Η βιταμίνη D στις μέρες του κορωνοϊού και πιο πέρα

Είναι γνωστό ότι η βιταμίνη D επηρεάζει την φυσική και ειδική ανοσία του οργανισμού και αυξάνει την προστατευτική λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος στους πνεύμονες από τη φλεγμονή.

Του Γεωργίου Π. Χρούσου*

Ο κορωνοϊός SARS-CoV-2 ξεκίνησε το φθινόπωρο του 2019 στη WUHAN της Κίνας από νυχτερίδες, μεταπήδησε σε ανθρώπους, και  μεταδόθηκε γρήγορα σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Ο ιός αποτελείται από RNA, πρωτεΐνες και λιπίδια, είναι άκρως μεταδοτικός, και σε ορισμένους ανθρώπους έχει μεγάλη νοσηρότητα και θνητότητα, κυρίως λόγω πνευμονικής ανεπάρκειας και «καταιγίδας» κυτοκινών, και τα δύο απότοκα καταστροφικής φλεγμονής.  Προσβάλλει όλες τις ηλικίες, αλλά προκαλεί συμπτωματική και πιθανόν θανατηφόρο νόσο, κυρίως σε ηλικιωμένους, σε ανθρώπους που διαθέτουν μικρές οργανικές εφεδρείες λόγω χρονίων υποκειμένων νοσημάτων, και σε άτομα όλων των ηλικιών που έχουν ιδιαίτερη γενετική ευαλωτότητα στον ιό, είτε γιατί επιτρέπουν εύκολα την είσοδό του και πολλαπλασιασμό  του στο κύτταρο, είτε διότι το ανοσοποιητικό τους σύστημα αδυνατεί να  τον εξουδετερώσει.

Ο ιός SARS-CoV-2 ταυτοποιήθηκε εντυπωσιακά γρήγορα, η γενετική  του σύσταση έγινε άμεσα γνωστή, πολλά επιτυχή μοριακά διαγνωστικά τεστ αναπτύχτηκαν και εφαρμόστηκαν ταχύτατα, πολλά παλαιά ή νέα φάρμακα δοκιμάστηκαν και δοκιμάζονται, μερικά από αυτά με σχετική επιτυχία, ενώ ένας εντυπωσιακός αριθμός πιθανών διαφορετικών εμβολίων αναπτύχτηκαν και αναπτύσσονται, με μερικά από αυτά να βρίσκονται ήδη σε φάση κλινικής μελέτης. Τέλος, αντισώματα κατά του ιού απομονώθηκαν από ασθενείς που ανάρρωσαν, τα οποία ήδη χρησιμοποιούνται επιτυχώς στη θεραπεία βαρέως ασθενούντων, ενώ κλινικές μελέτες χρήσης κυτταροθεραπειών έχουν ξεκινήσει. Σημαντικότατα, ανοσολογικές δοκιμασίες για την διαπίστωση τρέχουσας νόσησης ή, κυρίως, για την ταυτοποίηση ανθρώπων που έχουν  πιθανόν αποκτήσει ανοσία για την νόσο  COVID-19 είναι ήδη σε χρήση.

Γνωρίζοντας τις πολλαπλές δράσεις της βιταμίνης  D στο ανοσοποιητικό μας σύστημα και την φλεγμονή, καθώς και τον πιθανό προστατευτικό ρόλο που φαίνεται να έχει στις χειμερινές πνευμονικές λοιμώξεις, όπως η γρίπη, και σε αλλεργικά και αυτοάνοσα νοσήματα, όπως αντίστοιχα το άσθμα και η σκλήρυνση κατά πλάκας, θεώρησα ότι είναι σημαντικό να εφιστήσω την προσοχή μας σε πιθανή θωράκιση της υγείας μας από τον SARS-CoV-2 από αυτή την αρχέγονη βιταμίνη.

H βιταμίνη D είναι μια λιποδιαλυτή στερόλη που κυκλοφορεί στη φύση και ευρίσκεται στα φυτά υπό την μορφή D2 και στα ζώα υπό την μορφή D3. Παίζει σημαντικό ρόλο σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς, ρυθμίζοντας την λειτουργία πολλών από τα γονίδιά τους. Ανήκει στις λεγόμενες πυρηνικές ορμόνες που έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην εξέλιξη της ζωής, ιδιαίτερα στη μετάβαση από τους μονοκυττάριους σε πολυκυττάριους οργανισμούς. Οι πυρηνικές ορμόνες δραστηριοποιούνται κυρίως στον πυρήνα του κυττάρου και δρουν μέσω των λεγόμενων πυρηνικών υποδοχέων, πρωτεϊνών που ενώνονται με αυτές και τις φέρνουν σε επαφή με ρυθμιστικές περιοχές γονιδίων στόχων, όπου είτε διεγείρουν είτε αναστέλλουν την λειτουργία τους.

Η βιταμίνη D, όπως και άλλες πυρηνικές ορμόνες, π.χ., η κορτιζόλη, τα ανδρογόνα, και τα οιστρογόνα, επηρεάζουν την λειτουργία μεγάλου ποσοστού γονιδίων, από περίπου 5 έως 20 τις εκατό. Για παράδειγμα,  η βιταμίνη D ρυθμίζει πάνω από 5% του ανθρώπινου γονιδιώματος των περίπου 44.000 γονιδίων, ήτοι πάνω από 2.200 γονίδια. Μάθαμε ότι η βιταμίνη D υπάρχει και  είναι σημαντική, με την πρώτη θεραπεία της ραχίτιδας το 1922, και, αργότερα, της οστεομαλάκυνσης. Μέχρι και σήμερα, η σημασία της βιταμίνης D στο μεταβολισμό και την υγεία των οστών  είναι αδιαμφισβήτητη. Αλλά τα πάμπολλα γονίδια που επηρεάζει αυτή η ορμόνη ξεπερνούν κατά πολύ τα γονίδια που εμπλέκονται με τα οστά.  Δηλαδή  επηρεάζονται και γονίδια που δρουν στον ενδιάμεσο μεταβολισμό των πρωτεϊνών, υδατανθράκων και λιπιδίων, καθώς συμμετέχουν στην λειτουργία του κεντρικού νευρικού, καρδιαγγειακού,  και  ανοσοποιητικού συστήματος, μεταξύ άλλων.

Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει ιστός στο σώμα μας που να μην έχει υποδοχείς για την βιταμίνη D. Η πολυσχιδής δράση της  σε όλα τα συστήματα του οργανισμού, επαληθεύεται και από δράσεις της στο πρωτέωμα του ανθρώπινου πλάσματος. Ομαλοποίηση των επιπέδων βιταμίνης D ασθενών με υποβιταμίνωση D οδήγησε σε αλλαγές των επιπέδων σε περίπου 400 από τις πάνω από 4,000 πρωτεΐνες που φυσιολογικά ανιχνεύονται στην κυκλοφορία. Είναι ενδιαφέρον ότι οι αλλαγές που παρατηρήθηκαν δεν είναι δραματικές και αυτό εξηγεί γιατί σε πολλές μελέτες θεραπείας με βιταμίνη D οι κλασικοί βιοδείκτες διαφόρων νόσων επίσης δεν δείχνουν  δραματικές αλλαγές. Δηλαδή επηρεάζονται εξαιρετικά πολλοί παράγοντες αλλά από λίγο, που όμως συνολικά επηρεάζουν πολλές λειτουργίες του οργανισμού μας.

Η βιταμίνη D προσλαμβάνεται από την τροφή και αποθηκεύεται στο λίπος είτε σαν πρόδρομος ανενεργός ουσία ή προβιταμίνη, είτε σαν βιταμίνη. Για να γίνει πλήρως δραστική, η πρόδρομος ουσία ενεργοποιείται στο δέρμα με ενέργεια που προσλαμβάνεται από την υπεριώδη ακτινοβολία Β του ήλιου. Στη συνέχεια, μεταβαίνει στο ήπαρ, όπου υδροξυλιώνεται στη θέση 25 και γίνεται 25-υδροξυ-βιταμίνη D και κυκλοφορεί στο αίμα, όπου και την μετράμε. Κατά το πέρασμά της από τους νεφρούς, η 25-υδροξυ-βιταμίνη D υδροξυλιώνεται περαιτέρω σε 1,25 δι-υδροξυ-βιταμίνη D, η οποία είναι η πλήρως ενεργός ορμόνη.  Η λεγόμενη λεπτή ρύθμιση  (fine-tuning) της βιταμίνης D γίνεται σε αυτό το επίπεδο.

Ο βιοδείκτης όμως που δείχνει έλλειψη, ανεπάρκεια ή επάρκεια βιταμίνης D είναι τα επίπεδα της 25-υδροξυ-βιταμίνης D. Aπό τις δύο μορφές της βιταμίνης, D3 ή D2, η πρώτη έχει πολύ καλύτερη βιοδιαθεσιμότητα στον οργανισμό μας από την δεύτερη, και για αυτό η θεραπεία συνήθως γίνεται με βιταμίνη D3. Η εξέταση ρουτίνας για να διαπιστωθεί επάρκεια της βιταμίνης στον οργανισμό γίνεται με μέτρηση ολικής 25-υδροξυ-βιταμίνης D στο αίμα με ELISA, που συμπεριλαμβάνει και τις δύο μορφές.

Έχουν δημοσιευθεί πολλές μελέτες που έδειξαν αδιαμφισβήτητα ότι χαμηλά επίπεδα 25-υδροξυ-βιταμίνης D στο αίμα, δηλαδή “υποβιταμίνωση D”, σχετίζονται με σοβαρές παθολογίες έξω από το μυοσκελετικό σύστημα: Αυτές συμπεριλαμβάνουν όλα τα λεγόμενα «χρόνια μη μεταδιδόμενα νοσήματα», δηλαδή παχυσαρκία, αντίσταση στην ινσουλίνη, δυσανοχή στην γλυκόζη, διαβήτη τύπου 2, δυσλιπιδαιμία, υπέρταση, καρδιαγγειακή νόσο, αυτοάνοσες παθήσεις, κατάθλιψη, και ορισμένες μορφές καρκίνου.

Υποβιταμίνωση D στην έγκυο επίσης σχετίζεται με επιπλοκές της κύησης και της γέννησης, όπως διαβήτης της κύησης, προ-εκλαμψία,  πρόωρος τοκετός, επιπλοκές του τοκετού και πιθανά προβλήματα με το βρέφος. Υποβιταμίνωση D έχει επίσης συσχετιστεί με υπογονιμότητα σε γυναίκες και άνδρες και με ελαττωμένη επιτυχία σε υποβοηθούμενη αναπαραγωγή.

Είναι γνωστό ότι η βιταμίνη D επηρεάζει την φυσική και ειδική ανοσία του οργανισμού και αυξάνει την προστατευτική λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος στους πνεύμονες από τη φλεγμονή. Σημειωτέον, πολλές πνευμονικές λοιμώξεις λαμβάνουν χώρα τον χειμώνα, όταν τα επίπεδα της βιταμίνης D είναι φυσιολογικά πιο χαμηλά, ενώ αυτές αυξάνουν προοδευτικά  με την ηλικία, αντιστρόφως ανάλογα από τα επίπεδα της βιταμίνης, τα οποία φυσιολογικά ελαττώνονται με τα χρόνια, λόγω προϊούσας κακής απορρόφησης της βιταμίνης.

Μεγάλη προοπτική μελέτη στην Ιρλανδία δείχνει ελάττωση των πνευμονικών λοιμώξεων σε ηλικιωμένους που λαμβάνουν βιταμίνη D.  Επιπλέον, οι πνευμονικές λοιμώξεις αυξάνουν αντιστρόφως ανάλογα με το βαθμό της παχυσαρκίας, όπως αυτή εκφράζεται με το δείκτη μάζας σώματος (BMI). Oι συσχετίσεις αυτές προφανώς δεν σημαίνουν αιτιακή σχέση και χρειαζόμαστε προοπτικές μελέτες για να βγάλουμε αιτιολογικά συμπεράσματα.

Στην πατρίδα μας, τα υπάρχοντα δεδομένα δείχνουν ξεκάθαρα ότι οι κάτοικοι όλων των ηλικιών πάσχουν από υποβιταμίνωση D,  με πιθανότητα  πάνω από 60% να έχουν χαμηλά επίπεδα. Γνωρίζουμε από πρόσφατη τυχαιοποιημένη μελέτη του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, ότι η πρόσληψη βιταμίνης D στην πατρίδα μας είναι πολύ χαμηλή, κατά μέσο όρο στο  1/7 της απαιτούμενης. Πράγματι, παρά την αφθονία ηλιακού φωτός που διαθέτουμε στη χώρα μας, ακόμα και αν κάποιος εκτίθεται στον ήλιο τουλάχιστον 20-30 λεπτά την ημέρα, όπως είναι η γενική σύσταση, είναι προφανές ότι, εφόσον δεν γίνεται επαρκής πρόσληψη της προβιταμίνης και βιταμίνης D από τις τροφές, θα δημιουργηθεί  ανεπάρκεια.

Χωρίς αμφιβολία, χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D είναι προάγγελος κακών συμβαμάτων  στην υγεία μας και  είναι καλό να  ζούμε με φυσιολογικά επίπεδα. Συνεπώς,   συνιστούμε την πρόσληψη επαρκών δόσεων βιταμίνης D ακόμα και χωρίς μέτρηση επιπέδων.  Στις συνιστώμενες δόσεις, η πιθανότητα να δημιουργήσουμε τοξικά επίπεδα είναι ελάχιστη.

Ο καιρός καλυτερεύει, τα εμβόλια κατά του SARS-CoV-2 είναι καθ’ οδόν, τα φάρμακα για την νόσο  όλο και βελτιώνονται, ενώ ο αριθμός των ανθρώπων που έχουν αποκτήσει ανοσία για τη νόσο αυξάνει παγκόσμια. Είναι θέμα μηνών η επάνοδος στην κανονικότητα, μια νέα κανονικότητα που όμως θα διαφέρει αρκετά από αυτή που έχουμε συνηθίσει. Ανεξαρτήτως των παραπάνω, η πρόσληψη βιταμίνης D είναι απαραίτητη και είναι καλό να γίνεται. Είναι ένας πολύ εύκολος τρόπος για να προστατευθούμε από μια πλειάδα νόσων, εκ των οποίων η νόσος COVID-19 είναι μόνο μία.

Πρόσφατα ανακοινώθηκε η πρώτη μελέτη που συσχετίζει τα επίπεδα της 25-υδροξυ-βιταμίνης D στο αίμα ασθενών με COVID-19. Όπως θα περίμενε κανείς από τα παραπάνω, όσο πιο χαμηλά ήταν τα επίπεδα της βιταμίνης, τόσο σοβαρότερη ήταν και η νόσος.

* Ομότιμος καθηγητής Παιδιατρικής και Ενδοκρινολογίας, Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Υγείας Μητέρας, Παιδιού, και Ιατρικής Ακριβείας, Έδρα UNESCO Εφηβικής Υγείας και Ιατρικής,  Μονάδα Κλινικής και Μεταφραστικής Έρευνας στην Ενδοκρινολογία, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

πηγή: iatronet.gr

Αφήστε μια απάντηση