Διαταραχές Προσωπικότητας

Οι διαταραχές προσωπικότητας διακρίνονται σε τρεις ομάδες, με βάση τα χαρακτηριστικά που φέρουν. Συγκεκριμένα, οι ομάδες αυτές είναι οι εξής:

Ø  Ομάδα Α

v  Παρανοειδής διαταραχή προσωπικότητας

v  Σχιζοειδής διαταραχή προσωπικότητας

v  Σχιζότυπη διαταραχή προσωπικότητας

Ø  Ομάδα Β

v  Αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας

v  Οριακή ή μεταιχμιακή διαταραχή προσωπικότητας

v  Ιστριονική διαταραχή προσωπικότητας

v  Ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας

Ø  Ομάδα Γ

v  Αποφευκτική διαταραχή προσωπικότητας

v  Εξαρτητική διαταραχή προσωπικότητας

v  Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας.

(Χριστοπούλου, 2008)

Αναλυτικότερα, η κάθε ομάδα διαταραχών προσωπικότητας χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένες συμπεριφορές, που μοιάζουν μεταξύ τους.

Στην πρώτη ομάδα, υπάρχουν διαταραχές προσωπικότητας όπου τα άτομα εκδηλώνουν συμπεριφορές που μοιάζουν με αυτές των ατόμων που πάσχουν από σχιζοφρένεια και παραληρητική διαταραχή, όπως κοινωνική απόσυρση, καχυποψία και περίεργο τρόπο σκέψης. Ωστόσο, τα άτομα με διαταραχές προσωπικότητας δεν χάνουν την επαφή με την πραγματικότητα, όπως συμβαίνει στις ψυχώσεις.

Η παρανοειδής διαταραχή προσωπικότητας χαρακτηρίζεται από έντονη καχυποψία, ενώ το άτομο έχει μια τάση να αναζητά στο περιβάλλον του ενδείξεις στις οποίες θα στηρίξει τις υποψίες του. Οτιδήποτε συμβεί το άτομο το αποδίδει σε κάποιο αίτιο, ότι δηλαδή γίνεται επίτηδες και σκόπιμα. Το άτομο εμφανίζει έντονες επιπτώσεις στην κοινωνική ζωή και τις διαπροσωπικές σχέσεις, καθώς απουσιάζει η ανάπτυξη εμπιστοσύνης προς τους άλλους, ενώ το άτομο συχνά είναι ψυχρό και απόμακρο, αποφεύγοντας τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις (Χριστοπούλου, 2008).

Η σχιζοειδής διαταραχή προσωπικότητας χαρακτηρίζεται από απουσία συναισθημάτων και κοινωνική απομόνωση του ατόμου, το οποίο συνήθως είναι αφηρημένο, ψυχρό, απότομο και χωρίς να εκδηλώνει κανένα συναίσθημα. Το άτομο γενικά εμφανίζει ελάχιστο ενδιαφέρον για τη σύναψη σχέσεων με τους άλλους, ενώ ακόμη κι όταν προσπαθεί αποτυγχάνει στη σύναψη στενών διαπροσωπικών σχέσεων, είτε πρόκειται για φιλικές σχέσεις είτε πρόκειται για ερωτικές σχέσεις. Οι κύριες δυσκολίες τους εντοπίζονται στην ικανότητά τους να δείξουν θερμότητα στις σχέσεις τους και να επενδύσουν συναισθηματικά. Γενικά, το άτομο επιλέγει μοναχικές και μηχανιστικές δραστηριότητες, στις οποίες δεν θα υπάρχουν συναισθηματικές εμπλοκές και κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, όπως ενασχόληση με τους υπολογιστές. Απουσία ενδιαφέροντος παρουσιάζει το άτομο και για σεξουαλικού τύπου επαφές, ενώ βιώνει ένα συναισθηματικό μούδιασμα και ελλείμματα στην επικοινωνία.

