Μονή Αντινίτσας: Τότε που προκαλούσε… “μεσαιωνικές” ονειροπολήσεις

Share this

Μονή Αντινίτσας, 12 Ιουλίου 1890

  • Του ΓΚΑΣΤΟΝ ΝΤΕΣΑΝ*

Το μοναστήρι της Αντινίτσας προκαλούσε “μεσαιωνικές” ονειροπολήσεις. Τίποτα πιο ρομαντικό από την άφιξή μας μπροστά στη μεγάλη αψιδωτή πύλη, την κλεισμένη με βαριά θυρόφυλλα: ο Αλέξανδρος Δουμάς1 θα την λαχταρούσε για αρχή κάποιου περιπετειώδους μυθιστορήματος. Η νύχτα είχε πέσει, σβήνοντας τις αποχρώσεις, ξεθωριάζοντας τα χρώματα, απλώνοντας απέραντη σιωπή που την διέκοπταν μακρινά γαβγίσματα… Η σκιά αφαιρούσε από τις σιλουέτες μας τη λεπτομέρεια που καθορίζει τον χρόνο, τα ιδιαίτερα εκείνα ελαττώματα που καθηλώνουν ένα πρόσωπο στον τόπο και στην εποχή του. Ο Βασίλης ο αγωγιάτης ανέβαινε μπροστά. Το μόνο που διακρίναμε ήταν η τσιτωμένη του κορμοστασιά μέσα στο ανέμισμα, της φουστανέλας του, το νωχελικό, ελαφρύ, λικνιστό βήμα του, βάδισμα Παλικαριού: τίποτα δν πρόδιδε ότι υπήρξε ψηφοφόρος και έζησε υπό το συνταγματικό σκήπτρο του βασιλιά Γεωργίου. Τα αδύνατα άλογά μας άρχιζαν να αποκτούν καλή όψη, καθώς η μέρα εξαφανιζόταν. Κι εμείς οι ίδιοι ήμασταν λιγότερο ευαίσθητοι στην πολύ μοντέρνα ασχήμια των κοστουμιών μας· οι “ευρωπαϊκές” μας φορεσιές έπαιρναν σχήμα μεσαιωνικό. Σίγουρα μπορούσε κανείς να μας περάσει για προσκυνητές που ταξιδεύουν “εις χώρας παραδόξους” ζητώντας στέγη από καλούς καλόγερους. Στη μικρή αυλή του μοναστηριού όπου εδώ κι εκεί τρεμοπαίζουν τα φώτα και το εκκλησάκι υψώνει, κάτω από τ’ αστέρια, τον βυζαντινό του τρούλο, αναρωτιόμαστε μήπως ξαφνικά γίναμε σύγχρονοι του Ισαάκιου Κομνηνού2 ή του Θεόδωρου Λασκάρεως3.

Ο πατήρ Ιάκωβος, καθώς τον σήκωσαν πάνω που τον είχε πάρει ο ύπνος, καταφτάνει φορώντας έναν σκούφο μουζίκου, τυλιγμένος σε ένα πολύ κοντό καφετί ράσο, ζωσμένος με ένα σκοινί από όπου κρέμονται, σαν καμπανάκια, δεν ξέρω πόσες αρμαθιές κλειδιά. Πρώτα, μια τραχιά και απότομη επίπληξη, πατρικό μάλωμα γι’ αυτές τις περιπλανήσεις τόσο αργά στο έρημο βουνό.

– Παιδιά μου, τι συνήθειες είναι αυτές; Δεν είστε λοιπόν χριστιανοί; Να τρέχετε στους δρόμους τέτοια ώρα! Τι θα λέγατε αν σας έκλεινα την πόρτα κατάμουτρα; Τέλος πάντων, ποια είναι η πατρίδα και η εθνικότητά σας;

– Είμαστε Γαλάτες.

– Πολύ ωραία, παιδιά μου. Είστε Γαλάτες άρχοντες. Τέλεια! Διατάξτε, εδώ είναι σπίτι σας. Οι Γαλάτες έκαναν το λάθος, πρι πάρα πολύν καιρό, να λεηλατήσουν τον ναό των Δελφών4. Αλλά αυτό ξεχάστηκε. Τώρα οι Γαλάτες και οι Έλληνες είναι αδέλφια.

Και, με μια χειρονομία που συνηθίζεται στην Ανατολή, ενώνει παράλληλα τον δεξιό και τον αριστερό δείκτη, για να δείξει τη στενή αυτή φιλία, τον αδιάσπαστο σύνδεσμο. Ύστερα λέει πολύ ζωηρά:

– Αλήθεια, έχετε φάει;

– Εξαρτάται. Μην ανησυχείς, άγιε ηγούμενε, είμαστε μια χαρά.

– Για να δούμε, έχετε φάει ή δεν έχετε φάει; Πείτε μου ναι ή όχι. Βλέπω από την όψη σας ότι είστε νηστικοί.

Και τότε ξεσπάει έκρηξη από βροντερές φωνές και διαταγές, όπως τον καιρό ο ηγούμενος ήταν αρχηγός ανταρτών. Όλοι οι υπηρέτες καταφτάνουν. Ο πατήρ Ιάκωβος διατάζει σαν λόχο τρεις ή τέσσερις λεβέντες που κάνουν στο μοναστήρι απροσδιόριστα δουλειές, καμιά φορά αόριστα σπιτικές, μια και δεν μπορούν πια να είναι πολεμιστές. “Δημήτρη! Κωστή! Νικολάκη!” Και όλοι βιάζονται, σπρώχνονται, φέρνουν ποτήρια με νερό, πιάτα, σιδερένια πιρούνια, όλα τα πιατικά που είναι δυνατόν να βρει κανείς στην κορυφή της Όθρυος. Σε λίγο, μια μεγάλη ομελέτα αχνίζει στο τραπέζι και, ο Ιάκωβος, κοιτάζοντάς μας να τρώμε, φλυαρεί. Η συζήτηση, όπως πάντα, στρέφεται στα πολιτικά. Τα θέματα είναι πάντα τα ίδια. Δεν βγαίνουμε ποτέ από το πλαίσιο του Ανατολικού ζητήματος5. Υπολογίζουμε τις πιθανότητες των Αυστριακών και των Ρώσων. Αναρωτιόμαστε αν η Αγγλία θα καταφέρει να πάρει την Κρήτη και αν η Ευρώπη θα την αφήσει. Ένας μικρός λαός με ισχυρούς γείτονες θέλει πάντα να ξέρει ποιος απ’ αυτούς έχει την πιο γερή όρεξη και τη μεγαλύτερη επιθυμία να τον φάει. Η Γαλλία δεν εμπνέει τέτοιους φόβους· τι τους νοιάζει τους Έλληνες αν εγκατασταθεί στη Συρία;

Κι έπειτα, η ανιδιοτέλειά μας είναι γνωστή. Μας αγαπούν. Επίσης, σε ολόκληρη την Ανατολή, όταν τύχει να συζητήσουν για την Αίγυπτο, ακούγεται το εξής μεγάλο παράπονο: “Γιατί έφυγε η Γαλλία;” Η ερώτηση αυτή είναι ενοχλητική. Πρέπει να αφήσουμε στον ευέλικτο κ. Ντε Φρεσινέ6 τη φροντίδα να απαντήσει.

Ο ηγούμενος θαυμάζει ιδιαίτερα τρεις ανθρώπους: τον Γαμβέττα7, τον Γκαριμπάλντι8 και τον κ. Βαντενγκτόν9. Δεν τσιγκουνεύεται επαίνους για τον αντιπρόσωπό μας στο Συνέδριο του Βερολίνου: “Τι καλός άνθρωπος! Τι φιλέλληνας! Αυτός μας έδωσε όλες αυτές τις χώρες!” Και με μια του χειρονομία άρχισε να αναζητεί, από το ανοιχτό παράθυρο, μέσα στην έναστρη νύχτα, τον ορίζοντα της Θεσσαλίας10.

Την επομένη, μόλις ξυπνάμε, πρέπει να εξερευνήσουμε με κάθε λεπτομέρεια το μοναστήρι. Το εκκλησάκι, χρυσό κάτω από τον ήλιο, είναι υπέροχο στο κέντρο της αυλής με τις χαμηλές καμάρες, τις κοντοχοντρες κολόνες, κάτω από τα δέντρα, πλάι σε μια καθαρή βρύση που λάμπει και κελαρύζει. Ο πατήρ Ιάκωβος μας ξεναγεί στην εκκλησία του με ύφος στρατηγού και μας δείχνει, στο φως μιας λαμπάδας, μια παλιά επιγραφή, την οποία σπεύδουμε να αντιγράψουμε. Σίγουρα είναι μοναδικός αυτός ο αγράμματος και πνευματώδης μοναχός με την τραχιά οικειότητα, όσο το δυνατόν λιγότερο οικείος, κάτι μεταξύ καπουτσίνου11 και αρχηγού συμμορίας. Είναι ορεινός ερημίτης και παλικάρι· το ράσο δεν τον ενοχλεί, το κομποσχοίνι δεν τον εμποδίζει, και το μόνο που ζητάει είναι μια νέα ευκαιρία να φύγει για τον πόλεμο. Κατέχει ένα πραγματικό οπλοστάσιο από τουφέκια και περίστροφα. Ένα μεγάλο γιαταγάνι είναι κρεμασμένο στο δωμάτιό του, πάνω από το ευαγγέλιό του. Αυτή είναι περίπου και όλη του η βιβλιοθήκη.

Τον καιρό των πολέμων της Ανεξαρτησίας, ο ηγούμενος της Αντινίτσας θα μπορούσε να είχε γίνει ήρωας σαν τον Διάκο, που κι εκείνος ήταν παπάς. Τώρα θα πρέπει να αρκείται στην ειρηνική διακυβέρνηση του μοναστηριού του, των υπηρετών και του ορνιθώνα του, απολαμβάνοντας άνετα το βουνίσιο τοπίο που απλώνεται κάτω από τα παράθυρά του.

Σε λίγα χρόνια, οι Αρματολοί και οι Κλέφτες θα ανήκουν πλέον στην Ιστορία. Είναι είδος που εξαφανίζεται· ο τακτικός στρατός του κ. Τρικούπη θα το καταστήσει σιγά-σιγά άχρηστο και αρχαϊκό.

_______________

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

*Gaston DeschampsΗ Ελλάδα σήμερα. Οδοιπορικό 1890. Ο κόσμος του Χαρίλαου Τρικούπη. Μετάφραση Α. Δαούτη. Πρόλογος-Σχόλια Α. Νικολοπούλου. Εκδόσεις Τροχαλία, 1992

Αποτέλεσμα εικόνας για Gaston Deschamps

Ο συγγραφέας Charles Pierre Gaston Napoléon Deschamps

Γεννήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 1861 στη μικρή πόλη Μελ του νομού Ντε-Σεβρ, στο Πουατού, από μικροαστική οικογένεια. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές φοίτησε στην École Normale Supérieure και το 1885 διορίστηκε στη Γαλλική Σχολή των Αθηνών για μια τριετία. Οι αρχαιολογικές αποστολές στη Μ. Ασία, στην Αμοργό και στην κοιλάδα του Σπερχειού, στις οποίες μετέσχε μαζί με άλλους συναδέλφους του, σημείωσαν επιτυχία. Όταν επέστρεψε στη Γαλλία, δίδαξε στο Collège de France, αλλά τον τραβούσε και η δημοσιογραφία. Εργάστηκε στη Journal des Débats (Εφημερίδα των Συζητήσεων) από την οποία αποχώρησε το 1893, για να αναλάβει στην εφημερίδα Le Temps τη στήλη Vie Litteraire, την οποία μόλις είχε αφήσει ο Ανατόλ Φρανς. Σαν κριτικός διακρίθηκε για την αυστηρότητα αλλά και την ευθύτητά του. Στις 16 Νοεμβρίου 1919 εξελέγη βουλευτής του νομού Ντε-Σεβρ, για μια και μοναδική περίοδο. Στη Βουλή ασχολήθηκε κυρίως με εκπαιδευτικά ζητήματα, σαν Πρόεδρος της Επιτροπής Παιδείας και Καλών Τεχνών, και ήταν από τους ιδρυτές της Société des Conférences. Από τον γάμο του με την θυγατέρα του διευθυντλη της École Normale Supérieure Ζορζ Περό απέκτησε δυο γιους και μια κόρη. Ο Ντεσάν διέθετε και λογοτεχνικό ταλέντο. Έγραψε πολλά βιβλία. Πέθανε στο Παρίσι στις 16 Μαϊου 1931.

ΕΡΓΑ

1896: Le Chemin fleuri, récit de voyages. Paris, Calmann-Lévy.
1892: La Grèce d’aujourd’hui, Paris, A. Colin, 1892. Work crowned by the Académie française.
1894: Sur les routes d’Asie, Paris, A. Colin.
1894–1900: La Vie et les livres, Paris, A. Colin et cie.
1899: Le Malaise de la démocratie, Paris, A. Colin.
1906: Le Rythme de la vie, Paris, A. Colin.

Share this

Αφήστε μια απάντηση