Ρόδης Ρούφος: Μεσογειακό ημερολόγιο | Απόσπασμα

ΡΟΔΗΣ ΡΟΥΦΟΣ

Μεσογειακό ημερολόγιο

Alghero, 12.10.64

ΜΙΑ ΩΡΑ ΤΑΞΙΔΙ είναι από το Bonifacio, στο νότιο άκρο της Κορσικής, ώς τα βόρεια παράλια της Σαρδηνίας. Το βαποράκι – αρχαίο, σιγανό και προσεχτικό – δεν ταξιδεύει με ταραγμένη θάλασσα· έτσι αναγκάστηκα να το περιμένω δυο μερόνυχτα στο Bonifacio. Όχι πως το μετάνιωσα: μου δόθηκε η ευκαιρία να τριγυρίσω ακόμα λίγο τα πυκνοδασωμένα βουνά της Κορσικής, τις απότομες κορδέλλες των στενών της δρόμων όπου κάθε λίγο λαμπυρίζει κάτω, βαθιά, η θάλασσα, ανάμεσα από αναπάντεχους φθινοπωριάτικους χρωματισμούς. Εδώ οι πρασινόμαυρες πινελιές των κυπαρισσιών, εκεί καστανόξανθες φυλλωσιές δίχως όνομα για μένα, πιο πέρα πυροκόκκινοι θάμνοι και μενεξεδένια βράχια – όλα τούτα κάτω από συχνές εναλλαγές σκοτεινών καταιγίδων και κρυμμένων ήλιων που φεγγοβολάνε μακρινά πίσω από σύννεφα, φωτίζοντας τ’ ατσάλινα προσωπεία του πέλαγου με ορατές δέσμες αχτίδων σαν εκείνες που εκπορεύονται από θεία πρόσωπα στην παλιά φλαμανδική ζωγραφική.

Το Bonifacio, χτισμένο πυργωτά πάνω ε μια μικρή χερσόνησο, θυμίζει κάπως Ύδρα. Παλιό γενοβέζικο οχυρό, στάθηκε απόρθητο παρ’ όλη τη σκάλα που Ισπανοί πολιορκητές έσκαψαν κάποτε στον κάθετο, θεόρατο βράχο του μέσα σε μια νύχτα, για να το αιφνιδιάσουν.

Μιλάνε γενοβέζικα εκεί” μου’χαν πει σ’ άλλα μέρη της Κορσικής. Ομολογώ πως τ’ αυτί μου δεν άρπαξε τη διαφορά ανάμεσα σ’ αυτή τη μιλιά και στα ιταλικά που μεταχειρίζεται το υπόλοιπο νησί – και που οι Κορσικανοί δεν θέλουν να παραδεχτούν πως είναι ιταλικά, κι ας τους μοιάζουν σα δίδυμα αδέρφια. “Μα τι είναι η γλώσσα σας, αν όχι ιταλική;” ρώτησα στην αρχή με αφέλεια. “Διάλεκτος”, μου αποκρίνονταν αόριστα, αλλά συνάμα αυστηρά.

Alghero (Σαρδηνία, Ιταλία)

Περήφανος λαός, καμαρωτός για τα τοπικά του χαρακτηριστικά και προπάντων για ό,τι έχει σχέση με το Ναπολέοντα. Ωστόσο, η Κορσική, φτωχή και πρωτόγονη σχετικά με άλλες γαλλικές επαρχίες, αδειάζει σιγά-σιγά από τη μετανάστευση, προμηθεύοντας στη Γαλλία εργατικά χέρια, μερικούς κακοποιούς και πολλούς αστυφύλακες.

Πέρασα – κάπως βιαστικά, δυστυχώς – κι από το περίφημο Cargese, το “ελληνικό χωριό” της Κορσικής που κατοικούν απόγονοι Μανιατών προσφύγων του δέκατου έβδομου αιώνα. Εδώ και μια γενιά υπήρχε ακόμα δάσκαλος των ελληνικών· τώρα η γλώσσα μας δε μιλιέται πια καθόλου. Τα ονόματα προσαρμόστηκαν στο κορσικανικό περιβάλλον παίρνοντας ιταλικές καταλήξεις. Μόνο ίχνος διαφορισμού μένει η λατινορθόδοξη λατρεία, καθώς και – λίγο απροσδόκητα – η πιο περιποιημένη, πιο παστρική όψη τούτου του χωριού. Πολλά σπίτια είναι ανθοστόλιστα, απ’ έξω τουλάχιστο πιο νοικοκυρίστικα παρ’ ό,τι στην υπόλοιπη Κορσική. “Πάντα είμασταν πιο εξελιγμένοι” μου εξηγεί με καμάρι ένας ντόπιος.

