Από τα Φάρσαλα στο Βόλο… | Ιούλιος 1890

  • Του ΓΚΑΣΤΟΝ ΝΤΕΣΑΝ*

ΔΕΝ ΘΑ ΣΑΣ ΜΙΛΗΣΩ καθόλου για τη μάχη των Φαρσάλων.1 Θα ηταν ριψοκίνδυνο εγχείρημα, και δεν έχω τίποτα να προσθέσω στις αφηγήσεις των ιστορικών που την έχουν ήδη διηγηθεί. Δεν θα σας περιγράψω τον τόπο όπου ο Λουκανός2 συσσώρευσε, προς μεγάλη απελπισία του Μπουαλώ,3 εκατό παραπονιάρικα βουνά από νεκρούς κι ετοιμοθάνατους.

Οι σοφοί δεν συμφωνούν σχετικά με την τοποθεσία αυτής της μεγάλης μάχης. Δεν θα τολμούσα να σας περιγράψω λεπτομερώς και ματαίως τα γεγονότα στο πεδίο της μάχης, που δεν έπαιξαν παρά δευτερεύοντα ρόλο στους στρατηγικούς συνδυασμούς του Καίσαρα και του Πομπηίου. Θέλω να αποφύγω εκ των προτέρων ατήν τη δυσάρεστη αποτυχία.

Οι πρόσφατες στατιστικές αποδίδουν στα Φάρσαλα 2.500 κατοίκους, από τους οποίους οι 1.000 είναι Τούρκοι. Είναι μια μικρή κωμόπολη με αρκετά μουντή εμφάνιση, χτισμένη πάνω σε φαλακρούς λόφους. Οι δρόμοι είναι φιδογυριστοί, στενοί, στρωμένοι με μυτερά χαλίκια που πληγώνουν τα πόδια, πλαισιωμένοι, δεξιά και αριστερά, από καταστήματα των οποίων τα πρόστεγα είναι σηκωμένα και σχηματίζουν σαν ένα θόλο από σανίδες, από όπου το φως πέφτει σε χρυσά βέλη. Το παζάρι είναι κάπως γραφικό· τα δέματα με τα σχοινιά, τα μαντίλια με τα φανταχτερά χρώματα, όλη η πραμάτεια των ελληνικών μπακάλικων έχει αντικαταστήσει τα παρδαλά τουρκικά μπιχλιμπίδια. Ένας πωλητής χαλβά (γλυκό που αρέεσει πολύ στους Ανατολίτες) λαγοκοιμάτι πίω από ταψιά όπου ξυνίζουν τα γλυκά του, καθώς τα τρώνε οι μύγες. Κόσμος πηγαινοέρχεται χωρίς να βιάζεται, κουβεντιάζοντας ήσυχα, χωρίς φούρια και άγχος. Οι περισσότεροι φορούν την ελληνική φορεσιά, φουστανέλα και κνημίδες που συνοδεύονται, όταν έχει ζέστη, από ένα μεγάλο ψάθινο καπέλο. Συναντώ όμως και το άσπρο φέσι και το πανωφόρι με τα μαύρα σιρίτια που φορούν οι ορεινοί της Αλβανίας, βλέπω μπέηδες με ροζ γιλέκο, με βράκες και καφτάνι στο χρώμα της ρεζεντά, ιμάμηδες με πράσινο σαρίκι· σ’ αυτή την ποικιλία προσθέστε και μερικά “κοστούμια” που ήρθαν κατευθείαν από τα καταστήματα έτοιμων ενδυμάτων της Αθήνας, το λευκό κασκέτο ενός τσιφλικά των περιχώρων, τη σκούρα στολή των Ελλήνων χωροφυλάκων, το κόκκινο φέσι και τη μαύρη ρεντιγκότα κάποιων αφεντάδων, και θα έχετε μια λίγο-πολύ ολοκληρωμένη ιδέα για τους δρόμους των Φαρσάλων. Οι μιναρέδες υψώνουν ακόμα τη λεπτή ασπρη μύτη τους πάνω από τα ερείπια, πλάι στα νεκροταφεία όπου τα αγριόχορτα προσπαθούν να σκεπάσουν τα εγκαταλειμμένα ετοιμόρροπα πέτρινα σαρίκια.4 Ένα μόνο απ’ αυτά τα τζαμιά είναι ανοιχτό στους πιστούς· ακούγονται ακόμα οι μονότονοι ψαλμοί του χότζα, το σούρσιμο των γυμνών ποδιών στις αχυρένιες ψάθες και το μουρμουρητό τη αραβικής γλώσσας. Τα άλλα είναι άδεια, κατεστραμμένα και βρόμικα. Τη μέρα όπου οι παλιοί αυτοί τοίχοι, οι γεμάτοι αρχαία μάρμαρα, θα πέσουν εντελώς, θα έχουμε μια ωραία συγκομιδή ελληνικών επιγραφών. Ποσεκτικές ανασκαφές θα μπορούσαν να φέρουν σο φως πολύ ενιαφέροντα έργα τέχνης. Ο κ. Εζέ5 βρήκε στα Φάρσαλα το όμορφο αρχαϊκό ανάγλυφο, γνωστό με το όνομα “Η άνθιση του λουλουδιού”. Τον Μάιο του 1887, ο κ. Γουσταύος Φουζέρ,6 μέλος της Γαλλικής Σχολής των Αθηνών, βρήκε επίσης στα Φάρσαλα, στο πλακόστρωτο ενός άδειου τζαμιού, ένα ενδιαφέρον αναθηματικό ανάγλυφο.

