Η Βενετία του 1915

  • Κείμενο: ΚΑΡΛ ΣΤΙΛΕΡ

Το γεγονός ότι η Βενετία είναι χτισμένη πάνω στο βαλτώδες έδαφος 100 μικρών νησιών που συνδέονται μεταξύ τους με 400 γέφυρες δίνει την εντύπωση σε όποιον εισέρχεται στην πόλη ότι εκτείνεται στο άπειρο. Σ’ αυτό το άρθρο του 1915 είναι ολοφάνερη η γοητεία που ασκεί η Βενετία στον επισκέπτη. Κάτι που συνεχίζεται και σήμερα, παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η πόλη.

Είναι περασμένα μεσάνυχτα. Στα στενά κανάλια γλιστρά μια βάρκα· η φιγούρα του γονδολιέρη φαίνεται σαν μια μαύρη σκιά και από τη γόνδολα που στρίβει με ταχύτητα στις απότομες γωνίες αντηχεί ένας μελαγχολικός ήχος. Ψηλά στον ουρανό λάμπει το φεγγάρι, αλλά η λάμψη του δεν φτάνει σε αυτούς τους σκοτεινούς υδάτινους δρόμους. Πίσω από μια μισάνοιχτη πόρτα, σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με το νερό, εμφανίζεται ένα κορίτσι και ύστερα χάνεται – δεν περίμενε τη δική μας γόνδολα. Πάνω στα μαρμάρινα σκαλοπάτια, που ξεκινούν από μεγαλοπρεπείς πύλες και κατηφορίζουν μέχρι το κανάλι, κάποιοι έχουν ξαπλώσει και κοιμούνται. Οι γονδολιέρηδες χαιρετούν ο ένας τον άλλον με νόημα κι εμείς κοιτάζουμε με περιέργεια τους ανθρώπους που χαλαρώνουν ακουμπισμένοι στα μαξιλάρια. Έπειτα όλα παγώνουν και ακούγονται μόνο ο παφλασμός του νερού στην καρίνα και το πλατάγισμα του κουπιού.

Προσπαθούμε ν’ αφουγκραστούμε και στ’ αφτιά μας φτάνουν τώρα παράξενοι ήχοι. Από μακριά, πιο πέρα από το Λίντο, ακούμε το φλοίσβο των κυμάτων της θάλασσας, εκεί όπου ο δόγης έριχνε το χρυσό του δαχτυλίδι σαν ένα σύμβολο αρραβώνα. Είναι η στιγμή της πλημμυρίδας και τα νερά φουσκώνουν σιγά-σιγά, γεμίζουν τα κανάλια και κυλούν μέχρι το Μεγάλο Κανάλι (Κανάλ Γκράντε) ανάμεσα στα παλάτια των παλιών σπουδαίων οικογενειών.

Πραγματικά, έχουμε την εντύπωση ότι ακούμε την άβυσσο του πελάγους. Δεν τη βλέπουμε όμως· είμαστε εγκλωβισμένοι σ’ ένα λαβύρινθο από στενά υδάτινα περάσματα τα οποία διασταυρώνονται και μπερδεύονται το ένα με το άλλο χωρίς τελειωμό, οδηγώντας κανείς δεν ξέρει πού.

Τέτοια αισθήματα όπως αυτά που περιγράψαμε βιώνει κάθε ταξιδιώτης που έρχεται τη νύχτα με το τρένο από το Μέστρε και και στη συνεχεια πηγαίνει με τη βάρκα από το σταθμό στην πόλη. Πουθενά δεν υπάρχει ένα άλογο, ένα αμάξι· υπάρχουν μόνο μαύρες γόνδολες που κινούνται πέρα δώθε, ευέλικτες σαν φίδια. Το στέρεο έδαφος μοιάζει να υποχωρεί κάτω από τα πόδια μας και βλέπουμε μόνο τα σκούρα και ασταθή νερά. Το πνιγηρό σκοτάδι και το μακρύ, δαιδαλώδες ταξίδι έχουν στ’ αλήθεια κάτι από την ατμόσφαιρα της Στυγός. Αυτή η αίσθηση απόγνωσης μας αφήνει άφωνους.

Την επόμενη μέρα ο ήλιος λάμπει την ώρα που πλησιάζουμε στην Πλατεία του Αγίου Μάρκου. Ποιος δεν έχει νιώσει τη σαγήνη αυτού του πρωινού ανοιξιάτικου ήλιου που διαπερνά και αφυπνίζει την ψυχή με τέτοια δύναμη! Το μαύρο πέπλο το οποίο κάλυπτε χθες βράδυ τη Βενετία έχει πια διαλυθεί· η θάλασσα είναι γαλάζια και οι πολυκαιρισμένοι γκρίζοι ογκόλιθοι των παλατιών φαίνονται τώρα φωτεινοί και συμπαγείς. Η βουβή πόλη των δόγηδων είναι ακόμη ζωντανή! Και σκορπά τους θησαυρούς της απλόχερα. Με μεγάλο θαυμασμό παρατηρούμε την υπέροχη θωριά της· ωστόσο, η καρδιά της χτυπά στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου!

Η Πλατεία του Αγίου Μάρκου είναι κλειστή και από τις τέσσερις πλευρές· στα βορειοανατολικά εφάπτεται με την πιατσέτα [μικρή πλατεία], η οποία όμως δεν διαταράσσει την ενότητα του συνόλου. Στα δεξιά και στ’ αριστερά εκτείνονται σε σειρές τα τεράστια κτίρια που ονομάζονται προκουράτιε. Σε αυτά οι χαμηλότεροι όροφοι διαμορφώνονται με ανοιχτές καμάρες όπου συνωστίζονται τα πλήθη· οι πάνω όροφοι διαθέτουν σειρές κιόνων οι οποίοι συνδυάζουν αρμονικά κομψότητα και δύναμη.

Φωτογραφία από Sarah Lötscher από το Pixabay

Η εκπληκτική Βασιλική του Αγίου Μάρκου αποτελεί το κόσμημα της Βενετία. «Ένα όραμα αναδύεται μέσα από τη γη και η μεγάλη πλατεία μας προκαλεί δέος· πολυάριθμοι κίονες και λευκοί τρούλοι, συσσωρευμένοι μέσα σε μια πυραμίδα από χρωματιστά φώτα· μια πληθώρα θησαυρών, άλλοι από χρυσάφι κι άλλοι από οπάλιο και φίλντισι, περιτριγυρισμένοι στη βάση τους με πέντε μεγάλες τοξωτές πύλες, καλυμμένοι με περίτεχνα μωσαϊκά και περιστοιχισμένοι από αλαβάστρινα γλυπτά, καθαρά σαν κεχριμπάρι και λεπτά σαν ελεφαντόδοντο…» – Ράσκιν

Το πραγματικό κόσμημα είναι όμως η Βασιλική του Αγίου Μάρκου, με τους μεγάλους τρούλους και τις πύλες της, τους μαρμάρινους πύργους και τις μυθικές μορφές της – είναι το θαύμα της Βενετίας! Ακριβώς μπροστά της βρίσκονται ο κολοσσιαίος ιστός από τον οποίο κυμάτιζαν κάποτε τα λάβαρα των κατακτημένων βασιλείων, καθώς και το Καμπανίλε, το κωδωνοστάσιο.

Εδώ συνειδητοποιούμε για πρώτη φορά πόσο πολύ είχε εξαπλωθεί η δύναμη της Βενετίας, αυτής της όμορφης πόλης που δεν γεννήθηκε από τη στεριά, αλλά ξεπήδησε μεσα από τη θάλασσα. Ωστόσο, μολονότι γοητεύτηκε από την αίγλη της Ανατολής, παρέμεινε η κυρίαρχος του δυτικού πολιτισμού. Η Βενετία είναι μια σφίγγα της οποίας το αίνγμα ποτέ δεν θα μπορέσουμε να λύσουμε.

Το κέντρο τη ζωής και της κίνησης της πόλης είναι η Πλατεία του Αγίου Μάρκου, όπως συνέβαινε και στα παλιά χρόνια, μολονότι τώρα πια μόνο μια αχνή σκιά του παρελθόντος διατηρείται ζωντανή. Τα ηλιόλουστα πρωινά μαζεύονται στην πλατεία οι τουρίστες· σε αυτή σουλατσάρουν οι ξεναγοί και στη γειτονική πιατσέτα οι γονδολιέρηδες. Πλανόδιοι πωλητές σπρώχνονται ανάμεσα στις καρέκλες μπροστά στα καφέ κάτω από τις ανοιχτές στοές.

Το πιο λαμπρό όμως θέαμα το επιφυλάσσει η νύχτα, όταν στους μεγάλους χάλκινους κηροστάτες ανάβουν χιλιάδες λάμπες γκαζιού, κάνοντας τις βιτρίνες των κοσμηματοπωλείων να λαμπυρίζουν, και η πλατεία πλημμυρίζει από μουσική. Στη συνέχεια, συγκεντρώνεται πλήθος κόσμου. Πλησιάζουν οι ευγενείς με τις συζύγους τους· οι γόνδολες συνωστίζονται στην πιατσέτα. Η Πλατεία του Αγίου Μάρκου μοιάζει να μεγαλώνει και να πλαταίνει μέσα στο φεγγαρόφωτο που πέφτει πάνω στα λαμπερά φώτα του γκαζιού. Τα φορέματα των γυναικών, γεμάτα φραμπαλάδες, σέρνονται πάνω στο μαρμάρινο πλακόστρωτο καθώς περπατούν στηριγμενες άτσαλα στα μπράτσα των αντρών τους, ενώ οι σπινθηροβόλες ματιές τους ξεστρατίζουν πέρα μακριά, πάνω από τις μαύρες βεντάλιες που κρατούν.

Ο σαματάς και η ένταση που χαρακτηρίζουν τις δημόσιες εμφανίσεις των Ιταλών δεν σταματούν μέχρι αργά τη νύχτα. Στο τέλος λέγονται μερικές βιαστικές κουβέντες, ενώ κάποια όμορφα μάτια κοιτάζουν κλεφτά έναν ευτυχή θνητό. Γυρω από τα σκαλοπάτια της πιατσέτας μαζεύοντςι οι γόνδολες και μετά χωρίζονται· η καθεμία ακολουθεί διαφορετική κατεύθυνση μέσα στα σκοτεινά, πνιγμένα στη σιωπή κανάλια. Στη μεγάλη πλατεία τα φώτα έχουν σβήσει στους κηροστάτες, η μουσική σταματά και οι πλανόδιοι βαρκάρηδες ξαπλώνουν στις βάσεις των κιόνων. Το φως του φεγγαριού προχωρά προς το κέντρο της πλατείας, όπου ο αντίλαλος από τα τελευταία βήματα σβήνει.

Η μέρα όμως διαδέχεται τη νύχτα. Πολύ νωρίς το επόμενο πρωί, διαβαίνουμε την είσοδο του Αγίου Μάρκου, ενός ναού που όμοιός του δεν υπάρχει σε ολόκληρο τον κόσμο. Μολονότι ο χρόνος και ο υγρός θαλασσινός αέρας έχουν αφήσει τα σημάδια τους πάνω σε αυτούς τους τοίχους, μέσα από τη θαμπάδα του παρελθόντος ακτινοβολούν τα λαμπερά χρώματα και τα δυνατά περιγράμματα του κτιρίου. Τα χάλκινα άλογα πάνω από τη μεγάλη πύλη ανασηκώνονται στα πίσω πόδια τους· οι τρούλοι και οι αψίδες τεντώνουν τις μεγάλες καμπύλες τους με σθένος· κάθε κομμάτι του τεράστιου οικοδομήματος μοιάζει ζωντανό και έμψυχο. Ωστόσο, παντού βασιλεύουν η ευγένεια και η γαλήνη, όπως αρμόζει σε κάθε οίκο του Θεού.

Είναι δύσκολο να αντιπαρέλθουμε τη γοητεία που ασκεί ο ναός ως σύνολο ώστε να μπορέσουμε να εξετάσουμε τον πλούτο που κρύβεται στο εσωτερικό του. Πρόκειται για ένα δημιούργημα μεγάλου ιστορικού ενδιαφέροντος, το οποίο συνοψίζει πάρα πολλά χρόνια ιδιοφυίας, πολιτικής δύναμης και θρησκευτικής πίστης.

Έχουν περάσει ακριβώς 800 χρόνια [1915] από τότε που ολοκληρώθηκε η οικοδόμησή του. Η σπουδαιότητά του, από θρησκευτικής άποψης, έγκειται στο γεγονός ότι στο εσωτερικό του φιλοξενούνται τα λείψανα του μεγάλου Ευαγγελιστή. Όσον αφορά τον ιστορικό του χαρακτήρα, οφείλεται στην άμεση σύνδεσή του με την τύχη της πόλης και των κυβερνητών της. Ήταν το θέατρο των θριάμβων τους και το καταφύγιό τους σε δύσκολες στιγμές· η Βενετία, σε όλες τις επιτυχίες και τις συμφορές της, έβρισκε προστασία κάτω από τις φτερούγες του Αγίου Μάρκου.

Η κύρια πύλη εντυπωσιάζει με την αρχιτεκτονική της, που προδίδει τον πλούτο της πόλης και τι δημιουργικές δυνάμεις της. Πέντε αψίδες, οι οποίες στηρίζονται σε περίτεχνους κίονες διαμορφώνουν την είσοδο προς τον πρόναο· οι χάλκινες θύρες που οδηγούν στο εσωτερικό, τα ψηφιδωτά σε χρυσό φόντο και τα πολύχρωμα μάρμαρα συναρπάζουν τους επισκέπτες που στέκοντι ασάλευτοι μπροστά στο ναό.

Τα περίφημα ορειχάλκινα άλογα, τα οποία φιλοτεχνήθηκαν στα ρωμαϊκά χρόνια και για μεγάλο διάστημα είχαν μεταφερθεί στο Βυζάντιο [Κωνσταντινούπολη], την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας της Δύση [πρωτεύουσα όλης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 330 μέχρι το 1453 μ.Χ.], βρίσκονται στην κύρια πύλη της εκκλησίας – τα πρωτότυπα εκτίθενται σε ένα χώρο στο εσωτερικό της. Ο δόγηςς Δάνδολος, σε ηλικία 95 χρόνων, οδήγησε τους Ενετούς να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη (1203). Ήταν σχεδόν τυφλός, αλλά γεμάτο ζωή και φλογερό πάθος· το όνομά του ταυτίζεται με το απόγειο της στρατιωτικής δύναμης της Βενετίας· το μνημείο του είναι ένας από τους σημαντικότερους αρχιτεκτονικούς θησαυρούς της πόλης.

Φωτογραφία από Cédric Lambert από το Pixabay

Αν η Βασιλική του Αγίου Μάρκου εκφράζει το θρησκευτικό πνεύμα της Βενετίας, το Ανάκτορο των Δόγηδων (Παλάτσο Ντουκάλε) εκφράζει την κοσμική ισχύ της – κανένα οικοδόμημα δεν το ξεπερνά, ούτε καν αυτά που υπάρχουν στην Ιταλία. Η ανέγερσή του, στη σημερινή του μορφή, ξεκίνησε το 14ο αιώνα και ολοκληρώθηκε το 15ο έπειτα από μακροχρόνια διακοπή, διότι το παλαιότερο κτίριο, που είχε κατασκευαστεί την εποχή της δυναστείας του Καρλομάγνου, καταστράφηκε από πυρκαγιά. Δυο επάλληλες σειρές κιόνων στηρίζουν τα ογκώδη ανώτερα τμήματα – μια τεράστια, ελεύθερη, επίπεδη επιφάνεια, η ενότητα της οποίας διασπάται μόνο από τα παράθυρα με τα γοτθικά τόξα που επιτρέπουν στο φως να περάσει μέσα στις μεγαλοπρεπείς αίθουσες. Η αρχιτεκτονική του ανακτόρου είναι κλασική. Η εξαιρετικά καλή θέση του, η σύνδεσή του με τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου και οι δυο προσόψεις του – η μια που δεσπόζει στην πιατσέτα και η άλλη προς τη θάλασσα – προδιαθέτουν για το εντυπωσιακό εσωτερικό του. Το παλάτι αυτό αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο όλων των αριστουργημάτων της Βενετίας. Στη συνέχεια ανεβαίνουμε τη Χρυσή Σκάλα, που οδηγεί στις περίλαμπρες αίθουσες, από τις οποίες ξεχωρίζει η Αίθουσα του Μεγάλου Συμβουλίου, το μεγαλύτερο δωμάτιο του κόσμου, που την οροφή του στηρίζει ούτε μια κολόνα. Εκεί φιλοξενούνται τα αγάλματα των σπουδαίων αντρών που ανέδειξε η Δημοκρατία της Βενετίας και τα πορτρέτα των πρώτων 76 δόγηδων – στη σειρά, κατά μήκος των τοίχων κάτω από την οροφή.

Αυτό το μεγαλειώδες δημιούργημα όμως σκιάζεται από τη φυλακή που διέθετε και από τις σκληρές συνθήκες που απικρατούσαν σε αυτή. Ένα ελαφρύ ρίγοα αμαυρώνει τη μαγεία: Τα χέρια της Βενετίας είναι κηλιδωμένα με αίμα, άφθονο γαλάζιο αίμα από τους ευγενείς που θυσιάστηκαν στο βωμό ευτελών παθών. Εκεί βρίσκεται η Μπόκα ντι Λεόνε, όπου ο φθόνος έσπερνε το μυστικό του κατηγορητήριο. Μια πύλη οδηγεί στις φυλακές και στη Γέφυρα των Στεναγμών (Πόντε ντελ Σοσπίρι).

Για να μάθουμε την αληθινή ιστορία της Βενετίας δεν αρκεί να περιηγηθούμε το επιβλητικό Ανάκτορο των Δόγηδων. Πρέπει να πάμε μέχρι το Πότσι, τα μπουντρούμια κάτω από τη στάθμη του νερού, ή ν’ ανεβούμε στα κελιά (τα Πιόμπι). Τότε θα αντιληφθούμε ποιο ήταν το κρυφό σαράκι που κατέτρωγε τις ρίζες αυτού του κάλλους· τότε θα συνειδητοποιήσουμε με ανείπωτο τρόμο τι σκιάζει την περήφανη βασίλισσα της Αδριατικής.

Άλλωστε, όλοι ξέρουν από πού προέρχεται το όνομα της Γέφυρας των Στεναγμών – αυτής της ιδιαίτερα περίτεχνης τοξωτής γέφυρας πάνω από το κανάλι Ρίο ντελ Παλάτσο, που είναι συνυφασμένη με την πιο βαθιά εξαθλίωση! Ποιος θα μπορούσε ν’ αντικρίσει τα τρομακτικά Πιόμπι χωρίς να συγκλονιστεί; Τα επισκεπτόμαστε ένα ηλιόλουστο πρωινό του Μαϊου – στην αρχή τις φυλακές και μετά το θάλαμο των βασανιστηρίων· στο ταβάνι του υπάρχει ακόμα ο γάντζος από τον οποίο κρεμούσαν τους κρατούμενους, ενώ το δάπεδο είναι καλυμμένο με λείες πέτρες.

Με μια αίσσθηση ανακούφισης βγαίνουμε έξω, στον καθαρό αέρα, στην αύρα της πιατσέτας, όπου απλώνονται οι υπόστυλες αίθουσες της Τσέκα – ενός αρχαίου νομισματοκοπείου που το 1280 έκοβε χρυσά τσεκίνια. Τι συρροή από γόνδελες! Από παντού ακούγεται η ίδια φράση: “Μια βάρκα, κύριε”, “Θέλετε μια βάρκα;” Ο γονδολιέρης μας χαιρετά ανασηκώνοντας ελαφρά το αριστερό του χέρι, ενώ με το δεξί κρατά το κουπί· το μπλε πουκάμισο, δεμένο στη μέση μ’ ένα φουλάρι, αποκαλύπτει το ανοιχτό του στήθος, ενώ το πρόσωπό του είναι ηλιοκαμένο. Για μια στιγμή αυτή η γραφική νευρώδης φιγούρα βρίσκεται σε πλήρη κίνηση· το κουπί βυθίζεται στο κύμα και η βάρκα διασχίζει το Μεγάλο Κανάλι σαν βέλος.

Ανηφορίζουμε σιγά-σιγά και φτάνουμε απέναντι από το Παλάτσο Κονταρίνι Φασάν. Ο γονδολιέρης σταματά. Είναι αναμφίβολα από τα πιο όμορφα της Βενετίας· οι μαρμ΄σρινοι εξώστες είναι τόσο περίτεχνοι σαν να έχουν φτιαχτεί από πολύτιμα μέταλλα· τα τοξωτά παράθυρα είναι ψηλά και στενά και οι κιονίσκοι τους καταλήγουν στο μπαλκόνι. Ωστόσο, όλη αυτή η κομψότητα μαρτυρεί μια δύναμη, καταδεικνύει ότι κάποτε την εξουσία είχαν ισχυροί άντρες. Τώρα, πάνω από τα κεφφάλια μας είναι συγκεντρωμένα όλα τα μεγάλα ονόματα της πόλης. Εδώ είναι η γωνία του ανακτόρου και παραδίπλα βρίσκονται οι οικείες των Φοσκάρι, των Μπάλμπι, των Μοτσενίγκο, των Γκριμάνι και των Λορεντάν. Μπροστά από κάθε αριστοκρατική πόρτα υπάρχουν σκαλοπάτια από λευκό μάρμαρο τα οποία φτάνουν μέχρι το νερό και μεγάλοι ξύλινοι πάσσαλοι – βαμμένοι στα χρώματα της οικογένειας – που χρησιμεύουν για να δένουν τις γόνδολες.

Συνεχίζουμε την περιήγησή μας καααι πλησιάζουμε σε μια υπέροχη τοξωτή γέφυρα στο Μεγάλο Καανάλι (Κανάλ Γκράντε), τη Γέφυρ Ριάλτο (Πόντε ντι Ριάλτο), η οποία για πολύ μεγάλο διάστημα ήταν η μόνη που υπήρχε στο κανάλι. Σήμερα είναι αναμφισβήτητα από τι πιο ενδιαφέρουσες της Βενετίας. Είναι πλημμυρισμένη από ζωή και κίνηση, αφού αποτελεί το εμπορικό κέντρο της πόλης. Εδώ φέρνουν οι ψαράδες τα προϊόντα τους για να τα πουλήσουν· εδώ είχαν αναρτηθεί οι νόμοι της παλιάς Δημοκρατίας της Βενετίας, σε μια στήλη που αποκαλείται “Γκόμπο ντι Ριάλτο”. Πάνω στη γέφυρα υπάρχει μια διπλή σειρά από μικρά καταστήματα, κατασκευασμένα από μάρμαρο και με στέγες από φύλλα μολύβδου.

Σύμφωνα την παράδοση, το πρώτο από τα καταστήματα οικοδομήθηκε επειδή υπήρχε ο φόβος ότι το κέντρο της γέφυρας θα πιεζόταν προς τα πάνω· και ο Ντα Πόντε, του οποίου ζητήθηκε η γνώμη λίγο πριν πεθάνει, πρότεινε να αυξηθεί με τον τρόπο αυτό το βάρος στις δυο άκρες της γέφυρας. Έτσι, η Πόντε ντι Ριάλτο απέκτησε τα καταστήματά της και άλλαξε εντελώς εμφάνιση Στερείται πλέον την επιβλητικότητα που χαρακτήριζε παλαιότερα την ελεύθερη αψίδα της. Έχει πλάτος σχεδόν 45 μέτρα και τα θεμέλιά της κάτω από το νερό στηρίζονται σε μια πλατφόρμα με 12.000 πασσάλους.

Είναι γνωστό ότι όλα τα ανάκτορα και τα σπίτια της Βενετίας υψώνονται πάνω από τη θάλασσα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο· ολόκληρη η πόλη είναι ένα ογκωδέστατο κτίριο πάνω σε πασσάλους, το μεγαλύτερο του κόσμου. Για να αντέξουν οι πάσσαλοι όλο αυτό το βάρος που σηκώνουν, ήταν παραίτητο να φτιαχτούν από τους πιο γερούς κορμούς δέντρων και από τα καλύτερα είδη ξύλου, τα οποία μεταφέρθηκαν από ξένες χώρες μέσω θαλάσσης. Μάλιστα, τον προηγούμενο αιώνα μια οικογένεια ευγενών αποφάσισε να κατεδαφίσει το πολυτελές αρχοντικό της στο Μεγάλο Κανάλι προκειμένου να εκμεταλλευτεί οικονομικά τους πολύτιμους κορμούς κέδρου με τους οποίους το είχε κατασκευάσει και να ξεπληρώσει έτσι τα χρέη της. Η κυβέρνηση όμως της απαγόρευσε να προχωρησει σε αυτή την πράξη απελπισίας.

Καθώς φτάνουμε στο Λίντο, και πλησιάζοντας στο τέλος του ταξιδιού μας, κατεβαίνουμε στην πιατσέτα την ώρα που ένας μαγευτικός ήχος φτάνει στ’ αφτιά μας από μακριά. Είναι οι γονδολιέρηδες στο Μεγάλο Κανάλι που τραγουδούν τα παλιά τους τραγούδια – τα οποία ποτέ δεν κατέγραψε κάποιος ξένος, αλλά μένουν ζωντανά στη μνήμη των ανθρώπων.

  • Πηγή: NATIONAL GEOGRAPHIC, Αύγουστος 2009

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση