Παρατηρήσεις για την ελευθερία του Τύπου

  • Του ΤΖΟΡΤΖ ΟΡΓΟΥΕΛ

Πρόλογος για το βιβλίο του “Η φάρμα των ζώων”

Την κεντρική ιδέα αυτού του βιβλίου την πρωτοσκέφθηκα το 1937, αλλά δεν το έγραψα παρά μόνο γύρω στο τέλος του 1943. Ώσπου να τελειώσει έγινε φανερό πως θα παρουσιάζονταν πολλές δυσκολίες για την εκδοσή του (παρά τη σημερινή έλλειψη βιβλίων που βεβαιώνει πως κάθε τι που μοιάζει με βιβλίο “αγοράζεται”) και πραγματικά το αρνήθηκαν τέσσερις εκδότες. Μονάχα ένας απ’ αυτούς είχε κάποια ιδεολογική δικαιολογία. Δυο εξέδιδαν από χρόνια αντισοβιετικά βιβλία, και ο τέταρτος δεν είχε εμφανές πολιτικό χρώμα. Ένας εκδότης μάλιστα, δέχθηκε αρχικά να το εκδόσει, μα ύστερα από τις προκαταρκτικές μας συνεννοήσεις αποφάσισε να συμβουλευθεί το Υπουργείο Πληροφοριών που φαίνεται πως τον προειδοποίησε – ή τουλάχιστον τον συμβούλεψε έντονα – να μη το εκδόσει. Να ένα απόσπασμα της επιστολής του:

Animal Farm - 1st edition.jpg

Σου αναφέρω τις αντιδράσεις ενός σημαίνοντος βαθμούχου του Υπουργείου Πληροφοριών σχετικά με τη “Φάρμα των Ζώων”. Οφείλω να ομολογήσω ότι η γνώμη που μου εξέφρασε με υποχρεώνει να το σκεφθώ σοβαρά… Καταλαβαίνω τώρα πως ίσως είναι κάτι που δεν είναι καθόλου φρόνιμο να δημοσιευθεί αυτή την εποχή. Αν ο μύθος αφορούσε αόριστα τους δικτάτορες και τις δικτατορίες γενικά, τότε δεν θα υπήρχε αντίρρηση για την έκδοση, αλλά – όπως το βλέπω τώρα – ο μύθος ακολουθεί τόσο απόλυτα την εξέλιξη των Σοβιέτ και των δυο δικτατόρων τους, ώστε να μη μπορεί παρά ν’ αφορά μόνο τη Ρωσία, αποκλείοντας τις άλλες δικτατορίες. Κι ακόμη, θα ήταν λιγότερο προβληματικό αν η επικρατούσα κάστα στον μύθο δεν ήταν οι χοίροι. Νομίζω ότι η εκλογή των χοίρων σαν ιθύνουσας κάστας, θα προσβάλλει αναμφισβήτητα ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων, και ειδικότερα αυτούς που είναι και κάπως εύθικτοι όπως, χωρίς αμφιβολία, είναι οι Ρώσοι”.

Αυτό δεν είναι ένα καλό σημάδι. Βέβαια, δεν είναι επιθυμητό μια Κυβερνητική Υπηρεσία να έχει οποιαδήποτε δύναμη λογοκρισίας (εκτός σε θέματα ασφαλείας οπότε κανείς δεν έχει αντίρρηση σε καιρό πολέμου) σε βιβλία που δεν είναι επίσημα υπό την αιγίδα της. Αλλά ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την ελευθερία της σκέψης και του λόγου αυτή τη στιγμή δεν είναι η απευθείας επέμβαση του Υπουργείου Πληροφοριών, ή οποιουδήποτε άλλου επίσημου σώματος. Αν οι εκδότες αποφεύγουν να δημοσιεύσουν ορισμένα θέματα δεν είναι επειδή φοβούνται την ποινική δίωξη, αλλά επειδή φοβούνται την κοινή γνώμη. Σ’ αυτή τη χώρα, η διανοητική δειλία, είναι ο χειρότερος εχθρός που έχει να αντιμετωπίσει ο συγγραφέας ή ο δημοσιογράφος, και κατά τη γνώμη μου, το θέμα αυτό δεν έχει συζητηθεί όσο του αξίζει.

Κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος με δημοσιογραφική πείρα, θα παραδεχθεί πως σ’ αυτόν τον πόλεμο η “επίσημη” λογοκρισία δεν υπήρξε ιδιαίτερα ενοχλητική. Δεν υποβληθήκαμε στο είδος της ολοκληρωτικής “συνύπαρξης” που ίσως λογικά θα περίμενε κανείς. Ο τύπος έχει κάποια δικαιολογημένα παράπονα, αλλά γενικά η κυβέρνηση συμπεριφέρθηκε καλά και ήταν απρόσμενα ανεκτική στη γνώμη των μειονοτήτων. Η θλιβερή αλήθεια για τη λογοτεχνική λογοκρισία στην Αγγλία είναι πως είναι ως επί το πλείστον εθελοντική. Ιδέες που δεν είναι δημοφιλείς αποσιωπούνται, και ενοχλητικά γεγονότα δεν βλέπουν το φως της δημοσιότητας, χωρίς να υπάρχει ανάγκη επίσημης απαγόρευσης. Όποιος έχει ζήσει καιρό σε μια ξένη χώρα, θα έχει αντιληφθεί περιστατικά συγκλονιστικής ειδησεογραφίας – που από μόνα τους θα αποτελούσαν χτυπητές ειδήσεις – και που δεν εμφανίστηκαν καθόλου στον Αγγλικό τύπο, όχι γιατί παρενέβη η κυβέρνηση, αλλά γιατί υπάρχει μια γενική σιωπηρή συμφωνία πως “δεν θα έπρεπε” το συγκεκριμένο περιστατικό να αναφερθεί. Όσον αφορά τον ημερήσιο τύπο, τούτο είναι ευκολονόητο.

Ο βρετανικός τύπος είναι υπερβολικά συγκεντρωτικός και οι περισσότερες εφημερίδες ανήκουν σε ανθρώπους πλούσιους που έχουν κάθε λόγο να είναι ανέντιμοι απέναντι σε ορισμένα σοβαρά θέματα. Αλλά ο ίδιος πέπλος λογοκρισίας πέφτει και στα βιβλία και στα περιοδικά, όπως και στα θεατρικά έργα, στις ταινίες και στο ραδιόφωνο. Σε κάθε στιγμή προβάλλεται μια ορθοδοξία, ένα σύνολο ιδεών, που είναι αυτονόητο πως όλοι οι ορθά σκεπτόμενοι άνθρωποι θα τις παραδεχθούν χωρίς συζήτηση. Δεν είναι ακριβώς απαγορευμένο να πεις τούτο, εκείνο ή το άλλο, αλλά “δεν είναι πρέπον” να το πεις, όπως και στα Βικτωριανά χρόνια δεν ήταν “πρέπον” να μιλάς για “πανταλόνια” μπροστά σε μια κυρία. Οποιοσδήποτε τολμήσει να προκαλέσει αυτή την επικρατούσα ορθοδοξία, βρίσκεται φιμωμένος με εκπληκτική αποτελεσματικότητα. Μια γνώμη που δεν είναι απόλυτα του συρμού, σπάνια έχει πιθανότητα να ακουστεί, είτε στον εκλαϊκευμένο τύπο, είτε στα σοβαροφανή περιοδικά.

Αποτέλεσμα εικόνας για Τσόρτσιλ-Στάλιν

Αυτή τη στιγμή, εκείνο που ζητά η επικρατούσα ορθοδοξία είναι ένας άνευ κριτικής θαυμασμός προς τη Σοβιετική Ρωσία. Όλοι το γνωρίζουν και όλοι σχεδόν το κάνουν. Κάθε σοβαρή κριτική του Σοβιετικού καθεστώτος, κάθε αποκάλυψη γεγονότων που η Σοβιετική Ένωση θα προτιμούσε να μείνουν κρυφά, είναι σχεδόν απαγορευμένα. Και τούτη η εθνική συνομωσία κολακείας της συμμάχου μας γίνεται, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, με φόντο μια γνήσια πνευματική ανοχή. Γιατί, ενώ δεν σου επιτρέπεται να κριτικάρεις τη Σοβιετική Κυβέρνηση, είσαι τουλάχιστον σχετικά ελεύθερος να κριτικάρεις την δική σου. Σχεδόν κανείς δεν θα δημοσιεύσει μια κριτική κατά του Στάλιν, αλλά είναι απόλυτα ασφαλές να επιτεθείς κατά του Τσόρτσιλ, τουλάχιστον σε βιβλία ή περιοδικά.

Μέσα σε πέντε χρόνια πολέμου, που τα δυο ή τρία από αυτά πολεμήσαμε για την εθνική μας επιβίωση, τυπώθηκαν αναρίθμητα βιβλία, φυλλάδια και άρθρα που συνηγορούσαν για μια συμβιβαστική ειρήνη, χωρίςς να υπάρξουν αντιδράσεις. Όσο η υπόληψη της ΕΣΣΔ δεν θίγεται, η αρχή της ελευθερίας του λόγου έχει αρκετά καλά διατηρηθεί. Υπάρχουν και άλλα απαγορευμένα θέματα, και θα αναφέρω μερικά απ’ αυτά παρακάτω, αλλά η επικρατούσα στάση απέναντι στην ΕΣΣΔ είναι κατά πολύ το σοβαρότερο σύμπτωμα. Είναι, σα να λέμε, αυθόρμητη και όχι αποτέλεσμα έργων και πιέσεων μιας ομάδας.

