Κατάθλιψη: τρόποι για να συνεχίσουμε να ζούμε…

Η κατάθλιψη και η μανία δεν αποτελούν δύο αντίθετες καταστάσεις αλλά δύο διαφορετικές καταστάσεις μέσα από τις οποίες μπορούμε να εκφράσουμε τη συναισθηματικότητά μας, έτσι ώστε να μπορέσουμε να αμυνθούμε απέναντι στο άγχος και στην αγωνία που νιώθουμε. Η θλίψη δεν ταυτίζεται με την κατάθλιψη, το να είμαστε θλιμμένοι δε σημαίνει απαραίτητα ότι έχουμε κατάθλιψη.

Η κατάθλιψη πηγάζει από μια απώλεια που δεν έχουμε επεξεργαστεί, δεν έχουμε αφομοιώσει και δεν καταφέραμε να ξεπεράσουμε. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να μη γνωρίζουμε καν ποια είναι η απώλεια που μας οδήγησε στην κατάθλιψη. Επίσης, η κατάθλιψη μπορεί να μην προέρχεται από μια μεμονωμένη απώλεια, αλλά από μια συσσώρευση επεισοδίων απώλειας, που αφορούν σχέσεις, πράγματα, πρόσωπα, συγκινήσεις, τα οποία θεωρούμε ότι αφήσαμε στο παρελθόν για να αναζητήσουμε καινούργιες εμπειρίες στο μέλλον.

Συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τους άλλους και νομίζουμε ότι όλοι οι άλλοι είναι ευτυχισμένοι εκτός από εμάς. «Μέσα μας υπάρχει ένα κενό που μεγαλώνει μέρα με τη μέρα». Πλέον ότι φαινόταν να μετρά στα μάτια του κόσμου όπως η ευπρέπεια, η σεμνότητα, οι καλοί τρόποι, φαντάζουν ανούσια και απίστευτα κουραστικά. «Κοιτάζουμε μέσα μας και δε βρίσκουμε πια τίποτα, έχουμε χάσει τη συνοχή της προσωπικότητάς μας, αισθανόμαστε αμέτοχοι στη χαρά των άλλων, αλλά και σε ό,τι μας βασανίζει χωρίς να μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε. Όλα φαίνονται δύσκολα και μας καταλαμβάνει μια μόνιμη ηττοπάθεια» (σελ. 36-37).

Η απόσταση μεγαλώνει ανάμεσα σε εμάς και στους άλλους «ευτυχισμένους» ανθρώπους. Νιώθουμε εντελώς μόνοι και καλλιεργούμε ενοχικά συναισθήματα, θεωρώντας ότι δε μας καταλαβαίνουν, όχι γιατί δεν μπορούμε να τους εξηγήσουμε πως νιώθουμε, αλλά γιατί πραγματικά δεν αξίζουμε τίποτα, ότι δεν πετύχαμε τίποτα με την αξία μας. Κι επομένως, ποιος θα ενδιαφερθεί για έναν αποτυχημένο; Οι ενοχές γιγαντώνονται μέσα στο μυαλό μας και οποιαδήποτε απόφαση κι αν πήραμε μοιάζει λανθασμένη. Η ανικανότητά μας, μας οδηγεί σε ακόμη πιο αρνητικές σκέψεις… σαν ένα βάρος προς τα αγαπημένα μας πρόσωπα. Εμμένουμε πάντα στις ίδιες θλιβερές σκέψεις, σαν να είμαστε δεμένοι σε έναν νερόμυλο, που καθώς γυρνά μας βυθίζει σε έναν βούρκο, από τον οποίο νιώθουμε ότι δε θα βγούμε ποτέ… αλλά λίγο πριν πνιγούμε μας ανεβάζει και πάλι στην επιφάνεια, για μια τελευταία ανάσα και μετά ξανά… στον ίδιο φαύλο κύκλο…

«Ένα βουνό, το βουνό του να ζεις, είναι πάνω στους ώμους μας και μας πατάει όλο και πιο αμείλικτα, μας σφίγγει το μυαλό, την ανάσα, την καρδιά, το στομάχι. Κοιτάζουμε γύρω μας και ανακαλύπτουμε ότι είμαστε μέσα σε ένα μαύρο σύννεφο: μας λένε ότι είναι ένα τούνελ που πρέπει να διασχίσουμε. Πώς όμως, όταν στην άκρη του δε βλέπουμε φως;» (σελ.37).

D’ Agostini, G. (2006). Κατάθλιψη, Μελαγχολία και Μανία. Αθήνα: Lector.


Αφήστε μια απάντηση