Καστελόριζο, το μεγαλείο του μικρού!

Και τώρα, τι είναι όλοι αυτοί οι σκόπελοι αριστερά μας; Ελληνικοί; Τούρκικοι; Γυμνά βράχια είναι για να ξεκουράζονται τα θαλασσοπούλια που δεν έχουν πατρίδα. Θαλασσοδαρμένες πέτρες που συχνά σκεπάζονται από τις φουσκοθαλασσιές του χειμώνα. Πόσο εύκολο, και πόσο δύσκολο συγχρόνως είναι να αποδώσεις εθνικότητα εκεί που η γεωγραφία συγκρούεται με την Ιστορία!

  • Του Κώστα Ζυρίνη
  • Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος 13/08.07.2000

Αποτέλεσμα εικόνας για καστελόριζο χαρτης

Αποτέλεσμα εικόνας για καστελόριζο χαρτης

“Ιαλυσός”. Μια πόλη εν πλω. Ψυχρή, αξιοπρεπής και άδεια. Αυτή τη στιγμή δεν είμαστε περισσότεροι από είκοσι επιβάτες. Υποθέτω πως αυτό το θηρίο δεν γίνεται να κινηθεί με λιγότερα από εκατόν πενήντα εισιτήρια χωρίς να έχει παθητικό.

Παραπλέουμε τις ακτές της Τουρκίας. Προσπαθώ να τη φέρω κοντά με τον τηλεφακό μου για να διακρίνω κάτι το συγκεκριμένο. Τη φαντάζομαι με πεύκα, αρμυρίκια, πικροδάφνες και σπασμένες μαρμαροκολόνες. Άρωμα Ιωνίας. Άξιον καταγραφής: Είναι μόνη στο άδειο κατάστρωμα και περιφέρεται μ’ ένα καρφωμένο χαμόγελο ευτυχίας. Σαν φευγάτη. Σε λίγο μάλιστα θα μάθω ότι λέγεται και Εύα.

Προέρχεται από μάνα ελληνικής καταγωγής γεννημένη στην Αίγυπτο κι από πατέρα Καστελοριζιό που δοκίμασε την τύχη του πρώτα στην Αλεξάνδρεια όπου και γνώρισε τη μάνα της, για να καταλήξουν αργότερα κι οι δυο μαζί εκεί που κατέληξαν οι περισσότεροι Καστελοριζιοί των προηγούμενων γενεών. Στην Αυστραλία. Στο Περθ συγκεκριμένα. Εκεί γεννήθηκε η Εύα.

Τα ελληνικά της είναι περίπου ελληνικά και μοιάζει μεθυσμένη από ευτυχία γιατί βρίσκεται επιτέλους, για πρώτη φορά, στη μυθική πατρίδα. Εύα! Επάγγελμα; Χορεύτρια. Μπαλέτο; Όχι, τσιφτετέλι και καρσιλαμάς. Πού; Στο Περθ. Αν είναι δυνατόν!

Η Τουρκία είναι κοντά μας, πολύ κοντά μας. Όχι όμως τόσο όσο να διακρίνω τα πεύκα, τα αρμυρίκια και τις μαρμαροκολόνες. Πλέουμε δίπλα στη Ρω. Ένας άγονος βράχος ριγμένος στο πέλαγος.

Κάνω τον έξυπνο στην Εύα μιλώντας της για την Κυρά της Ρω και βάζοντας μπόλικη πατριωτική σάλτσα στα ολίγα που ξέρω. Έτσι γεννιόνται οι μύθοι, Εύα, οι τόσο αναγκαίοι ενίοτε για τη συνοχή των κοινωνιών.

Και τώρα, τι είναι όλοι αυτοί οι σκόπελοι αριστερά μας; Ελληνικοί; Τούρκικοι;

Γυμνά βράχια είναι για να ξεκουράζονται τα θαλασσοπούλια που δεν έχουν πατρίδα. Θαλασσοδαρμένες πέτρες που συχνά σκεπάζονται από τις φουσκοθαλασσιές του χειμώνα. Πόσο εύκολο, και πόσο δύσκολο συγχρόνως είναι να αποδώσεις εθνικότητα εκεί που η γεωγραφία συγκρούεται με την Ιστορία!

Πάντως, Εύα, οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν πλάθουν τη γεωγραφία τους, τον πολιτισμό τους πλάθουν, και κατά συνέπεια την ιστορική τους συνείδηση.

Στρίβουμε δεξιά για να μπούμε στο λιμάνι του Καστελόριζου. Από το σημείο αυτό η τούρκικη παράλια πόλη Κας, η πάλαι ποτέ Αντίφιλος, απέχει δυόμισι, το πολύ τρία, ναυτικά μίλια.

Το Καστελόριζο μπορεί να λεγόταν κάποτε Μεγίστη, γιατί είναι η μέγιστη σε σχέση με τις νησίδες και τις βραχονησίδες που την περιβάλλουν σχεδόν προστατευτικά, πλην όμως δεν παύει να είναι μια σταλιά. Κάτι περισσότερο από εφτά τετραγωνικά χιλιόμετρα.

Μια μικρογραφία νησιού που μόνο το Αιγαίο θα μπορούσε να έχει. Μια ομορφιά αξεπέραστη που αδικείται από οποιαδήποτε φωτογραφική ή άλλη αναπαράσταση.

Το μπάσιμο του πλωτού θηρίου στο λιμάνι μοιάζει με αισθητικό βιασμό. Το πολύ μέχρι καΐκια σας επιτρέπω. Αλλά, ποιος είμαι εγώ που θα θέσω τους κανόνες της δικής μου αισθητικής πάνω από τις βιοτικές ανάγκες εκείνων που ζουν εδώ και από δω;

Αποφάσισα ν’ αρχίσω τη φωτογράφηση από το κατάστρωμα κι έτσι έχασα από το οπτικό μου πεδίο την Εύα. Τη συνάντησα όμως αργότερα στο μόλο να ψάχνει με το σύζυγό της για δωμάτιο. Αυστραλός κι αυτός από το Περθ, λευκορωσικής καταγωγής, κτηματομεσίτης στο επάγγελμα και ερασιτέχνης αυτοδύτης. Την ακολουθεί παντού. Εκτός από τα καταστρώματα των πλοίων.

Το θέμα μιας κακοτυπωμένης φωτογραφίας σε κάποιον τουριστικό οδηγό μου έχει γίνει έμμονη ιδέα. Πρόκειται για έναν υπόσκαφο τάφο σε κάθετο κοκκινωπό βράχο που χρονολογείται από τα τέλη του τέταρτου αιώνα πριν απ την απαρχή της χρονολόγησής μας.

Για το πώς θα τον βρω, ρωτώ τυχαία κάποιον συμπαθή τύπο, που ακούει στο όνομα Τάσος. Ο οποίος Τάσος, εκτός του ότι τυχαίνει να είναι φύλακας του εδώ μουσείου, μου προκύπτει και παντογνώστης περί το Καστελόριζο.

Παρά τις οδηγίες του όμως προτιμώ ν’ ακολουθήσω  τη δύσκολη πρόσβαση: το μονοπάτι που περιτρέχει τον κάβο του φάρου και μετά σκαρφαλώνει κατά πάνω.

Ο τάφος ξεπροβάλει απότομα μπροστά μου εκεί που δεν το περίμενα. Αριστούργημα! Σχεδόν ανέγγιχτος από τους αιώνες. Χειροπιαστή πιστοποίηση πολιτισμικής συνέχειας της περιοχής της Λυκίας.

Αετωματική επίστεψη, ακρωτήρια που στηρίζονται σε ιωνικές βάσεις, διακοσμητικοί οδόντες και γεισήποδες. Ελληνισμός.

Χώνομαι μέσα. Πέτρινες κλίνες για τους νεκρούς σε δύο επίπεδα. Κατασκότεινα. Ωστόσο στήνω το τριπόδι.