Η δουλοπρέπεια με την οποία η μεγαλύτερη μερίδα της Αγγλικής ιντελιγκέντσιας έχει καταπιεί και έχει επαναλάβει τη ρωσική προπαγάνδα από το 1941 και πέρα, θα μας άφηνε κατάπληκτους αν δεν γνωρίζαμε πως έχουν συμπεριφερθεί ανάλογα και σε μερικές προηγούμενες περιπτώσεις. Σε πάρα πολλά αμφισβητήσιμα θέματα η ρωσική άποψη υιοθετήθηκε χωρίς να εξετασθεί, και εν συνεχεία διαφημίστηκε χωρίς καθόλου να υπολογιστούν οι ιστορικές αλήθειες και η πνευματική αξιοπρέπεια. Για να αναφέρω ένα μόνο περιστατικό, το BBC εόρτασε την 25ην επέτειο του Ερυθρού Στρατού χωρίς να αναφέρει τον Τρότσκι. Τούτο είχε τόση ακρίβεια όση θα είχε και ο εορτασμός της μάχης του Τραφάλγκαρ χωρίς να γίνει μνεία για τον Νέλσωνα, αλλά δεν προκάλεσε καμιά διαμαρτυρία εκ μέρους της αγγλικής ιντελιγκέντσιας.

Αποτέλεσμα εικόνας για Chetniks, Mihailovic

Dragoljub «Draza» Mihailovic

Στις εσωτερικές διαμάχες στις διάφορες υπό κατοχή χώρες, ο αγγλικός τύπος – σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις – πήρε το μέρος αυτών που προστάτευε η Ρωσία, διασύροντας την αντίθετη ομάδα και καμιά φορά αποκρύπτοντας για τον σκοπό αυτό, σημαντικά στοιχεία. Μια ιδιαίτερα προφανής περίπτωση ήταν αυτή του Συνταγματάρχη Μιχαήλοβιτς, του γιουγκοσλάβου αρχηγού των ανταρτών (Chetniks). Οι Ρώσοι που είχαν τον δικό τους γιουγκοσλάβο προστατευόμενο, τον Στρατάρχη Τίτο, κατηγόρησαν τον Μιχαήλοβιτς για συνργασία με τους Γερμανούς. Η κατηγορία αυτή υιοθετήθηκε αμέσως από τον αγγλικό τύπο. Στους οπαδούς του Μιχαήλοβιτς δεν δόθηκε η ευκαιρία να απαντήσουν στην κατηγορία και όσες αποδείξεις υπήρξαν για το αντίθετο, απλώς δεν δημοσιεύθηκαν.

Τον Ιούλιο του 1943 οι Γερμανοί προσέφεραν 100.000 χρυσές κορώνες για τη σύλληψη του Τίτο, και την ίδια αμοιβή για τη σύλληψη του Μιχαήλοβτς. Ο βρετανικός τύπος “διατυμπάνισε” την προκήρυξη για τον Τίτο, μα μοναχά μια εφημερίδα ανέφεφε “στα ψιλά” την προκήρυξη για τον Μιχαήλοβιτς και οι κατηγορίες για συνεργασία με τους Γερμανούς συνεχίστηκαν. Ανάλογα γεγονότα συνέβησαν και στον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο. Και τότε, επίσης, οι δημοκρατικές ομάδες που οι Ρώσοι ήταν αποφασισμένοι να συνθλίψουν, συκοφαντήθηκαν χωρίς έλεος από τον αγγλικό τύπο της Αριστεράς και κάθε συνηγορία υπέρ αυτών – ακόμη και σε μορφή επιστολής – συναντούσε άρνηση δημοσιεύσεως.

Αποτέλεσμα εικόνας για trotsky

Σήμερα, όχι μόνο μια σοβαρή κριτική της ΕΣΣΔ είναι αξιόμεμπτη, αλλά ακόμη και το γεγονός της υπάρξεως μιας τέτοιας κριτικής σε μερικές περιπτώσεις αποσιωπάται. Για παράδειγμα, λίγο πριν πεθάνει ο Τρότσκι είχε γράψει μια βιογραφία του Στάλιν. Όπως θα μπορούσε κανένας να φανταστεί, δεν θα έπρεπε να ήταν ένα εντελώς αμερόληπτο βιβλίο, μα ασφαλώς θα “αγοραζόταν”. Ένας Αμερικανός εκδότης είχε αναλάβει να το εκδόσει και το βιβλίο ήταν στο τυπογραφείο – νομίζω μάλιστα πως τα αντίτυπα για τους κριτικούς είχαν ήδη σταλεί – όταν η ΕΣΣΔ μπήκε στον πόλεμο. Το βιβλίο αποσύρθηκε αμέσως. Ούτε μια λέξη πάνω σ’ αυτό δεν ειπώθηκε στον βρετανικό τύπο, ενώ σαφώς η ύπαρξη ενός τέτοιου βιβλίου και η αποσιώπησή του ήταν ένα νέο που άξιζε μερικές παραγράφους.

