Φόβοι για την οικονομία – Χτυπάνε καμπάνες, η κυβέρνηση κωφεύει

Την ώρα που τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση προετοιμάζουν τα προεκλογικά αφηγήματά τους, που επικεντρώνουν στη διαρκή επίκληση της «ανάπτυξης», τα ίδια τα σημάδια για τους ρυθμούς ανάπτυξης παραμένουν ακόμη ανησυχητικά.

Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η ΕΛΣΤΑΤ και αφορούν τους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ για το πρώτο τρίμηνο του 2019.

Συγκεκριμένα η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε παραπέρα επιβράδυνση των ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ στο πρώτο τρίμηνο του 2019 σε 1,3% (σε ετήσια βάση), που ακολούθησε την επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης στο δ’ τρίμηνο του 2018 στο 1,5%, υποχωρώντας από 2,1% στο γ’ τρίμηνο του 2018.

Είναι σαφές ότι ακόμη και εάν και δεχτούμε ότι συνήθως το πρώτο τρίμηνο δεν χαρακτηρίζεται πάντα από πολύ μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης, τέτοιοι ρυθμοί σημαίνουν ότι πολύ δύσκολα μπορούν να επιτευχθούν οι στόχοι της κυβέρνησης ως προς τους ρυθμούς ανάπτυξης. Θυμίζουμε ότι ο τρέχων στόχος είναι για ανάπτυξη 2,3% το 2019, αναθεωρημένος προς τα κάτω από 2,5%.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν όμως τα επιμέρους στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η ΕΛΣΤΑΤ. Καταρχάς εξακολουθεί να υποχωρεί η καταναλωτική δαπάνη του δημοσίου, που υποχωρεί κατά 4,1% (ενώ στο δ’ τρίμηνο του 2018 η μείωση ήταν 1,4%). Αυτό επαναφέρει το διαρκές πρόβλημα από την ιδιότυπη στάση πληρωμών του δημοσίου, που είναι και ένας από τους μηχανισμούς που διαμορφώνουν τα διαβόητα υπερπλεονάσματα. Η συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη υποχωρεί κατά 0,1%.

Παρότι οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αυξήθηκαν κατά 7,9% σε σχέση με το α’ τρίμηνο του 2018, στοιχείο που παραπέμπει σε έναν ορισμένο δυναμισμό, την ίδια στιγμή η αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά 4% σε σχέση το α’ τρίμηνο του 2018, είχε ως αντιστάθμισμα μια σημαντική αύξηση των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά 9,5% σε σχέση το α’ τρίμηνο του 2018. Όμως, ακόμη και εντός των εξαγωγών έχει ενδιαφέρον ότι οι εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 0,7% ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 8,7%.

Όλα αυτά παραπέμπουν σε μια ιδιαίτερα αντιφατική κατάσταση στην οικονομία όπου τα στοιχεία που παραπέμπουν σε δυναμισμό συνδυάζονται με την υποχώρηση της δημόσιας καταναλωτικής και επενδυτικής δαπάνης, άρα τις επιπτώσεις της λιτότητας, την ίδια ώρα που η όποια αύξηση της κατανάλωσης που μπορεί να φέρνει π.χ. η υποχώρηση της ανεργίας ή μεγαλύτερη αίσθηση «κανονικότητας», ενίοτε τροφοδοτεί τις εισαγωγές, κάτι που εκτός των άλλων αποτυπώνει και τις δομικές ανισορροπίες του παραγωγικού μοντέλου.

Οι επιπτώσεις στα δημοσιονομικά

Η υποχώρηση των ρυθμών ανάπτυξης δεν αφορά απλώς το δυναμισμό της οικονομίας αλλά και επηρεάζει το βαθμό επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων.

Υποχώρηση των ρυθμών ανάπτυξης επιδεινώνει και την ικανότητα αύξησης των δημοσίων εσόδων (αφού μειώνεται ο ρυθμός διεύρυνσης της φορολογικής βάσης) και άρα θέτει εν κινδύνω και τη δυνατότητα να επιτευχθούν οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα.

Αυτό γίνεται ακόμη πιο κρίσιμο από τη στιγμή που η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα επέλεξε φέτος να δώσει μεγαλύτερα κοινωνικά μερίσματα. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη υπάρχουν τα σχετικά «καμπανάκια» από τους θεσμούς ως προς τον κίνδυνο να μην επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι για φέτος.

Η παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση

Όλα αυτά δεν είναι άσχετα και με τα συνολικότερη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας. Όλοι οι διεθνείς οργανισμοί έχουν διορθώσει προς τα κάτω τις προβλέψεις τους για τους ρυθμούς ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας. Για παράδειγμα η πρόβλεψη του ΟΟΣΑ είναι για αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ στο 3,2% για το 2019, κάτω από το 3,5% του 2018.

Σε αυτό συγκλίνουν η ανησυχία από τις επιπτώσεις των εντάσεων στο διεθνές εμπόριο, τα σαφή σημάδια στασιμότητας σε μεγάλες οικονομίες, ο φόβος για τις επιπτώσεις που θα έχει τυχόν περαιτέρω επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης στην κινεζική οικονομία, αλλά και οι κίνδυνοι από τη συνεχιζόμενη αύξηση παγκοσμίως του ιδιωτικού χρέους.

Πρόσφατα, οι οικονομολόγοι της JP Morgan υποστήριξαν ότι πληθαίνουν τα σημάδια ότι πάμε σε μια υποχώρηση των ρυθμών αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ προς το κρίσιμο όριο του 2,5% που θεωρείται ότι είναι το όριο κάτω από το οποίο η παγκόσμια οικονομία μπαίνει σε τροχιά ύφεσης.

Ένας κρίσιμος δείκτης είναι ο PMI (δείκτης υπεύθυνων προμηθειών) που όταν πέφτει κάτω από το 50, τότε συνήθως η οικονομία μπαίνει σε τροχιά ύφεσης. Σε παγκόσμιο επίπεδο είναι λίγο πάνω από 50 για τη μεταποίηση, το ίδιο ισχύει για τις ΗΠΑ, στην Γερμανία έχει πέσει κάτω από 50 και στην Ευρωζώνη είναι λίγο κάτω από 52.

Αντίστοιχα, σημαντική ένδειξη παγκόσμιας επιβράδυνσης είναι και η υποχώρηση των ρυθμών αύξησης του παγκόσμιου εμπορίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι από 5,5% ετήσιο ρυθμό αύξησης του παγκόσμιου εμπορίου το 2017, ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι φέτος δεν θα ξεπεράσει το 2,1%.

Μάλιστα, η επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου μπορεί να γίνει ακόμη μεγαλύτερη εάν παραμείνουμε και εντός του τρέχοντος εμπορικού πολέμου ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα που απειλεί να οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη επιβράδυνση και την παγκόσμια οικονομία.

Ο δύσκολος δρόμος της ανάπτυξης

Όλα αυτά σημαίνουν ότι η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε δυναμικούς αριθμούς ανάπτυξης δεν θα είναι καθόλου εύκολη.

Η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, που επειδή θα είναι πιο έντονη στην ευρωζώνη θα την αισθανθούμε πιο έντονα στη χώρας μας, θα σημαίνει υποχώρηση των εξαγωγών, υποχώρηση του τουρισμού (που είναι πάντοτε ευαίσθητος στις συνολικές τάσεις της παγκόσμιας οικονομίας) και μεγαλύτερη δυσκολία για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων.

Η υποχώρηση της δημόσιας επενδυτικής δαπάνης, η απουσία χρηματοδοτικών εργαλείων όσο το τραπεζικό σύστημα δεν έχει ξεπεράσει τα προβλήματά του, η εμμονή άρνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ακόμη και να εξετάσει τη χαλάρωση της λιτότητας, σημαίνει ότι περιορίζονται και τα εργαλεία που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντίβαρο στην παραπάνω αρνητική συνθήκη.

Την ίδια ώρα είναι προφανές ότι η επιστροφή σε μια μεγαλύτερη επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης των νοικοκυριών, ύστερα από πολλά χρόνια δυσκολιών, απλώς θα θέσει σε διακινδύνευση την προοπτική επίτευξης κάποιου είδους κοινωνικής συνοχής

Αυτό διαμορφώνει μια πραγματική πρόκληση και για τα κόμματα που διεκδικούν την κυβερνητική εξουσία στις εκλογές. Είναι προφανώς ότι για να αποφύγουμε να επιστρέψουμε στο φαύλο κύκλο της ύφεσης, της συρρίκνωσης, των αυξημένων ανισοτήτων και της ακόμη μεγαλύτερης επιτήρησης, δεν επαρκούν τα εύκολα συνθήματα που συναντά κανείς στην προεκλογική ρητορική, αλλά απαιτούνται συγκεκριμένα σχέδια για την ανασυγκρότηση της παραγωγικής ικανότητας της χώρας, κλάδο τον κλάδο, περιοχή την περιοχή, μαζί με συγκεκριμένα εργαλεία που θα την καταστήσουν δυνατή.

Αφήστε μια απάντηση