Η σχιζότυπη διαταραχή προσωπικότητας περιλαμβάνει διάχυτα διαπροσωπικά και κοινωνικά ελλείμματα, τα οποία εκδηλώνει το άτομο μέσω της έντονης δυσφορίας και της μειωμένης ικανότητας για στενές διαπροσωπικές σχέσεις. Το άτομο εμφανίζει, επίσης, διαταραχές στον τρόπο σκέψης και αντίληψης καθώς και περίεργη κοινωνική συμπεριφορά. Πολλές φορές, ο λόγος που χρησιμοποιεί είναι παράξενος, με ελλιπείς συνειρμούς, ασάφειες και περίεργο λεξιλόγιο και δομή, ενώ κάποια άτομα με τη συγκεκριμένη διαταραχή προσωπικότητας εμφανίζουν «μαγική σκέψη», θεωρώντας ότι μπορούν να προβλέψουν το μέλλον ή να διαβάσουν τη σκέψη των άλλων. Το άτομο εμφανίζει σημαντικά ελλείμματα στις διαπροσωπικές του σχέσεις, ενώ κατά την αλληλεπίδραση με τους άλλους βιώνει έντονο άγχος και αμηχανία, αλλά και δυσκολία να αντιληφθεί και να επεξεργαστεί τις συναισθηματικές συνδιαλλαγές. Συχνά, επιλέγουν να ενταχθούν σε ομάδες με περιθωριακό και αποκλίνον χαρακτήρα, ενώ απομακρύνονται από όσους δεν ενστερνίζονται τις ιδέες και απόψεις τους. Γενικά, προτιμούν να κάνουν δραστηριότητες στις οποίες δεν απαιτούνται κοινωνικές επαφές (Χριστοπούλου, 2008).

Η δεύτερη ομάδα διαταραχών προσωπικότητας περιλαμβάνει διαταραχές με δραματική, έντονα συναισθηματική ή ασταθή συμπεριφορά. Πρόκειται για διαταραχές που προκαλούν σημαντικές δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις.

Η ιστριονική διαταραχή προσωπικότητας εκδηλώνεται με μια δραματική και υπερβολική εκδήλωση και επίδειξη των συναισθημάτων, με κύριο στόχο το χειρισμό και την προσοχή των άλλων. Το άτομο θεωρεί ότι συμπεριφέρεται τόσο έντονα γιατί είναι πολύ ευαίσθητο, ενώ οι άλλοι όταν το γνωρίζουν το θεωρούν επιπόλαιο και μη ειλικρινές. Οι προσωπικές του σχέσεις είναι εύθραυστες και ασταθείς. Αρχικά, εμφανίζεται ζεστό και συναισθηματικό για να κερδίσει την προσοχή και το ενδιαφέρον των άλλων, ενώ σύντομα γίνεται απαιτητικό και έντονα εγωκεντρικό. Συχνά, το άτομο προσπαθεί να είναι σαγηνευτικό και σεξουαλικά προκλητικό, ενώ επιθυμεί την άμεση ικανοποίηση των αναγκών του. Επιπλέον, το άτομο επηρεάζεται εύκολα από τις επικρατούσες μόδες και από τις απόψεις των άλλων, ενώ θεωρεί ότι μπορεί να στηριχτεί σε άτομα ισχύος που θα μπορέσουν με ένα μαγικό τρόπο να του λύσουν τα προβλήματά του. Αλλάζει συχνά γνώμες και πεποιθήσεις, ενώ ο τρόπος ομιλίας που χρησιμοποιεί στοχεύει στον εντυπωσιασμό και δεν χαρακτηρίζεται από εμβάθυνση και λεπτομέρειες (Χριστοπούλου, 2008).

Η ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας χαρακτηρίζεται από την αίσθηση μεγαλείου του ατόμου, καθώς και την ανάγκη για θαυμασμό από τους άλλους. Το άτομο δεν έχει ενσυναίσθηση προς τους άλλους και δυσκολεύεται να συνάψει διαπροσωπικές σχέσεις καθώς εστιάζει μόνο στον εαυτό του, στα ταλέντα και τις επιδόσεις του. Στόχος του ατόμου είναι να κερδίσει το θαυμασμό και την προσοχή των άλλων, αλλά και την αναγνώριση της ανωτερότητάς του. Η αίσθηση της ανωτερότητας, σπουδαιότητας και μοναδικότητας που έχει ανάγκη να βιώνει το άτομο συχνά εναλλάσσεται με μια αίσθηση κατωτερότητας και μειονεξίας. Επομένως, το άτομο αν και παρουσιάζεται ως ιδιαίτερα σίγουρο για τον εαυτό του, η αυτοεκτίμησή του είναι πολύ εύθραυστη και με το παραμικρό κλονίζεται. Στις σχέσεις με τους άλλους συχνά εκδηλώνει ζήλια και φθόνο, καθώς θεωρεί ότι και οι άλλοι έχουν τέτοιου είδους συναισθήματα για αυτόν. Η συμπεριφορά του συχνά είναι αλαζονική και υπεροπτική, ενώ είναι υποτιμητικός απέναντι στους άλλους. Οι σχέσεις του στηρίζονται στο όφελος που μπορεί να έχει από τους άλλους, τους οποίους χρησιμοποιεί για την επίτευξη των στόχων του και την κάλυψη των αναγκών του, με αποτέλεσμα οι συναισθηματικές του σχέσεις να είναι παροδικές και ασταθείς (Χριστοπούλου, 2008).

Η αντικοινωνική διαταραχή της προσωπικότητας διακρίνεται από χρόνια αδιαφορία για τις ανάγκες, τα συναισθήματα και τα δικαιώματα των άλλων, με αποτέλεσμα συχνά το άτομο να παραβιάζει και τα δικαιώματα των άλλων. Είναι μια διαταραχή που έχει τις ρίζες της στην παιδική και εφηβική ηλικία, που εμφανίζονται οι πρώτες εκδηλώσεις της. Συχνά, το άτομο εμφανίζει παραβατικές και εγκληματικές συμπεριφορές, ενώ γενικά επιλέγει να συμμετέχει σε παράνομες, περιθωριοποιημένες και κοινωνικά αποδοκιμαστέες δραστηριότητες. Ακόμη, το άτομο με αυτή τη διαταραχή προσωπικότητας ενδέχεται να συμπεριφέρεται με δόλο, λέγοντας ψέματα και εκδηλώνοντας μια χειριστική συμπεριφορά προς τους άλλους. Κύριο χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς του ατόμου είναι η παρορμητικότητα, καθώς δεν σκέφτεται τις συνέπειες των πράξεών του και λειτουργεί με άσκοπο τρόπο, ψάχνοντας για εμπειρίες που θα το συναρπάσουν. Το άτομο χαρακτηρίζεται από ασταθή και ανεύθυνη συμπεριφορά, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να διατηρήσει προσωπικές και επαγγελματικές σχέσεις και να ανταποκριθεί σε οικονομικές και άλλες υποχρεώσεις (Χριστοπούλου, 2008).

Η οριακή ή μεταιχμιακή διαταραχή προσωπικότητας χαρακτηρίζεται από έντονη αστάθεια ως προς τις διαπροσωπικές σχέσεις, την εικόνα του εαυτού, τα συναισθήματα και την έντονη παρορμητικότητα, με αποτέλεσμα την εμφάνιση δυσκολιών στις διαπροσωπικές σχέσεις, όπου το άτομο συχνά βιώνει το φόβο μιας πραγματικής ή φανταστικής εγκατάλειψης των άλλων, κάνοντας προσπάθειες να την αποφύγει. Συχνά, εκδηλώνει έντονους φόβους απώλειας και εγκατάλειψης, που ακολουθούνται από έντονο θυμό, που δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί. Οι σχέσεις με τους άλλους χαρακτηρίζονται από αστάθεια, με κύριο χαρακτηριστικό τις εναλλαγές ανάμεσα στην εξιδανίκευση και την υποτίμηση, καθώς και τη διάκριση των ατόμων σε καλούς και κακούς με μονοδιάστατο τρόπο. Το άτομο έχει μια ασταθή εικόνα και για τον εαυτό του, ενώ βιώνει έντονες συναισθηματικές διακυμάνσεις στη διάθεσή του. Ακόμη, το άτομο ενδέχεται να εμφανίσει αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, τάσεις αυτοκτονίας, υπερφαγία, χαρτοπαιξία, κατάχρηση ουσιών, επικίνδυνη σεξουαλική ζωή ή υπερβολικά έξοδα. Το άτομο συχνά εμφανίζει συναισθήματα άγχους και κατάθλιψης, αλλά και μια τάση αυτοακύρωσης, που το οδηγεί στη διακοπή καταστάσεων λίγο πριν φτάσουν στην ολοκλήρωσή τους ή προχωρήσουν σε ασφυκτικά επίπεδα για το ίδιο (Χριστοπούλου, 2008).

Στην τρίτη ομάδα περιλαμβάνονται διαταραχές που χαρακτηρίζονται από άγχος και φόβο, ενώ το άτομο καταφεύγει σε συμπεριφορές που θα το κάνουν να μειώσει την ανησυχία που νιώθει.

Η αποφευκτική διαταραχή προσωπικότητας χαρακτηρίζεται από χρόνια συναισθήματα ανεπάρκειας, κοινωνική αναστολή και έντονη ευαισθησία στα αρνητικά σχόλια των άλλων. Το άτομο εμφανίζει έντονη ντροπαλότητα, απομόνωση και φόβο για καινούργιες καταστάσεις –επαγγελματικές και κοινωνικές-, για αυτό τις αποφεύγει. Γενικά, αποφεύγει οποιαδήποτε συνδιαλλαγή στην οποία μπορεί να δεχθεί έντονη κριτική, αποδοκιμασία, απόρριψη, ντροπή ή ταπείνωση. Συνήθως, οδηγείται στην μοναξιά και την κοινωνική απόσυρση και απομόνωση εξαιτίας του φόβου μήπως δεχτεί αρνητική αξιολόγηση από τους άλλους. Αισθάνεται ανεπαρκές και έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση, ενώ το ίδιο είναι ιδιαίτερο επικριτικό με τον εαυτό του σχετικά με την αποτυχία του να ενταχθεί κοινωνικά και να αναπτύξει σχέσεις. Εμφανίζει έντονο κοινωνικό άγχος, που το αποτρέπει από το να μιλήσει, να πει τη γνώμη του, καθώς πιστεύει ότι θα φανεί αδέξιοι, θα κοκκινίσει, θα τρέμει η φωνή του και οι άλλοι θα το αποδοκιμάσουν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το άτομο να δυσκολεύεται πάρα πολύ να συνάψει στενές διαπροσωπικές σχέσεις και να γνωρίσει καινούργιους ανθρώπους.

Η εξαρτητική διαταραχή προσωπικότητας εκδηλώνεται με έντονη και διαρκή ανάγκη του ατόμου να δέχεται τη φροντίδα των άλλων, καθώς το άτομο θεωρεί ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει επαρκώς χωρίς τη στήριξη των άλλων. Το άτομο προσκολλάται έντονα στους άλλους και βιώνει έντονους φόβους για πιθανούς αποχωρισμούς. Το άτομο χαρακτηρίζεται από χαμηλή αυτοπεποίθηση, αμφισβήτηση και υποτίμηση του εαυτού του και αίσθηση ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει μόνο του, γιατί δεν είναι ικανό να πάρει αποφάσεις. Έχει έντονες φοβίες ότι μπορεί να μείνει μόνο του και να φροντίζει τον εαυτό του, για αυτό είναι αρκετά υποχωρητικό και συμβιβάζεται ώστε να μη χάσει τους άλλους. Στις σχέσεις του βασικό χαρακτηριστικό είναι η έλλειψη ισορροπίας, ενώ εμφανίζει δυσκολία εκδήλωσης θυμού ή διαφωνίας με τους ανθρώπους από τους οποίους εξαρτάται. Το άτομο αποφεύγει την ανάληψη οποιασδήποτε ευθύνης, ενώ οι δυσκολίες του είναι εμφανείς τόσο στις διαπροσωπικές/ κοινωνικές σχέσεις όσο και στον επαγγελματικό τομέα (Χριστοπούλου, 2008).

Τέλος, η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας, που θα αποτελέσει και το αντικείμενο μελέτης της παρούσας εργασίας χαρακτηρίζεται από την υπερβολική ενασχόληση του ατόμου με την τάξη, τον έλεγχο και την τελειότητα, με αποτέλεσμα το άτομο να χάνει τη δυνατότητα ευελιξίας, την αποτελεσματικότητα και την ικανότητα να είναι ανοιχτό σε νέες εμπειρίες και βιώματα (APA, 2000). Το άτομο νιώθει έντονα την ανάγκη για διατήρηση της αίσθησης ελέγχου του περιβάλλοντος μέσω της αφοσίωσης σε κανόνες, διαδικασίες, προγράμματα και λίστες. Ακόμη, το άτομο δίνει έμφαση στις λεπτομέρειες, είναι πολύ προσεκτικό ώστε να αποφύγει τα λάθη, αλλά δυσκολεύεται να διαχειριστεί το χρόνο. Είναι τελειομανές και αυτό το κάνει δυσλειτουργικό μέσα στην καθημερινότητά του (Χριστοπούλου, 2008).

APA. (2000). DSMIVTR. American Psychiatric Association.

Χριστοπούλου, Α. (2008). Εισαγωγή στην Ψυχοπαθολογία του Ενήλικα. Αθήνα: Εκδόσεις Τόπος.


Αφήστε μια απάντηση