Πάνω σχεδόν από τον Λύκειο τάφο, στην κορυφή του λοφίσκου που δεσπόζει του Κάβου, βρίσκεται ότι απέμεινε από το μεσαιωνικό Κάστρο στο οποίο η Μεγίστη οφείλει το δεύτερο όνομά της.

Αυτό το Κάστρο, ή ήταν βαμμένο κόκκινο (υπόθεση δική μου) ή οι δεύτεροι νονοί του νησιού, οι Ιππότες της Ρόδου, έπασχαν από Δαλτονισμό (επίσης, υπόθεση δική μου) και το υπέθεταν κόκκινο. Η Μεγίστη λοιπόν μετονομάσθη σε Κόκκινο Κάστρο. Καστέλο Ρόσσο για τους Ιππότες, ώσπου η παραφθορά το έκανε Καστελόριζο.

Παράγγειλα ρεβυθοκεφτέδες και κρασί σ’ ένα από τα μαγέρικα της προκυμαίας.

Το τραπέζι μου είναι πάνω από τα διάφανα νερά του λιμανιού για να μπορώ να χαζεύω τα παιχνίδια των κέφαλων στο βυθό. Αποφασίζω να μείνω για πάντα εδώ, να τρώω ρεβυθοκεφτέδες και να χαζεύω τους κέφαλους στο βυθό και τα υπέροχα κτίσματα του λιμανιού. Τι δουλειά έχω εγώ με την Αθήνα;

Αντιλαμβάνομαι πως όποιος το θελήσει μπορεί να καθίσει δίπλα σου, στο τραπέζι σου, χωρίς να κάνει τον κόπο να σου ζητήσει την άδεια. Μοιάζει αυτονόητο για δω. Κι έτσι, ο Τάσος πιάνει μια καρέκλα και, λοιπόν, για ποια εφημερίδα είσαι δω κύριε φωτογράφε;

Τον ρωτώ, πώς πάτε από νερό, Τάσο; το νησί μου φαίνεται άνυδρο.

Έρχεται με την υδροφόρα από τη Ρόδο, μου λέει.

Μόνο από τη Ρόδο; τον ρωτώ ρίχνοντας συγχρόνως τη ματιά μου απέναντι στην Κας.

Είναι κατηγορηματικός: μόνο από τη Ρόδο.

Κι από κτηνοτροφία τι γίνεται;

Από κτηνοτροφία… έχει καμιά χιλιάδα ζώα το νησί, αλλά κι αυτά θα καταστραφούν διότι εκεί στις ποτίστρες που πίνανε το νερό τους τώρα γίνεται λιμνοδεξαμενή και τις καταστρέφουνε, και μένουν τα ζώα χωρίς νερό.

Και τότε γιατί γίνεται η λιμνοδεξαμενή; Για μας, τους κατοίκους του νησιού γίνεται, και για το στρατό.

Άρα, Τάσο, για να ‘χει φυσική ύδρευση το νησί…

Καταστρέφεται η κτηνοτροφία, με κόβει.

Και πώς γίνεται, ποιος πληρώνει για το νερό και τη μεταφορά του;

Τι ποιος πληρώνει; το Κράτος πληρώνει. Επιδότηση. Η υδροφόρα χρειάζεται πολλά λεφτά για κάθε ταξίδι. Να γεμίσει, να έρθει, ν’ αδειάσει και να ξαναφύγει. Και τ’ ακτοπλοϊκά δρομολόγια, αν θες να ξέρεις, τρία τη βδομάδα πηγαινέλα Ρόδο – Καστελόριζο, επιδοτούμενα είναι, τι νόμιζες; Αφού, έκτος τους καλοκαιρινούς μήνες, άδεια έρχονται άδεια φεύγουν. Και το αεροδρόμιο, η συντήρησή του, και η σύνδεση με Ρόδο, επιδότηση κι αυτά!

Κι από γεωργία;

Ε, αφού δεν έχουμε νερό δεν γίνεται τίποτα, ξεραΐλα.

