«Φοβού τους Έρωτας και δώρα φέροντας»: γράφει η Κωνσταντίνα Σ. Λιβιεράτου

«Φοβού τους Έρωτας και δώρα φέροντας»: γράφει η Κωνσταντίνα Σ. Λιβιεράτου
ΜΙΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ, ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ
Επιμέλεια: Μαρία Σφυρόερα

Μία νουβέλα, έξι διηγήματα και μία επιστολή.

Ιστορίες σημερινές, περασμένες, του 1780, του μέλλοντος.
Πραγματικές, ονειρικές, σουρεαλιστικές.
Στην Αθήνα, στο Παρίσι, στον απόηχο της Νέας Υόρκης.
Ιστορίες με απώλειες και ερημιά.
Ιστορίες για τα καμώματα του Έρωτα, τις μεταμφιέσεις, τα ψέματα, τα φαρμακερά βέλη του…

Στο εξώφυλλο του βιβλίου, ο θεός Έρωτας, πανέμορφος, γυμνός νέος –όχι παιδί– έχει ξεδιπλώσει τα μεγάλα πολύχρωμα φτερά του και κρατάει στο χέρι τα βέλη του που μοιάζουν να στάζουν αίμα(;)… Είναι ανίκητος ο θεός αυτός της χαράς, της ηδονής και της οδύνης;
Είναι μήπως δειλός πράκτορας του Δία και του Θανάτου;
Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα που διαπερνά όλες τις ιστορίες του βιβλίου – ή τουλάχιστον ένα από τα ερωτήματα…

Στην πρώτη νουβέλα, μια γυναίκα μιλάει στη φωτογραφία του νεκρού πατέρα της κι αυτός της απαντάει. Πρώτη φορά, μετά από είκοσι χρόνια που έφυγε (!). Του λέει όσα δεν μπόρεσε ποτέ να πει σ’ έναν ζωντανό πατέρα. Για τον πόνο της αγάπης, της ματαίωσης, της εγκατάλειψης, της μοναξιάς. Χωρίς όμως πια να φοβάται… Με μια γλώσσα τολμηρή, αυθάδικη, βλάσφημη, χιουμοριστική.

Στις άλλες ιστορίες, ο φόβος του θανάτου υπάρχει πάντα στις σκιές, πλανιέται παντού μαζί με τη ζωή, αγκαλιά με την ακόρεστη λαχτάρα για ζωή και έρωτα. Όμως οι άνδρες κι οι γυναίκες των ιστοριών αυτών, τον κοιτάνε κατάματα, τον παλεύουν, του τρίζουν τα δόντια, του βγάζουν τη γλώσσα…

Για μένα, και πολλούς άλλους πιστεύω, ο έρωτας είναι όπως το νερό, ο αέρας, η τροφή. Αγαθό αναγκαίο και αναντικατάστατο. Μπορούμε να επιβιώσουμε χωρίς αυτό. Μπορούμε όμως να ζήσουμε τη χαρά, τη μουσική της ζωής, χωρίς έρωτα, χωρίς αγάπη, χωρίς συντροφικότητα; Κι επειδή, αυτό που χρειάζεσαι περισσότερο, α υ τ ό φοβάσαι μην χάσεις… Αυτό που για σένα είναι το πιο πολύτιμο φοβάσαι μην σου το κλέψει ο Διάβολος ή ο Θάνατος ή κι η ίδια η ζωή… Σ’ αυτό ακριβώς είσαι ευάλωτος, αδύναμος, ανεπαρκής… Κι αν πέσεις κάτω, τότε τα όρνια θα κάνουν κύκλους από πάνω σου απειλητικούς.
Κι αν δεν σηκωθείς, σε περιμένει ο Αχέροντας.
Κι ο βαρκάρης θα ’ναι… ο φτερωτός Θεός – προς έκπληξη όλων.

Ναι, πράγματι οι έρωτες μάς πάνε στον έβδομο ουρανό, μπορούν όμως και το αντίθετο.
Είναι ευλογία ή κατάρα; Εγώ θα έλεγα ότι αν απαντήσουμε αυτό το ερώτημα, θα έχουμε απαντήσει και στο τι είναι η ζωή.

Κωνσταντίνα Σ. Λιβιεράτου.

Το βιβλίο της Κωνσταντίνας Σ. Λιβιεράτου Φοβού τους Έρωτας και δώρα φέροντας κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κέδρος (σελ.: 128, τιμή: €9,90).

Σχεδιασμός εξωφύλλου:Ξένια Τρύφων

Το ντουλάπι

Άνοιξα το ντουλάπι. Αθόρυβα. Το αλάτι παγωμένο σαν χιόνι. Το πιπέρι δίπλα του σε λήθαργο, σαν να ονειρευόταν τις μέρες που ήταν φλόγα. Τις μέρες που πέρασαν.
Άγγιξα το θυμάρι, δεν σάλεψε. Έδειχνε λυπημένο. Μύρισα την κανέλα και ρίγησε. Πόσο καιρό είχε να αγγίξει τη μηλόπιτά σου; Σου άρεσε αυτή η γαλλική μηλόπιτα που έκανα το Σάββατο. Την απολάμβανες με μεγάλες μπουκιές. Όπως κι εμένα. Με καταβρόχθιζες με γρήγορες χορταστικές μπουκιές, όλο σάλιο και βογκητά ευχαρίστησης.
Κοίταξα τα μακαρόνια, πόσο ορφανά χωρίς το στόμα σου! Περήφανος και σιωπηλός παραδίπλα στεκόταν ο καφές σου. Ποτέ άρωμα τόσο ακριβό και πολύτιμο δεν είχε μείνει στο ράφι. Στα αζήτητα. Γιατί αρνείσαι τέτοιον καφέ;
Το φλιτζάνι σου δεν το ξανάγγιξα. Άλλα χείλη δεν το πλησίασαν από τότε που έφυγες. Ούτε κι εμένα.
Μην φανταστείς ότι δεν πίνω, ότι δεν τρώω. Απλά το αλάτι δεν πέφτει, το πιπέρι δεν καίει, το θυμάρι δεν δίνει άρωμα, η κανέλα δεν συνεργάζεται. Ο καφές δεν είναι πια ο ίδιος.
Η γεύση μου δεν είναι πια αυτή που ήταν.
Τρώω και δεν χορταίνω. Πίνω και δεν ξεδιψάω.
Έμπαινες στο σπίτι κι έλεγες «τι ωραία που μυρίζει ο καφές!» κι ήταν σαν να ’λεγες «τι ωραία που μυρίζεις!» – ποτέ δεν το ’πες. Σηκωνόσουν από το κρεβάτι κι έλεγες «θα ‘θελα ένα κομμάτι μηλόπιτα ακόμα» κι ήταν σαν να ’λεγες «θα ’θελα λίγο ακόμα από σένα» – ποτέ δεν το ’πες.
Έλεγες «θα μου βάλεις λίγο καφέ ακόμα;» – κι ήταν σαν να ’λεγες «θα μου δώσεις ένα φιλί ακόμα;» – ποτέ δεν το ’πες. Πολλά έλεγες. Για την κοινωνία, την πολιτική, τη μουσική, το ροκ, την τζαζ, το ρεμπέτικο, το χασίς, το σεξ – ποτέ για τον έρωτα. Πολλά έλεγες για σένα –παιδί, μαθητή, φοιτητή, εργαζόμενο– ποτέ για το βαθύ και σκοτεινό σου τραύμα. Αυτό που σ’ έκανε αγρίμι σε κυνηγάει όλη σου τη ζωή, σε πνίγει σαν οργή, σε απειλεί σαν πανικός, σε διαλύει σαν τρόμος. Αυτό που σ’ έκανε μισογύνη και μισάνθρωπο.
Αυτό που δεν επέτρεψε στο άρρωστο παιδί να γίνει καλά και να μεγαλώσει. Αυτό που άγγιξε κάτι παλιό και σκοτεινό μέσα μου και το ’λιωσε. Σαν πόνος, σαν μνήμη, σαν απέραντη συγκίνηση.
Έκλεισα το ντουλάπι. Αθόρυβα. Σαν πόρτα σε κοιμητήριο.
Κάθισα. Απέναντί σου. Απέναντι στην πολυθρόνα σου
Ψιθύρισα το όνομά σου. Χωρίς φωνή.
Ξέρω ότι μ’ άκουσες.

Η Κωνσταντίνα Σ. Λιβιεράτου γεννήθηκε στην Αθήνα και έζησε αρκετά χρόνια στο Παρίσι. Σπούδασε δημοσιογραφία και ξένες γλώσσες.
Εργάστηκε σε εφημερίδες και περιοδικά, και στη συνέχεια, επί είκοσι συναπτά έτη, στον χώρο της διαφήμισης ως κειμενογράφος.
Έχει γράψει διηγήματα, σενάρια και θεατρικά έργα.
Η απαγωγή του μνηστήρος, το πρώτο βιβλίο της, εκδόθηκε από τον Κέδρο το 2018.

www.ert.gr

Μαρία Σφυρόερα