Ταξίδι στην Ινδοκίνα το 1954

Share this
  • Γράφει ο Διονύσης Μαγουλάς

Τον Ιούλιο του 1954 φθάσαμε στο Rotterdam (Ρότερνταμ) με το ΝΗΡΕΥΣ του Χατζηλία, με­ταφέροντας σιτηρά από την Αργεντι­νή. Στο πλοίο ήμουν ναυτολογημένος ναύτης, όμως ο Έλληνας Λι­μενάρ­χης εκεί, επειδή υπήρχαν πολλοί ξέμπαρκοι ναυτικοί και ζη­τούσαν μπάρκο, με έβγαλε από ναύτη, και με ναυτολόγησε Δόκιμο Πλοίαρχο παρ’ ότι εργαζόμουν ήδη στο πλοίο 22 μήνες συνεχώς. Αυτό επέφε­ρε σοβαρή μείωση του μισθού μου (από 30 σε 14 λίρες Αγγλίας). Αποφά­σισα να φύγω, βρίσκοντας μά­λιστα την ίδια ημέρα θέση ναύ­τη στο ΕΥΡΥΒΙΑΔΗΣ του Μαρκεσίνη, που είχε ξένη ση­μαία και ως εκ τούτου δεν υπόκειτο στην εξουσία του Έλληνα Λιμενάρχη.

Καπετάνιος του πλοίου ήταν ο Λακυθρινός καπ. Γεράσιμος Μη­λιαρέσης, το πλήρω­μα δε κατά τα 3/4 Κεφαλλονίτες, πολλοί εξ αυ­τών Λειβαθινοί. Το ΕΥΡΥΒΙΑΔΗΣ ήταν αμερικάνικο Liberty, μόλις είχε αποπερατώσει ορισμένες επισκευές που έκαμνε στο μηχανοστά­σιο, και αποπλεύσαμε για τη Dunkerque (Δουνκέρκη) της Γαλλίας, και από εκεί, τη Havre (Χά­βρη) και τέλος τη Marseille (Μασσαλία) όπου θα φορτώνα­με πολεμοφόδια και γενικά στρα­τιωτικό υλικό για τον Γαλλικό στρατό που πολεμούσε στην Ινδοκίνα τους κομ­μουνι­στές αντάρτες του HoTsi Minh.

Φθάνοντας στη Δουνκέρκη, ύστερα από συνεχή εργασία για την ετοιμασία του κα­ραβιού στη διάρκεια του λίγου χρόνου που κρατά το σύντομο ταξίδι από το Ρότερνταμ, και μετά από το δέσιμό του στον ντόκο φόρτωσης, τις πρώτες ώρες της νύ­κτας, έκανα ένα μπά­νιο και ξάπλωσα στην καμπίνα μου να ξεκουραστώ. Δεν πέρα­σε ού­τε μία ώρα όταν, μέσα στον ύπνο μου, ένιωσα κάποιον να μπαίνει στην καμπί­να. Πιστεύοντας πως είναι ο συγκάτοικος δεν έδωσα ση­μασία. Ξύπνησα εντελώς όταν τράβηξαν τα σκεπάσματα της κουκέ­τας. Κα­τάπληκτος αντίκρισα μια ωραία υψηλόσωμη κοπέλα, σχε­δόν γυμνή, που μ΄ έσπρωχνε απαλά για να ξαπλώσει δίπλα μου. Ρώτησα τι συμ­βαίνει και μου εξήγησε πως είχαν έλθει 5 κοπέλες στο πλοίο και αυ­τή, αφού άνοιξε δυο καμπίνες και δεν της άρεσαν οι ένοικοι, κατέλη­ξε στη δικιά μου, γιατί, όπως ισχυρί­στηκε, της ά­ρεσα και απο­φάσισε να μου κρατήσει συντροφιά. Έμεινε στο πλοίο και τις τρείς ημέρες που καθίσαμε στο λιμάνι, χωρίς να βγει από την καμπίνα μου κι’ έ­φυγε λίγο πριν την αναχώρησή μας μαζί με άλλες δύο κοπέλες, που επίσης είχαν παραμείνει.

Εδώ πρέπει ν΄ αναφέρω, παρ’ ότι είναι πολύ γνωστό, πως η Δουνκέρκη ισοπεδώθη­κε σχεδόν κατά τον 2ον Παγκόσμιο Πόλεμο και ενώ είχαν περάσει 9 χρόνια από το τέλος του πολέμου, οι πλη­γές του δεν είχαν επουλωθεί, η δυστυχία του πολέμου και η φτώ­χια βασάνι­ζαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού.

Το επόμενο λιμάνι φόρτω­σης ή­ταν η Χάβρη, απ’ όπου φορτώ­σα­με αεροπλάνα σε τμήματα, ανταλ­λακτικά τους σε κιβώτια και κάθε μορφής πολεμοφόδια, υλικά έν­δυσης – υπόδησης και α­τομικά δέ­ματα για τους στρατιώτες. Τα δέ­ματα αυτά ήταν τ’ αγα­πη­μένα μας γιατί είχαν πληθώρα χρήσιμων αντικειμένων για τους στρατιώτες – και για εμάς βέβαια υπήρχαν ακόμα και γλυκά σε ξη­ρά μορφή, ό­πως και σκόνη για την παρασκευή δια­φό­ρων χυμών που ήταν περι­ζήτητοι τότε ειδικά από τα πληρώ­ματα που ταξί­δευαν σε ζεστά κλί­μα­τα.

Τελευταίο λιμάνι φόρτωσης ήταν η Μασσαλία, όπου επισκεφ­θή­καμε τα γνωστά στέκια των ξέμπαρκων ναυτικών μας και γευθή­καμε τα περίφημα θαλασσινά του Porto Veccio. Στη Μασ­σαλία βρήκαμε και το ANTZOULETA του Λυκιαρδόπουλου αλ­λά και το EYREIKLIA του Μαρκεσί­νη, με καπετάνιο τον κ. Μενδρινό και συνα­ντήσα­με αρκε­τούς γνωστούς, κυρίως από τη Λειβα­θώ, με τους ο­ποίους κάναμε παρέα και περάσαμε ευχάριστα στις εξόδους μας. 

Το ταξίδι προς τη Saigon1 (Σαϊγκόν), το πρώτο λιμάνι εκφόρτω­σης, πέρασε πολύ γρήγορα για μένα.

Ύστερα από σχεδόν δύο χρόνια, εργαζόμουν με συντοπίτες και παράλληλα γνωστούς μου. Είχαμε πάρα πολλά να θυμηθούμε, αλ­λά ιδιαίτερα να μου πούνε – όσοι εξ αυτών έζησαν τον καταστρο­φικό σεισμό, για τις εμπειρίες τους και με ιδιαί­τερη λύπη να συζη­τήσουμε τη μετάλλα­ξη που, όπως μου ανέφεραν, είχε υποστεί η κοινωνία του νησιού με κύρια χαρακτηριστικά την ταξική ισοπέδω­ση (με το γκρέμι­σμα των σπιτιών των), τη μερική φυγή του πληθυ­σμού του νησιού, τόσο στο εξω­τερικό όσο και εντός Ελλάδος, για τον ερχομό ξένων μαστόρων και εργα­τών, για την επικράτηση της ι­διοτέλειας σε κάθε μορφή σχέσεων και της αρπαχτής.

Περί το τέλος του ταξιδιού προς Ινδοκίνα, αντιληφθήκαμε ότι η σκόνη για την πα­ρασκευή διαφόρων χυμών (που περιείχαν τα δέ­μα­τα των στρατιωτών) και χρησιμο­ποιούσαμε κι’ εμείς ευρέως, πε­ριείχε κάποιο φάρμακο για τον περιορισμό της σε­ξουαλικότητας των στρα­τιωτών. Το γεγονός διαδόθηκε αστραπιαία και αμέσως σταματήσα­με όλοι να τους πίνουμε, εν όψει μάλι­στα της άφιξής μας στη Σαϊγκόν με τ’ αμέτρητα εξωτικά κορίτσια.

Το γεγονός πέ­ρασε απαρατή­ρητο από τον Τζίμη, θερμαστή από την Ονδούρα (δεν ήταν άλλωστε και το πρώτο μυαλό), που δεν πή­ρε τίποτα χα­μπάρι και συνέχιζε να πίνει, στο στόκολο2 και αλλού, ολόκληρες κανάτες που έβγαζε ο κα­μαρότος τις ώρες του καφέ και κανείς άλ­λος από το υπόλοιπο πλή­ρωμα δεν άγγιζε.

Με το που φθάσαμε στη Σαϊγκόν άλλαξαν τα ενδιαφέροντά μας. Να ληφθεί υπ’ όψιν ότι ε­κείνη την εποχή η Σαϊγκόν ήταν μια πανέ­μορφη πόλη, δομημένη από τους Γάλ­λους, με πολλά εντυπω­σιακά κτήρια {εθεωρείτο άλ­λωστε το Παρίσι της Ανατολής) και μεγάλο πο­σοστό πληθυσμού λευκών που ζούσαν κατά κύριο λόγο σε ξεχω­ρι­στό τμήμα της πό­λης, απ’ όπου δεν ήταν δυνατόν ν’ απουσιάζει η ελληνική πινελιά με το Café του πατριώτη μας Γεράσιμου, ο οποίος μας ενημέ­ρωσε για τις ιδιομορφίες του ντόπιου πληθυσμού. Απέ­φυ­γε να διευκρι­νίσει, αν αυτές αφορού­σαν ολόκληρο τον ντόπιο πλη­θυσμό ή κά­ποιες φυλές, τάξεις, ομάδες, κλπ. Εκείνο το οποίο όμως μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, ήταν το έθιμο, σύμφωνα με το οποίο τα κορί­τσια πριν παντρευ­τούν έπρεπε να διακορευτούν από τον πα­τέρα, αν δεν υπήρχε πατέρας από τον αδελφό, αν δεν υπήρχε αδελ­φός ή ήταν μικρός από τον πλησιέστερο άνδρα συγγε­νή.

French Indochina War, Dien Bien Phu, 1954 - Paratrooper of 2nd REP ...

Επίσης γνωρίσαμε και δύο Έλληνες που υπηρετούσαν στη φημι­σμένη Λεγεώνα των Ξένων, που τότε πολεμούσε τους αντάρ­τες του Ηo Τsi Μinh, με τρομακτικές απώ­λειες που έφθασαν ως τα όρια α­ποδεκατισμού, οι οποίοι επιβεβαίωσαν το παρα­πάνω έθιμο. Η πε­ρίφημη όμως αυτή Λεγεώνα, ξακουστή για τη γενναιότητά της, τα είχε βρει σκούρα, απ΄ όσα μας είπαν οι δυο λεγεωνάριοι, με τους Βιετκόνγκ και τις στρατιωτικές τους τακτικές και τους ανορθό­δοξους τρό­πους πολέμου. Τη δράση της Λε­γεώνας ως αποικιοκρα­τικού στρα­τού τερμάτισε ο Ντε Γκολ, μετά την αποχώρηση των Γάλ­λων από την Αλγερία, περιορίζοντάς την πολύ.

Όσο για το χουνέρι που ετοιμάσαμε στον Τζίμη και με ανυπομο­νησία όλοι μας στο πλοίο περιμέ­ναμε τι θα συμβεί, όταν θα πήγαι­νε ο Τζίμης με κοπέλα, αυτό δεν άργησε να εκδηλωθεί. Ήταν απο­λαυστικό, επειδή ξεσήκωσε το κα­ράβι από λυγμούς και γοερές κραυγές, πιστεύο­ντας ότι έγινε για πά­ντα σεξουαλικά ανίκανος. Αργότερα, προφανώς επειδή κάποιος του σφύριξε την αλήθεια, ότι δηλαδή το υπόλοιπο πλήρω­μα γνώρι­ζε τι θα συμβεί, τριγύριζε έ­ξαλλος, απειλώντας θεούς και δαίμονες για ό,τι έπαθε. Τελικά ησύ­χασε, μόλις του είπαν ότι η ανικανότητα είναι προσωρινή και ο ί­διος θα λειτουργήσει φυ­σιολογικά σε λίγες ημέ­ρες, κόβοντας πρώ­τα τους χυμούς μαχαίρι.

Ο πόλεμος για τον πληθυσμό της Σαϊγκόν φάνταζε πολύ μακρι­νός, παρ’ ότι ήδη πολιορκεί­το άγρια το Nτιεν Μπιεν Φou στο βό­ρειο τμήμα της χώρας.

Η μόνη συνέπεια που φανέρωνε ότι διεξήγετο πόλεμος στη χώ­ρα αυτή, ήταν η μεγάλη έλ­λειψη νέου ανδρικού πληθυσμού, κα­θώς, όπως μας έλεγαν οι ντό­πιοι, πολλοί νέοι είτε είχαν προσχωρή­σει με τη θέλησή των, είτε με το ζόρι είχαν καταταγεί, στους α­ντάρτες του Ηο Tsi Minn, ενώ όσοι απέμει­ναν είχαν επιστρατευθεί από την κυ­βέρνηση και τους Γάλλους. Μάλιστα, στο δεύτερο και τρίτο λιμάνι εκφόρτωσης, το Χaian (Χαγιάν) και το Houe (Χούε), υ­πήρξε παντελής έλλειψη ανδρών. Εκφόρτωσαν το πλοίο μόνο γυ­ναίκες, με την εποπτεία του Γάλλου κάπο3 και στρατιώτες που με­τέφεραν το εκ­φορτούμενο υ­λικό από το πλοίο σε αποθήκες στους στρατώ­νες τους.

Πολλά μέλη του πληρώματος έπαιρναν στις καμπίνες τους κυρί­ως μικρότερες γυ­ναίκες, οι οποίες ανταποκρίνονταν με πολύ μεγά­λη προθυμία στο κάλεσμα, τις έκαναν μπά­νιο και μετά έκαναν έρω­τα μαζί των, με α­ντάλλαγμα φαγητό και ξεκούραση στη καμπίνα. Μας έκανε με­γάλη εντύπωση πως όλες ανεξαιρέτως τις γυναίκες που έλειπαν, οι άλλες γυναίκες (μικρές και με­γάλες) τις κάλυπταν με κάθε τρόπο από τον Γάλλο κά­πο, που επόπτευε τις εργασίες, ε­πειδή εμφανώς τον αντιπαθούσαν.

French Paratroopers Deploy to Dien Bien Phu - pin by Paolo ...

Το τελευταίο λιμάνι εκφόρτωσης ήταν το Hanoi (Ανόι), όπου φθάσαμε με συνοδεία κανο­νιοφόρου σε όλο τον διάπλου του πο­ταμού και με στρατιώτες πάνω στο πλοίο μας, με βαρύ οπλισμό από πολυβόλα και ολμοβόλα.

Οι Γάλλοι φοβόντουσαν πιθανή επί­θεση των ανταρ­τών από τις όχθες του ποταμού, με σκοπό να εξω­κείλει το πλοίο και να το κουρσέψουν, αποβλέποντας κυρίως στον οπλισμό που είχαμε. Οι Γάλλοι είχαν λάβει όμως τα μέτρα των. Ε­κτός από τις ομάδες με τον βαρύ οπλισμό δια­σκορπισμένους σε διάφορα σημεία του πλοί­ου, σε όλη τη διάρκεια του διάπλου υ­πήρχαν τρείς τιμονιέρηδες (έ­νας στο κύριο τιμόνι, δεύτερος στην κόντρα γέφυρα4 απ’ όπου πη­δαλιουχείτο το πλοίο κατά τον διά­πλου του ποταμού) και τρίτος στο Πούπι5, με σαφείς οδηγίες σε αυτόν και τον βοηθό του για κά­θε εν­δεχόμενο, δηλα­δή πώς θα έ­πρεπε να ενεργήσουν, εφ’ όσον οι άλλοι δύο θα είχαν τεθεί εκτός, για τη μετατροπή του τιμονιού του πλοί­ου, από υδραυλικού σε μη­χανοκίνητο, και να κυβερνιόταν το πλοίο, από το τιμόνι στο Πούπι.

Θυμάμαι σε όλο το ταξίδι (είσοδο και έξοδο, ανέβασμα και κα­τέ­βασμα) του ποτα­μού, και στη διάρκεια παραμονής μας στο Ηanoi για εκφόρτωση, ακούγαμε το α­διάκοπο κανονίδι από το Ντιεν Μπεν Φου, που τότε πολιορκείτο από τους Βιετ­κόνγκ. Δεν χρειάζε­ται νομί­ζω ν΄ αναφέρω ότι εδώ υπήρχε όχι μόνο έλλειψη ανδρών, αλλά ακό­μα και γυναικών για την εκφόρτωση, και αναγκαστήκαμε εμείς το πλήρωμα να βοηθήσουμε στην εκφόρτωση, {κυρίως ως χειριστές των βαρούλκων}. Φύγαμε από το Ανόι, πάλι με συνοδεία, για το ενδεχόμενο επίθεσης με απώτερο τώρα σκοπό να βυθίσουν το πλοίο για να κλείσουν τη διέλευση. Ευτυχώς φύγαμε χωρίς ν΄ αντι­μετωπίσουμε κάποιο πρόβλημα, με προορισμό λιμάνια και σπιάτζες τις Ινδο­νησίας, όπου θα φορτώναμε ξερή καρύδα για Ολ­λανδία.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Share this
The following two tabs change content below.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΓΟΥΛΑΣ

Ο Διονύσης Μαγουλάς γεννήθηκε στην Κεφαλονιά το 1934. Εργάστηκε ως πλοίαρχος σε δυο κυρίως εταιρίες, των Α. Ωνάση και Α. Καραγιώργη, τόσο σε φορτηγά πλοία, όσο και σε υπερπόντια δεξαμενόπλοια μέχρι το 1971 και στη συνέχεια ως αρχιπλοίαρχος της ΚΑRAGEORGIS LINES S.A. μέχρι το 1982 που ίδρυσε Γραφείο Πραγματογνωμόνων στον Πειραιά. Συνταξιοδοτήθηκε και ζει μόνιμα στην Κεφαλλονιά.


Αφήστε μια απάντηση