Κι από αλιεία;

Λίγα πράγματα, ο τόπος μας είναι πολύ μικρός και, καταλαβαίνεις, δεν έχουμε πολλή παραγωγή, και γι αυτό το ψάρι που βγάζουμε το ‘χουμε ακριβό, φτάνει ίσα ίσα για μας εδώ.

Επομένως, από τι ζει κυρίως ο ντόπιος πληθυσμός;

Δέκα υπάλληλοι, δέκα μπακάληδες, δέκα καφετέριες και οι υπόλοιποι συνταξιούχοι του Ογά.

Ξενοδοχεία; δωμάτια;

Λίγα πράγματα, ένα ξενοδοχείο έχουμε, αυτό που μένεις, του δήμου περιουσία είναι και το ‘χει νοικιασμένο σε κάποιον από τη Ρόδο, και οι υπάλληλοι του ξενοδόχου από τη Ρόδο είναι.

Και τι νομίζεις ότι χρειάζεται, Τάσο, για ν’ αναπτυχτεί περισσότερο η κίνηση;

Αυτά… πρέπει να τα φροντίσει η Πολιτεία, οι δημόσιες Αρχές.

Τι παραπάνω να κάνει, δηλαδή, η Πολιτεία;

Αυτά θα σου τα πει ο Δήμαρχος.

Δεν με ωφελεί να συζητώ με δημάρχους, Τάσο, προτιμώ να συζητώ με Τάσους.

Τώρα, φωτογράφε, εγώ δεν μπορώ να σου πω.

Ναι αλλά αν δεν μου πεις εσύ, δεν θα μου πει κανένας.

Να σου πω τότε για το μουσείο, αν θες να ξες, πότε ολοκληρώθηκε και πότε άρχισε να λειτουργεί. Το ογδοντατέσσερα περίπου. Στην αρχή είχε ξεκινήσει ως λαογραφική τέχνη κάποιου ιδιώτη κι ενού φύλακα, του Ηλία Διακάκη. Ο Ηλίας, το λοιπόν, συγκέντρωσε το υλικό σ’ αυτά τα δέκα χρόνια και φτιάξανε τον Προμαχώνα του Κάστρου και τα τοποθετήσανε εκεί. Όλα τα ευρήματα που υπάρχουν σήμερα που επισκέφτηκες το Μουσείο, ο Ηλίας τα ‘χει συγκεντρώσει, με λεφτά από την τσέπη του.

Και κάτι ακόμα, Τάσο, τώρα ποιος σηκώνει τη σημαία στη Ρω;

Ο Στρατός.

Μπα! εγώ έχω ακούσει πως ο γιος της Κυράς…

Ο Στρατός, σου είπα.

“Μεγκίστι οτέλ”. Πέρα από την ξενόγλωσση γραφή και προφορά του το βρίσκω υπέροχο. Καμιά σχέση με τα άχρωμα, άοσμα, έως και πολύ δύσμορφα “οτέλ” που είναι σπαρμένα στα ελληνικά εδάφη για ν’ ασκημίζουν το φυσικό περιβάλλον και ό,τι ωραίο έχει απομείνει από τους παλιούς οικισμούς.

Καλόγουστο το Μεγκίστι οτέλ, διακριτικό, πεντακάθαρο και, κυρίως, πάνω απ το διάφανο νερό του λιμανιού. Πέντε βήματα απ το δωμάτιό σου.

Όταν η συμπαθεστάτη εικοσάχρονη ρεσεψιονίστα διάβασε στην ταυτότητά μου “σκηνοθέτης”, έλαμψε ξαφνικά η φατσούλα της. Αχ, πάντα ήθελα να γίνω ηθοποιός!

Της έδωσα την τετριμμένη πατερναλιστική μου απάντηση: πόσο σημαντικό επάγγελμα είναι, πόσο δύσκολο είναι να βρει κανείς μια μικρή έστω δουλειά χωρίς μεγάλους συμβιβασμούς και πόσο πόνο επιφέρει. Απτόητη. Όπως όλοι και όλες που παθιάστηκαν με την ιδέα να γίνουν μεγάλοι ηθοποιοί. Η μαμά της Σουηδέζα. Ο μπαμπάς της Ρόδιος. Πολιτισμικές ανταλλαγές.

Οικιστικά και πληθυσμιακά το Καστελόριζο, αν εξαιρέσουμε το σύγχρονο όσο και αδιάφορο διπλανό οικισμό Μαντράκι, είναι ουσιαστικά μόνο το λιμάνι. Τα σπίτια της προκυμαίας δηλαδή, που είναι και ό,τι πιο όμορφο έχει απομείνει, συν τρεις τέσσερις σειρές σπιτιών ακόμα πιο πίσω.

Κάποιες θαυμάσιες μαυρόασπρες φωτογραφίες, τραβηγμένες από τον Κ. Χονδρό το τριάντα πέντε, δείχνουν τον οικισμό του Καστελόριζου να καλύπτει όλη τη χερσόνησο του Κάβου και ν’ ανεβαίνει αρκετά ψηλά, κατά την πλαγιά του βουνού.

Το σημερινό Καστελόριζο θα μπορούσα, με καλό φωτισμό, να το εξαντλήσω φωτογραφικά μέσα σε λίγες ώρες. Αλλά όχι. Θα το ψάξω σπιθαμή προς σπιθαμή. Εξ άλλου το αγάπησα κεραυνοβόλα. Από το κατάστρωμα του Ιαλυσός κι όλας. Δεν ξέρω αν μ’ αγάπησε κι αυτό. Θα δείξει.

Η ζέστη είναι αφόρητη αλλά έχω αποφασίσει να φτάσω μέχρι το Παλαιόκαστρο, την αρχαία ακρόπολη της Μεγίστης. Κάτι κοτρόνια, μου ‘παν, είναι, τι πα’ να κάνεις;

Είναι για το γαμώτο. Είναι ένα στοίχημα. Είναι γιατί ο Τάσος, σε αντίθεση με τους άλλους, μού ‘πε, έχει κάτι υπόλοιπα κυκλώπειας τοιχοδομίας που βάζω στοίχημα ότι θα σ’ αρέσουν. Και κάτι λαξευτές δεξαμενές, τι να σου πω! Αλλά να πας αύριο πρωί πρωί, όχι μ’ αυτή τη ζέστη ρε παιδάκι μου!

Έχω αφήσει την άσφαλτο κι έχω πάρει το μονοπάτι που πάει μέχρι πάνω στην κορφή. Κάνα χιλιόμετρο το υπολογίζω. Αλλά, τι χιλιόμετρο!

Είχα και την εξυπνάδα να μη φορέσω κάλτσες, με αποτέλεσμα να χτυπήσει ένα δάχτυλο από το δεξί μου πόδι, να κάνει φουσκάλα και να μ’ έχει τρελάνει στον πόνο.

Κι ούτ’ ένα δέντρο για δείγμα, λίγη σκιά, κι ο ήλιος ντάλα στο δοξαπατρί. Κι ούτε μια κάλτσα. Η μόνη λύση είναι να τυλίξω το δάχτυλό μου με το πανί που καθαρίζω τους φακούς της μηχανής μου. Δεν έχω τίποτ’ άλλο.

Η πρώτη και η μόνη σκιά που συναντώ είναι αυτή που δίνει ο ετοιμόρροπος τοίχος από κάποιο ρημαγμένο ξωκλήσι. Εκατό μέτρα πριν το στόχο.

Από κάτω μου το αεροδρόμιο. Πίσω μου, στην άλλη κορφή, ένα στρατιωτικό φυλάκιο. Αν με δει ο φαντάρος να φωτογραφίζω θα με περάσει για κατάσκοπο των Τούρκων. Αποκλείεται όμως να με δει. Τον διακρίνω αραχτό στη σκιά να λουφάρει. Έχω κάνει φαντάρος και ξέρω τι θα πει λούφα μ’ αυτή τη ζέστη. Ναρκώνεσαι.

Κάτι κατσίκια ανηφορίζουν καταδώ. Ελπίζω να με πλησιάσουν περισσότερο για να τα απαθανατίσω σε κοντινό. Ο Τάσος μού ‘πε, συν τοις άλλοις, πως, ανήκουν βέβαια, αλλά τα ‘χουν χρόνια ξαμολημένα κι έχουν γίνει αγριοκάτσικα. Είναι απλησίαστα. Μόνο με το τουφέκι τα ρίχνεις, λέει.

Μια πράσινη σαύρα σαν λιλιπούτειο ιγκουάνα με περιεργάζεται ακίνητη. Ίσως και να μην έχει ξανασυναντήσει άνθρωπο αλλά ούτε και εγώ έχω ξαναδεί τέτοιο τερατάκι. Αμοιβαία γνωριμία.

Το Παλαιόκαστρο με αποζημίωσε για το χτυπημένο δάχτυλο. Ο Τάσος είχε δίκιο. Και κυρίως για τις δεξαμενές νερού με τα λαξευτά σκαλοπάτια. Κάπου διάβασα ότι έχουν εντοπιστεί ενενήντα εννιά και ότι υπάρχει κι άλλη μια, η εκατοστή, που δεν έχει ανακαλυφτεί ακόμη. Υπομονή.

Λένε γι αυτούς που παίρνουν τα βουνά κι απομονώνονται ότι είναι σαλεμένοι. Δεν το νομίζω. Είναι μια συναρπαστική εμπειρία: Εγώ κι η Φύση, κι εγώ με μένα, τελεία. Άσκηση αυτογνωσίας και αυτοπροσδιορισμού. Αλλά τώρα, τέρμα η υπαρξιακή ενδοσκόπηση, πρέπει να κατηφορίσω κατά την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Κι ο ήλιος είναι ακόμη ψηλά.

Είμαι, επιτέλους, στο Μεγκίστι οτέλ για φυσική ανασυγκρότηση. Όπως και να ‘χει, φτιάγμα της πόλης είμαι. Μια βουτιά στη θάλασσα μπροστά στο ξενοδοχείο και μετά ένα λυτρωτικό ντους. Η ανάσα του ταξιδιώτη. Και μετά μια βόλτα στο κέντρο. Ποιο κέντρο δηλαδή, εδώ δίπλα.

Μετά και την απογευματινή φωτογράφηση, ιδού και ο Τάσος, λες και με περίμενε στο ίδιο, το επιτελικό, τραπεζάκι μου, πάνω από τους κέφαλους και τους αχινούς. Έτσι είναι εδώ. Όλοι συναντούν όλους δέκα φορές τη μέρα.

Κερνάω εγώ, δηλώνει.

Ό,τι πεις!

Το δεκατρία, που λες φωτογράφε, ήμασταν, οι παππούδες μας δηλαδή, οχτώ χιλιάδες νομάτοι. Μετά ήρθε η Μικρασιατική Καταστροφή, μετά ο σεισμός του εικοσιέξι που δεν άφησε τίποτα όρθιο, μετά η γαλλική και μετά η ιταλική Κατοχή πού ‘ταν και χειρότερη απ’ ό,τι λένε οι παλιοί. Άσε ο βομβαρδισμός των Γερμαναράδων και η φωτιά που έβαλαν οι Εγγλέζοι το σαράντα τρία, τι να σου πω!

Κύματα κύματα η μετανάστευση. Τι να σου κάνουν οι ανθρώποι; Ο τόπος μας ρήμαξε. Ξέρεις πού είναι οι πιο πολλοί Καστελοριζιοί; Στην Αυστραλία είναι. Εκεί, με τα παιδιά που γέννησαν στο αναμεταξύ, είναι πενήντα χιλιάδες νομάτοι και μεις εδώ, μαζί με τις Αρχές, ούτε τρακόσοι δεν είμαστε. Το καλοκαίρι, βέβαια, έχουμε πιάσει και χίλιοι διακόσοι τον αριθμό με σας τους τουρίστες.

Να και η Εύα με το καρφωμένο χαμόγελο ευτυχίας, και τον καρφωμένο σύζυγο πλάι της.

Σιτ ντάουν!

Κάθισαν μαζί μας χωρίς περιττές ευγένειες. Είναι πιο ευτυχισμένη απ’ όσο στο κατάστρωμα του Ιαλυσός διότι βρήκε επιτέλους κάποιους συγγενείς της εδώ στο νησί.

Εδώ που τα λέμε δεν είναι και λίγο. Μαζί της ευτυχισμένος είναι και ο λευκορωσικής καταγωγής αυτοδύτης, κι απ’ ό,τι μας δήλωσε η Εύα, σκοπεύουν ν’ αγοράσουν ένα σπιτάκι εδώ.

Και ο καρσιλαμάς;

Αλλά δεν τη ρωτώ μεγαλόφωνα για να μη χαλάσω τ’ όνειρο.

Ο Τζώρτζ, ο αυτοδύτης, έχει εντυπωσιαστεί με τα λίγα που ‘χει ακούσει για την κυρία Δέσποινα Αχλαδιώτη, την Κυρά της Ρω, και με την ευκαιρία του λαλίστατου Τάσου απέναντί του θέλει να μάθει περισσότερα. Το ίδιο και εγώ.

Η Ρω είναι μια ακόμη πέτρα απ αυτές που επέταξεν ο Θεός εδώ, λέει ο Τάσος. Ενάμισι τετραγωνικό χιλιόμετρο το πολύ. Καμπόση πρασινάδα φυτρώνει, καλή για τα ζωντανά, δυο σπιτάκια έχει, ένα εκκλησάκι κι ένα πηγάδι με βρόχινο. Στο Δήμο Μεγίστης ανήκει κατά κυριότητα και την εκμισθώνει με πλειστηριασμό κάθε τέσσερα χρόνια για βοσκοτόπι.

Η κυρα-Δέσποινα Αχλαδιώτη με τον άντρα της τον κυρ-Κώστα την έπαιρναν τη Ρω από το εικοσιεφτά συνεχώς και ζούσαν εκεί οι δυο τους. Και με τη μάνα της, βέβαια, που ‘ταν τυφλή. Μετά, της πέθαναν κι οι δυο κι έμεινε μόνη στο νησί. Αυτή, τα ζωντανά της, και η σημαία βέβαια. Ερχόταν μόνο κάπου κάπου στο Καστελόριζο με τη βάρκα της, η ίδια στο κουπί, για ψώνια ή για γιατρό.

Όταν κάποτε άδειασε το Καστελόριζο κατά διαταγή των Άγγλων, αυτή είπε εγώ θα μείνω εδώ, στη Ρω, δεν πάω πουθενά. Τι θ’ απογίνουν τα ζωντανά μου και ποιος θα σηκώνει τη σημαία άμα φύγω κι εγώ; Και έμεινε. Λεοντόκαρδη, σου λέω.

Άσε που βοήθησε πολλές φορές και τον Ιερό Λόχο, ξέρεις, την Αντίσταση! Γι αυτό την τίμησαν όλοι. Και η Ακαδημία, και η Βουλή, και το Ναυτικό και… κάτσε να δεις, και η Εθνική Τράπεζα. Όλοι. Σαράντα χρόνια ανέβαζε τη σημαία ψηλά και τη χαιρετούσαν τα καράβια μας όταν περνούσαν. Γερή γυναίκα! Πέθανε το ογδόντα δύο τιμημένη.

Κατόπιν τούτου, ο Τζωρτζ, ο αυτοδύτης, ρώτησε μέσω της Εύας τον Τάσο αν πουλιέται κάποιο απ τα δυο σπιτάκια στη Ρω κι αν τα νερά της είναι βαθιά. Η συνέντευξη του Τάσου σε μένα είχε τελειώσει.

Για περισσότερες φωτογραφίες:

Φωτογραφίες Ταξιδιών | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν 

Αφήστε μια απάντηση