Η «Σεροτονίνη» του Μισέλ Ουελμπέκ: γράφει ο Γιώργος Καράμπελας

Η «Σεροτονίνη» του Μισέλ Ουελμπέκ: γράφει ο Γιώργος Καράμπελας
ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ, ΜΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Επιμέλεια: Μαρία Σφυρόερα

Ένα άγχος πλανιέται πάνω σου (υποθέτω όχι μόνο πάνω μου, δεν μπορώ όμως να είμαι και σίγουρος…) όταν πιάνεις να μεταφράσεις έναν συγγραφέα που έχεις διαβάσει εκτενώς: ίσως φανεί κοινότοπο, ίσως να θεωρεί κανείς αυτονόητο ότι ένας μεταφραστής αυτό κάνει, μεταφράζει συγγραφείς που έχει διαβάσει εκτενώς, αλλά χρήσιμο θα ήταν να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή ότι οι περισσότεροι (ή, έστω, πολλοί) επαγγελματίες μεταφραστές δεν έχουν την τύχη να είναι οι μεταφραστές των αγαπημένων τους συγγραφέων – κυρίως καταπιάνονται με βιβλία που δεν τα γνωρίζουν πριν τα πιάσουν, και με τα οποία η γνωριμία μπορεί, ιδεατά χωρίς επίδραση στο αποτέλεσμα της δουλειάς τους, να είναι μια εμπειρία ευχάριστη (έως συγκλονιστική), δυσάρεστη (έως ενοχλητική) ή απλώς αδιάφορη.

Εν προκειμένω, πάντως, δεν εννοώ μόνο το άγχος για το αν η δική σου μετάφραση θα σταθεί στο ύψος των μεταφράσεων άλλων βιβλίων του ίδιου συγγραφέα – υπάρχει και αυτό, φυσικά, αλλά δεν νομίζω ότι είναι το κύριο. Ακόμα κι αν τον συγγραφέα τον έχεις διαβάσει αποκλειστικά στη γλώσσα του, όπως συνέβη στη δική μου περίπτωση με τον Ουελμπέκ, το άγχος καλά κρατεί: τον έχεις «ακούσει» με έναν συγκεκριμένο τρόπο διαβάζοντάς τον, και θα ήθελες αυτό ακριβώς το άκουσμα να περάσεις στη μετάφρασή σου, κατά βάση για να μεταφέρεις και σε άλλους αναγνώστες την προτίμησή σου, να τους εντάξεις κι αυτούς στη χορεία των φανατικών αναγνωστών του συγγραφέα σου. Αλίμονο, όμως, οι κοινοτοπίες έχουν μερικές φορές συντριπτική ισχύ: άλλο θα πει διαβάζω και άλλο μεταφράζω. Είναι η διαφορά της γλώσσας, είναι η διαφορά του ακούσματος μέσα και της απόδοσης έξω, είναι η διαφορά των εποχών –εποχής της ανάγνωσης και εποχής της μετάφρασης–, είναι από τόσες απόψεις τέτοια η απόσταση μεταξύ των δύο που δεν μειώνεται ποτέ, το ίδιο επομένως και το άγχος, γιατί η θέληση να τη μειώσεις δεν σε εγκαταλείπει, και ίσως μετάφραση θα πει (και) αυτό: να μπορείς, όσο γίνεται, να διαχειρίζεσαι αυτό το άγχος, να μην του γίνεσαι βορά, προπάντων να τηρείς τις αποστάσεις και, μάλιστα, να μαθαίνεις με τα χρόνια να τις τηρείς ολοένα καλύτερα.

Η Σεροτονίνη είναι λοιπόν το πρώτο βιβλίο του Ουελμπέκ που μεταφράζω (ας πούμε ότι το έδαφος το προλείανε κάπως η συμμετοχή μου στην επιμέλεια της μετάφρασης του προηγούμενου βιβλίου του, της Υποταγής). Έχει επίσης την ιδιαιτερότητα ότι, για μένα τουλάχιστον, είναι σαν να επιστρέφει με αυτό ο συγγραφέας του στο πρώτο του, την Επέκταση του πεδίου της πάλης: εσωστρεφές, νωχελικό, καταγράφει χωρίς τις διαφυγές της περιπετειώδους ίντριγκας, του φιλοσοφικού ή φιλολογικού στοχασμού, ή της πολιτικής ή επιστημονικής φαντασίας τη βουβή παρακμή και πτώση του δυτικού ανθρώπου (του δυτικού άνδρα, ακριβέστερα), από την αλλοτριωμένη εργασιακή ζωή στη συναισθηματική αναπηρία και τελικά στην πλήρη εξάρτησή του από τις μεταπτώσεις της βιοχημείας. Και όσο πιο συμπυκνωμένα γράφει ο Ουελμπέκ, όσο πιο πεισματικά στερεί από τον εαυτό του και από το κοινό την «άπλα» της μυθοπλαστικής του δεινότητας και επινοητικότητας, το χάρισμά του στο στήσιμο της πλοκής, τόσο πιο δύσκολο σου κάνει να συντονίσεις την ανάγνωση με τη μετάφρασή του, κόβοντάς σου τις γέφυρες, τρόπον τινά.

Στη Σεροτονίνη, η εξέλιξη του δράματος φέρεται ίσως περισσότερο απ’ ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο βιβλίο του Ουελμπέκ από τα εμπορευματοποιημένα αντικείμενα, έμψυχα ή άψυχα, από αυτή τη «λυρική ποίηση του σουπερμάρκετ» (όπως την έχουν ονομάσει) στην οποία ο συγγραφέας επιδίδεται εδώ με σχεδόν απενοχοποιημένο πάθος, κλείνοντας διαρκώς το μάτι στην πηγή της έμπνευσής του, τον Μπωντλαίρ. Ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος δεν μπορεί να δραπετεύσει από αυτό το σύμπαν των «νεκρών συμβόλων», των πραγμάτων προς κατανάλωση: ανθρώπων, τροφίμων, συσκευών, ουσιών. Μπορεί μόνο να βυθίζεται ολοένα περισσότερο μέσα του, παρακολουθώντας εξ αποστάσεως τις απελπισμένες απόπειρες των γύρω του να σπάσουν αυτόν τον κλοιό με την τετριμμένη κοινωνικότητα ή, πιο ριζικά, με την εκούσια απομόνωση και την άλογη βία – απόπειρες τις οποίες επιχειρεί να μιμηθεί αδιακρίτως και ο ίδιος, με παταγώδη αποτυχία. Για να μην είναι όμως παταγώδης και η αποτυχία της μετάφρασης στην απόδοση αυτού του λογοτεχνικού ήρωα, ο παγωμένος κόσμος του δεν πρέπει να προδοθεί, καθώς αυτός ακριβώς μέλλει να αποτελέσει το γεφύρωμα, το «αντί της πλοκής» που θα δώσει σάρκα και οστά στην αναγνωστική εμπειρία. Αρκεί να προσθέσω ότι χωρίς την επιμελήτρια της μετάφρασης, τη Δώρα Καραφύλλη, το ακραία φετιχιστικό σύμπαν του Ουελμπέκ σίγουρα θα ήταν πολύ φτωχότερο στα ελληνικά απ’ ό,τι στο πρωτότυπο.

Ακόμα όμως και στο πιο πηχτό σκοτάδι, σιγοκαίει ένα φως – και χάρη σε αυτό αναπνέουμε τελικά όλοι οι εμπλεκόμενοι στη Σεροτονίνη, αναγνώστες, μεταφραστές, επιμελητές, μέχρι και ο ίδιος ο συγγραφέας. Ο τελευταίος λόγος είναι δικός του:

Υπάρχουν ορισμένες ζώνες του ανθρώπινου ψυχισμού που παραμένουν άγνωστες, επειδή έχουν εξερευνηθεί ελάχιστα, επειδή ευτυχώς είναι λίγοι εκείνοι που βρέθηκαν αναγκασμένοι να τις εξερευνήσουν, και όσοι το έκαναν δεν διατήρησαν κατά κανόνα αρκετά τα λογικά τους για να δώσουν μια αποδεκτή περιγραφή τους. Οι ζώνες αυτές δεν μπορούν να προσεγγιστούν παρά μόνο με τη χρήση παράδοξων, ακόμα και παράλογων διατυπώσεων, από τις οποίες η έκφραση να ελπίζεις πέραν κάθε ελπίδας είναι η μόνη που μου έρχεται στ’ αλήθεια κατά νου. Δεν είναι σαν τη νύχτα, είναι πολύ χειρότερα• και μολονότι προσωπικά δεν είχα την τύχη να ζήσω αυτή την εμπειρία, έχω την εντύπωση πως ακόμα κι όταν βυθίζεσαι στην αληθινή νύχτα, την πολική νύχτα, αυτή που κρατά έξι μήνες συνεχόμενα, παραμένει η έννοια ή η ανάμνηση του ήλιου. Εγώ είχα μπει σε μια νύχτα χωρίς τέλος, ωστόσο παρέμενε βαθιά μέσα μου κάτι, πολύ λιγότερο από ελπίδα, ας πούμε μια αβεβαιότητα. Θα μπορούσαμε εξίσου να πούμε πως ακόμα κι όταν κανείς έχει χάσει προσωπικά το παιχνίδι, όταν έχει παίξει το τελευταίο του χαρτί, παραμένει σε κάποιους –όχι σε όλους, όχι σε όλους– η ιδέα πως κάτι στον ουρανό θ’ αναλάβει ξανά δράση, θ’ αποφασίσει αυθαίρετα να κάνει μια νέα μοιρασιά, να ξαναρίξει τα ζάρια, και τούτο ακόμα κι όταν δεν έχει νιώσει ποτέ κανείς, σε καμία στιγμή της ζωής του, ούτε την παρέμβαση ούτε καν την παρουσία οποιασδήποτε θεότητας, ακόμα κι όταν έχει επίγνωση πως δεν αξίζει ιδιαιτέρως την παρέμβαση μιας ευμενούς θεότητας, ακόμα κι όταν αντιλαμβάνεται, βλέποντας τη συσσώρευση λαθών και αμαρτιών που αποτελεί τη ζωή του, πως το αξίζει λιγότερο απ’ τον καθένα.

Γιώργος Καράμπελας

Το μυθιστόρημα του Μισέλ Ουελμπέκ Σεροτονίνη κυκλοφορεί, σε μετάφραση του Γιώργου Καράμπελα, από το Βιβλιοπωλείον της Εστίας (σελ.:318, τιμή: €17,00).

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

Ο Μισέλ Ουελμπέκ, ο πλέον εμβληματικός συγγραφέας του σύγχρονου δυτικού κόσμου, γεννήθηκε το 1958 στο νησί Ρεϋνιόν, άλλοτε γαλλική αποικία στον Ινδικό Ωκεανό. Ποιητής και δοκιμιογράφος καταρχάς, ο Ουελμπέκ πρωτοδημοσιεύει ποιήματά του το 1985. Εμφανίζεται στο χώρο του μυθιστορήματος το 1994. Έκτοτε γίνεται παγκοσμίως γνωστός, τα βιβλία του τυπώνονται σε υψηλότατα τιράζ ανά τον κόσμο και αποσπά σημαντικά γαλλικά και διεθνή βραβεία (μεταξύ των οποίων το Βραβείο Interallié, το International Impac Dublin Literary Award και τη σημαντικότερη γαλλική διάκριση για τη λογοτεχνία, το Βραβείο Goncourt).
Τον Ιούνιο του 1998 ο υπουργός Πολιτισμού της Γαλλίας τού απονέμει το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων. Το 2019 τιμάται με την ανώτατη διάκριση της Γαλλικής Δημοκρατίας (Légion d’Honneur).
Τα βιβλία του κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις της Εστίας.

Ο ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΣ

Ο Γιώργος Καράμπελας γεννήθηκε στην Πάτρα το 1978. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και φιλοσοφία στην Αθήνα. Μεταφράζει επαγγελματικά από το 2002 δοκίμια ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, φιλοσοφία και λογοτεχνία.

www.ert.gr

Μαρία Σφυρόερα