Είναι σημαντικό να κάνει κανείς τον διαχωρισμό μεταξύ της λογοκρισίας που η αγγλική λογοτεχνική ιντελιγκέντσια εκούσια επιβάλλει στον εαυτό της, και της λογοκρισίας που μπορεί καμιά φορά να επιβληθεί από ομάδες που ασκούν πίεση. Είναι γνωστό πως ορισμένα θέματα δεν επιτρέπεται να συζητηθούν για “προστασία συμφερόντων”. Η πιο γνωστή περίπτωση είναι η διαμάχη για την κατοχύρωση των φαρμάκων. Κι ακόμη, η Καθολική Εκκλησία έχει σημαντική επιρροή στον τύπο και μπορεί να καταπνίξει ώς ένα σημείο την κριτική που της γίνεται. Ένα σκάνδαλο που αφορά ένα Καθολικό ιερέα, σχεδόν ποτέ δεν βλέπει τη δημοσιότητα, ενώ όταν ένας ιερέας της Αγγλικανικής Εκκλησίας βρίσκεται μπερδεμένος (όπως λ.χ. ο εφημέριος του Stiffkey) γίνεται πρωτοσέλιδος τίτλος. Πολύ σπάνια οτιδήποτε εναντίον του Καθολικισμού εμφανίζεται στη σκηνή ή σε μια ταινία.

Οποιοσδήποτε ηθοποιός θα σας πει πως ένα έργο ή μια ταινία που επιτίθεται κατά της Καθολικής Εκκλησίας ή την γελοιοποιεί, κινδυνεύει να μποϊκοταριστεί από τον τύπο και είναι πολύ πιθανό πως θα αποτύχει. Μα αυτό είναι ακίνδυνο, ή τουλάχιστον κατανοητό. Κάθε μεγάλη οργάνωση υπερασπίζεται τα συμφέροντά της όπως μπορεί καλύτερα, και μια ανοικτή προπαγάνδα δεν είναι κάτι στο οποίο μπορεί κανείς να αντιταχθεί. Όπως δεν μπορεί κανείς να περιμένει από την Daily Worker να δημοσιεύει δυσμενή γεγγονότα για τη Σοβιετική Ένωση, άλλο τόσο δεν μπορεί κανείς να περιμένει από τον “Καθολικό Κήρυκα” να αποκηρύξει τον Πάπα. Αλλά κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος εκτιμά το Daily Worker και τον “Καθολικό Κήρυκα” γι’ αυτό που αντιπροσωπεύουν.

Αυτό που είναι ανησυχητικό είναι πως σε ό,τι αφορά την ΕΣΣΔ και την πολιτική της δεν μπορεί κανείς να περιμένει έξυπνη κριτική, ή ακόμη, σε πολλές περιπτώσεις, απλή ειλικρίνεια από τους φιλελεύθερους συγγραφείς και δημοσογράφους που δεν βρίσκονται κάτω από κάποια απευθείας πίεση για να νοθέψουν τις απόψεις τους. Ο Στάλιν είναι οσιότατος και ορισμένες πλευρές της πολιτικής του δεν πρέπει να αμφισβητούνται σοβαρά. Αυτός ο κανόνας έχει παρατηρηθεί σ’ όλο τον κόσμο από το 1941, αλλά είχε εφαρμοστεί σε μεγαλύτερη έκταση απ’ ό,τι φανταζόμαστε δέκα χρόνια νωρίτερα. Σ’ όλον αυτό τον καιρό, η κριτική του Σοβιετικού καθεστώτος “από την Αριστερά”, μπορούσε να ακουστεί με δυσκολία. Παρατηρήθηκε μια τεράστια παραγωγή αντι-ρωσικής λογοτεχνίας, αλλά όλη σχεδόν ήταν από τη συντηρητική σκοπιά, έκδηλα ανειλικρινής ξεπερασμένη και με χυδαία κίνητρα. Από την άλλη πλευρά υπήρξε ένα εξίσου τεράστιο και εξίσου ανέντιμο ρεύμα ρωσικής προπαγάνδας και μποϊκοτάρισμα οποιουδήποτε τολμούσε να συζητήσει σοβαρά σημαντικά θέματα.

Είναι γεγονός πως μπορούσε κανείς να δημοσιεύσει αντι-σοβιετικά βιβλία, αλλά ήταν βέβαιο πως ο σοβαροφανής τύπος θα τα αγνοούσε ή θα τα διαστρέβλωνε. Τόσο δημόσια, όσο και ιδιαίτερα σε προειδοποιούσαν ότι “δεν είναι σωστό”. Αυτά που λες μπορεί να είναι αληθινά, αλλά είναι “άτοπα” και είναι “όπλα στα χέρια” τούτου ή του άλλου αντιδραστικού συμφέροντος. Συνήθως αυτή η άποψη υπερασπιζόταν με τη δικαιολογία πως η διεθνής κατάσταση και η επείγουσα ανάγκη μιας Αγγλο-Ρωσικής συμμαχίας το απαιτούσε. Μα ήταν φανερό πως αυτό δεν ήταν παρά μια δικαιολογία.