Τελειώνοντας την περιήγηση της Κορσικής ανέβηκα να επισκεφτώ, στο κάστρο του Bonifacio, μια γοτθική εκκλησία που παίνευε ο οδηγός μου. Η εκκλησούλα όμως βρίσκεται μέσα στον περίβολο του στρατώνα της Λεγεώνας των Ξένων που τώρα, μετά την εγκατάλειψη της Αλγερίας, έχει έδρα την Κορσική. Στην πύλη με σταμάτησε ο σκοπός: “Δεν επιτρέπεται”. Όταν επέμεινα, παρουσιάστηκε ένας ξανθός λοχίας που επανέλαβε την απαγόρευση σε δύσκολα γαλλικά, μ’ έντονη γερμανική προφορά. Τελικά έφυγα άπραχτος. Το βραδάκι, καθισμένος σ’ ένα καφενείο του λιμανιού και χαζεύοντας τους ψαράδες που άπλωναν τα δίχτυα τους (ήμουν ο μόνος τουρίστας στο χωριό, τέτοια εποχή) διηγήθηκα το περιστατικό σ’έναν Κορσικανό. Εκείνος ύψωσε τους ώμους, “Έπρεπε να πάτε δίχως φωτογραφική μηχανή”, είπε, “και να παραστήσετε το ντόπιο. Πλάι στην εκκλησία είναι το νεκροταφείο μας, κι έχουμε το δικαίωμα να προσκυνάμε τους νεκρούς μας”. Η φωνή του υψώθηκε: “Όχι, αυτό δεν μπορούν να μας το απαγορέψουν! Δεν είν’ έτσι, παιδιά;” Οι άλλοι Κορσικανοί έγνεψαν καταφατικά. Το αίσθημα της οικογένειας είναι πολύ αναπτυγμένο στο νησί, όπως λέει κι ο οδηγός μου. Όσο και στην υπόλοιπη Μεσόγειο. Με συνέπειες δίκοπες – συγκινητική αλληλοβοήθεια από το ’να μέρος, βεντέτες κι εγκλήματα τιμής από τ’ άλλο. Πόσο θα κρατήσει αυτό; Ο βιομηχανικός πολιτισμός, αδιάφορος κι ισοπεδωτικός, κατεβαίνει ολοένα από το Βορρά κι απλώνεται. Έχει κιόλας η Κορσική το juke-box.

Nuoro, 13.10.64

ΑΝ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΚΗ Κορσική μιλάνε ιταλικά, στο Alghero – λιμάνι της ιταλικής Σαρδηνίας όπου πέρασα τη χτεσινή νύχτα – μιλάνε καταλανικά: συνέπεια και τούτο μεσαιωνικών διασταυρώσεων, καταχτήσεων κι εποικισμών.

Λίγο πιο ψηλά βρίσκεται το Porto Conte – στα ρωμαϊκά χρόνια Portus Nympharum, κόλπος των Νυμφών – όπου και μια έξοχη, καθώς λένε, θαλάσσια σπηλιά αφιερωμένη στον Ποσειδώνα. Η σημερινή θαλασσοταραχή ωστόσο έκανε τις αρχές ν’ απαγορεύσουν την είσοδό της στους επισκέπτες. Έπιασα κουβέντα με μια συντροφιά Ιταλών φοιτητών και φοιτητριών που ’χαν έρθει κι εκείνοι για τη Grotta di Nettuno κι εκδήλωναν φωναχτά την αγανάχτησή τους. Με ρώτησαν για το πρόγραμμά μου στη Σαρδηνία. Όταν είπα πως σκόπευα να επισκεφτώ τ’ ορεινό κέντρο του νησιού, μια κοπέλα από τη Βόρειο Ιταλία έβαλε τις φωνές, γελαστά: “Μην πάτε εκεί, είν’ επικίνδυνο! Banditi! Pam-pam! Θα σας σκοτώσουν!” Ένας νέος που καταγόταν ο ίδιος από τη Σαρδηνία την αποπήρε, πειραγμένος: “Κουταμάρες! Δεν υπάρχουν πια ληστές!”

Nuoro (Σαρδηνία, Ιταλία)

Θυμήθηκα τη συζήτηση καθώς ο δρόμος ξεμάκραινε από τα παράλια κι ανηφόριζε προς το εσωτερικό. Αστεία, βέβαια. Όμως δεν είναι πολλά χρόνια που ληστές είχαν σκοτώσει, κάπου σε τούτα τα μέρη, έναν Άγγλο – θαρρώ – περιηγητή. Το γεγονός, είν’ η αλήθεια, θεωρήθηκε μεγάλη προσβολή για την εθνική τιμή: ο ξένος είναι ιερό πρόσωπο. Άλλοι ντόπιοι ξεκίνησαν αμέσως πάνοπλοι, γράφαν τότε οι εφημερίδες, να εξοντώσουν τους συμπατριώτες τους που είχαν παραβιάσει τον κώδικα της ληστείας κι ατιμάσει τ’ όνομα της Σαρδηνίας. Ίσως και τους εξόντωσαν, δε θυμάμαι. Ωστόσο μικρή η παρηγοριά για το σκοτωμένο και τους δικούς του…

Τοπίο μελαγχολικό, μονότονο, δίχως τη δραματική μεγαλοπρέπεια της Κορσικής. Ελάχιστη πρασινάδα, όλα μουντά. Γρήγορα χάνεται και λησμονιέται η θάλασσα. Δεν απορώ μαθαίνοντας ότι οι Σαρδήνιοι δεν την αγαπούν, ότι ελάχιστοι είναι ναυτικοί, ότι πολλοί βουνίσιοι δεν τη βλέπουν ποτέ τους. Τόπος άγριος κι απομονωμένος στάθηκε πάντα η Σαρδηνία στην ιστορία της, στο περιθώριο των πολιτιστικών ρευμάτων, τόπος εξορίας που μάστιζε η ελονοσία. Ένας Ρωμαίος αυτοκράτορας έστειλε εδώ τέσσερες χιλιάδες Εβραίους που για κάποιο λόγο τον ενοχλούσαν. Άλλος πάλι – χριστιανομάχος – έστειλε κάμποσους εξόριστους παπάδες που προσηλύτισαν τους ειδωλολάτρες κατοίκους. Αναγέννηση δε γνώρισε η Σαρδηνία. Η τοπική γλώσσα, ανεξέλιχτη, έχει μείνει πολύ κοντύτερα στα λατινικά απ’ οποιαδήποτε άλλη διάλεκτο της Ιταλίας. Και η πιο άγρια, η πιο πρωτόγονη περιοχή της Σαρδηνίας στάθηκε πάντα τούτο το ορεινό συγκρότημα. Το λέει και τ’ όνομά της, Barbagia – παραφθορά του “Βαρβαρία”. Έτσι τη βάφτισαν οι Ρωμαίοι όταν απελπίστηκαν πως θα κατόρθωναν ποτέ να την εκπολιτίσουν.

Ωστόσο ληστές δε συνάντησα. Μονάχα βοσκούς οπλισμένους με τεράστιες πράσινες ομπρέλες για τη βροχή, που χαιρετάνε φιλικά τον περαστικό αυτοκινητιστή: “Salute”. Παντού φιλόξενη διάθεση κι έξοχη ευγένεια. Σ’ ένα μικρό απομονωμένο χωριό ζήτησα να δω την εκκλησία, όπου φυλάγεται, σύμφωνα με τον οδηγό μου, ένα ενδιαφέρον μεσαιωνικό τρίπτυχο. Συναγερμός στο χωριό: ένα παιδί προθυμοποιήθηκε να με συνοδέψει ώς την εκκλησία, ένα κορίτσι έτρεξε να βρε το κλειδί της. Το τρίπτυχο δεν ήταν μέσα. “Το πήρε ο Padre στο σπίτι του, να μην το πειράξει η υγρασία”, εξήγησαν οι γειτόνοι. Το παιδί με οδήγησε τότε στην άλλη άκρη του χωριού, στην κατοικία του παπά. Εκείνος έλειπε, δίδασκε κατήχηση στο σχολειό του παρακάτω χωριού. Θέλω να μπω, ρωτάει η οικονόμα του, να περιμένω να γυρίσει, να μου ανοίξει το ντουλάπι, όπου φυλάει το τρίπτυχο; Όχι, ευχαριστώ, πρέπει να φύγω. Όλοι φαίνονται καταστενοχωρημένοι που δεν κατόρθωσαν να μ’ εξυπηρετήσουν αρκετά. Κι όταν, φεύγοντας, κάνω να βάλω το χέρι στην τσέπη, ν’ αφήσω κάτι στο παιδί που τόσην ώρα ασχολήθηκε μαζί μου, εκείνο κοκκινίζει κι αρνιέται κατηγορηματικά να δεχτεί φιλοδώρημα.

Ένιωσα, πρώτη φορά, πόσο είχα ξεμακρύνει από τον πλούσιο, παραδόπιστο Βορρά· ξανάβρισκα τη φιλότιμη αξιοπρέπεια των φτωχών μεσογειακών φυλών.

Cagliari, 14.10.64

ΛΙΓΑ ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ τα ίχνη του ελληνισμού στη Σαρδηνία. Η Olbia, βέβαια, ήταν η ελληνική “Ολβία”. Το Monastir όμως δεν είναι δικό μας Μοναστήριον αλλά τοπική διάλεκτος για Monasterio· η αρχαία πόλη Tharros ήταν, λέει, φοινικική. Ωστόσο υπάρχει πάντα, στη ντόπια λαλιά, ο Paraninfu, παράνυμφος – μόνο που δεν είναι κουμπάρος, αλλά ένας οικογενειακός φίλος του γαμπρού που διαπραγματεύεται το συνοικέσιο με τη νύφη.

Cagliari (Σαρδηνία, Ιταλία)

Το Βυζάντιο κυβέρνησε το νησί κάμποσους αιώνες, από τον Ιουστινιανό κι έπειτα. Ο ιταλός συγγραφέας του οδηγού μου δεν έχει καλό λόγο να πει για τη βυζαντινή διοίκηση: “Καταπίεση των ντόπιων”,”φορολογική αφαίμαξη”… Είν’ αλήθεια πως τα ίδια γράφει, πιο πέρα, για τους κατοπινούς αφέντες της Σαρδηνίας, Πιζανούς κι Αραγωνέζους, ακόμα και για τον οίκο της Σαβοΐας. Κάπου αναφέρει, ωστόσο, ότι σε μια στιγμή που το μεγαλύτερο μέρος της βυζαντινής φρουράς ήταν απασχολημένο αντίκρυ, στην Ιταλία, οι Σαρδήνιοι σηκώθηκαν εθελοντικά να βοηθήσουν στην απόκρουση επιδρομής Σαρακηνών. Όσο μισητή και να’ταν η κατοχή μας, πάλι μας προτιμούσαν από τους άπιστους…

Δε σκέφτηκα, πριν ξεκινήσω να εφοδιαστώ με βιβλιογραφία που θα μ’ ευκόλυνε να βρω περισσότερα στοιχεία για την αλλοτινή παρουσία της φυλής μας σ’ αυτά τα χώματα. Να ’χουν άραγε βρεθεί τίποτα ιδιωτικά συμβόλαια γραμμένα ελληνικά, σαν εκείνα της Σικελίας και της Νότιας Ιταλίας που δημοσιεύτηκαν στο Παρίσι τελευταία; Καμιά χαριτωμένη διαθήκη σαν εκείνη που είχα φυλλομετρήσει λίγο πριν φύγω – κείμενο του ενδέκατου αιώνα – όπου ο διαθέτης όριζε πως αφήνει στο γιο του όλα του τα “ακίνητα και αυτοκίνητα (δηλ. Ζώα)”, με τον όρο ότι ο γιος θα φροντίζει τη μάνα του, κι όπου απειλούσε όποιον πάσκιζε να διαστρέψει τις τελευταίες του θελήσεις: “Καταραμένος έστω υπό Θεού του Παντοκράτορος και των τριακοσίων δέκα οκτώ αγίων θεοφόρων πατέρων, και έστω η μοίρα αυτού ως Ιούδα του Ισκαριώτου και ως η λέπρα του Γιεζή…”.

Μπορώ να φανταστώ, σε τούτη τη μακρινή μελαγχολική επαρχία, έναν εξόριστο βυζαντινό άρχοντα, “στιχουργούντα” ανάμεσα στους βαρβάρους…

Από τέτοιες συλλογές μ’ έβγαλε ένας ντόπιος που πήρα στ’ αυτοκίνητο για ένα κομμάτι δρόμο. Μαραγκός είναι, αλλού όμως το κύριο ενδιαφέρον της ζωής του: Θέλει, λέει, να σπουδάσει “απόκρυφες επιστήμες” και μάλιστα στη Γαλλία, όπου, κατά τις πληροφορίες του, οι κλάδοι αυτοί είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένοι. Ζητάω διευκρινίσεις και μου εξηγεί: τον απασχολεί η ραβδοσκοπία, μα κι άλλα πολλά – “Tutto, tutto! La Metafisica, la Filosofia! Platone, Pitagora!”

15.10.64

ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ μουσείο του Cagliari παινεύεται κυρίως για μια πλούσια συλλογή αρχαϊκών γλυπτών από χαλκό: είναι η λεγόμενη “πρωτοσαρδική” τέχνη, μόνο μνημείο – μαζί με τις Nuraghe, παράξενα θολωτά χτίσματα που συναντάει κανένας σ’ όλο το νησί – ενός άγνωστου κι άφωνου πολιτισμού που άνθησε πριν από τους Φοίνικες και τους Ρωμαίους. Αγαλματάκια άτεχνα, μα ζωντανά, παρασταίνουν πολεμιστές, γυναίκες φυλάρχους, παλαιστές. ΄να συγκινητικό σύμπλεγμα, είδος πρωτόγονης Pieta, δείχνει μια γυναίκα μ’ ένα νεκρό άντρα ξαπλωμένο στα γόνατά της. Μερικοί πολεμιστές έχουν κέρατα ή τέσσερα μάτια· ανεξιχνίαστοι για μας συμβολισμοί, πτυχές μεσογειακής ζωής σ’ αιώνες σκοτεινούς, πριν έρθει ο ελληνολατινικός Λόγος να της δώσει κατανοητό για το πνεύμα μας σχήμα και ρυθμό.

Πιο πέρα είναι οι αίθουσες των φοινικικών αγγείων. Όπως και τα ετρουσκικά, θυμίζουν και δε θυμίζουν ελληνική τέχνη – τη θυμίζουν λειψά, σαν κάπως άψυχες μιμήσεις. Τις πέρασα γρήγορα για να φτάσω στα ελληνικά και βυζαντινά ευρήματα.

Να οι άγιοι Πατέρες που συλλογιόμουν χτες, μονάχα λίγο περισσότεροι: “ΑΝΑΘΕΜΑ EC… διαβάζω σε μιαν επιγραφή, “ΤΟΝ ΑΓΗΩΝ ΤΡΗΑΚΟΣΗΩΝ ΕΧΗΚΟΝΤΑ ΠΕΝΤΕ ΠΑΤΕΡΟΝ”… Από την ευσεβή και αγράμματη τούτη αφιέρωση με παρηγορεί παρακάτω άλλη επιγραφή, σύντομη και ζουμερή: “ΓΡΑΥ ΜΕΘΥΣΤΡΙΑ ΖΗΣΟΙΣ”. Ναι, δε γελιέμαι στην πρώτη μου ερμηνεία – την επιβεβαιώνει πρόχειρη έρευνα στη βιβλιοθήκη του Μουσείου. Επίσημοι και σοβαροί αρχαιολόγοι διάβασαν τη φραση όπως ακριβώς και εγώ.

Ποιος το περίμενε, να βρεθεί τέτοια κεφάτη ελληνική γραφή στη μακρινή Σαρδηνία; “Να μου ζήσεις, γριά μπεκρού!”

16.10.64

ΕΠΙΑΣΑ κουβέντα μ’ ένα τσαγκάρη του Cagliari, την ώρα που μου διόρθωνε το παπούτσι. Μόλις έμαθε πως είμαι Greco δήλωσε πως έχει ακουστά την ομορφιά της Ελλάδας. Άλλωστε, συνέχισε, δυο στάθηκαν οι μεγάλοι πολιτισμοί στην Ιστορία, ο ελληνικός κι ο ρωμαϊκός. “Αδελφοί πολιτισμοί” βιάζεται να προσθέσει, και κατόπι ρωτάει: “Μαθαίνετε Dante στα σχολεία σας;” Όταν ακούει πως όχι, συνοφρυώνεται λίγο: “Εμείς μαθαίνουμε Όμηρο – Ιλιάδα, Οδύσσεια…” Για να τον κατευνάσω επιστρατεύω τους λίγους στίχους από την Κόλαση που συγκρατεί ακόμα το μνημονικό μου κι απαγγέλλουμε μαζί, με συνοδεία τα χτυπήματα του σφυριού του τσαγκάρη: “Nel mezzo del camin di nastra vita…”

Με διορθωμένα παπούτσια ξεκίνησα για το Assemini, λίγα χιλιόμετρα έξω από το Cagliari, να δω τη βυζαντινή εκκλησούλα του San Giovanni. Καλά διατηρημένη απ’ έξω, μέσα είν’ ερείπιο. Καν΄να ίχνος τοιχογραφίας ή μωσαϊκού. Μονάχα μια σπασμένη επιγραφή χάμω, που διαβάζω με δυσκολία: “ΚΕ ΒΩΗΘΙ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΩΡΚΟΤΟΡΗΟΥ ΑΡΧΟΝΤΟC CΑΡΔΗΝΙΑ ΚΕ ΤΙΣ ΔΟΥΛΙCΟΥ…” Τούτος, πάντως, δεν ήταν ο καβαφικός “εξόριτος άρχων” που ονειρευόμουν. Μάλλον Φράγκος – από τ’ όνομά του – που ψέλλιζε τρισβάρβαρα ελληνικά…

Στο καράβι που με πηγαίνει στη Σικελία, τώρα, γνώρισα δυο Σικελούς αντιπροσώπους που γυρίζουν από περιοδεία. Γρήγορες φιλίες, χτυπήματα στην πλάτη, ελληνοπρεπέστατος καβγάς ποιος θα πρωτοκεράσει τους άλλους, επίδειξη οικογενειακών φωτογραφιών. Με ρωτάνε τι είδα από τη Σαρδηνία· φυσικά αποδείχνεται – τώρα που είναι πολύ αργά – ότι δεν είδα τίποτα απ’ ό,τι έπρεπε. Ούτε την Olbia και το Tempio Pausania (άλλο ελληνικό κατάλοιπο), ούτε Costa di Smeralda, ούτε τις περίφημες σπηλιές με τις φώκιες… Όλη αυτή η κουβέντα μου αφήνει μια μελαγχολική γεύση, καθώς για νεκρούς ή ξενιτεμένους που δε γνωρίσαμε, δεν εκτιμήσαμε σωστά όσο ήτανε κοντά μας.

– Θαυμάσιους δρόμους έχει η Σαρδηνία, λέω για να κρύψω την αμηχανία μου.

Οι συνομιλητές μου σηκώνουν τους ώμους. Στην Ιταλία οι θαυμάσιοι δρόμοι είναι αυτονόητοι, ακόμα και στις πιο καθυστερημένες περιοχές. Το ίδιο αυτονόητος φαίνεται να’ναι, στην “πρωτόγονη” και “υπανάπτυκτη” Σαρδηνία, ο ηλεκτροφωτισμός του παραμικρότερου χωριού, καθώς και οι εγκαταστάσεις δημόσιων λουτρών στα ίδια χωριουδάκια, και η έξοχη άρθρωση εκείνων των χωριατόπαιδων που οδήγησα από το σχολείο στο σπίτι τους…

Σ’ ένα πράμα μοιάζει τούτη η ιταλική επαρχία με τη δική μας: στην απουσία γυναικών από τα δημόσια κέντρα. Σεμνοτυφία; Απασχόληση με τις σπιτικές δουλειές; Στο ίδιο το Cagliari – πόλη, επιτέλους, πρωτεύουσα της Σαρδηνίας – είχα την υπομονή μια φορά να μετρήσω τους πελάτες σε μερικά, από τα κεντρικά καφενεία και ζαχαροπλαστεία αντίκρυ στο λιμάνι. Ήταν ογδόντα τέσσερες άντρες και δυο γυναίκες.

Castelvetrano (Σικελία, Ιταλία)

Castelvetrano 17.10.64

ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ σαν τούτο, δίχως βιβλιογραφικά εφόδια, δημιουργεί παράξενες καταστάσεις. Ανακαλύπτω έκθαμβος, με κάτι από την απλοϊκότητα ενός ταξιδιώτη αρχαίων χρόνων, τοπία και μνημεία για τα οποία τίποτα δε με είχε ετοιμάσει. Ανάμεσα στη Σικελία της αρχαιότητας και στη Σικελία του”Γατόπαρδου”, η μνήμη μου δεν είχε διατηρήσει παρά μονάχα μια θολή διαδοχή αραβικών, νορμανδικών και άλλων καταχτήσεων, απ’ όπου δεν έβγαινε κανένα καθαρό πολιτισμικό σχήμα και κανένας ρυθμός τέχνης.

Έτσι, τώρα, ενώ ο περίφημος δωρικός ναός της Σεγεστού – ιδωμένος απόψε στο φως του φεγγαριού – δε μου προξένησε παρά μια γνώριμη αισθητική συγκίνηση (επιτέλους, έχουμε πλάι μας τον Παρθενώνα), με κατατάραξε η αποκάλυψη των “αραβονορμανδικών” μνημείων του Παλέρμου και ιδίως των βυζαντινών τους μωσαϊκών.

Σπάνια, νομίζω, μια επιμιξία ρυθμών έχει δώσει τόσο όμορφα αποτελέσματα όσο τούτος ο γάμος της ρωμανικής αρχιτεκτονικής με την αραβική διακόσμηση: γραμμές λεπτές, κομψές, πέτρινα αραβουργήματα, κολόνες ψιλοσκαλισμένες και στολισμένες με πολύχρωμα ραβδωτά ψηφιδωτά που παιγνιδίζουν στο φως. Σε τρεις τουλάχιστον εκκλησίες – Cappella Palatina, S.Maria dell’ Amiraglia, Monreale – ο εσωτερικός διάκοσμος είναι καθαρά βυζαντινός, τα μεγαλοπρεπέστερα μωσαϊκά που’χω δει ώς τώρα, με ολόχρυσο συχνά βάθος και το γνώριμο Παντοκράτορα τριγυρισμένο από βιβλικές σκηνές. Αλλά κι έξω από εκκλησίες απαντιέται η βυζαντινή ομορφιά· η “Αίθουσα Ρογήρου” στο Παλάτι του Παλέρμου – του δωδέκατου, αν δε γελιέμαι, αιώνα – θυμίζει παράδοξα, σ’ απόσταση αιώνων, τα ψηφιδωτά της Ραβένας, με τα διακοσμητικά του πουλιά.

Έλληνες ήταν οι καλλιτέχνες, ή ντόπιοι μαθητές τους; Οι επιγραφές είναι άλλοτε ελληνικές κι άλλοτε λατινικές. Και τούτα, σε καιρούς που οι Νορμανδοί βασιλιάδες της Σικελίας πολεμούσαν, πατούσαν, κούρσευαν την κουρασμένη αυτοκρατορία…

Στον καθεδρικό ναό, στάθηκα πρόθυμα να προσκυνήσω τον τάφο του Φρειδερίκου Β΄ Χόενστάουφεν, του ηγεμόνα που αφορίστηκε από το Βατικανό επειδή, προτρέχοντας την εποχή του, θέλησε να συμφιλιώσει χριστιανούς και μουσουλμάνους… Πάντα συμπαθούσα τον έξυπνο αυτό σκεπτικιστή, το λάτρη της Μεσογείου, το βολταιριανό πνεύμα που είχε την ατυχία να ζήσει σε καιρούς καλογερικών φανατισμών.

Τελευταία επίσκεψη στο Παλέρμο, οι κατακόμβες των Καπουκίνων, ιδεώδες σκηνικό για έργο Grand guignol: υπόγειοι διάδρομοι με παραταγμένα δεξιά κι αριστερά τέσσερες χιλιάδες πτώματα, τα πιο πολλά ολόρθα. Θεωρητικά είναι μούμιες (χάρη στην απόλυτη έλλειψη υγρασίας), μα οι κεφαλές τουλάχιστον είναι κανονικές νεκροκεφαλές, κρανία σκελετών που προβάλλουν από τα ρούχα τους. Δεν είναι μονάχα καλόγεροι που θάβονταν σ’ αυτές τις κατακόμβες. Ώς το 1920 ακόμα, πολλοί ευσεβείς τοποθετούσαν εδώ τους νεκρούς των. Σε μια γυάλινη θήκη είδα ένα κοριτσάκι πέντε χρονών: καλό γιορτινό φορεματάκι με φιόγκους, κι από πάνω η παιδική νεκροκεφαλή. Αξιοσημείωτη είναι η διαφορά στην έκφραση από το’να κρανίο στο άλλο – κρανία που γελάνε, κρανία που μορφάζουν απειλητικά, κρανία πονηρά και κρανία ηλίθια. Ο επισκέπτης αναρωτιέται άθελά του τι λογής έκφραση θα’χει το δικό του, σαν έρθει η ώρα· αν είναι προικισμένος με κάποια καλαισθησία γίνεται μονομιάς, χωρίς συζήτηση, οπαδός της καύσης των νεκρών.

Το μακάβριο θέαμα πληρώνεται με εισιτήριο, καθώς και μ’ ένα μικρό φιλοδώρημα στο σεβάσμιο γενειοφόρο καπουκίνο που δίνει τις απαραίτητες εξηγήσεις. Ανάμεσα στα πτώματα σεργιανίζουν οικογένειες· μ’ αυτό τον τρόπο τα μικρά παιδιά εξοικειώνονται από νωρίς με το θάνατο.

Ragusa, 18.10.64

ΣΕΛΙΝΟΥΣ, Ακράγας, Porto Empedocle. Είμαστε για καλά στη Μεγάλη Ελλάδα. Όλα είναι οικεία, ακόμα και οι έξοχες μετόπες μπορούσαν να μας ήταν γνωστές από την Ακρόπολη ή την Ολυμπία. Το ίδιο και το τοπίο.

Χτες βράδυ, στο ξενοδοχείο του Castelvetrano, συζήτηση μ’ένα ζευγάρι άγγλων περιηγητών. Ο άντρας, με ωραία κάτασπρα γένια, μπορούσε να’χε ζωγραφιστεί από τον Van Dyck. Μιλήσαμε για όσα είχαμε δει στη Σικελία, για την ποικιλία των ρυθμών της.

– Πάντα αντιπαθούσα το Baroque στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική και διακόσμηση, ανεκτό το’βρισκα μονάχα σε παλάτια σαν του Fischer von Erlach στην Αυστρία. Ποτέ μου όμως δεν το είχα μισήσει τόσο πολύ όσο τώρα, βλέποντας πλάι-πλάι με το δωρικό, το αραβονορμανδικό και το βυζαντινό στοιχείο να ξεφυτρώνουν εκείνες οι σαχλές Παναγίες και οι περιπαθείς άγγελοι από στούκο.

Ragusa (Σικελία, Ιταλία)

– Ναι, είναι σα να σου ρίχνουν, μέσα σε καλό παλιό κρασί, κομμάτια μιας παχιάς τούρτας από συνοικιακό ζαχαροπλαστείο.

– Κι όμως αυτό το φριχτό γούστο το’δειξαν οι ίδιοι αιώνες, οι ίδιες κοινωνίες που έβγαλαν ένα Μπαχ, ένα Πασκάλ, ένα Γκαίτε.

-Και τι λογής γούστα είχε ο ίδιος ο Γκαίτε; Από τη ζωγραφική ζητούσε μονάχα πιστή φωτογραφική ακρίβεια – “μια καρέκλα να μοιάζει με καρέκλα” – κι όσο για τη μουσική, αρκεί ότι αγνόησε το Σούμπερτ κι ότι ευχόταν να μελοποιηθεί ο “Φάουστ” από ΄”ένα μεγάλο συνθέτη σαν το Ροσσίνι”…

– Όλα είναι σχετικά και πρόσκαιρα, συμπέρανε ο Άγγλος στο τέλος, όλα αλλάζουν. Ας είμαστε σεμνοί για τα δικά μας γούστα. Δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια.

Ξαναθυμήθηκα την κουβέντα σήμερα, καθώς περιδιάβαζα τα ερείπια της ελληνιστικής συνοικίας του Ακράγαντα. Οι Ιταλοί έχουν βαφτίσει τα σημαντικότερα σπίτια ανάλογα με το μοτίβο των ψηφιδωτών τους: Casa della Svastika, Casa del Fauno. Ανάμεσά τους κι ένα ψηφιδωτό με “αφηρημένο” θέμα: “Casa dek Maestro Astrattista”. Συλλογίστηκα μερικούς δικούς μας πρωτοποριακούς ζωγράφους του Παρισιού, τους φιλικούς μας καβγάδες, γύρω από την έννοια της αφηρημένης τέχνης. Άραγε κάτι ανάλογο το 200 προ χριστού;…

Δίκιο έχει ο Άγγλος. Ας αποφεύγουμε κάθε λογής δογματισμούς.

Taormina, 19.10.64

ΧΡΟΝΙΑ ονειρευόμουν τις Συρακούσες, δεμένες καθώς ήταν με την τραγωδία του Πελοποννησιακού πολέμου και, αργότερα, με την προσπάθεια του Πλάτωνα να πραγματοποιήσει την ιδανική του πολιτεία χάρη στη συνεργασία του φίλου και μαθητή του Δίωνα, ξαδέλφου του τυράννου Διονυσίου. Ο Δίων εκείνος μου’χε εντυπωθεί από τα εφηβικά μου χρόνια σαν ηρωικό πρότυπο ανθρώπου που θέλησε να συνδυάσει τη ζωή του πνεύματος με την πολιτική δράση, και που τελικά θυσιάστηκε για ένα μεγάλο σκοπό· χάρηκα χτες, βρίσκοντας στις Συρακούσες ένα δρόμο με τ’ όνομά του, Via Dione, με την επεξήγηση “Capitano e nuomo di stato”, και με τις χρονολογίες της γέννησης και του θανάτου του.

Taormina. Το ρωμαϊκό θέατρο

Είδα το αρχαίο θέατρο, είδα τη σπηλιά που ονομάζουν “αυτί του Διονύσου” επειδή υποτίθεται ότι χάρη στην ακουστική της ο τύραννος μπορούσε ν’ ακούσει από μακριά τι λεγόταν εκεί μέσα. Απ’ όλα όμως περισσότερο με συγκίνησε η επίσκεψη στο λατομείο όπου κλείστηκαν εφτά χιλιάδες Αθηναίοι αιχμάλωτοι του 413. Σε τούτο το μικρό χώρο έζησαν στοιβαγμένοι, πεινώντας και διψώντας, αργοπεθαίνοντας μέσα σ’ αφόρητη δυσοσμία, όπως γράφει ο Θουκυδίδης, τα λείψανα της λαμπρότερης στρατιάς που’χε ξεκινήσει ποτέ από την Αθήνα στην εποχή της μεγάλης της ακμής και δύναμης και Ύβρης… Τώρα το λατομείο είναι ένας γαλήνιος κήπος σ’ ένα βαθούλωμα αρκετά χαμηλότερο από την επιφάνεια της γης, με σκεπαστές στοές και σπηλιές. Απ’ τα καθίσματα, τους προβολείς και τα σύρματα που είδα εγκατεστημένα, φαίνεται πως κάποιου είδους παραστάσεις ή διαλέξεις γίνονται τώρα στο χώρο των οδυνηρών εκείνων αναμνήσεων.

Εγκαταλείποντας τις Συρακούσες κι ανεβαίνοντας την ανατολική ακτή της Σικελίας έχω την αίσθηση πως εγκαταλείπω ελληνικό, τραγικό τοπίο και μπαίνω σε διάκοσμο οπερέτας. Παράλογο, βέβαια· πηγαίνω να συναντήσω την άλλη μισή Μεγάλη Ελλάδα, το ηπειρωτικό της κομμάτι – Ρήγιο, Τάραντα, Νεάπολη, Μεταπόντιο. Η Ταορμίνα φταίει για τούτη την αίσθηση. Μ’ όλη την ελληνική καταγωγή, το αρχαίο θέατρο και τη θέα της θάλασσας από ψηλά, η μικρή αυτή πόλη θυμίζει ακατανίκητα μεσευρωπαϊκή λουτρόπολη με το καταπράσινο πάρκο της, τις γερμανικές pensions και τις αγγλίδες γεροντοκόρες που περιφέρονται με ομπρέλες, φωτογραφικές μηχανές και σκυλιά.

Απόψε, σε τούτο τον τελευταίο σταθμό του σικελικού μου ταξιδιού, συλλογίζομαι ότι διέσχισα το νησί δίχως μάτια για τη σύγχρονη ζωή του, κυνηγώντας φαντάσματα των περασμένων και δυσφορώντας κάθε φορά που μια παλιά τοπωνυμία συνδυαζόταν με κάτι χτυπητά, επιθετικά μοντέρνο – όπως η Γέλα με τις εντυπωσιακές της βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Μήπως έκαναν καλύτερα οι δυο νεαρές Γαλλίδες που συνάντησα σήμερα το βράδυ στο εστιατόριο, που τίποτα δεν είχαν ακούσει για την αρχαία δόξα των Συρακουσών και της Γέλας, για βυζαντινά ψηφιδωτά και δωρικούς ναούς, αλλά ήξεραν τις ευχάριστες αμμουδιές και τα διασκεδαστικά κέντρα; Τι σημαίνει, τι αντιπροσωπεύει ψυχολογικά το “ιστορικό πάθος”; Είναι μια μορφή φυγής από το σήμερα, είναι δειλία, είναι αργόσχολη πολυτέλεια; Είναι κάτι δασκαλίστικο, σχολαστικό, ψυχρό;

… Από δω, στην Ταορμίνα, διακρίνεται καθαρά κι αρκετά κοντά η κορφή της Αίτνας. Σε τρεις χιλιάδες μέτρα ύψος – να’χα καιρό να πήγαινα! – βράζει παντοτινά ο κρατήρας του ηφαίστειου. Αν ανεβείς νύχτα, λέει ο οδηγός, και κοιτάξεις μέσα, βλέπεις να κοκκινίζει η φλογισμένη λάβα, “spectacle dantesque”. Απ’ όξω, χιονισμένη κιόλας η κορφή τίποτα δεν προδίνει απ’ αυτή την εσωτερική πυράκτωση.

Κάτι θυμίζει θολά αυτή η εικόνα, κάτι μοιάζει να συμβολίζει. Μήπως ολάκερο τον αρχαίο βίο, με τον κρυφό διονυσιασμό και την τραχύτητα που κάθε τόσο ξεπετάγονται ανάμεσα από τα κόσμια, μετρημένα κλασικά αγάλματα; Ή μήπως κάτι κοντινότερο, πιο δικό μας;

Είναι αργά για τέτοιες ερωτήσεις. Η Ταορμίνα κοιμάται, αντίκρυ σε μια θάλασσα που από την άλλη μεριά χαϊδεύει κιόλας την Κέρκυρα.

  • Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό ΕΠΟΧΕΣ, τεύχος 21, Ιανουάριος 1965.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΙ ΕΔΩ:

Ρόδης Κανακάρης-Ρούφος (1924 – 1972) ένας διπλωμάτης και “συγγραφέας σε καιρούς δοκιμασίας”


Αφήστε μια απάντηση