιατί θα χρειαζόταν περιμένοντας να φουντάρουμε ξανά. Στο Σαπέλε, το ποτάμι πλάταινε πάρα πολύ, σχηματίζοντας, κατά κάποιο τρόπο, λίμνη. Εκεί φουντάραμε χωρίς κανένα πρόβλη­μα. Εμφανίστηκαν οι αρχές για τα σχετικά, όπως και ο αντιπρόσω­πος των φορτωτών, ο οποίος ενημέρωσε τον Γραμματικό, πως το πρωί θα ερχόντουσαν στο πλοίο περίπου 180 – 200 άτομα.

Αυτοί θα εργαζόντουσαν για τη φόρτωση του καραβιού ολόκλη­ρο το 24ωρο, χωρισμένοι σε δύο βάρδιες, θα κοιμόντουσαν στ΄ α­μπάρια, θα κατασκεύαζαν με ξύλα στη πρύμνη τρείς – τέσσερες υ­ποτυπώδεις τουαλέτες για την αφόδευσή των στη θάλασσα, ενώ φαγητό και νερό, θα τους έφερναν από έξω δύο φορές την ημέρα.

Το πρωΐ μάς περίμενε μεγάλη έκπληξη. Στην ταράτσα του μεγα­λύ­τερου, απ’ όσα μπορού­σα­με να δούμε, κτηρίου, ανέμιζε μια τε­ρά­στια ελληνική σημαία. Λίγο μετά μας επισκέφτηκε ένας Έλληνας, ο οποίος συστήθηκε ως επιστάτης και έμπιστος ενός άλλου πολύ πλούσιου Έλληνα, Ηπειρώτη, που ήταν χρόνια εγκατεστημένος στη Νιγηρία και είχε στη δούλεψή του 25 Έλληνες ακόμα, εκτός από δε­κάδες ντόπιους. Το αφεντικό του, όταν είδε την Ελληνική σημαία του καραβιού το πρωΐ, συγκινήθηκε πολύ. Είχε χρόνια ν’ αντικρί­σει ελ­ληνικό πλοίο. Τον έστειλε να προσκαλέσει, όσους από εμάς επι­θυ­μούσαν να ξεναγηθούν στους οικισμούς των ιθαγενών στη ζού­γκλα. Επί πλέον προσκάλεσε τους καπετάνιο και πρώτο μηχανι­κό στο σπίτι του για φαγητό.

Το Σαπέλε όπως έμαθα αργότερα, ήταν μια πόλη των 150.000 αν­θρώπων, που διέθετε μόνο ένα βουβό κινηματογράφο!! Την ε­ποχή εκείνη η Νιγηρία ήταν ακόμα αποικία των Άγγλων, ο δε υ­πεύθυνος για τη φόρτωση και το φορτίο γενικά, ήταν ένας Εγγλέζος που ερχό­ταν κάθε δύο – τρείς ημέρες για 20 – 30 λεπτά στο πλοίο, ύστερα, όπως μας έλεγαν οι σημειωτές, πήγαινε στο club των, τα έπινε για μια – δυό ώρες και κατέληγε στο σπίτι του. Αυτό ήταν όλο και όλο το ωράριο εργασίας του, καθώς τα πάντα τα διεκπεραίω­ναν οι σημειω­τές με τον Κάπο τους.

Φορτώναμε πάνω από 20 ημέρες. Είχαμε και ορισμένους καυ­γά­δες μεταξύ των εργατών, που καταλάγιαζαν όμως αμέσως και ξε­περνιούνταν γρήγορα, γιατί φοβόντουσαν μην τους διώ­ξουν. Καυ­γάδιζαν μεταξύ τους κυρίως οι σημειωτές, που κατέγραφαν αναλυ­τι­κά σε κάθε αμπάρι τους κορμούς, τα δέματα κατεργασμένης ξυ­λεί­ας και τους σάκους καουτσούκ. Και αυτοί δούλευαν σε δυο βάρ­διες. Δεν κοιμόντουσαν στο πλοίο. Δεν καυγάδιζαν για την καταμέ­τρηση, αλλά μεταξύ τους, για το ποιος θα προμήθευε το βράδυ με κορίτσια το πλή­ρωμα, γιατί ο καθ΄ ένας είχε τις δικές του, εκτός βε­βαίως από αυτές που ερχόντουσαν μόνες τους με τα μονόξυλα. Καμάρωναν ε­πειδή υποτίθεται ότι οι κοπέλες που έφερναν ήταν οι καλύτερες, γιατί δεν ήταν επαγγελματίες του είδους, αλλά γυναίκες που ατύχη­σαν για διάφορους λόγους στη ζωή τους και πρόσφεραν ευκαιριακά το πανάρχαιο επάγγελμα.

Ο Ηπειρώτης του Σαπέλε κράτησε την υπόσχεσή του. Μας προ­σέφερε μια ομολογουμέ­νως εξαίρετη εμπειρία με την εκδρομή μέ­σα στη ζούγκλα. Ξεναγός ήταν ο επιστάτης του. Μετα­κινηθήκαμε, μ΄ ένα αυτοκίνητο ¾, 14 μέλη του πληρώματος συνολικά, που θε­λήσα­με να ζήσουμε αυτή την εμπειρία. Η ζούγκλα ήταν για τους περισσό­τερους κάτι πρωτόγνωρο, ενθουσιαστήκαμε σχεδόν όλοι, γεμίσαμε τ΄ αυτοκίνητο με κλαδιά κατάφορτα μπανάνες, αλλά και λίγους ανα­νάδες που βρήκαμε. Προξενήθηκαν θυμάμαι ανάμικτα συναισθήμα­τα: χαράς για τις καινούργιες εμπειρίες και λύπης για την απόλυτη εξαθλίωση του ντόπιου πληθυσμού. Όταν πλησιάζαμε σε κάποιον από τους καταυλισμούς τους, οι κάτοικοι ακούγο­ντας τον βόμβο της μηχανής του αυτοκινήτου, έβγαιναν στο ξέφωτο, κάθε ηλικίας άτομα γέροι, γυναίκες και παιδιά έσκυβαν να μας φι­λήσουν το μπατζάκι, ζητώντας ελεημοσύνη λίγες πέννες.

Σχετικά με τις δραστηριότητες του πλούσιου οικοδεσπότη μας: ήταν πολλές και διάφορες. Κυρίως η κοπή δένδρων, η συγκέντρωση ξυλείας, η επεξεργασία τμήματός της σε σύγχρονες μονάδες, η καλ­λιέργεια φυτειών για παραγωγή καουτσούκ. Θυμάμαι πως το 30% του φορτί­ου στο πλοίο, ήταν δικό του, σε κορμούς δένδρων, σε ε­πε­ξεργασμένη ξυλεία σε δέματα, και σε καουτσούκ.

Λίγο πριν από την αναχώρηση του πλοίου, δέχθηκα μια περίερ­γη ατομική πρόσκληση από τον Ηπειρώτη, μέσω του επιστάτη του, να τον επισκεφτώ στο γραφείο του την επόμενη ημέρα, χωρίς όμως να μου εξηγήσει τους λόγους της συνάντησης. Πραγματικά, τη συμφω­νημένη ώρα με περίμενε στην προβλήτα ο επιστάτης που με πήγε στ΄ αφεντικό του. Πολύ ευγενικά, με ειλικρίνεια και καλόκαρ­δα μου πρότεινε, αν ήθελα, να δουλέψω γι΄ αυτόν καπετάνιος σε ρυμουλκό δικό του. Θα κουβαλούσα κορμούς δια μέσω ποταμών στα πριονι­στήρια του και στους σταθμούς συγκέντρωσης ξυλείας. Είχε απηυ­δήσει μου είπε, με το μεθύσι και τα συνακόλουθα προ­βλήματα των Εγγλέζων καπεταναίων που προσλάμβανε. Πρόσφερε πολύ ικα­νοποιητικό για την εποχή εκείνη μισθό 100 λιρών (ως Αν­θυποπλοίαρχος έ­παιρνα τότε, εκτός από κάποια έξτρα, καθαρά 50 λίρες). Παράλληλα θα είχα σπίτι δικό μου, με υπηρεσία νεαρή κο­πέλα για όλες τις χρή­σεις και μαγείρεμα, ένα μήνα τον χρόνο άδεια με πληρωμένα όλα τα έξοδα διακοπών σε οποιαδήποτε χώρα της Ευρώπης. Η πρόταση ήταν πάρα πολύ δελεαστική. Αρνήθηκα ευγε­νικά, ευχαριστώντας τον για την προσφορά, εξηγώ­ντας ότι πήγαινα για σταδιοδρομία στη θάλασσα, την οποία δεν ήθελα να διακόψω. Άκουσα την καρδιά και όχι τη λογική μου.

Η εξέλιξη των γεγονότων με δικαίωσε.

11 χρόνια αργότερα, καπε­τάνιος με το MARITSA του Καραγεώρ­γη, πήγαμε στο Port Harcourt, διπλανό λιμάνι, για να φορτώσουμε μαζούτ από τις εγκαταστάσεις και τα διυλιστήρια που είχε κατα­σκευάσει η ΒP εκεί. Οι ναυλωτές παρακά­λε­σαν να πάρω στο πλοίο τις οικογένειες τριών στελεχών της BP για το Λάγος, γιατί είχαν αρ­χίσει εχθροπραξίες στην περιοχή, που ήταν πλούσια σε πετρέλαια. Πολύ γρήγορα ξέσπασε ο εμφύλιος πό­λεμος, άγριος και βάναυσος, με εκατοντάδες χιλιάδες θύματα, α­σφαλώς θυμόμαστε τα σκελε­τωμένα παιδιά της Μπιάφρας, λόγω του ολικού αποκλεισμού που τους είχε επιβάλει η Νιγηρία. Οικογέ­νειες και περιουσίες χάθηκαν, μεταξύ τους πολλοί Ευρωπαίοι κι’ Έλ­ληνες. Εύχομαι να διέγνωσε νωρίς τον κίνδυνο και να έφυγε έγκαιρα γιατί οι πλούσιοι γαιοκτή­μονες έγιναν οι πρώτοι στόχοι για τους ντόπιους, θύματα στο μάτι του κυκλώνα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Share this
The following two tabs change content below.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΓΟΥΛΑΣ

Ο Διονύσης Μαγουλάς γεννήθηκε στην Κεφαλονιά το 1934. Εργάστηκε ως πλοίαρχος σε δυο κυρίως εταιρίες, των Α. Ωνάση και Α. Καραγιώργη, τόσο σε φορτηγά πλοία, όσο και σε υπερπόντια δεξαμενόπλοια μέχρι το 1971 και στη συνέχεια ως αρχιπλοίαρχος της ΚΑRAGEORGIS LINES S.A. μέχρι το 1982 που ίδρυσε Γραφείο Πραγματογνωμόνων στον Πειραιά. Συνταξιοδοτήθηκε και ζει μόνιμα στην Κεφαλλονιά.


Αφήστε μια απάντηση