Η αγγλική ιντελιγκέντσια, ή τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος της είχε αναπτύξει μια εθνικιστική αφοσίωση προς την ΕΣΣΔ, και πίστευε στο βάθος της καρδιάς της πως το να σπείρει οποιαδήποτε αμφιβολία για τη σοφία του Στάλιν ήταν ένα είδος βλασφημίας. Με άλλα μέτρα και με άλλα σταθμά έπρεπε να κρίνονται τα γεγονότα στη Ρωσία από τα γεγονότα οπουδήποτε αλλού. Οι ατέλειωτες εκτελέσεις στις εκκαθαρίσεις του 1936-38 χειροκροτήθησαν από τους φανατικούς πολέμιους της θανατικής καταδίκης κι ήταν εξίσου σωστό το να δίνεται δημοσιότητα στους λιμούς των Ινδιών, όσο και το να συγκαλύπτονται οι λιμοί στην Ουκρανία. Και αν αυτή ήταν η πραγματικότητα πριν από τον πόλεμο, σήμερα η ατμόσφαιρα στους κύκλους των διανοουμένων δεν είναι καλύτερη.

Αλλά ας ξαναγυρίσω τώρα στο βιβλίο μου. Η αντίδραση των περισσοτέρων Άγγλων διανοουμένων θα είναι πολύ απλή. “Δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί”. Φυσικά, οι κριτικοί – εκείνοι που κατέχουν την τέχνη της δυσφήμησης – δεν θα το κατηγορήσουν για την πολιτική του, αλλά για τη λογοτεχνική του αξία. Θα πουν πως είναι ένα βαρετό, ανόητο βιβλίο και μια ανεπίτρεπτη σπατάλη χαρτιού. Αυτό μπορεί να είναι πραγματικά αλήθεια, μα δεν είναι όλο. Δεν πρέπει κανείς να λέει πως ένα βιβλίο “δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί” μόνο και μόνο επειδή είναι ένα κακό βιβλίο. Στο κάτω-κάτω, στρέμματα ολόκληρα ανοησιών τυπώνονται καθημερινά χωρίς κανείς να νοιάζεται.

Οι Άγγλοι διανοούμενοι, ή οι περισσότεροι από αυτούς, θα έχουν αντιρρήσεις γι’ αυτό το βιβλίο επειδή διασύρει τον Αρχηγό τους και, όπως πιστεύουν, βλάπτει την υπόθεση της προόδου. Αν έκανε το αντίθετο δεν θα είχαν για τίποτα να το κατηγορήσουν, κι αν τα λογοτεχνικά του σφάλματα ήταν δέκα φορές πιο χτυπητά. Παράδειγμα, η επιτυχία της Λέσχης του Αριστερού Βιβλίου (Left Book Club) επί τέσσερα ή πέντε χρόνια, δείχνει πόσο πρόθυμα ανέχονται τη χυδαιολογία και την προχειρολογία όταν τους λέει αυτά που επιθυμούν να ακούσουν.

Το θέμα που συζητούμε εδώ είναι πολύ απλό: μια γνώμη – όσο αντιδημοτική, όσο ανόητη ακόμη κι αν είναι – έχει ή όχι το δικαίωμα να ακουστεί; Αν το ερώτημα τεθεί έτσι τότε όλοι σχεδόν οι Άγγλοι διανοούμενοι θα αισθανθούν υποχρεωμένοι να απαντήσουν “Ναι”. Αν όμως δώσεις στο ερώτημα μια συγκεκριμένη μορφή και ρωτήσεις “τι θα λέγατε για μια επίθεση κατά του Στάλιν; Έχει κι αυτή το δικαίωμα να ακουστεί;” Τότε, τις περισσότερες φορές η απάντηση θα είναι “Όχι”. Στην περίπτωση αυτή η επικρατούσα ορθοδοξία αμφισβητείται και έτσι η αρχή της ελευθερίας του λόγου καταργείται. Είναι γεγονός πως όταν ζητάμε ελευθερία του λόγου και του τύπου, δεν ζητάμε απόλυτη ελευθερία. Όσο υπάρχουν οργανωμένες κοινωνίες, θα πρέπει πάντοτε να υπάρχει – και θα υπάρχει – κάποιος βαθμός λογοκρισίας. Αλλά η ελευθερία, όπως είπε η Rosa Luxembourg, είναι “ελευθερία για τον άλλον”. Την ίδια αρχή συναντούμε και στα περίφημα λόγια του Βολταίρου: “Αποστρέφομαι αυτά που λες. Θ’ αγωνιστώ μέχρι θανάτου για να υπερασπιστώ το δικαίωμά σου να τα λες”.

Αν η πνευματική ελευθερία, που χωρίς αμφιβολία υπήρξε ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του δυτικού πολιτισμού, έχει κάποια αξία, τότε η αξία αυτή είναι ότι ο κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να λέει και να δημοσιεύει αυτά που πιστεύει, υπό την προϋπόθεση πως δεν βλάπτει την υπόλοιπη κοινωνία με κάποιο καταφανή τρόπο. Τόσο η κεφαλαιοκρατική δημοκρατία όσο και οι δυτικές μορφές του Σοσιαλισμού, έχουν μέχρι πρόσφατα παραδεχθεί αναντίρρητα αυτή την αρχή. Η Κυβέρνησή μας, όπως ανέφερα ήδη, εξακολουθεί να δείχνει ότι τη σέβεται. Ο κοινός άνθρωπος – ίσως επειδή δεν ενδιαφέρεται αρκετά για ιδέες ώστε να μη τις ανέχεται – εξακολουθεί να υποστηρίζει αόριστα πως “υποθέτω πως ο καθένας έχει το δικαίωμα να πει τη γνώμη του”. Μοναχά, ή τουλάχιστον βασικά, η λογοτεχνική και η επιστημονική ιντελιγκέντσια, αυτοί που θα όφειλαν να είναι οι φρουροί της ελευθερίας, είναι εκείνοι που έχουν αρχίσει να τη μισούν, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη.

Ένα από τα περίεργα φαινόμενα της εποχής μας είναι ο φιλελεύθερος αποστάτης. Πέρα από τη γνωστή μαρξιστική θεωρία πως η μικροαστική ελευθερία είναι μια αυταπάτη, υπάρχει τώρα μια τάση που συνεχώς κερδίζει έδαφος και υποστηρίζει πως η δημοκρατία μπορεί να προστατευθεί μόνο με ολοκληρωτικές μεθόδους. Αν αγαπάμε την ελευθερία, συνεχίζει η θεωρία αυτή, πρέπει να συντρίψουμε τους εχθρούς της με οποιοδήποτε τρόπο. Και ποιοι είναι οι εχθροί της; Λένε πως δεν είναι μόνον αυτοί που της επιτίθενται φανερά και ενσυνείδητα, αλλά αυτοί που την επιβουλεύονται “αντικειμενικά” κηρύσσοντας λανθασμένα δόγματα. Με άλλα λόγια η υπεράσπιση της δημοκρατίας απαιτεί την καταστροφή κάθε ανεξαρτησίας στη σκέψη. Τούτο το επιχείρημα χρησιμοποιήθηκε λόγου χάρη για να δικαιώσει τις ρωσικές εκτελέσεις. Ακόμη και οι πιο θερμοί ρωσόφιλοι δεν πιστεύουν πως όλα τα θύματα ήταν ένοχα για τις κατηγορίες που τους απέδιδαν. Αλλά, υποστηρίζοντας αιρετικές απόψεις έβλαπταν “αντικειμενικά” το καθεστώς και γι’ αυτό όχι μόνον ήταν δίκαιο να σφαγούν αλλά και να σπιλωθούν ακόμη με ψεύτικες κατηγορίες. Το ίδιο επιχείρημα χρησιμοποιήθηκε για να δικαιώσει τα ενσυνείδητα ψεύδη του αριστερού τύπου για τους τροτσκιστές και τις άλλες δημοκρατικές μειονότητες στον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο. Ξαναχρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσει την κατακραυγή εναντίον του habeas corpus όταν αποφυλακίστηκε ο Mosley το 1943.

Αποτέλεσμα εικόνας για Mosley

Ο Sir Oswald Ernald Mosley, (16 Νοεμβρίου 1896 – 3 Δεκεμβρίου 1980) ήταν βρετανός πολιτικός γνωστός κυρίως ως ιδρυτής της Βρετανικής Ένωσης Φασιστών.

Αυτοί οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν πως αν ενθαρρύνεις τις ολοκληρωτικές μεθόδους θα έρθει ο καιρός που αυτές θα στραφούν εναντίον σου. Αν γίνει συνήθεια να φυλακίζονται οι φασίστες χωρίς δίκη, ίσως αυτή η μέθοδος να μη σταματήσει στους φασίστες. Λίγο καιρό μετά την επανέκδοση του Daily Worker έκανα μια διάλεξη σ’ ένα κολλέγιο εργαζομένων το Ν. Λονδίνο. Το ακροατήριο απαρτιζόταν από διανοούμενους της εργατικής και μικροαστικής τάξης – το ίδιο κοινό που σύχναζε άλλοτε τις Λέσχες του Αριστερού Βιβλίου. Η διάλεξη έθιγε το θέμα της ελευθερίας του τύπου και στο τέλος, με μεγάλη μου έκπληξη, αρκετοί σηκώθηκαν για να με ρωτήσουν: “Δεν νομίζετε ότι η άρση της απαγόρευσης της κυκλοφορίας του Daily Worker ήταν μεγάλο λάθος;” Όταν τους ρώτησα γιατί, μου απάντησαν ότι είναι ένα φύλλο αμφισβητούμενης αξιοπιστίας στο οποίο δεν θα έπρεπε να επιδειχθεί ανεκτικότητα σε καιρό πολέμου. Και βρέθηκα να υπερασπίζομαι το Daily Worker, που όχι και λίγες φορές με είχε κατηγορήσει. Αλλά, πού είχαν διδαχθεί αυτοί οι άνθρωποι την ουσιαστικά ολοκληρωτική αυτή θεωρία; Ασφαλώς από αυτούς τους ίδιους τους κομμουνιστές!

Αποτέλεσμα εικόνας για daily worker newspaper

Η ανεκτικότητα και η εντιμότητα είναι βαθιά ριζωμένες στην Αγγλία, αλλά δεν είναι ακατάλυτες και πρέπει να διατηρούνται στη ζωή με συνειδητή προσπάθεια. Ο προπαγανδισμός ολοκληρωτικών δογμάτων έχει σαν αποτέλεσμα την εξασθένιση του ένστικτου με το οποίο οι ελεύθεροι άνθρωποι καταλαβαίνουν τι είναι επικίνδυνο και τι όχι. Η περίπτωση του Mosley αυτό ακριβώς μας δείχνει. Το 1940 θεωρήθηκε απόλυτα σωστό να φυλακιστεί ο Mosley, είτε είχε εγκληματίσει στην πραγματικότητα, είτε όχι. Πολεμούσαμε για τη ζωή μας και δεν μπορούσαμε να διακινδυνέψουμε να κυκλοφορεί ελεύθερος ένας πιθανός προδότης. Το 1943 θεωρήθηκε εξωφρενικό να βρίσκεται φυλακισμένος χωρίς δίκη. Το ότι αυτό δεν το είδαν όλοι έτσι, ήταν ένα κακό σημάδι, αν και είναι αλήθεια πως η αναταραχή που έφερε η αποφυλάκιση του Mosley από μια μεριά ήταν τεχνητή, ενώ από την άλλη ήταν το αποτέλεσμα γενικότερων δυσαρεσκειών. Αλλά πόση από τη σημερινή ροπή προς τη φασιστική νοοτροπία πηγάζει από τον “αντι-φασισμό” των τελευταίων δέκα ετών και την ασυδοσία που είχε σαν επακόλουθο;

Είναι σημαντικό ν’ αντιληφθούμε πως η σημερινή ρωσομανία δεν είναι παρά ένα σύμπτωμα της γενικότερης εξασθένισης της δυτικής φιλελεύθερης παράδοσης. Αν το Υπουργείο Πληροφοριών είχε επέμβει και είχε εμποδίσει την εκτύπωση του βιβλίου, η πλειονότητα των Άγγλων διανοουμένων δεν θα είχε διόλου ανησυχήσει. Η χωρίς κριτική αφοσίωση προς τη Σοβιετική Ένωση είναι η τρέχουσα ορθοδοξία και, όταν υπάρχει περίπτωση να θιγούν τα συμφέροντα της ΕΣΣΔ, γίνεται ανεκτή όχι μόνο η λογοκρισία αλλά και η εσκεμμένη παραποίηση της ιστορίας.

1117 mudroom john reed cjzolq

Για να αναφέρω ένα παράδειγμα: όταν πέθανε ο John Reed, ο συγγραφέας του βιβλίου “Οι δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο” (μια περιγραφή από πρώτο χέρι των πρώτων ημερών της Ρωσικής Επανάστασης), τα συγγραφικά δικαιώματα αυτού του βιβλίου πέρασαν στα χέρια του Βρετανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, στο οποίο νομίζω πως τα κληροδότησε ο Reed. Μερικά χρόνια αργότερα, το Βρετανικό Κομμουνιστικό Κόμμα κατέστρεψε την αρχική έκδοση του βιβλίου όσο μπόρεσε και εξέδωσε μια διαστρεβλωμένη έκδοση από την οποία είχε παραληφθεί ο Τρότσκι και ο πρόλογος που είχε γράψει ο Λένιν. Αν υπήρχε ακόμη στη Βρετανία μια γνήσια ιντελιγκέντσια, τούτη η πλαστογραφία θα είχε αποκαλυφθεί και καταδικαστεί από κάθε λογοτεχνικό φύλλο της χώρας. Όπως είχαν τα πράγματα, δεν υπήρξε καμιά, ή σχεδόν καμιά διαμαρτυρία. Σε πολλούς Άγγλους διανοούμενους φάνηκε απόλυτα φυσικό. Τούτη η ανεκτικότητα, ή η σκέτη ανεντιμότητα, έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από το θαυμασμό προς τη Ρωσία που τυχαίνει να είναι της μόδας σήμερα. Είναι πολύ ενδεχόμενο η συγκεκριμένη αυτή μόδα να μη διαρκέσει. Απ’ όσο ξέρω, ώσπου ανα τυπωθεί αυτό το βιβλίο, οι απόψεις μου για το Σοβιετκό καθεστώς μπορεί να είναι οι γενικά παραδεκτές. Αλλά τι σημαία θα είχε αυτό; Το να αλλάζουμε τη μια ορθοδοξία για την άλλη δεν είναι κατά κανόνα πρόοδος. Ο κίνδυνος είναι το “μυαλό-γραμμόφωνο”, είτε συμφωνείς είτε όχι με το δίσκο που παίζεται τη συγκεκριμένη στιγμή.

Γνωρίζω καλά όλα τα επιχειρήματα εναντίον της ελευθερίας της σκέψης και του λόγου – τα επιχειρήματα που υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί να υπάρξει, και εκείνα που υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να υπάρχει. Απαντώ μόνο πως δεν με πείθουν και πως ο πολιτισμός μας επί τέσσερις αιώνες βασίστηκε στην αντίθετη αρχή. Τα τελευταία δέκα χρόνια πιστεύω ότι το σημερινό ρωσικό καθεστώς είναι βασικά κακό, και αξιώνω το δικαίωμα να το λέγω, παρά το γεγονός ότι είμαστε σύμμαχοι της Ρωσίας σ’ ένα πόλεμο που επιθυμώ να κερδίσουμε. Αν έπρεπε να διαλέξω ένα κείμενο για να δικαιωθώ, θα διάλεγα τα λόγια του Milton:

Με τους γνωστούς κανόνες της αρχαίας ελευθερίας…”

Η λέξη αρχαία τονίζει το γεγονός πως η ελευθερία της διανόησης είναι μια βαθιά ριζωμένη παράδοση που χωρίς αυτή ο χαρακτηριστικός δυτικός πολιτισμός μας είναι πολύ αμφίβολο αν θα μπορούσε να υπάρξει. Πολλοί από τους διανοουμένους μας φανερά απομακρύνονται απ’ αυτή την παράδοση. Έχουν παραδεχθεί την αρχή πως ένα βιβλίο μπορεί να δημοσιευθεί ή να απαγορευθεί, να εξυμνηθεί ή να καταδικαστεί, όχι με κριτήριο την αξία του, αλλά σύμφωνα με την πολιτική του σκοπιμότητα. Άλλοι πάλι, χωρίς να παραδέχονται αυτή την αρχή, την δέχονται από καθαρή δειλία. Ένα παράδειγμα είναι η αποτυχία των Άγγλων ειρηνόφιλων να υψώσουν τη φωνή τους εναντίον της σημερινής λατρείας του Σοβιετικού μιλιταρισμού. Οι ειρηνόφιλοι αυτοί υποστηρίζουν ότι κάθε πράξη βίας είναι κακή και μας πιέζουν συνέχεια να ενδώσουμε ή τουλάχιστον να κάνουμε μια συμβιβαστική ειρήνη. Αλλά πόσοι απ’ αυτούς έχουν παραδεχθεί ότι ο πόλεμος είναι κακός και όταν εξαπολύεται από τον Ερυθρό Στρατό; Φαίνται ότι οι Ρώσοι έχουν το δικαίωμα να υπερασπίζονται τον εαυτό τους, ενώ για μας αυτό είναι ένα θανάσιμο αμάρτημα. Μόνο μια εξήγηση μπορεί να δοθεί σ’ αυτή την αντίφαση: ότι, δηλαδή, οφείλεται στην άνανδρη επιθυμία να συμβαδίζει κανείς με το ρεύμα της μάζας των διανοουμένων, της οποίας το πατριωτικό συναίσθημα απευθύνεται περισσότερο προς την ΕΣΣΔ παρά προς τη Βρετανία.

Γνωρίζω πως οι Άγγλοι διανοούμενοι έχουν πολλούς λόγους για να είναι δειλοί και ανέντιμοι. Γνωρίζω απ’ έξω τα επιχειρήματα με τα οποία γυρεύουν να δικαιολογηθούν. Τουλάχιστον όμως, ας σταματήσουν την ανοησία πως τάχα προστατεύουν τη δημοκρατία από τον φασισμό. Αν η δημοκρατία είναι κάτι, αυτό το κάτι είναι πάντως το δικαίωμα να λέμε στους ανθρώπους αυτό που δεν θέλουν να ακούσουν. Ο λαός δέχεται ακόμη αόριστα τούτη την αρχή και την εφαρμόζει. Στη χώρα μας – δεν είναι το ίδιο σ’ όλες τις χώρες, π.χ. δεν ήταν το ίδιο στη Δημοκρατική Γαλλία, ούτε στις Ενωμένες Πολιτείες σήμερα – οι δημοκράτες είναι αυτοί που φοβούνται τη δημοκρατία και οι διανοούμενοι είναι εκείνοι που επιδιώκουν να σπιλώσουν το πνεύμα. Ακριβώς για να τραβήξω την προσοχή σ’ αυτό το γεγονός, έγραψα αυτόν τον πρόλογο.

Μετάφραση: Μαρλένα Γεωργιάδη

  • Πρώτη δημοσίευση: Περιοδκό ΕΥΘΥΝΗ, τεύχος 25ο, Ιανουάριος 1974

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΙ ΕΔΩ: 

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση