Μπαλίτσα όπως παλιά | Αναζητώντας απάντηση στον εμπορευματοποιημένο αθλητισμό

Με πλήρη σοβαρότητα, θέλω να σας πω, ότι όλα όσα έμαθα και σας ιστορώ, σε όλες τις πτυχές της ζωής μου, τα έμαθα από το λαϊκό ποδόσφαιρο της γειτονιάς μου στον Άγιο Παύλο Σταθμού Λαρίσης, εντός μιας κοινότητας δηλαδή και σε μια ομάδα ομοτίμων. Ιδιαίτερα όμως διδάχτηκα το αίσθημα δικαιοσύνης και ηθικής. Συχνά, με τον φίλο μου Νίκο Λεμονή -προπονητή τερματοφυλάκων πια- συζητάμε για την κορυφαία εμπειρία αυτή, που ξεκίνησε με το …ύψος του τερματοφύλακα!

Στα αυτοσχέδια διπλά μας δοκάρια δεν υπήρχαν, και πολύ περισσότερο, οριζόντια δοκάρια. Η αυτονόητη αυθόρμητη δικαιοσύνη δεν μας άφηνε να μετρήσουμε ένα γκολ που θεωρούσε όλη η παρέα ότι ξεπερνούσε το λογικό ύψος που όριζε πάνω κάτω το διαφορετικό ύψος του τερματοφύλακα. Δεν είχε σημασία αν ήταν κοντός ή ψηλός, αλλά να μη μετρήσουμε ένα γκολ που θα ήταν άδικο!

Σχετική εικόνα

Ίσως γι’ αυτό άλλωστε ταυτίζομαι και υπερασπίζομαι, εγώ και άλλοι αθεράπευτοι με την μπάλα, τον Αλμπέρ Καμύ, τερματοφύλακα της πρώτης παράνομης Εθνικής Αλγερίας, ο οποίος έλεγε: «Όλα όσα ξέρω για την ηθική και την αίσθηση καθήκοντος τα έχω μάθει από το ποδόσφαιρο». Η κοινή λαϊκή ευπρέπεια, που τόνιζε ο Τζωρτζ Όργουελ, είναι εδώ: «Κάποια πράγματα απλά δεν γίνονται, δεν μπορώ να τα δεχτώ», γιατί είναι ενάντια στον κώδικα ηθικής μου. Άλλωστε, ο τερματοφύλακας στο μυαλό μου είναι ο θεματοφύλακας αξιών και εστιών. Υπέρ βωμών και εστιών, δηλαδή. Και, συμβολικά, η τελευταία άμυνα και αντίσταση πριν την ηθική ήττα και παρακμή που ζούμε στις μέρες μας. Και ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, συγγραφέας της «Λολίτας», έλεγε για τον τερματοφύλακα: «Ο τερματοφύλακας είναι ο μοναχικός αετός, ο άνθρωπος μυστήριο, ο τελευταίος υπερασπιστής». Η συλλογικότητα, και το πρωτογενές ηθικό πνεύμα της στρογγυλής θεάς, υμνήθηκε και από τον Αντόνιο Γκράμσι, ο οποίος θεωρούσε το ποδόσφαιρο «το βασίλειο της ανθρώπινης τιμιότητας».
«Το ωραιότερο γκολ μου ήταν μια πάσα», θα ομολογήσει ο Ερίκ Καντονά, άτακτο παιδί του ποδοσφαίρου, στην ταινία του Κεν Λόουτς, «Looking for Eric» (2009), αποδομώντας το ατομικιστικό κέρδος με κάθε τρόπο, για να γίνει η φράση αυτή βιβλίο για τον αρχαϊκό σοσιαλισμό και την αλληλοβοήθεια του ποδοσφαίρου, από τον θαυμαστό μου φιλόσοφο Ζαν Κλωντ Μισεά.

Όμως και την πολυσύνθετη έννοια της «αδικίας» ζεις μέσα στο ποδόσφαιρο και μάλιστα θεσμικά κατοχυρωμένη στους κανονισμούς του. Έχετε σκεφτεί το πέναλτι; Μοιάζει η απόλυτα δίκαιη ποινή για κάποιον που χρησιμοποίησε αθέμιτα μέσα. Κι όμως κι αυτό ακόμα δίνει περιθώρια αμφισβήτησης. Αν το πέναλτι ήταν άδικο και χαθεί, τότε όλοι συχνά λέμε «Θεία δίκη» και μάλιστα με μια αντιεξουσιαστική χροιά, ενάντια στους άδικους νόμους. Μα κι αν ακόμα ήταν δίκαιο μπορεί να το χάσεις ή να αποκρούσει ο τερματοφύλακας, να δικαιωθεί δηλαδή ο άδικος. Σε εισάγει, λοιπόν, στις αντιφάσεις της ίδιας της ζωής και σε ωθεί να βελτιώνεσαι για να διεκδικείς το δίκιο σου ή να δυναμώσεις και να αποκρούσεις την κοινωνική αδικία. Καθόλου τυχαία, η υπαρξιακή αγωνία των νεωτερικών καιρών μας υμνήθηκε από τον Βιμ Βέντερς στην ταινία: «Ο φόβος του τερματοφύλακα πριν απ’ το πέναλτι»

Μπαλίτσα, λοιπόν, μπαλίτσα όπως παλιά. Ο τίτλος του Μάκη Διόγου είναι εύστοχος, βάζοντάς μας κατευθείαν στο θέμα. Μπαλίτσα, μια αυθεντική λέξη-κλειδί στη γλώσσα των μυημένων μιας παγκόσμιας φυλής. Είναι αυτές οι μυστικές κλωστές που ενώνουν ανθρώπους, ιδέες και μνήμες, με την προσωπική μας εμπειρία. Συνδέεται με την αργκό καιρών αλλοτινών μιας παρέας, μιας γειτονιάς (της γειτονιάς μας), μιας ομάδας, μιας κοινότητας , όταν όλοι παίζαμε ποδόσφαιρο, αλλά στην ουσία μιλάγαμε και «παίζαμε μπαλίτσα». Και, όπως έλεγε ένας παλιός λαϊκός αγιοπαυλίτης: «Οι ποδοσφαιριστές δεν είναι αθλητές, οι ποδοσφαιριστές παίζουν μπάλα».

Όπως παλιά: ταξιδεύουμε στην παράδοση του αθλήματος, στη λαϊκή καταγωγή και τη εξέλιξή του, παρ’ όλο που η σύγχρονη μορφή του γεννήθηκε στην Αγγλία, όταν διάφοροι τύποι ποδοσφαίρου, που παίζονταν στην ύπαιθρο και τα χωριά, ενσωματώθηκαν στα δημόσια σχολεία, ως σχολικά παιγνίδια αρχικά αδιαφοροποίητα με το ράγκμπι. Η πρώτη ποδοσφαιρική ομοσπονδία δημιουργήθηκε το 1863, στην κορύφωση της βιομηχανικής κοινωνίας. Όμως, οι πρόγονοι των παιχνιδιών με μπάλα, σε σχέση με τον δικό μας πολιτισμό, είναι ακόμα πιο παλιοί. Στα κλασικά χρόνια της Ελλάδας και της Ρώμης. Κανείς δεν τα είχε πάρει στα σοβαρά, μέχρις ότου –όπως μας λέει ο ανθρωπολόγος Ντέσμοντ Μόρρις (Η φυλή του ποδοσφαίρου), πατριάρχης των ποδοσφαιρόφιλων όπου γης – ο Μέγας Αλέξανδρος τους έδωσε κύρος και γόητρο όταν ασχολήθηκε μ’ αυτά. Ταχύς καθώς ήταν, ασχολήθηκε με το τρέξιμο, αλλά σύντομα βαρέθηκε και εγκατέλειψε, όταν οι αντίπαλοί του τον άφηναν πάντα να νικά. Όταν άρχισε να πετάει μια μπάλα, σαν άσκηση, σύντομα κι άλλοι τον μιμήθηκαν ενθουσιωδώς. Αργότερα κατασκευάστηκαν ειδικοί χώροι για παιχνίδια με μπάλα, πρώτα στην Ελλάδα και μετά στη Ρώμη. Μάλιστα, κάποιοι ρωμαϊκοί χώροι θερμαίνονταν υπόγεια, αφήνοντάς μας έκπληκτους για τα σπέρματα μιας τεχνολογίας που μόλις τώρα αρχίζει να εξαπλώνεται, για να αντιμετωπιστούν οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες.

Αποτέλεσμα εικόνας για μπαλα αλάνα παιδια
Όμως, ακόμα πιο παλιά, την εποχή που ο άνθρωπος ήταν κυνηγός, μετά την πρώτη περίοδο της επιβίωσης, το κυνήγι μετατράπηκε σε συμπεριφορά αναδημιουργίας. Άρχιζε η περίοδος των αιματηρών σπορ. Η αστική εξάπλωση, που συμπαρέσυρε την αγροτική επανάσταση, στέρησε τις συγκινήσεις του κυνηγιού και οι πρώτες αρένες (άραγε είναι τυχαίο ότι τα νέα γήπεδα ονομάζονται σωρηδόν πια Αρένα; – όχι βέβαια) επέδρασαν αποφασιστικά στην εξέλιξη της ποδοσφαιρικής φυλής, οργανώθηκαν ως μαζικοί χώροι-στάδια, που αναβίωνε το αιματηρό σπορ.

Είναι όμως μόνο αυτός ο προφανής συμβολισμός και η μετουσίωσή σε νέες μορφές ομαδικού «κυνηγιού», που το ποδόσφαιρο εξαπλώθηκε σε όλη σχεδόν την οικουμένη; Είναι μόνο το γεγονός ότι μια ομάδα ανθρώπων αξιοποιούσε τα πλεονεκτήματά της, αντιστάθμιζε τα μειονεκτήματα, κατέστρωνε σχέδια δράσης, τακτικές, επωμίζονταν ρόλους, ευθύνες και κινδύνους, στήνοντας παγίδες για τον τελικό στόχο, το θήραμα, που έγινε αυτή η μετάβαση από το στάδιο των δολοφόνων-θηραμάτων στο στάδιο των σκόρερ τερμάτων (όπως μας περιγράφει και πάλι ο Μόρρις);
Μα όχι, δεν είναι μόνο αυτό, καθώς το ποδοσφαιρικό ματς είναι ένα πολύπλοκο και πολύπλευρο συμβολικό γεγονός και πολιτισμικό βίωμα.

H ουσία του ποδοσφαίρου, που σαν πνοή ανέμου κατακτά τα παιδιά σε τόσους τόπους της οικουμένης, είναι ότι το ποδόσφαιρο δεν έχει μόνο μια πλευρά, μόνο μια σημασία. Το ποδόσφαιρο είναι σημαντικό τόσο το ίδιο, όσο και όλα όσα συνθέτουν το ποδόσφαιρο ως τελετουργία. Αυτό μπορούν να το κατανοήσουν οι μύστες της απροσδιόριστης αυτής φυλής, στη ρευστή εποχή μας, όταν νιώθουν ότι, το απόγευμα της Κυριακής και το συναίσθημα πριν βγει η ομάδα τους από την καταπακτή, συνεχίζουν να έχουν την ίδια ζεστασιά και φλόγα, μέσα σ’ έναν άκαρδο κόσμο.

Τι είναι αυτό, άραγε, που κάνει ακόμα και τώρα τα δυο μου αγόρια –αλλά και όλα τα παιδιά–, που ενώ προπονούνται συστηματικά σε ακαδημία ποδοσφαίρου, να αναζητούν έντονα το πρόχειρο ποδόσφαιρο στο πάρκο, στην πλατεία, στο χώμα, οπουδήποτε μπορεί να στηθεί, με την απαράμιλλη βοήθεια της παρέας; Ή να μου λένε, απλά: Μπαμπά, πάμε για μπάλα;

H μαγική γοητεία του ποδοσφαίρου θεωρώ ότι σχετίζεται με τη φύση του ίδιου του ανθρώπου και της ίδιας της μπάλας. Αυτής της εμπειρίας που ανακαλύπτεις βιωματικά και ενστικτωδώς όταν είσαι παιδί, βέβαιος ότι σχετίζεται με ένα παιχνίδι, με μια αθώα ευχαρίστηση, όταν ένα οποιοδήποτε σφαιρικό αντικείμενο προκαλεί μια πολύ πιο θεαματική και απρόβλεπτη κίνηση από το κλότσημα οποιαδήποτε άλλου αντικειμένου. Όμως, για κάποιον λόγο, αυτό συνεχίζεται ακόμα και όταν ο άνθρωπος «ενηλικιώνεται».

Αξίζει να μας βοηθήσει εδώ ο Ολλανδός ιστορικός του πολιτισμού Johan Huizinga, που το 1938 μίλησε για τον Homo Ludens, τον Παίζοντα Άνθρωπο, ή παιγνιώδη άνθρωπο. Αισθάνομαι ότι, από την ταπεινή συνοικία του Αγίου Παύλου που μεγάλωσα πρόλαβα να βιώσω εμπειρικά εγώ και τόσοι άλλοι αυτό που ο Χουζίγνκα επιστημονικά εξηγεί. Νομίζω ότι η θεωρία του είναι ορατή όσο καμιά άλλη στην περίπτωση των παιγνιδιών της γειτονιάς. Το παιχνίδι, για τον Χουζίνγκα, είναι αρχαιότερο του πολιτισμού, αλλά και του ίδιου του ανθρώπου. Τα ίδια τα ζώα παίζουν προτού ακόμα διδαχτούν το παιχνίδι από τον άνθρωπο. Και ο άνθρωπος είναι μέρος της φύσης και μέσω του παιγνιδιού οικοδομεί τον πολιτισμό του, δίνοντας νόημα που υπερβαίνει τις υλικές ανάγκες στις οποίες οικοδομείται ο πολιτισμός μας.

Μέσα από το ποδόσφαιρο της γειτονιάς, μάθαμε πολλά για τη σοβαρή δοκιμασία της ζωής. Αξίες, αρχές, φαντασία, συναισθήματα χαράς και καταξίωσης, αλλά και αποδοκιμασία και απογοήτευση, θρίαμβος και πόνος, νίκη και αποκλεισμοί δοκιμάζονταν στην πλατεία, στην αλάνα, τον δρόμο. Η δοκιμασία και η ένταση οδηγούν σε έκσταση, δημιουργία και σχέσεις. Εκεί, στα μικρά γήπεδα-θέατρα των δρόμων, παίζεται μια σοβαρή βιωματική υπόθεση. Η μπαλίτσα στη γειτονιά, τότε και τώρα, έχει απίστευτη ελευθερία, αλλά και συνείδηση ότι δεν είναι μια ζωή πραγματική. Η προσποίηση στην ντρίπλα γεννιέται, ζει μαζί με την προσποίηση ότι παίζω ένα παιχνίδι σαν τη ζωή, προσποιούμαι, δηλαδή, δοκιμάζω ρόλους, σχέσεις με τρόπο όμως που έχει αφοσίωση, δέσμευση και σοβαρότητα. Εκεί στην αλάνα, ήμασταν σίγουροι ότι η μεταφορά και η κυριολεξία του παιγνιδιού μας ήταν ένα συνεχές στοίχημα που μας βαφτίζει στην ίδια την κοινωνική ζωή, ως πρόσωπα μέσα σε μια ομάδα.

Ταυτίζεται, έτσι, το παιχνίδι με τον ελεύθερο συνειρμό που αναφέρει ο παιδαγωγός και ψυχαναλυτής Winnicott ο οποίος το ορίζει ως τον ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στον εσωτερικό και τον εξωτερικό κόσμο. (Winnicott,1995). Για τον Winnicott, ο άνθρωπος στο παιγνίδι είναι ελεύθερος να είναι δημιουργικός. Χρησιμοποιεί όλη του την προσωπικότητα και ανακαλύπτει τον εαυτό του κάνοντάς τον να θεωρεί τη ζωή άξια να τη ζεις. (Winnicott,1995).

Η ουσία του ποδοσφαίρου, κορυφαίου «οικουμενικού πάθους», βρίσκεται, όπως και τα περισσότερα γνήσια ή «μυθικά» γεγονότα της ζωής, στην παιδική μας ηλικία. Ισορροπεί με εντυπωσιακό τρόπο την ανάγκη για ενεργητικότητα και παιγνίδι, για ευθύνη και αυτοπεποίθηση, για σύγκρουση και συλλογικότητα, για αυτονομία και αλληλοβοήθεια. Και όλα αυτά μέσα σε στοιχειώσεις φυσικές συνθήκες. Με τα πιο απλά, ταπεινά μέσα.

Πέρα από τις εθνικές προτιμήσεις, η σχέση με το άθλημα μοιάζει να εγκαθιστά την επικοινωνία με ένα «παγκόσμιο ασυνείδητο». Ίσως να μοιάζει το μόνο κομμάτι της παιδικότητάς μας που διατηρούμε με τέτοιο τρόπο ζωντανό, για να μην το προδώσουμε.

Μοιάζει το ποδόσφαιρο «βασιλιάς» και «αλήτης», βιομηχανία κέρδους και συναίσθημα, ιδεολογικό όργανο ολοκληρωτικών καθεστώτων, αλλά και επαναστατική πρωτοπορία για εθνική απελευθέρωση και ταξικούς αγώνες.

Πριν προφτάσει, όμως, να τραφεί από τις αντινομίες του, φυτρώνει κυριολεκτικά στη … φτώχεια του και στην ίδια τη ζωή. Ποιος δεν έχει παίξει «μικροί-μεγάλοι» στο δίτερμα. Ή πόσες φορές άλλα παιδιά έκοβαν από φιλίες ή ορκίζονταν να μην ξαναπαίξουν στην ομάδα, και την επόμενη μέρα, καταπατούσαν τους όρκους για να βρεθούν στη ζεστή αγκαλιά της; Ποιος δεν έχει χρησιμοποιήσει για μπάλα ένα κουκουνάρι, ένα μπουκάλι, ένα τενεκεδάκι; Ποιος δεν έφτιαξε γκολπόστ με δυο πέτρες; Ποιος δεν έχει κλωτσήσει μια μικρή πέτρα, 2-3 φορές. Η αρχή του ποδοσφαίρου δεν αρχίζει μ ’αυτήν την ενστικτώδη κίνηση;

Είναι ενδεικτικό, άλλωστε, πως η γενιά μου, αλλά και παλιότερες γενιές, στην εποχή της άρτιας τεχνολογικά εικόνας, των πολυτελών γηπέδων, των εισιτηρίων διαρκείας, δεν βάζουν στο ζύγι τις μοναδικές στιγμές που γήπεδο σήμαινε: Κυριακή μεσημέρι γύρω από το ραδιόφωνο, η τελετουργία της ετοιμασίας για το γήπεδο μετά το οικογενειακό τραπέζι, τα «χαρτάκια» με τις φιγούρες των ποδοσφαιριστών, η αγωνία να βρεις εισιτήριο ή τρόπο να μπεις τσάμπα, το αυτοσχέδιο δίτερμα στην πλατεία ή στην αλάνα και τόσα άλλα.

To σημαντικότερο που κρατώ από εκείνη την εμπειρία της πλατείας του Αγίου Παύλου όπου μεγάλωσα, είναι η μεταμόρφωση σχεδόν όλου του αστικού τοπίου σε παιγνίδι με μπάλα. Μετασχηματίζαμε και μεταμορφώναμε ουσιαστικά τη φύση της γειτονιάς ως προέκταση του παιγνιδιού. Τα παγκάκια, τα δέντρα, οι πέτρες, γίνονται δοκάρια. Ακόμα και τα πλακάκια της πλατείας φάνταζαν στα μάτια μας το καλύτερο γκαζόν και η αντικρινή νεοαναγειρόμενη πολυκατοικία έμοιαζε με πολυώροφη εξέδρα.

Οι περιορισμένοι χώροι μεταμορφώνονταν σε μικρά γήπεδα για μονό ή διπλό με λίγους παίκτες, 2×2, 5×5, 7×7, χρόνια πριν τις σημερινές οργανωμένες επιχειρήσεις. Όμως, το πιο εντυπωσιακό ήταν ότι από τότε ουσιαστικά πατούσαμε πάνω στα χνάρια της αυτοθέσμισης που όρισε η αρχαία ελληνική δημοκρατία και ο Καστοριάδης χωρίς καν να το γνωρίζουμε και στη δημιουργία καταστάσεων παιγνιδιού των καταστασιακών και του Γκυ Ντεμπόρ, αναγνώστες κι αυτοί του Χουζίνγκα. Κάτι ανάλογο που ζούσε ο Παζολίνι, φανατικός ποδοσφαιρόφιλος και ποδοσφαιριστής ο ίδιος, που παρατούσε το συνεργείο της ταινίας, όταν άκουγε τον ήχο της μπάλας, και έτρεχε να παίξει, ενώ, το 1975, έχασε από την ομάδα ηθοποιών και τεχνικών του Μπερτολούτσι, με τις σκόπιμα πολύχρωμες ψυχεδελικές ποδοσφαιρικές κάλτσες, που μπέρδευαν τον Παζολίνι και τους συμπαίκτες του.

Δημιουργία αυτοσχέδιων καταστάσεων λοιπόν, πρωταθλημάτων-θεατρικών δρώμενων στην ουσία, κανόνων και ρόλων με τη συμφωνία των ομάδων της γειτονιάς. Δημιουργία μέσα από τη φαντασία και την ανάγκη, η άμεση δημοκρατία του ποδοσφαίρου: στα τρία κόρνερ πέναλτι ή μπέναλντι για τους Βορειοελλαδίτες φίλους μας, το μπακότερμα ή το αμερικάνικο, κ.ά.

Αποτέλεσμα εικόνας για μπαλα αλάνα παιδια
Όμως και η ονομασία των αυτοσχέδιων ομάδων, που είχαν και άτυπους προέδρους ή προπονητές (συνήθως μεγαλύτερα παιδιά με κύρος), ή αργότερα των ανεξάρτητων ομάδων, συνδέονταν με τη συνοικία, με δρόμους της γειτονιάς, τους τόπους καταγωγής των ποδοσφαιριστών ή την επαγγελματική τους ιδιότητα: Δάφνη Ταρέλα, Κεραυνός Βουναλακίου, Αστραπή Αγίου Παύλου, ή, Α.Ο Βραγγιανά, Προοδευτική Έκρηξη Τούμπας, Λιθογράφοι, Α.Ο. Δέρματα, Χρυσοχόοι, κ.α. Η αίσθηση της τοπικής ή περιφερειακής ιδιοσυγκρασίας, μεγάλωνε τη σύνδεσή μας με την ίδια τη Ελλάδα ως συλλογική ταυτότητα και εθνική ιστορία. Ζύμωνε το περίπλοκο δέσιμό μας με τη γενέθλια γη, για να συναντήσει την διεθνική επικοινωνία των εθνικών πολιτισμών μέσα από τη λαϊκή κουλτούρα του ποδοσφαίρου: Άγιαξ της Κυψέλης, Φόρεστ Αγίου Παύλου, Δυναμό Θυμαρακίων, Εσπανιόλ Μελιγαλά, ή Άιντραχτ Πετραλώνων!

Συχνά, μου λείπουν, λέξεις φράσεις και συναίσθημα από τη λαϊκή γιορτή του ποδοσφαίρου. Ηχητικά νήματα με την ελληνική ιδιοπροσωπία μας και την ιστορική γλώσσα μας. Σε περιγραφή του Βασίλη Γεωργίου ή του θρυλικού Αντώνη Πυλιαρού, μαθαίναμε το εναρκτήριον λάκτισμα, το γωνιαίον λάκτισμα (κόρνερ), την πλάγια επαναφορά (πλάγιο άουτ), το ημιχρόνιο, το ελεύθερο, το εκτός παιδιάς (offside), τον μικρό ή μεγάλο το δέμας ποδοσφαιριστή, αλλά και τον παίκτη που έπαιζε στα …ντεμί (μεσοεπιθετικός), το μελέ (φάση διαρκείας με κάθε τρόπο για την επίτευξη γκολ).

Λέξεις λόγιες που συνυπήρχαν με αγγλικούς όρους, ζυμωμένους στη λαϊκή ατμόσφαιρα και δεν ξένιζαν ως αγγλικούρες, καθώς η γειτονιά, η παρέα, ο δημοσιογράφος, τις ενσωμάτωνε σε μια «μικτή και πολιτισμικά …νόμιμη» διάλεκτο. Εκεί που το γκολ λεγόταν και τέρμα! Άραγε ένα σημερινό παιδί θα μάθει ποτέ την λέξη λάκτισμα, σήμερα μάλιστα που προσπαθούν να εξοβελίσουν την αρχαιοελληνική γλώσσα μας;

Μιλούσαμε, λοιπόν, και αγγλικούς όρους, αυτούσια μεταφερόμενους ή λυρικά…παραποιημένους. Έτσι, και το σέντερ φορ υπήρχε και το σέντερ χαφ είχε άλλη αίσθηση, ως …σέντρεφορ και σεντρεχάφ. Μελωδία το πλονζόν (η βουτιά του τερματοφύλακα), αλλά και ροκ ηχητικός νεωτερισμός το εξτρέμ (που εναλλασσόταν με το ελληνικό ακραίος επιθετικός) και τα …καρέ (η μικρή και μεγάλη περιοχή). Για να μη μιλήσουμε για την αργκό των γηπέδων με τα ευφυή συνθήματα και τους χαρακτηρισμούς των καφενείων, καθώς είναι μια ολόκληρη διάλεκτος, εκεί που εξανεμίζονταν οι κοινωνικές διαφορές και ο χυμώδης λαϊκός λόγος γινόταν σεβαστός ως συστατικό στοιχείο της επικοινωνίας. Όταν ο λαϊκός και ο λόγιος γείτονας, ο πλούσιος και ο φτωχός παίζανε ισότιμα, συμφιλιώνονταν! Κι όπως αναφέρει ο συγγραφέας Γ. Αλεξάτος: Μοιάζει παράταιρη με το γενικό κλίμα μια φράση του τύπου, «δεν έχετε δίκιο, κύριε καθηγητά! Οφσάιντ ήταν. Είμαι βέβαιος γι’ αυτό και θεωρώ πως πρέπει να επανεξετάσετε το ζήτημα». Το άλλο ακούγεται καλύτερα: «Στα μαθηματικά δεν ξέρω, για να ‘σαι καθηγητής καλός θα ‘σαι. Αλλά από μπάλα έχεις μεσάνυχτα. Στραβώθηκες απ’ το πολύ διάβασμα καημένε κι ούτε το οφσάιντ δεν μπόρεσες να δεις!»

Ώσπου, στο όνομα ενός ψευδεπίγραφου εκσυγχρονισμού και στη ρωγμή ενός στρεβλού μεταμοντερνισμού της αθλητικής επιστημοσύνης, το τοπίο μοιάζει να αλλάζει. Νέα Ελλάδα, νέοι όροι, νέες λέξεις, για να ξορκιστεί το βέβηλο λαϊκό ποδόσφαιρο ή η παρωχημένη επαρχιώτικη λαϊκή καθαρεύουσα των προηγούμενων χρόνων.

Οι εξελίξεις σαρώνουν το παγκόσμιο ποδόσφαιρο, μετατρέποντάς το από ένα λαϊκό πανηγύρι σε ένα ψηφιακό επιστημονικό προϊόν. Η αυθεντική ψυχή της μπάλας ανθίσταται και ο μόνος δρόμος είναι ο εκσυγχρονισμός της παράδοσής της. Οι τεχνολογικές εξελίξεις και το μεταμοντέρνο αδιέξοδο του εμπορευματικού καπιταλισμού, που οδηγεί στον μετάνθρωπο, απειλεί να διαμορφώσει και τον μεταποδοσφαιριστή, το μεταποδόσφαιρο. Η αθλητική παιδαγωγική, βέβαια, προσπαθεί να βάλει λίγο από το ελεύθερο παιχνίδι και το πνεύμα της αλάνας, που αποδείχτηκε γνήσια στο πέρασμα των εποχών, στις σύγχρονες ακαδημίες ποδοσφαίρου. Ίσως τότε σωθεί η ψυχή αυτή της λαϊκής γιορτής!

Αποτέλεσμα εικόνας για τερματοφύλακας πέναλτι
Κλείνοντας, αξίζει να θυμηθούμε τον σεναριογράφο Patrick Cauvin και τον σκηνοθέτη και δημιουργό κόμικς Γαλλογιουγκοσλάβο Enki Βilal, όπου σ’ ένα εφιαλτικά προφητικό κόμικς, το «Oφσάιντ» (Jors Jeu), μιλούσε για τη μετεξέλιξη του ποδοσφαίρου. Ο τελευταίος επιζών αθλητικογράφος, σε μια εποχή που ένα-ένα τα μαζικά φαινόμενα εξαφανίζονταν, θυμάται το τέλος του ποδοσφαίρου όταν από την παραδοσιακή ηρωική εποχή, είχε μετεξελιχθεί σε τεχνολογική αθλητική ύβρη, με γήπεδα χωρίς θεατές, ποδοσφαιριστές με τεχνητά ηλεκτρονικά μέλη, τεχνητές φυσικές συνθήκες, χημική βοήθεια, απόλυτα διεφθαρμένη εμπορευματοποίηση, κ.ά.

Στο τελευταίο κεφάλαιο, ο αθλητικογράφος μονολογούσε: «Τότε τους είδα. Ήταν ακόμα μακριά. Δεν πρέπει να ήταν πολλοί… τρείς ή τέσσερις το πολύ… Μερικά παιδιά.

Η περιοχή δεν ήταν επικίνδυνη. Δεν μου είχε συμβεί τίποτε σ’ όλους αυτούς τους περιπάτους, αλλά κάποιοι ταξιδιώτες είχαν δεχτεί επιθέσεις… Άφησα το μονοπάτι και έκοψα δρόμο μέσα από τα δέντρα. Άρχισα να λαχανιάζω, γιατί το έδαφος ήταν ανηφορικό. Στην κορυφή έπεσα κάτω και γλίστρησα με την κοιλιά παραμερίζοντας την άμμο και τις ρίζες των φυτών. Τους είδα. Τελικά ήταν έξι (…) αμέσως κατάλαβα τι έκαναν και δάκρυα ήρθαν στα μάτια μου… Έπαιζαν με ένα διαφανές πλαστικό μπιτόνι… Είχαν χαράξει πρόχειρα τις γραμμές του γηπέδου και τα τέρματα πάνω στο έδαφος που είχε καθαριστεί από τα γκρεμίσματα. Έμεινα να τους κοιτώ μέχρι το βράδυ. Ποιος άραγε τους έμαθε αυτούς τους κανονισμούς; Ίσως τους ξαναανακάλυψαν οι ίδιοι, ίσως το παιχνίδι αυτό είναι αθάνατο, έμφυτο στον άνθρωπο, και συνδυάζει τον δρόμο, το άλμα, τη δύναμη, την τεχνική, την ευστροφία, τον θρίαμβο και την ήττα… Κι αυτά τα έξι πιτσιρίκια ξανάρχιζαν τον κύκλο. Τίποτα δεν πεθαίνει οριστικά. Δεν θέλησα να τους διακόψω. Μπορεί να τους τρόμαζα… Θα επιστρέψω όμως αύριο, γνωρίζω ότι θα τους ξαναβρώ. Έχω άλλωστε και κάτι να τους δώσω: το έχω κάτω απ’ το κρεβάτι μου σχεδόν μισό αιώνα… Θα ’ναι γεμάτο σκόνη, αλλά είμαι σίγουρος ότι το κάλυμμά του θα το έχει προστατεύσει. Θα κάνω την εκπομπή, δεν έχει άλλωστε καμιά σημασία, και μόλις τελειώσω θα βρω αυτά τ’ αγόρια και θα τους δώσω την μπάλα μου. Και μετά απ’ αυτό, μόνο τότε, θα έχει έρθει πια η ώρα να αποσυρθώ».

Βιβλιογραφία

Ντέσμοντ Μόρρις, Η φυλή του ποδοσφαίρου, εκδόσεις Κάκτος, 1982.
Γιόχαν Χουϊζίνγκα, Ο Άνθρωπος και το Παιγνίδι (Homo Ludens), μτφρ. Στέφανος Ροζάνης και Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, εκδόσεις Γνώση, 1989
Μάκης Διόγος, «Το πάθος του Παζολίνι για το ποδόσφαιρο», www.patisionzei.com/t39-pazolini.html
Ελίνα Μακρογιάννη, «Η θεραπευτική δύναμη του θεάτρου», www.e-psychology.gr/diafora-themata-psychologias/2416-therapeftiki-dynami-tou-theatrou.html
Γιώργος Αλεξάτος, «Το ποδόσφαιρο ως στοιχείο του λαϊκού πολιτισμού», alexatosgiorgos.webnode.gr
Jean-Claude Michéa, Le plus beau but est une passe, Flammarion – «Climats», 2014
Patrick Cauvin & Enki Bilal, «Εκτός παιδιάς»-”Hors-Jeu” écrit par, imagine dès 1987 ce que sera le football du futur.-1987

*Εισήγηση από την εκδήλωση «Μπαλίτσα όπως παλιά», που διοργάνωσε το Άρδην στις 15 Ιουνίου 2017,  στον χώρο πολιτικής και πολιτισμού «Ρήγας Βελεστινλής».

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση