Βιο-ναζί και ζωοφιλία | Προστασία των ζώων και ολοκαύτωμα στο Γ΄ Ράιχ

Η δημοφιλέστατη γερμανική αστυνομική σειρά «Τατόρτ» του τηλεοπτικού δικτύου ARD παρουσιάζει συνήθως εγκλήματα που διαπράττονται από εμπόρους οργάνων, τη μαφία και διεθνείς κατασκόπους, αλλά τον Μάιο του 2018 το επεισόδιο αφορούσε μια ομάδα του πληθυσμού που εκτιμάται, λίγο πολύ, από τους πάντες. Οι «κακοί» αυτή τη φορά ήταν κάποιοι παραδοσιακοί βιοκαλλιεργητές στον Μέλανα Δρυμό, η βουκολική φάρμα των οποίων έκρυβε μια άκρως σκοτεινή πλευρά.

Ο ι αστυνομικοί σταδιακά θα ανακαλύψουν ότι πίσω από την προστασία των τοπικών σπόρων και την απέχθεια προς τις νέες τεχνολογίες κρύβεται η ακροδεξιά ιδεολογία του «αίματος και της γης» και θα θέσουν τέλος στα ειδεχθή εγκλήματα των νεοναζί αγροτών. Το επεισόδιο ήταν από τα πιο πετυχημένα της σειράς, μάλλον διότι βασίστηκε σε πραγματικά γεγονότα. Οι αποκαλούμενοι βιο-ναζί δεν αποτελούν αποκύημα της φαντασίας των σεναριογράφων της εκπομπής, αλλά μια κυρίαρχη τάση των ακροδεξιών εξτρεμιστών που ξανα-ανακαλύπτουν τις βιοκαλλιέργειες και τον, άνευ ζωικών προϊόντων, τρόπο διατροφής.

Αναφορές στον βρετανικό Τύπο κάνουν συχνά λόγο για διείσδυση νεοναζιστικών ομάδων, όπως της Εθνικής Επαναστατικής Φράξιας (NRF) του Τρόυ Σάουθγκεϊτ, του ακραία βίαιου Βρετανικού Κινήματος και της Ομάδας Υποστήριξης Ζώων (ASG) που αποτελεί παρακλάδι της Φασιστικής Διεθνούς, στις διαδηλώσεις υπέρ των δικαιωμάτων των ζώων. Στη Γερμανία, οι υπέρμαχοι της λευκής ανωτερότητας εναγκαλίζονται μη ζωικές δίαιτες, ανεβάζουν βίντεο με συνταγές στο YouTube και επιχειρηματολογούν υπέρ της καταλληλότητας της χορτοφαγικής διατροφής για την «Αρεία» φυλή και την επιστροφή των νόμων υπέρ της προστασίας των ζώων που είχαν θεσπιστεί στο Γ΄ Ράιχ.

Μπορεί το σχήμα να φαντάζει οξύμωρο, αλλά ουσιαστικά οι νεοναζί επανέρχονται στις ρίζες τους. Ο φυσικός τρόπος ζωής και η εκστρατεία κατά των πειραμάτων σε ζώα μπορεί να ξεκίνησαν ως ιδέες της αριστεράς τον 19ο αιώνα, αλλά υιοθετήθηκαν ολόθερμα από τους ναζί ενδεδυμένες με ακραίες φυλετικές θεωρίες τον 20ο και εφαρμόστηκαν κατά το ναζιστικό δοκούν στο Γ΄ Ράιχ τη δεκαετία του ’30. Ως γνωστόν, ο Χίτλερ, ο οποίος χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο «Λύκος», ήταν ορκισμένος χορτοφάγος και φανατικός ζωόφιλος, αγαπούσε παθολογικά τη σκυλίτσα του και είχε στολίσει την Διεθνή Κυνηγετική Ομοσπονδία με τον χαρακτηρισμό «η ελεεινή διεθνής των πράσινων μασόνων».

Αλλά και η υπόλοιπη ναζιστική ηγεσία δεν πήγαινε πίσω σχετικά με τη φιλοζωία της. Ο Ες ήταν ακόμη πιο ακραίος με τις βίγκαν διατροφικές του συνήθειες, σε βαθμό που έφερνε το προσωπικό του φαγητό στο Μπέργκχοφ κι εκνεύριζε ακόμη και τον Χίτλερ. Ο Γκέρινγκ, αν και αμετανόητος κυνηγός, αποκαλούσε τα δάση «καθεδρικούς ναούς του Θεού» και είχε δύο λιοντάρια ως κατοικίδια, τα οποία άφηνε να τριγυρνάνε στο σαλόνι ανάμεσα στους καλεσμένους του. Ο Γκαίμπελς πίστευε ότι «η κρεατοφαγία αποτελεί διαστροφή της ανθρώπινης φύσης» και είχε δηλώσει πως «όσο περισσότερο γνωρίζω το ανθρώπινο είδος τόσο περισσότερο προτιμώ τον σκύλο μου τον Μπένο». Όσο για τους Χίμλερ, Μπόρμαν και Χόες (διοικητής του στρατοπέδου του Άουσβιτς) προέρχονταν από τις τάξεις των Αρταμάνεν, μιας μυστικιστικής αγροτικής σέχτας.

Τον Απρίλιο του ’33, μόλις είχαν ανέλθει στην εξουσία, οι ναζί έθεσαν σε ισχύ νόμους που εξασφάλιζαν την αξιοπρεπή σφαγή των ζώων προς κατανάλωση και μέσα στον ίδιο χρόνο ο Χέρμαν Γκέρινγκ ανακοίνωσε με τυμπανοκρουσίες το τέλος του «αβάσταχτου βασανιστηρίου και της οδύνης των πειραμάτων στα ζώα», απειλώντας με «εγκλεισμό σε στρατόπεδο συγκέντρωσης όλων αυτών που νομίζουν ακόμη ότι μπορούν να συνεχίσουν να φέρονται στα ζώα ως αυτά να αποτελούν άψυχη περιουσία τους».

Το γεγονός ότι παραδέχθηκε εμμέσως πλην σαφώς ότι στην επικράτεια του Ράιχ λειτουργούσαν επισήμως στρατόπεδα συγκέντρωσης φαίνεται απλώς να επιβεβαιώνει τη σοβαρότητα της απειλής. Έτσι, απαγορεύτηκαν πλήρως τα πειράματα στα ζώα στη Βαυαρία και την Πρωσία, αν και αργότερα η απαγόρευση ανακλήθηκε μερικώς, και τα άλογα, οι γάτες και οι πίθηκοι έγιναν αποδέκτες ιδιαιτέρων διατάξεων προστασίας. Ταυτόχρονα ψηφίστηκαν νόμοι που προέβλεπαν την προστασία της άγριας πανίδας και μεγάλες εκτάσεις χαρακτηρίστηκαν εθνικοί δρυμοί, όπου έγινε επανεισαγωγή ειδών που απειλούνταν με εξαφάνιση.

Η ευαισθησία των ναζί ήταν τόση ώστε το 1936 ψηφίστηκε κι ένα νομοσχέδιο που προέβλεπε τον πλέον ανώδυνο τρόπο θανάτωσης των αστακών και καβουριών στα γκουρμέ εστιατόρια του Βερολίνου. Η ενδεικνυόμενη μέθοδος θανάτωσης των οστρακοδέρμων προέβλεπε την απότομη βύθισή τους σε νερό που βρισκόταν σε σημείο βρασμού.

Σύμφωνα με την εισαγωγή του, ο σκοπός του νόμου για την προστασία των ζώων ήταν «να αφυπνίσει και να ενδυναμώσει τη συμπόνια ως μια από τις υψηλότερες ηθικές αξίες του γερμανικού λαού». Ο καινοφανής ηθικός κανόνας ήταν πως τα ζώα θα προστατεύονταν ως αυτόνομες οντότητες και όχι ως εξαρτήματα της ανθρώπινης ηθικής και υλικής συνθήκης. Μάλιστα, το 1934 έλαβε χώρα στο Βερολίνο ένα διεθνές συνέδριο με θέμα την προστασία των ζώων, όπου πλαισιωμένο από δύο τεράστιες σβάστικες κρεμόταν ένα πανό που έγραφε: «Ολόκληρες εποχές αγάπης θα χρειαστούν ώστε να αποζημιώσουμε τα ζώα για την αξία και τις υπηρεσίες τους».

Με την τευτονική σχολαστικότητα που τους διέκρινε, οι ναζί γραφειοκράτες κατάρτισαν λεπτομερείς καταλόγους στο υπουργείο Εσωτερικών του Γ΄ Ράιχ που προέβλεπαν τις πλέον ανώδυνες μεθόδους θανάτωσης κατά ζωικό είδος. Είναι λοιπόν φανερό πως με αυτήν τη λογική δεν θα αργούσε η περίληψη στη λίστα και του ανθρωπίνου είδους, καθώς για τους ναζί η κοινωνία αποτελούσε μια ιδιότυπη φάρμα ευγονικού τύπου όπου «άνθρωποι=ζώα». Οι ναζί κατάφεραν να καταργήσουν τις ηθικές διακρίσεις ανάμεσα στα ζώα και τους ανθρώπους ακριβώς διότι έβλεπαν τους ανθρώπους ως ζώα.

Το αποτέλεσμα ήταν ότι, υπό αυτό το πρίσμα, τα ζώα μπορούσαν, πλέον, να θεωρηθούν «ανώτερα» από κάποιους ανθρώπους. Με βάση το εθνικοσοσιαλιστικό αφήγημα, το ξανθό Άρειο κτήνος του Νίτσε αντιπροσώπευε τη ζωώδη ιδιότητα στον υπέρτατο δυνατό βαθμό, μιας και ήταν ένα με τη φύση. Έτσι, οι Άρειοι και τα ζώα ήταν σύμμαχοι στον αγώνα εναντίον των μολυντών, των υποδεέστερων πλασμάτων, αυτών που έκαναν πειράματα πάνω στα ζώα. Από την άλλη, αυτοί που μόλυναν την Άρεια φυλή έπρεπε, πάση θυσία, να αφανιστούν.

Ζήτημα κλειδί στην επίτευξη του Ολοκαυτώματος αποτέλεσε το γεγονός ότι κάποιες κατηγορίες ανθρώπων θεωρήθηκαν «μορφές ζωής ανάξιες ύπαρξης», πράγμα που επέτρεψε την ηθική δικαιολόγηση της μαζικής εξολόθρευσής τους. Η ναζιστικού τύπου γερμανική ταυτότητα βασιζόταν στα θολά όρια μεταξύ ανθρώπων και ζώων και στην κατασκευή μιας μοναδικής φυλογενετικής ιεραρχίας που μετέβαλλε άρδην τη διάκριση μεταξύ τους. Ως κορωνίδα της φυσικής τάξης, οι Άρειοι Γερμανοί θα ανατρέφονταν ως πρώτης τάξεως ζώα φάρμας, ενώ τα «κατώτερα ζώα», οι «υπάνθρωποι», όπως οι Εβραίοι, οι Τσιγγάνοι και τα υπόλοιπα θύματα του Ολοκαυτώματος θα εξαλείφονταν σε μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία της επικράτησης της νέας «φυσικής» και βιολογικής τάξης στο Γ΄ Ράιχ.

Τραγική απόδειξη του γεγονότος ότι ο Χίτλερ πίστευε ολόψυχα στο ανωτέρω αφήγημα αποτελούν τα λεγόμενά του τις τελευταίες στιγμές του Γ΄ Ράιχ στο υπόγειο καταφύγιό του κάτω από την καγκελαρία. Στις 22 Απριλίου ’45, με τα σοβιετικά στρατεύματα να βρίσκονται μέσα στο ερειπωμένο Βερολίνο και κάθε ελπίδα να έχει χαθεί, θα έλεγε στους εμβρόντητους στρατηγούς του: «Ο γερμανικός λαός στάθηκε κατώτερος των περιστάσεων σ’ αυτόν τον τιτάνιο αγώνα… δεν πολέμησε επαρκώς ηρωικά και του αξίζει να εξαφανιστεί». Ως ύστατη απόδειξη της φιλοζωίας του και της αίσθησης κοινού πεπρωμένου, την παραμονή της αυτοκτονίας του θα θανάτωνε τη σκύλα του Μπλόντι και το κουτάβι της Βόλφι για να μην πέσουν στα χέρια των Σλάβων υπανθρώπων.

Αφήστε μια απάντηση