Αποτέλεσμα εικόνας για Φάρσαλα, 1890

Φάρσαλα

Οι Τούρκοι και οι Έλληνες συνεννοούνται μια χαρά εδώ. Στα χρόνια που ακολούθησαν την προσάρτηση, οι Φαρσαλιώτες πήραν για δήμαρχο έναν μουσουλμάνο, τον Χουσεϊν μπέη. Οι Τούρκοι των Φαρσάλων μιλούν ελληνικά καλύτερα από τη μητρική τους γλώσσα. Στον κάμπο, λίγες ώρες από δω, υπάρχουν χωριά εντελώς τουρκικά. Αλλά αυτό δεν είναι η μοναδική εξαίρεση. Τεράστιες εκτάσεις εγκαταλείφθηκαν από τους παλιούς κατοίκους. Παρ’ όλα αυτά οι άνθρωποι που γνωρίζω δεν αντιλαμβάνονται καθόλου τις δυσκολίες που άλλαξαν τις καλές σχέσεις Υψηλής Πύλης και ελληνικής κυβέρνησης. Σ’ ένα καφενείο, είδα τον παπά και τον μουφτή7 καθισμένους στο ίδιο τραπέζι, να παίζουν χαρτιά· φαίνονταν τελείως αδιάφοροι για τα φυλετικά μίση και τους θρησκευτικούς ανταγωνισμούς που περιπλέκουν το Ανατολικό ζήτημα.

***

Τα περίχωρα των Φαρσάλων είναι λίγο πιο πυκνοκατοικημένα και λιγότερο άγονα από την πεδιάδα του Δομοκού. Οι φυτείες καπνού προσθέτουν λίγο πράσινο στους χαμηλούς λοφίσκους. Όμως τα χωριουδάκια, ελληνικά ή τουρκικά, που συναντάμε στον δρόμο μας, είναι πανάθλια. Στο Κιοπεκλί,8 ο μιναρές είναι σωριασμένος σε ερείπια πλάι σε μια ορθόδοξη εκκλησία που χτίζεται· αυτή η αντίθεση, που την συναντάς τυχαία στη στροφή του δρόμου, μου έκανε ζωηρή εντύπωση: είναι μια από τις όψεις του Ανατολικού ζητήματος, που έγινε ορατή με μια ξαφνική διαφορά. Δυο Τουρκάλες πλένουν ασπρόρουχα σε μια πηγή. Σκεπάζουν γρήγορα το πρόσωπό τους καθώς πλησιάζουμε. Ένας γέρος Τούρκος φορτώνει άχυρο σε ένα κάρο. Τι συμβαίνει μέσα σ’ αυτά τα μυστηριώδη, σιωπηλά κεφάλια; Αυτοί οι άνθρωποι υποφέρουν πραγματικά από την απότομη αλλαγή της τύχης που υπέταξε τους άλλοτε κατακτητές στη διοίκηση των Ελλήνων νομαρχών; Ή, πάλι, δέχονται χωρίς πικρία, με μια εγκαρτέρηση απαλλαγμένη από πόνο, αυτή την ταπεινωτική ζωή στη χαμένη επαρχία, όπου δεν ακτινοβολεί πια το μισοφέγγαρο της ορδής;

Το τρένο που περνάει από τα Φάρσαλα καθώς έρχεται από τα Τρίκαλα μας οδηγεί στο Βόλο σε λίγες ώρες. Ό,τι και να λένε οι αντίπαλοι, πολιτικοί ή άλλοι, για τους θεσσαλικούς σιδηροδρόμους, νιώθει κανείς ωραία όταν αφήνει τους αγωγιάτες, τα μουλάρια τουςς και τα δήθεν άλογά τους για ένα αναπαυτικό βαγόνι. Επιπλέον, απ’ τη στιγμή που επιστρέφουμε στον πολιτισμο, είμαστε σίγουροι ότι α ακούσουμε να μιλούν γαλλικά. Δυο Έλληνες μηχανικοί συζητούν δίπλα μου με την πιο καθαρή παριζιάνικη προφορά. Ο ένας έχει μια ολόκληρη συλλογή εφημερίδων και μου την προσφέρει με πολλή ευγένεια.

Βόλος

Ο Βόλος είναι μια ολοκαίνουργια πόλη. Εδώ πρέπει να κάνω πάνω-κάτω τις ίδιες παρατηρήσεις που έκανα και στη Λαμία. Ορισμένες πόλεις στην Ελλάδα λες και έχουν ξεφυτρώσει από το έδαφος· και, μπροστά σ’ αυτήν τη γρήγορη ανάπτυξη, δυσκολεύεσαι να πιστέψεις τις μαρτυρίες των πρόσφατων ταξιδιωτών. Όταν ο κ. Μεζιέρ επισκέφτηκε το Πήλιο, ο Βόλος ήταν τουρκικό φρούριο. Αργότερα, ο κ. Ντε Βογκυέ δεν βρήκε παρά μια χαριτωμένη προβλήτα, που φυλάγεται ζηλότυπα από την οθωμανική ακρόπολη. Από την προσάρτηση και μετά, οι κάτοικοι χτίζουν όπου βρουν. Κατά μήκος της προκυμαίας, τα σπίτια διατάσσονται λευκά, κανονικά και καθαρά. Οπουδήποτε αλλού αυτό θα ήταν οικτρά κοινότοπο. Αλλά όταν σκέφτεσαι πόσο θλιβερά είναι ορισμένα τουρκικά χωριά, βρίσκεις σ’ αυτά τα χοντροκομμένα κτίρια μια χαρούμενη, ζωηρή όψη που σ’ ευχαριστεί να την βλέπις. Ο όρμος είναι μεγάλος και κλειστός· μοιάζει περιφραγμένος, σαν λίμνη, από έναν κύκλο βουνών. Οι βάρκες χορεύουν στο κύμα. Ένα μικρό ελληνικό πολεμικό πλοίο λικνίζεται πάνω στις άγκυρές του, ολοκαίνουργιο κι αυτό, και περήφανο και ικανοποιημένο, με τη γαλανόλευκη σημαία του. Δύσκολα θα το έλεγε κανείς καράβι· μοιάζει περισσότερο με παιχνιδάκι! Όλα είναι έτσι σ’ αυτή τη μικρογραφία βασιλείου. Όλα μοιάζουν μικρά, παιδιάστικα, σαν να γεννιούνται τώρα. Αλλά σ’ αυτήν τη μινιατούρα υπάρχει πολλή ευγένεια και λεπτή χάρη, πολλή ζωή και πίστη στο μέλλον. Αυτή η αναγέννηση καμιά φορά μοιάζει με αρχή. Το να παρακολουθείς, στον κουρασμένο αιώνα μας, τη διαπαιδαγώγηση ενός λαού, την ανάπτυξη ενός έθνους, είναι θέαμα αρκετά σπάνιο· υποκύπτεις στον πειρασμό να καθυστερήσεις και να το απολαύσεις ολοκληρωτικά.

Οι φαρδιοί δρόμοι του Βόλου μοιάζουν με τους δρόμους της Αθήνας. Η επαρχία προσπαθεί φανερά να αντιγράψει την πρωτεύουσα. Σε μια επιγραφή διαβάζω: “Μοντέρνος ράφτης”. Και αλλού: “Άρτος γαλλικός”. Στο πεζοδρόμιο, πλάι στους Βλάχους βοσκούς και τους Εβραίους με τα γαρνιρισμένα με γούνα καφτάνια τους, συναντάς παριζιάνικες τουαλέτες, λουλουδάτα καπέλα, κόκκινες ομπρέλες.

Αν η Αθήνα έχει τον Υμηττό, ο Βόλος έχει το Πήλιο, και είναι φυσικό να διστάζει κανείς ανάμεσα στα δυο. Το ψηλό βουνό κυριαρχεί στην πόλη και κατεβαίνει ώς τη θάλασσα. Ένας μεγάλος ελαιώνας απλώνει, μέχρι τη μέση της ακτής, τον κυματισμό των χλομών συστάδων του. Πευκώνες σκεπάζουν με τις πρασινάδες τους τις πλαγιές και, πολύ ψηλά, στις σκαμμένες σαν λεκάνες κοιλάδες, άτακτα σπαρμένα φωτεινά σπίτια ζωντανεύουν το σκούρο πράσινο. Είναι ο Άνω Βόλος, η Μαλισάτικα, η Μακρυνίτσα, η Πορταριά, μια ολόκληρη σειρά από βουνίσιες πόλεις, που από μακριά μοιάζουν με σωρούς από λευκές πέτρες.

Δεν θα ήθελα να με υποπτευτούν ότι κάνω σκόπια διαφήμιση, αλλά πρέπει να δηλώσω ότι το “hôtel de France” στον Βόλο αντέχει άνετα στη σύγκριση με τα πολλά και διάφορα hôtels de France που συναντά κανείς στον κόσμο. Άψογα γκαρσόνια, των οποίων η τυπικότητα μετριάζεται από μια ελαφρά δόση ελληνικής οικειότητας, σπεύδουν γύρω σας, μιλούν γαλλικά και σας παρουσιάζουν το μενού με την πιο πολιτισμένη χάρη. Το βράδυ, στο δείπνο, μια ορχήστρα από νεαρές Αυστριακές παίζει το Φάουστ και το Père la Victoire! Τα γεύματα αυτά μετά μουσικής, θα θύμιζαν το Γκραντ-Οτέλ, αν δεν είχαμε, ευτυχώς, μπροστά μας το άνοιγμα του όρμου, όπου ο φλογισμένος ορίζοντας σπέρνει ρόδινα ψήγματα. Ένα μεγάλο καφενείο είναι δίπλα στην αίθουσα όπου δειπνούμε. Μας προσφέρουν τη Figaro, τη Journal des Débats. Να ’μαστε ξανά στην πρόσοψη της Ελλάδας: δυο βήματα από τις θλιβερές ερημιές, ξαναβρίσκουμε τον πολιτισμό.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Αναφορά στην περίφημη μάχη (48 π.Χ.) κατά την οποία ο Ιούλιος Καίσαρ νίκησε τον Πομπήιο.
  2. Ρωμαίος ποιητής, που ανήκει στη μετά τον Αύγουστο, μετακλασική περίοδο. Έγραψε αρκετά έργα ποικίλου περιεχομένου, σώθηκε όμως μόνο το επικό του ποίημα “Φαρσαλίς” ή “Εμφύλιος πόλεμος”, που έμεινε ατελές. Αναφέρεται στη μεταξύ Καίσαρα και Πομπήιου διαμάχη.
  3. Ο Νικολά Μπουαλώ-Ντεσπρώ (1636-1711), σύγχρονος του Ρακίνα, του Μολιέρου, του Λαφονταίν και άλλων ποιητών και συγγραφέων που αναδείχθηκαν επί Λουδοβίκου ΙΔ΄, έγραψε Σάτιρες, Επιστολές, την Ποιητική τέχνη κ.λπ. Είχε την εύνοια του βασιλιά, ασκούσε δε δριμύτατη κριτική στα έργα και τα ήθη των συγχρόνων του. Στον στίχο που παραθέτει ο συγγραφέας είναι φανερό ότι δεν αρέσουν στον Μπουαλώ οι υπερβολές του Λουκανού.
  4. Εννοεί τα πέτρινα ομοιώματα σαρικιών που στήνουν οι μουσουλμάνοι στους τάφους.
  5. Ο Γάλλος αρχαιολόγος Λεόν Εζέ (1831-1922) ήταν Επιμεελητής Αρχαιοτήτων και Κεραμικής στο Λούβρο (1885). Έγραψε Ιστορία της αρχαίας ενδυμασίας.
  6. Ο Γουσταύος Φουζέρ (1863-1927), Γάλλος αρχαιολόγος, εκτός από τα ταξίδια του στη Μικρά Ασία, έκανε ανασκαφές στη Δήλο και στην Αρκαδία.
  7. Ο μουφτής είναι ο μουσουλμάνος θεολόγος, ο οποίος εκδίδει τους “φετφάδες”, δηλ. Γνωμοδοτήσεις που σχετίζονται με το μουσουλμανικό δίκαιο.
  8. Χωριό της περιοχής Φαρσάλων.

*Gaston DeschampsΗ Ελλάδα σήμερα. Οδοιπορικό 1890. Ο κόσμος του Χαρίλαου Τρικούπη. Μετάφραση Α. Δαούτη. Πρόλογος-Σχόλια Α. Νικολοπούλου. Εκδόσεις Τροχαλία, 1992

Αποτέλεσμα εικόνας για Gaston Deschamps

Ο συγγραφέας Charles Pierre Gaston Napoléon Deschamps

Γεννήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 1861 στη μικρή πόλη Μελ του νομού Ντε-Σεβρ, στο Πουατού, από μικροαστική οικογένεια. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές φοίτησε στην École Normale Supérieure και το 1885 διορίστηκε στη Γαλλική Σχολή των Αθηνών για μια τριετία. Οι αρχαιολογικές αποστολές στη Μ. Ασία, στην Αμοργό και στην κοιλάδα του Σπερχειού, στις οποίες μετέσχε μαζί με άλλους συναδέλφους του, σημείωσαν επιτυχία. Όταν επέστρεψε στη Γαλλία, δίδαξε στο Collège de France, αλλά τον τραβούσε και η δημοσιογραφία. Εργάστηκε στη Journal des Débats (Εφημερίδα των Συζητήσεων) από την οποία αποχώρησε το 1893, για να αναλάβει στην εφημερίδα Le Temps τη στήλη Vie Litteraire, την οποία μόλις είχε αφήσει ο Ανατόλ Φρανς. Σαν κριτικός διακρίθηκε για την αυστηρότητα αλλά και την ευθύτητά του. Στις 16 Νοεμβρίου 1919 εξελέγη βουλευτής του νομού Ντε-Σεβρ, για μια και μοναδική περίοδο. Στη Βουλή ασχολήθηκε κυρίως με εκπαιδευτικά ζητήματα, σαν Πρόεδρος της Επιτροπής Παιδείας και Καλών Τεχνών, και ήταν από τους ιδρυτές της Société des Conférences. Από τον γάμο του με την θυγατέρα του διευθυντλη της École Normale Supérieure Ζορζ Περό απέκτησε δυο γιους και μια κόρη. Ο Ντεσάν διέθετε και λογοτεχνικό ταλέντο. Έγραψε πολλά βιβλία. Πέθανε στο Παρίσι στις 16 Μαϊου 1931.

ΕΡΓΑ

1896: Le Chemin fleuri, récit de voyages. Paris, Calmann-Lévy.
1892: La Grèce d’aujourd’hui, Paris, A. Colin, 1892. Work crowned by the Académie française.
1894: Sur les routes d’Asie, Paris, A. Colin.
1894–1900: La Vie et les livres, Paris, A. Colin et cie.
1899: Le Malaise de la démocratie, Paris, A. Colin.
1906: Le Rythme de la vie, Paris, A. Colin.

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση