Πού το πάει ο Τσακαλώτος – Τα μηνύματα στο Μαξίμου και σε μια κυβέρνηση που ισορροπεί σε γκρεμό

Μεγάλη συζήτηση έγινε για τη συνέντευξη του Ευκλείδη Τσακαλώτου σε ξένο τηλεοπτικό δίκτυο. Οι περισσότεροι επικεντρώθηκαν στο ότι παραδέχτηκε το ενδεχόμενο να έρθει η Νέα Δημοκρατία στην εξουσία, όπως και στην άποψή του για κοινή προσπάθεια να μειωθούν τα εξοντωτικά πρωτογενή πλεονάσματα.

Όμως, ένας ιδιαίτερα έμπειρος πια υπουργός Οικονομικών όπως ο Ευκλείδης Τσακαλώτος δεν θα σπαταλούσε μια ευκαιρία να μιλήσει σε ένα ακροατήριο εκτός Ελλάδας απλώς για να πει στην άποψή του για τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις.

Τα βασικά μηνύματα που ήθελε να δώσει αφορούσαν τους θεσμούς και τις αγορές.

Ο αγώνας δρόμου ενόψει του Eurogroup του Μαρτίου

Όπως έχει γραφτεί πολλές φορές το τέλος των μνημονίων σε κανένα βαθμό δεν σήμαινε το τέλος της επιτήρησης, έστω και εάν ορισμένες φορές οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ κάνουν σαν να μην το καταλαβαίνουν αυτό.

Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος μαζί με τον Γιώργο Χουλιαράκη είναι οι δύο υπουργοί που ακριβώς έχουν ευθύνη να το θυμούνται διαρκώς αυτό. Και να το θυμίζουν σε όσους δεν έχουν καμιά εκτίμηση στους… τεχνοκράτες.

Και ξέρει ο υπουργός Οικονομικών ότι το Eurogroup του Μαρτίου είναι το πιο κρίσιμο. Γιατί σε αυτό και στη βάση των αξιολογήσεων που θα γίνουν ως προς την πορεία της ελληνικής οικονομίας και ως προς την εφαρμογή των προαπαιτούμενων που ακόμη δεν έχουν ολοκληρωθεί, θα κριθεί το εάν η Ελλάδα θα πάρει την πρώτη δόση από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων που είχαν κρατήσει οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες.

Η συγκεκριμένη δόση δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητη καθώς μπορεί να φτάσει και το ένα δισεκατομμύριο. Ένα ποσό παραπάνω από καλοδεχούμενο ιδίως σε μια προεκλογική χρονιά.

Κι αυτό γιατί πέραν των 644 εκατ. ευρώ από κέρδη ελληνικών ομολόγων (SMPs-ANFAs) στο τραπέζι της αξιολόγησης μπαίνουν κεφάλαια τα οποία προκύπτουν από την κατάργηση του επιτοκιακού πέναλτι στα δάνεια του δεύτερου Μνημονίου τα οποία αθροίζονται σε περίπου 330 εκατ. ευρώ για το δεύτερο εξάμηνο του 2018 και το 2019.
Επί της ουσίας δεν είναι δάνεια αυτά που θα πάρουμε, μας τα χρωστάνε κι αν τα χάσουμε απλά θα έχουμε υποστεί διπλή ήττα.

Επιπλέον, ας μην ξεχνάμε ότι η συνολική εφαρμογή των μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους που συμφωνήθηκαν με το τέλος του «ελληνικού προγράμματος», εξαρτάται από το εάν θα υπάρχουν θετικές αξιολογήσεις και εκτιμήσεις σε επίπεδο «θεσμών».

Άλλωστε, το θέμα δεν αφορά απλώς και μόνο την τυπική διαδικασία που αφορά το εσωτερικό της ευρωζώνης. Αφορά και τη συνολικότερη σχέση της Ελλάδας με τις αγορές. Πραγματική έξοδος της Ελλάδας από τα μνημόνια θα έρθει την ημέρα που θα μπορεί να δανειστεί μόνη της από τις αγορές, με επιτόκια που δεν θα σημαίνουν ακόμη μεγαλύτερη οικονομική αιμορραγία. Το «χρηματοδοτικό μαξιλάρι» μπορεί να είναι μία λύση, αλλά μόνο προσωρινή.

Είναι προφανές ότι η έξοδος στις αγορές θα καταστεί ακόμη πιο μακρινή εάν από το Eurogroup του Μαρτίου βγει ο τόνος ότι η Ελλάδα δεν προχωράει με τους απαραίτητους ρυθμούς στις μεταρρυθμίσεις και τα προαπαιτούμενα.

Και μπορεί να μην ασχολούνται με τις ελληνικές εκλογές οι αγορές, όμως έχουν το δικό τους τρόπο να ψηφίζουν. Μία άνοδος των spread των ελληνικών ομολόγων, ως αντίδραση σε αρνητικά μηνύματα από το Eurogroup, θα ήταν αφενός η δική τους έμπρακτη αποδοκιμασία για την πορεία της ελληνικής οικονομίας αλλά και μία ακόμη μεγαλύτερη απομάκρυνση της δυνατότητας της χώρας να επιστρέψει πραγματικά στις αγορές.

Τα προαπαιτούμενα

Σε αυτό το φόντο, η βασική δήλωση που έκανε ο κ. Τσακαλώτος στη συνέντευξή του ήταν ότι η Ελλάδα θα έχει εκπληρώσει όλα τα προαπαιτούμενα μέχρι το Eurogroup της 11 Μαρτίου.

Η δήλωση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία εάν αναλογιστούμε ότι π.χ. στα προαπαιτούμενα περιλαμβάνονται ζητήματα που ακόμη είναι σε διαπραγμάτευση όπως το σχέδιο για το διάδοχο σχήμα του Νόμου Κατσέλη, που αποτελεί ένα από τα βασικά μέτρα για την αντιμετώπιση του συνολικότερου προβλήματος των «κόκκινων δανείων», ή το θέμα της επιλογής γενικών και ειδικών γραμματέων στα υπουργεία που εξακολουθεί να καθυστερεί. Επιπλέον, υπάρχουν ζητήματα στα οποία υπάρχουν σοβαρές καθυστερήσεις, όπως είναι η πώληση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ ή σημαντική μείωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου.

Σε όλα αυτά προστίθεται η ανησυχία για τα δημοσιονομικά με δεδομένη το ενδεχόμενο να υπάρξει τελική δικαίωση για τα αναδρομικά οπότε εκ των πραγμάτων μια σειρά δημοσιονομικών στόχων δεν θα μπορέσουν να επιτευχθούν. Όλα αυτά δημιουργούν αυξημένο άγχος για την μεταμνημονιακή αξιολόγηση από την Κομισιόν που θα δοθεί στη δημοσιότητα, με βάση τον προγραμματισμό στις 27 Φεβρουαρίου ακριβώς πριν το Euroworking group της 28ης Φεβρουαρίου που θα προετοιμάσει το Eurogroup της 11 Μαρτίου.

Στην πραγματικότητα είναι ένας αγώνας δρόμου που λίγα έχει να ζηλέψει από ανάλογους που ζούσαμε τον καιρό των μνημονίων όταν τόσο αυτή η κυβέρνηση όσο και οι προηγούμενες αγωνιούσαν εάν θα πάρουν θετική βαθμολογία και άρα την πολυπόθητη «δανειακή δόση».

Τα σύννεφα που πυκνώνουν και ο βραχνάς των πρωτογενών πλεονασμάτων

Ακόμη και η δήλωση του κ. Τσακαλώτου ότι θα έπρεπε να στηριχτεί από κοινού ένα αίτημα μείωσης των εξοντωτικών πρωτογενών πλεονασμάτων αποτυπώνει στην πραγματικότητα την ανησυχία για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.

Όλα δείχνουν ότι μπαίνουμε σε μια σαφή τροχιά επιβράδυνσης της ευρωπαϊκής οικονομίας όπως παραδέχτηκε και η ίδια η Κομισιόν αναθεωρώντας προς τα κάτω όχι μόνο τη συνολική της πρόβλεψη για την ευρωπαϊκή οικονομίας αλλά και τις ειδικότερες εκτιμήσεις για τις μεγάλες οικονομίες της ευρωζώνης συμπεριλαμβανομένης της γερμανικής «ατμομηχανής».

Όλα αυτά έχουν άμεση επίπτωση στην Ελλάδα. Επιβράδυνση στην Ευρώπη σημαίνει υποχώρηση του τουρισμού στην Ελλάδα αλλά και επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των ελληνικών εξαγωγών προς ευρωπαϊκούς προορισμούς, ενώ παράλληλα δημιουργεί και ένα δυσμενέστερο τοπίο για επενδύσεις.

Και τα πράγματα μπορούν να γίνουν ακόμη πιο ανησυχητικά, εάν στο φόντο του εν εξελίξει εμπορικού πολέμου επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις για συνολικότερη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας και πιθανό ενδεχόμενο ύφεσης μέσα στα επόμενα χρόνια.

Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και το βασικό σενάριο της κυβέρνησης για την εξέλιξη της ανάπτυξης προβλέψει επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης από το 2020 και μετά. Ειδικότερα το βασικό σενάριο της κυβέρνησης είναι αύξηση του ΑΕΠ 2,5% φέτος και 2,3% του χρόνου, με σταδιακή αποδυνάμωση μετά καθώς προβλέπεται να υποχωρήσει στο 2,1% το 2021 και στο 1,8% τόσο το 2022 όσο και το 2023.

Όμως, με μια τέτοια επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης από το 2021 και μετά γεννάται το ερώτημα με ποιο τρόπο θα μπορέσει να συνεχιστεί ή και να επιταχυνθεί η αποκλιμάκωση της ανεργίας και να επιτευχθεί ο κυβερνητικός στόχος για ανεργία 14.3% το 2022.

Είναι σαφές ότι σε ένα τέτοιο πλαίσιο τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και κυρίως ο τρόπος που υποχρεωτικά περιορίζουν τη δημόσια δαπάνη γενικά και ιδίως τη δημόσια επενδυτική δαπάνη γίνονται ένα βασικό «φρένο» στην οικονομία.

Η ακροβασία ανάμεσα στη τήρηση των συμφωνηθέντων και τον προεκλογικό εκτροχιασμό

Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα δείχνει να κινείται με έναν ιδιότυπο καταμερισμό εργασίας. Από τη μια τα υπουργεία που τρέχουν για τα προαπαιτούμενα και την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, ώστε να εκταμιευθεί η δόση και να υπάρξει η πρόσβαση στις αγορές, από την άλλη τα υπουργεία που κάνουν προεκλογική εκστρατεία, υποσχόμενα διορισμούς και παροχές, όπως και οι βουλευτές και τα στελέχη που υπόσχονται… ανατροπές.

Η ισορροπία ανάμεσα στις δύο πλευρές είναι δύσκολη και σε ορισμένες στιγμές μοιάζει με επικίνδυνη ακροβασία πάνω σε γκρεμό. Μένει να δούμε εάν θα διατηρηθεί η όποια ισορροπία ή θα κυριαρχήσει το προεκλογικό κλίμα.

Αφήστε μια απάντηση